Τη δεκαετία του πενήντα η Υπάτη ανοίγει τα μάτια της σε ένα κόσμο που μόνο στερημένη αγάπη έχει να της δώσει. Η μάνα της την εγκαταλείπει στη φροντίδα των συγγενών και το μικρό κορίτσι μεγαλώνει μέσα στην συναισθηματική ανασφάλεια. Θέλοντας να ξεφύγει από τη μιζέρια, η Υπάτη θα εκμεταλλευτεί τη γνωριμία της με τον Γιώργο που θα οδηγήσει σε ένα γάμο. Όμως τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα ονειρεύεται. Ο Γιώργος είναι ήδη παντρεμένος και η Υπάτη σε ελάχιστους μήνες θα βρεθεί να έχει χάσει τα πάντα: ο Γιώργος σκοτώνεται και η ίδια αποχωρίζεται το παιδί της και μαζί την ελευθερία της. Ο κόσμος αλλάζει, τα όνειρα γκρεμίζονται. Μετά την έκτιση της ποινής της, η Υπάτη μεταμορφωμένη αποφασίζει να αποδώσει τα ίσα στη μοίρα της, όμως μια αλληλουχία γεγονότων θα φέρει την τρικυμία στο μυαλό και την καρδιά της.
Ένα ερωτικό απωθημένο, η εμμονή, η αναζήτηση αυτού που πάντα ξεφεύγει, ο χρόνος που κυλά ουδέτερος και αδιάφορος. Οι πολλαπλές εικόνες της Υπάτης διαστρεβλώνονται μέσα από τον καθρέφτη της κοινωνίας, μιας κοινωνίας με αδιάλειπτα μεταβαλλόμενο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο, μιας κυψέλης όπου τα πολύβουα έντομα ποδοπατούν το ένα το άλλο άλλοτε προσπαθώντας να προσεγγίσουν και άλλοτε να απομακρυνθούν από τη βασίλισσά τους. Ποιος θα καταφέρει να αγγίξει την ψυχή της Υπάτης, να γιατρέψει τον πόνο και να αποκαταστήσει τις ισορροπίες στον κόσμο της; Πότε και πώς;
Ο κόσμος της Υπάτης, ο κόσμος έτσι όπως τον ορίζει ο συγγραφέας της ούτε μαγικός ούτε μαγευτικός είναι. Δεν είναι αγγελικά πλασμένος, δεν είναι ηθικός, είναι απλά ο κόσμος στον οποίο ζούμε και αναπνέουμε είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι. Με το δικό του ξεχωριστό τρόπο αφήγησης, ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος χρησιμοποιεί το μύθο απλά σαν πρόφαση. Η ουσία ή το διάβασμα πίσω από τις λέξεις όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι η κατάθεση της δικής του φιλοσοφίας ζωής. Σκέψεις, κρίσεις, επικρίσεις, αλήθειες που πονάνε, ιστορίες της διπλανής πόρτας ή και της δικής μας ακόμα. Γινόμαστε κοινωνοί, παραδινόμαστε σε αυτό το ταξίδι, ταυτιζόμαστε με τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται αρνούμενοι να τα κατηγοριοποιήσουμε ή και να τα περιθωριοποιήσουμε, γιατί, κακά τα ψέματα, κάπου αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ή ένα δικό μας άνθρωπο. Κάπου όλοι έχουμε φωνάξει ή απλά ψελλίσει τα ρήματα που απαρτίζουν το status quo της Υπάτης.
Στερούμαι: Η Υπάτη έχει στερηθεί το αυτονόητο, την οικογενειακή θαλπωρή και τη μητρική αγάπη. Αυτή η έλλειψη τη συνοδεύει στη ζωή της, καθορίζει το χαρακτήρα της, τις κινήσεις, τις αντιδράσεις της.
Επιθυμώ: Επιθυμούμε το ανέφικτο, το πρακτικώς αδύνατο, το ιδεατό ή το προσαρμοσμένο στα ανθρώπινα μέτρα; Η Υπάτη επιθυμεί τα υλικά αγαθά ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Κάπου η πρώτη επιθυμία καταλήγει σε αυτοσκοπό, κάπου το ταξίδι της σταματάει σε λάθος σταθμό. Αυτά που πραγματικά επιθυμεί παραγνωρίζονται και στην ουσία ξεχνιούνται, ο χρόνος μένει στάσιμος, η ανάγκη για αγάπη σε μόνιμη εκκρεμότητα πλανιέται στο χωροσύμπαν.
Αγγίζω: Το άγγιγμα της φυσικής επαφής προσφέρει μια επιφανειακή απόλαυση καθώς γρήγορα οι προσδοκίες διαψεύδονται. Οι συγκυρίες και η αποκοίμηση της συνείδησης θα της φέρουν μόνο το σύνδρομο του Μίδα. Ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός, όμως η ίδια πλέον δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει τα θέλω της.
Ψηλαφώ: Με τα μάτια της ψυχής κλειστά, παραδομένη σε νοητικά σκοτάδια, ψηλαφίζει το μεταφυσικό, νομίζοντας ότι έτσι θα βρει το ιδανικό αναλώνοντας το χρόνο της, ξεχασμένη από τον ίδιο το χρόνο.
Κατέχω: Και είναι εκείνες οι στιγμές που παραγνωρίζει τι σημαίνει να έχει την αγάπη έστω και ενός ανθρώπου, τη θεωρεί δεδομένη και ψάχνει ξανά χτίζοντας τα δικά της παλάτια στην άμμο.
Χάνομαι: Η Υπάτη περιδινίζεται σε εξωπραγματικές καταστάσεις αναζητώντας τον ιδανικό έρωτα, παύοντας να υπάρχει ως και για αυτούς που της προσφέρουν την αγάπη τους. Τα όνειρά της στεγάζονται στην αμφισβήτηση, το μεταφυσικό, την αδικία που της έγινε από τη ζωή.
Χάνω: Ο κόσμος γύρω της αλλάζει κι αυτή μένει στάσιμη, χάνοντας την ευκαιρία να ξαναχτίσει τη σχέση με τη μητέρα της, να κερδίσει την επαφή με το παιδί της, χάνοντας την ίδια τη ζωή.
Αναγεννιέμαι: Μέσα από τα πάθη και τα σφάλματα ακόμα και ο πιο αποκοιμισμένος κάποτε ξυπνά. Όταν έχεις φτάσει στον πάτο του γκρεμού, δεν υπάρχει το παραπέρα. Τι κάνεις τότε; Επιλέγεις τα δικά σου σκοτάδια ή σκαρφαλώνεις ξανά προς την κορυφή; Κατανοείς ότι πρέπει να αφήσεις πίσω σου κάποια πράγματα, να σκεφτείς επιτέλους ότι το παρελθόν οφείλει μόνο να διδάσκει για να αρπάξεις το παρόν και να κατακτήσεις το μέλλον;
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους, με ένα αφηγηματικό ύφος που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, με τόλμη αλλά και ανθρώπινη σοφία, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει και ξεγυμνώνει την κοινωνία που εμείς οι ίδιοι φτιάξαμε. Μας δίνει το λαβύρινθο, μας δίνει και το νήμα που θα ακολουθήσουμε για να βρεθούμε στο κέντρο του και πάλι έξω. Η εγγύηση είναι ότι η περιπλάνηση θα μας κάνει πιο ανθρώπινους, πιο δοτικούς και λιγότερο απόλυτους, θα μας ωθήσει να κατανοήσουμε τα δικά μας πάθη, φοβίες και εμμονές.
«Περίμενα να πάρω την περιουσία του Χαντρινού για να κάνω καλύτερη τη μίζερη ζωή μου! Την περιουσία την πήρα, αλλά η ζωή μου δυστυχώς δεν έγινε καλύτερη….Δεν έγινα καλύτερη μάνα! Δεν έζησα όλα αυτά που επιθυμούσα…Τώρα που μπορώ να γυρίσω το κεφάλι στο παρελθόν, αντιλαμβάνομαι το σκόρπισμα και τη χασούρα σ’ όλο τους το μεγαλείο…Ξόδεμα ψυχής και συναισθημάτων…Αυτό είναι το δικό μου πόρισμα. Τα λεφτά και τα σπίτια είναι μία χίμαιρα…Εμένα τουλάχιστον δεν με έκαναν περισσότερο ευτυχισμένη…» Ψυχές που δεν τις ζέστανε η αγάπη, εκδόσεις Ωκεανός, σελ. 510.
Ψυχές που δεν τις ζέστανε η αγάπη: Εκεί όπου ο μύθος και η πραγματικότητα αντιπαλεύουν στα κύματα του ίδιου χωροχρόνου