Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 13)


Η Λένη ένιωσε να προσγειώνεται απότομα πάνω σε κάτι βρεγμένο και γλοιώδες. Δεν πρόλαβε να αισθανθεί σιχαμάρα ούτε να αναρωτηθεί τι δουλειά είχε ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της μερικές φορές σε μια προσπάθεια να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο, όμως κι αυτό αποδείχτηκε μάταιο. Το μόνο που έβλεπε ήταν κάτι φωτεινές λάμψεις, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της.
Όταν ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, μια κακοφωνία τής τρυπούσε τα αυτιά και ένα βάρος πίεζε όλο της το σώμα. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Στα τυφλά προσπάθησε να παραμερίσει με τα χέρια αυτό που την εμπόδιζε να ανασηκωθεί.
«Μην κινείσαι» άκουσε μια αντρική φωνή.
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από τον πόνο. Τι στο καλό είχε συμβεί; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ένιωσε πανικό, ενώ η αίσθηση της ασφυξίας έγινε εντονότερη.
«Φύγε από επάνω μου, ηλίθιε. Θα με πνίξεις» φώναξε. 
Επιτέλους, το σώμα που την πίεζε χαλάρωσε το σφίξιμο αφήνοντάς της το περιθώριο να ανασάνει. Ρούφηξε λαίμαργα τον γεμάτο καυσαέριο αέρα της νύχτας. Πονούσε παντού. Έπρεπε να θυμηθεί πώς είχε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, όμως οι φωνές όλων εκείνων που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί γύρω της την εμπόδιζαν να κάνει την παραμικρή λογική σκέψη. Έκλεισε τα μάτια.
«Να φωνάξουμε ασθενοφόρο. Έχουν χτυπήσει; Μήπως έχουν σπάσει τίποτα;» άκουσε ενώ δυνατά χέρια ψηλάφιζαν τα πλευρά της. Έγειρε ξανά πάνω στο σώμα που την κρατούσε, γυρεύοντας να προφυλαχτεί από το παγωμένο ψιλόβροχο που έπεφτε. Ίσως να μπορούσε να μείνει έτσι και να πάψει να προσπαθεί να θυμηθεί. Πήρε ξανά μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε σαν να βρισκόταν εκεί και ταυτόχρονα κάπου αλλού.
Μαύρο… Λευκό…. Ξανά μαύρο και λευκό με ένα ενδιάμεσο κόκκινο. Το στρίγκλισμα των φρένων, η λάμψη, τα πρόσωπα -θαμπές μάσκες που πλησίαζαν-, μέχρι που η ανάσα τους ήταν επάνω της. Φωνές, οι σειρήνες. Κάποιον κυνηγούσαν. Όχι, ασθενοφόρο ήταν… Προσπαθούσαν να σηκώσουν κάποιον, δεν μπορούσε να διακρίνει, ήταν τόσος ο κόσμος… και μετά ένιωσε πως η ζωή έφευγε από μέσα της. Κι άλλες φωνές. Προσπάθησε να μετακινήσει το σώμα της, να έρθει πιο κοντά, να ακούσει τι έλεγαν. Τα αυτιά της βούιζαν, το κεφάλι της έμοιαζε να σπάει σε χίλια μικρά κομμάτια, έβλεπε μυριάδες μόρια να αιωρούνται στον αέρα, οι ήχοι έγιναν πιο έντονοι, τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει τα πρόσωπα. Οι γονείς της, η Ράνια, ο Μάριος... Κάτι συνέβαινε, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Μα τι έλεγαν τόση ώρα; Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά ήξερε ότι ήταν αργά πια…
Η Λένη άνοιξε απότομα τα μάτια ενώ μια κραυγή αγωνίας πάλευε να βγει από μέσα της.
«Ηρέμησε. Όλα είναι εντάξει. Είμαστε εντάξει» την καθησύχασε η αντρική φωνή.
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Χαράς, ανακούφισης;
Το αντρικό χέρι, ζεστό παρά το κρύο της νύχτας, της σκούπισε το μάγουλο.
«Λένη, σε παρακαλώ…»
Τα λόγια δεν την παρηγόρησαν, το σοκ ήρθε ετεροχρονισμένο, τα δάκρυα έγιναν δυνατά αναφιλητά.
Τα αντρικά χείλη έψαξαν τα δικά της. Το θυμόταν  αυτό το φιλί.

«Μάριε…» είπε διστακτικά το όνομά του. «Εγώ δεν…» Ήθελε να του πει πως ήταν ερωτευμένη μαζί του, πως είχε θυμώσει ανόητα, πως ήταν κακομαθημένη, πως του …χρωστούσε τη ζωή της; Ναι, τώρα συνειδητοποιούσε πως ο Μάριος ήταν η σωτηρία της, πως η δυνατή αγκαλιά του ήταν ο μόνος λόγος που ανέπνεε εκείνη τη στιγμή, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Εσύ δεν…, τι ακριβώς; Έχε χάρη που βαρέθηκα να προσποιούμαι τον αδιάφορο, αλλιώς θα σου έλεγα τι σου χρειάζεται» της είπε μισοαστεία μισοσοβαρά.
«Εμένα;» Τα μπλε της μάτια βυθίστηκαν στα δικά του πεταρίζοντας δήθεν έκπληκτα.
«Είσαι μια μουσίτσα εσύ!»
Μουσίτσα; Την είπε μουσίτσα; Το βλέμμα της άστραψε, ήταν έτοιμη να του ζητήσει τον λόγο.
«Αλλά θα είσαι πάντα η μούσα μου!» συμπλήρωσε ο Μάριος χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο από αυτά τα τόσο φωτεινά που χαρακτηρίζουν όλους τους ερωτευμένους αυτού του κόσμου.

ΤΕΛΟΣ



Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 12)


Λίγες ώρες μετά το μόνο που απασχολούσε τον Μάριο ήταν το να καταπνίξει την επιθυμία του να σηκωθεί να φύγει και να τους αφήσει όλους σύξυλους. Ένιωθε πολύ άσχημα κι ας ήξερε ότι το πρόσωπό του δεν θα φαινόταν καθώς θα ήταν καλυμμένο πίσω από τη μάσκα του ιαγουάρου. Κοιτώντας στον καθρέφτη, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ο άνδρας που αντίκριζε στο γυαλί ήταν κάποιος άλλος, κάποιο άγνωστο καλογυμνασμένο ανδρικό σώμα που φορούσε κάτι που θύμιζε ρούχο και όχι φύλλο συκής. Η αναστάτωση που επικρατούσε στα καμαρίνια τού έφερνε πονοκέφαλο. Οι περισσότεροι χορευτές το είχαν ρίξει στην πλάκα για το ποιες γκόμενες θα τους καμάκωναν. Ο Μάριος έφριξε εξετάζοντας και αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό του έλειπε. Δεν του έφτανε το ρεζιλίκι. Κοίταξε το κινητό του και με τρόμο διαπίστωσε ότι είχε φτάσει η ώρα. Ένας χορός ήταν, ένας ακόμη χορός. Ίσως λίγο πιο αισθησιακός, ερωτικός, μα τι διάολο, αυτός είχε κάνει τη χορογραφία, οπότε ήταν δικό του δημιούργημα. Έξω η μουσική είχε σταματήσει και ακουγόταν μόνο η φωνή του μαγαζάτορα, που με τιμή και καμάρι ανακοίνωνε τη νέα χορογραφία.
«Κυρίες μου, απόψε κάνατε την καλύτερη επιλογή. Τα πιο καλογυμνασμένα κορμιά της Αθήνας θα φέρουν στα πόδια σας την εξωτική αγριάδα ενός αφρικανικού ηλιοβασιλέματος. Κρατηθείτε καλά, γιατί αυτή η νύχτα θα έχει πολλές δονήσεις» συμπλήρωσε γελώντας.
Ο Μάριος αναρωτήθηκε πόσο μεγάλο ήταν το απόθεμα μπαρουφολογίας του τύπου, όμως επιχείρηση είχε, οπότε διαφήμιζε με κάθε τρόπο το εμπόρευμά του. Καθώς το μουσικό κλίμα άλλαζε και αφρικάνικα τύμπανα δονούσαν τη γεμάτη καπνό και λαγνεία ατμόσφαιρα, ο Μάριος έκανε ένα νεύμα στους υπόλοιπους χορευτές και μπαίνοντας στη σειρά βγήκαν στη σκηνή, όπου τους υποδέχτηκαν οι αλαλαγμοί του γυναικείου κοινού.

Η Ράνια είχε σηκωθεί όρθια και χειροκροτούσε μανιωδώς. Η Λένη τής έριξε μια φαρμακερή ματιά.
«Σταμάτα λίγο, ρε παιδάκι μου. Θα μας περάσουν για λυσσασμένες» προσπάθησε να τη συνεφέρει.
«Τι λες, καλή μου! Απόψε έχουμε κάθε λόγο να το κάψουμε. Οπότε, αυτή τη νύχτα όλα επιτρέπονται» είπε η Ράνια πίνοντας μια γουλιά από την αμφίβολης ποιότητας σαμπάνια της.
«Τρελή είμαι που σε ακολούθησα» κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι η Λένη.
«Ε, βλέπεις δεν επιτρέπεται αντρική συνοδεία εδώ. Άσε που ο Μάριος προφανώς δεν θα ενέκρινε» της απάντησε η Ράνια πικαρισμένη.
«Ράνια, κόφτο. Δεν έχω τίποτα με τον Μάριο και ούτε να αναφέρεις ξανά το όνομά του!»
«Καλά, δεν σε είπαμε και καμπούρα… Αλλά χωριό που φαίνεται…»
«Δεν το έχω σε τίποτα να σηκωθώ να φύγω…»
«Ναι, κάνε τώρα και την παρθένο κόρη! Μη μου πει ότι δεν τρέχει κάτι μ’ εσάς τους δύο. Τόσο αισθησιακός χορός πια!»
«Ρεζίλι γίναμε! Βούλωσέ το και πάρε μάτι τους καλλιτέχνες» της είπε τονίζοντας δηκτικά την τελευταία λέξη.
Η Ράνια απορροφήθηκε από τα καλογυμνασμένα σώματα που παρατάχτηκαν στη σκηνή και ευτυχώς έκλεισε επιτέλους το στόμα της. Η Λένη ευχήθηκε να γινόταν κάτι μαγικό και να βρισκόταν κάπου αλλού. Ίσως σε μια ακροθαλασσιά παρέα με τον Μάριο; τη ρώτησε εκείνη η αυθάδικη εσωτερική φωνή που την ενοχλούσε από την ώρα που είχαν πατήσει το πόδι τους στο κλαμπ «Orgasm». Αγνόησε τη φωνή και πες από διαστροφή πες από περιέργεια, έστρεψε το βλέμμα της στη σκηνή. Στο κάτω κάτω χορευτές ήταν, τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο. Και παρά το ακατάλληλο περιβάλλον και τα τεντωμένα της νεύρα, με έκπληξη διαπίστωσε ότι η χορογραφία ήταν εξαιρετική.
«Κοίτα, κοίτα!» της έπιασε το χέρι η Ράνια. «Θεογκόμενος είναι αυτός ο πρώτος. Να τον τραγανίσεις αργά αργά και να γλύψεις και το κοκαλάκι».
«Τι μαλακίες λες, ρε Ράνια; Λες και δεν έχεις ξαναδεί άντρα στη ζωή σου. Κάτσε με τον δικό σου, και άσε τα πουροκομεία να πάρουν μάτι» της είπε ξινά. Όχι ότι δεν είχε δίκιο η Ράνια. Ο χορευτής που είχε γυαλίσει στη φιλενάδα της είχε ένα άψογο σώμα και οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές που της έφεραν αυτόματα στο μυαλό τον Μάριο. Κάτι ανάμεσα σε ναυτία και τρόμο την αναστάτωσε καθώς άρχισε να παρατηρεί πιο προσεκτικά τον χορευτή. Μα ήταν εντελώς παράλογη. Προφανώς η σαμπάνια, παρότι είχε πιεί μόνο ένα ποτήρι, την είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Ανοησίες, τι δουλειά θα είχε ο Μάριος σε ένα τέτοιο μέρος; Ανοησίες λες εσύ! Τι ξέρεις στην πραγματικότητα για τον Μάριο; επενέβη σαρκαστικά η εσωτερική της φωνή. Κι όμως… Αυτό το σώμα το γνώριζε πολύ καλά. Και τα μαλλιά, το ίδιο κούρεμα… Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα έκρυβε η γελοία μάσκα. Τα χείλη πάλι… Αυτός ήταν; Ο Μάριος, ο δικός της Μάριος; Από πού κι ως πού είναι δικός σου ο τύπος; Χα! Μάριος, που μέχρι χτες του έφτυνες κατά πρόσωπο “Ραφαήλου” και πάλι “Ραφαήλου”! κάγχασε ξανά η εσωτερική φωνή.
Να σηκωθεί να φύγει, αυτό ήθελε. Ένιωθε σαν να είχε φάει κεραμίδα στο κεφάλι. Μούδιασε. Κοίταξε αηδιασμένη γύρω της τα ρυτιδιασμένα κρέατα και τα χέρια με τα καφετιά στίγματα που ψαχούλευαν τα πορτοφόλια τους, για να προσφέρουν όσο περισσότερα με αντάλλαγμα μια νύχτα παρέα με σφιχτή, νεανική σάρκα. Αν είχε ανάγκη από λεφτά ο Μάριος, γιατί δεν έβρισκε μια φυσιολογική δουλειά; Κι εσύ τι μιλάς; Επειδή τα έχεις και σου τρέχουν από τα μπατζάκια; Αυτή η φωνή γινόταν όλο και πιο εκνευριστική, ειδικά όταν έλεγε αλήθειες. Η Λένη δεν λογάριαζε το χρήμα, μια και δεν της έλειψε ποτέ. Ίσως σε αυτό οφειλόταν ο ατίθασος χαρακτήρας της. Και λοιπόν; Αν δεν είχε χρήματα, και αυτή θα αναγκαζόταν να δουλέψει. Πού; Θα έκανες πεζοδρόμιο; Και το λοφτ στο Θησείο; Μπα! Κάτω από καμιά γέφυρα θα κοιμόσουν, να μην ξεχνάς και το Παρίσι! σάρκασε ξανά η ενοχλητική φωνή.
«Σκάσε!» ούρλιαξε η Λένη.
«Ρε συ, Λένη, έλεος! Δεν μίλησα, να, Παναγία κάθομαι» διαμαρτυρήθηκε η Ράνια, που είχε καταφέρει να αδειάσει μόνη της σχεδόν όλο το μπουκάλι τη σαμπάνια.
«Πάμε να φύγουμε, τώρα!» είπε η Λένη αρπάζοντάς από τα χέρια της μεθυσμένης φίλης της το ποτήρι.
«Τι λες, καλέ! Εδώ διασκεδάζουμε. Σιγά μην αφήσω τον θεό να πάει χαμένος!» δήλωσε η Ράνια δείχνοντας τον πρώτο χορευτή.
«Αυτός που μου δείχνεις, δεν είναι για τα μούτρα σου!» άστραψε η Λένη.
«Τι μας λες; Μήπως τον θέλεις για πάρτη σου;» τσίριξε ντοπαρισμένη από το αλκοόλ η Ράνια.
«Βρε ζώο, έχεις καταλάβει πού βρισκόμαστε; Κάτσε εδώ να κακαρίζεις μήπως και γεννήσεις κανένα αυγό. Εγώ φεύγω. Δώσε μου τα κλειδιά σου!»
«Κι εγώ;»
«Να πάρεις ταξί! Εκτός κι αν καταλήξεις με το ξερολούκουμό σου!» της απάντησε δείχνοντας προς τη σκηνή. Την ίδια στιγμή, με την άκρη του ματιού της ξεχώρισε δυο μπρατσωμένους να κατευθύνονται προς το τραπέζι τους με αργά βήματα και ένα παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο.
«Πού ξέρεις! Μπορεί να του κάνω την καλύτερη προσφορά!» είπε η Ράνια, που είχε ήδη σηκωθεί και τρικλίζοντας κατευθυνόταν προς τη σκηνή.
Η Λένη παρατήρησε ότι οι χορευτές είχαν αρχίσει να αποσυντονίζονται. Το επεισόδιο είχε αποσπάσει την προσοχή τους.
«Χάρισμά σου!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε στη Ράνια και συμπλήρωσε έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στον πρώτο χορευτή. «Αν και μπορείς να τον έχεις χωρίς να δώσεις μία. Τόσο φθηνός είναι!» Όμως τα μεθυσμένα μάτια της φίλης της την κοιτούσαν ολοστρόγγυλα κι απορημένα. «Τόσο τούβλο είσαι ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Ο Ραφαήλου είναι, βρε ζώο, ο Ραφαήλου!» ούρλιαξε, χωρίς να την νοιάζει αν είχε παραγνωρίσει. 
Κι εκείνη τη στιγμή συνέβησαν ταυτόχρονα τρία πράγματα. Ο μπράβος την έπιασε από τον ώμο ενώ της ψιθύριζε διακριτικά να τον ακολουθήσει, η Ράνια τη ρωτούσε ξανά και ξανά: “Ποιος Ραφαήλου; Ο δικός μας Ραφαήλου;», και ο πρώτος χορευτής εγκατέλειπε τη σκηνή κι ερχόταν προς το μέρος της φωνάζοντας το όνομά της.
Η Λένη, με έναν ελιγμό, ξέφυγε από τον μπράβο και σπρώχνοντας καρέκλες και τραπέζια, αναζήτησε βιαστικά την έξοδο.

Ο Μάριος είχε πάθει σοκ. Αν τον ρωτούσες, δεν θα μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς αντιλήφθηκε ότι η Λένη βρισκόταν ανάμεσα στους θαμώνες. Έτσι κι αλλιώς, το μυαλό του ήταν κολλημένο στη χορογραφία και, όσο παράλογο κι αν ακουγόταν, την ευθύνη που είχε ως επαγγελματίας. Ίσως κάτι κατάλαβε όταν ο καυγάς ανάμεσα στις δυο γυναίκες τράβηξε την προσοχή του. Ίσως όταν είδε τους μπράβους να πλησιάζουν. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Οργή, θυμός και απογοήτευση ήταν τα πρώτα συναισθήματα που ένιωσε. Και ντροπή. Για τη Λένη που δεν είχε καμία δουλειά σε έναν τέτοιο χώρο, για τον εαυτό του που δεν είχε να συνεισφέρει την παραμικρή δικαιολογία για την παρουσία του στο κωλάδικο «Orgasm».
Ευτυχώς το χορευτικό βρισκόταν στο τέλος του, οπότε ο Μάριος εκτέλεσε βιαστικά τις τελευταίες κινήσεις ενώ οι υπόλοιποι τον μιμούνταν αποπροσανατολισμένοι. Κι έπειτα άρχισε να σπρώχνει ανάμεσα στα τραπέζια απωθώντας τα χέρια που τον ψηλάφιζαν λαίμαργα, ξεχνώντας τη γελοία περιβολή του, προσπαθώντας να προλάβει τη Λένη, φωνάζοντας ξανά και ξανά το όνομά της.
Όμως η Λένη είχε ήδη βγει από το μαγαζί και ο Μάριος, σχεδόν γυμνός, τώρα έτρεχε, περνούσε την πόρτα, κοντοστεκόταν στο πεζοδρόμιο να πάρει ανάσα καθώς οι στάλες του ιδρώτα πάγωναν στο σώμα του και ο ψυχρός Νοεμβριάτικος αέρας σάρκαζε το παράλογο της κατάστασης.
«Λένη!» φώναξε απελπισμένα στη φιγούρα που σε μια απόσταση γύρω στα δέκα μέτρα δεξιά του διέσχιζε τον δρόμο για να βγει στα φανάρια της Αχαρνών. «Λένη!» φώναξε ξανά και η φωνή του γέμισε τρόμο, γιατί μόνο αυτός είδε τα εκτυφλωτικά φώτα του αμαξιού που έμπαινε με ταχύτητα στον δρόμο.

Κλάσματα δευτερολέπτου. Χωρίς να σκεφτεί, ο Μάριος τινάχτηκε αστραπιαία προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε. Ένιωσε μόνο το κύμα του αέρα καθώς το αμάξι προσπερνούσε και τον γδούπο λίγα μόλις εκατοστά πιο πέρα. Tα γυμνά του πόδια πίεζαν με δύναμη τη Λένη ακινητοποιώντας την στο βρεγμένο οδόστρωμα.  (Συνεχίζεται)

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 11)


«Ξεκινάω κι αν ακούσω το ελάχιστο σχόλιο, σηκώνομαι και φεύγω» δήλωσε ο καθηγητής σαρώνοντας την αίθουσα.
Ούτε ανάσα. Αναμονή.
«Η βαθμολογία είναι κατά σειρά χορογραφίας. Παύλος Ζήσης-Ερμιόνη Καλία, έξι».
Ακόμη και η αυθόρμητη διαμαρτυρία ούτε καν εκφράστηκε. Δεκατρία ζευγάρια ακόμη, όλοι είχαν αγωνία, ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φύγουν επιτέλους, να πάνε να γιορτάσουν ή να κάνουν τον απολογισμό τους.
Τα χέρια του Μάριου και της Λένης είχαν μπλεχτεί ακόμη πιο σφιχτά. Τα δάχτυλά του χάιδευαν το εσωτερικό του καρπού της, μια κίνηση απόλυτα αισθησιακή σε διαφορετικό χρόνο, εκείνη όμως τη στιγμή έμοιαζε μια απελπισμένη προσπάθεια να πάρει κουράγιο ο ένας από τον άλλον.
Η Λένη ήταν σίγουρη ότι και ο Μάριος μετρούσε νοερά τα ονόματα που περνούσαν, τα ζευγάρια που είχαν απομείνει για να ακούσουν τη βαθμολογία τους. Αγωνία, αγωνία… Κι άλλα ονόματα, κι άλλοι βαθμοί, οι περισσότεροι πολύ χαμηλοί. Πέντε πριν το τέλος, τέσσερα, τρία, δύο, μόνο τα δικά τους ονόματα έμεναν. Μισοσηκώθηκε από τη θέση της. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό της κι έσταζε στα μάτια της και από εκεί στα χείλη της.
«Μάριος Ραφαήλου-Λένη Ψαθά» ανακοίνωσε επιτέλους ο καθηγητής.
Η Λένη κράτησε την ανάσα της περιμένοντας τη βαθμολογία, ο καθηγητής όμως σιωπούσε. Ο φόβος φαινόταν καθαρά στα μάτια της καθώς έριξε ένα απεγνωσμένο βλέμμα στον Μάριο.
«Μάριε, Λένη, σηκωθείτε. Σας θέλω εδώ» είπε αυστηρά ο καθηγητής.
«Την πατήσαμε…» ψιθύρισε η Λένη δαγκώνοντας τα χείλη της.
«Πάμε» της είπε ψύχραιμα ο Μάριος.
«Δεν του άρεσε η χορογραφία. Γιατί, γαμώτο μου;»
«Σταμάτα, προτού σου κλείσω το στόμα».
«Για να σου πω» άρχισε να λέει, είδε όμως που ο Μάριος της χαμογελούσε και άλλαξε ύφος.
«Είναι για καλό. Άκου που σου λέω» την καθησύχασε, τη σήκωσε από τη θέση της και πιασμένοι χέρι-χέρι έφτασαν στη δεξιά άκρη της σκηνής όπου τους περίμενε ο καθηγητής.
«Θα χορέψετε ξανά» τους είπε επιτακτικά. «Ελπίζω να έχετε τον ρυθμό στα αυτιά σας, γιατί θα χορέψετε χωρίς μουσική υπόκρουση» συνέχισε χαμογελώντας σαρδόνια.
«Γιατί μας βασανίζει ο μαλάκας;» ψιθύρισε η Λένη.
«Εσύ μιλάς για βασανιστήρια; Ηρέμησε» της είπε ο Μάριος χαιδεύοντάς της το μάγουλο.
«Με το ένα, με το δύο, με το τρία, πάμε» φώναξε ο καθηγητής και χτύπησε δυνατά τα χέρια του.
Ο Μάριος και η Λένη πήραν για πολλοστή φορά τη θέση τους στα τέσσερα μέτρα ο ένας από τον άλλον. Μόνο τα κοντάρια και τα σπαθιά, μόνο τα βλέμματα και οι ανάσες τους.
«Σε προκαλώ!»
«Κι εγώ σε προκαλώ!»
Ο ίδιος χορός, κι ας μην υπήρχε μουσική. Ο Μάριος ένιωθε ότι χόρευε καλύτερα έτσι, γιατί δεν μεσολαβούσε το παραμικρό ώστε να τον αποσπάσει από τη Λένη. Τα πόδια και τα χέρια του, όλο του το σώμα, οι αισθήσεις του είχαν εκείνη ως μόνη έμπνευση. Θα μπορούσε να χορεύει μαζί της, πλάι της, αιώνια. Κι όταν έκαναν τα τελευταία βήματα της χορογραφίας, ο Μάριος τολμηρός ή ίσως παράτολμος, ακολούθησε το ίδιο τέλος: ένα βαθύ φιλί στα πορφυρά χείλη της γυναίκας που ήταν η δική του έμπνευση.
Στην αίθουσα έπεσε απόλυτη σιωπή, λες και κανείς δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ή τι άλλο να περιμένει. Μα λίγα δευτερόλεπτα μετά ξέσπασε ένα θυελλώδες χειροκρότημα. Ο Μάριος και η Λένη υποκλίθηκαν πρώτα στους συσπουδαστές τους και μετά στον καθηγητή τους.
Εκείνος τους κοίταξε εξονυχιστικά με ένα ύφος ανεξιχνίαστο. Κι έπειτα: «Δέκα» τους είπε κι συνέχισε πιο δυνατά για να τον ακούσουν όλοι καθώς το αμφιθέατρο αλάλαζε: «Ησυχία, δεν τελείωσα ακόμη. Αν θέλετε να καταλάβετε τι σημαίνει πάθος για τον χορό, νομίζω ότι το είδατε μόλις μπροστά σας. Είναι ακατόρθωτο σχεδόν για κάποιον που δεν είναι επαγγελματίας, να χορέψει κάτι τόσο σύνθετο χωρίς μουσική υπόκρουση και κάτω από συνθήκες πίεσης. Ομολογώ ότι έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να δυσκολέψω την κυρία Ψαθά και τον κύριο Ραφαήλου. Πέρα δηλαδή από τις δυσκολίες που είχαν οι ίδιοι μεταξύ τους» πρόσθεσε χαμογελώντας ζεστά για πρώτη φορά. «Για εσάς τους υπόλοιπους, θέλω να θυμόσαστε αυτή τη μέρα, αυτόν τον χορό και αυτό το ζευγάρι. Προσπαθήστε να πετύχετε ό,τι και ετούτοι οι δύο. Παλέψτε για αυτά που θέλετε, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται. Αυτό να το θυμόσαστε πάντα. Κυρίες και κύριοι, είστε ελεύθεροι: να σκεφτείτε, να διασκεδάσετε ή να κλάψετε. Θα τα πούμε τη Δευτέρα. Καλό σας βράδυ!» είπε και αποχώρησε αγνοώντας επιδεικτικά όσους περίμεναν ήδη να του μιλήσουν.
Το αμφιθέατρο άρχισε να αδειάζει. Η Λένη μόλις είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Και ξαφνικά άρχισε να χοροπηδάει γύρω από τον Μάριο και να ουρλιάζει: «Τα καταφέραμε, τα καταφέραμε».
«Όχι απλά τα καταφέραμε, πετύχαμε το τέλειο. Είδες που όλα γίνονται για κάποιον λόγο;» της είπε κοιτώντας την στα μάτια, σαν να ρωτούσε κάτι ακόμη που περίμενε την απάντησή της».
«Αυτό πρέπει να το γιορτάσουμε… Μαζί» πρόσθεσε σφίγγοντάς του το χέρι.
«Μαζί;» ρώτησε ο Μάριος διστακτικά. Ας μην του έλεγε μόνο για το αποψινό βράδυ, ούτε για το αυριανό ούτε για βράδια μετά. Ο εφιάλτης του στριπτιζάδικου ήρθε εντελώς απρόσκλητος. Τι δικαιολογία θα μπορούσε να προβάλει για να γίνει πιστευτός; Να έλεγε ότι δούλευε; Πού ; Ποια δουλειά απαιτούσε την παρουσία του τέτοιες ώρες μέσα στη νύχτα; Αν τον ζόριζε, θα έλεγε ότι δούλευε σε εταιρεία security. Ναι, αυτό ήταν. Εντελώς μακριά από αυτό που θα έκανε ούτε που ήξερε για πόσες νύχτες. Ετοιμαζόταν να της το πει όσο πιο πιστευτά μπορούσε, όταν είδε τη φίλη της τη Ράνια να έρχεται προς το μέρος τους με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Φιλενάδα, είσαι θεά!» ούρλιαξε τόσο δυνατά η Ράνια που ο Μάριος έκανε ασυναίσθητα δυο βήματα πίσω.
Οι δυο φίλες χοροπηδούσαν σφιχταγκαλιασμένες ώσπου η Ράνια θυμήθηκε τον Μάριο. «Συγχαρητήρια, Μάριε. Ήσασταν τέλειοι. Το αξίζατε το δεκάρι» του είπε ζεστά.
Ο Μάριος θυμήθηκε ότι η χορογραφία της Ράνιας είχε καταφέρει να πάρει μόλις ένα εξάρι, αυτό όμως δεν φαινόταν να την απασχολεί.
«Πρέπει να το γιορτάσουμε, κολλητή. Σου έχω κάτι σπέσιαλ!» είπε η Ράνια στη φιλενάδα της κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι.
«Και ο Μάριος; Μπορεί να έρθει μαζί μας;» ρώτησε η Λένη.
«Α, είναι βραδιά μόνο για γυναίκες. Να στην πάρω την παρτενέρ σου, Μάριε, έτσι;» τον ρώτησε η Ράνια και χωρίς να περιμένει απάντηση, τράβηξε τη Λένη από το χέρι.
«Ναι, ναι, βέβαια. Δεν θα χαθούμε, έτσι κι αλλιώς…» είπε ο Μάριος.
Είδε τις δυο φίλες να απομακρύνονται, ανακουφισμένος που δεν είχε να δώσει καμία εξήγηση για το τι θα έκανε ο ίδιος μετά και ταυτόχρονα γεμάτος μια ιδιόμορφη στενοχώρια που η Λένη ήταν ήδη μακριά του. Ένιωθε σαν να είχε χάσει ένα κομμάτι από το σώμα του, σαν να είχε αφήσει πίσω του κάτι από τον εαυτό του. (Συνεχίζεται)

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 10)


Μην προκαλείς την τύχη σου. Αυτό σκεφτόταν ο Μάριος καθώς την παραμονή της παρουσίασης της χορογραφίας έφευγε αγχωμένος από το «Orgasm». Ο Βλαδίμηρος είχε αποχωρίσει θεαματικά με τον επιχειρηματία να ωρύεται απειλώντας θεούς και δαίμονες σχετικά με τη σωματική ακεραιότητα του μέχρι πρότινος χορευτή του. «Είναι έτοιμοι οι υπόλοιποι;» είχε ρωτήσει τον Μάριο υιοθετώντας ξανά το ύφος του μπίζνεσμαν. «Έτοιμοι είναι, όμως ο Βλαδίμηρος ήταν ο βασικός χορευτής στο Τζάγκουαρ». «Ξέρω τι του χρειάζεται, να βάλω τους μπράβους να τον κάνουν μπλε μαρέν αράπα, έχε χάρη όμως που η γριά κότα του έχει τα κονέ της». Ο Μάριος δεν είχε κάνει κανένα σχόλιο πάνω σε αυτό, ίσως γιατί φοβόταν ότι γνώριζε τη συνέχεια. Το ένιωθε καθώς τα μάτια του αφεντικού τον περιεργάζονταν σαν να ήταν έκθεμα προς πώληση σε σκλαβοπάζαρο της Ανατολής. «Να σου πω λίγο. Μια χαρά παλικάρι είσαι, μη σου πω και καλύτερος από αυτόν τον χλεχλέ. Δε χορεύεις εσύ στη θέση του;» Και σιγά που έπαιρνε να του πει όχι. Παρότι τον έκοψε κρύος ιδρώτας, ο Μάριος γνώριζε πολύ καλά ότι η άρνηση από μέρους του θα έφερνε και την άμεση απόλυσή του. Και τα χρήματα τα χρειαζόταν, η δόση των μαθημάτων της Ακαδημίας κρεμόταν σαν σπαθί πάνω από το κεφάλι του. «Για πόσον καιρό;» ρώτησε μόνο. «Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα. Και αντικαταστάτης να βρεθεί τώρα, πρέπει να μάθει και το πρόγραμμα» του είπε το αφεντικό με ύφος που δεν σήκωνε καμία αμφισβήτηση.
Ο Μάριος προσπάθησε να εκλογικεύσει την κατάσταση. Μετά την παρουσίαση της χορογραφίας στην Ακαδημία, θα διέθετε κάποιες ώρες ξεκούρασης την ημέρα, ώστε να τα βγάλει πέρα με τις έξτρα βραδινές. Και στο κάτω κάτω, ας το έβλεπε σαν άλλο ένα χορευτικό. Χορευτικό που απευθυνόταν στο κάθε πεινασμένο γυναικείο βλέμμα. Μα την πίστη του, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Η δουλειά είναι δουλειά μονολόγησε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του για την ορθότητα της απόφασής του.

Η παρουσίαση των χορογραφιών του τρίτου έτους θα γινόταν μετά το τέλος των ημερήσιων μαθημάτων της Παρασκευής. Ο καθηγητής ήθελε να δει ποια θα ήταν η απόδοση των εξεταζομένων μετά από μια έντονη μέρα στην Ακαδημία. Και όλα αυτά θα διαδραματίζονταν στο αμφιθέατρο της σχολής και με θεατές όλους τους υπόλοιπους σπουδαστές. Το άγχος του Μάριου ήταν διπλό: και για τη χορογραφία και για τη βραδιά στο στριπτιζάδικο όπου θα έκανε την παρθενική του εμφάνιση. Και μόνο που το σκεφτόταν του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Όταν όμως είδε τη Λένη να έρχεται προς το μέρος του χαμογελώντας, άλλαξε η διάθεσή του. Για την παρουσίασή τους είχε διαλέξει να φορέσει ένα πολύ απλό ντύσιμο το οποίο όμως τα ερωτευμένα μάτια του Μάριου έβλεπαν σαν ένα σαγηνευτικό περίβλημα: ένα μαύρο φαρδύ σαλβάρι, ένα κατάλευκο τοπ και ως μόνο αξεσουάρ μια πολύπλοκη σχινένια ζώνη.
«Συνεννοημένοι ήμασταν;» τον ρώτησε, αφού και αυτός φορούσε ένα μαύρο σαλβάρι και ένα κολλητό λευκό αμάνικο.
«Όταν δεν ξιφομαχούμε με τις λέξεις» της απάντησε πετώντας της το μακρύ ξύλινο σπαθί.
«Με προκαλείς;» επέμεινε εκείνη καθώς το έπιανε στον αέρα.
«Κράτα την όρεξή σου για αργότερα. Έχουμε χρόνο. Τελευταίοι στην κλήρωση, τελευταίοι και στην παρουσίαση».
Κάθισαν σε διπλανές θέσεις παρακολουθώντας με αγωνία τα υπόλοιπα ζευγάρια καθώς το καθένα παρουσίαζε τη δική του χορογραφία. Η μέγιστη διάρκεια είχε οριστεί στα έξι λεπτά, οπότε αυτό σήμαινε ότι είχαν πάνω από μία ώρα καιρό μέχρι να έρθει η σειρά τους. Ο Μάριος ένιωσε ένας μέρος του άγχους του να τον εγκαταλείπει καθώς συνειδητοποίησε ότι όσο πλησίαζε η δική τους σειρά τόσο μεγάλωνε η ανάγκη του να χορέψει, να χορέψει με τη Λένη και να δείξει σε όλους τι μπορούσαν να κάνουν μαζί. Κι αυτό συνειρμικά τον πήγε πιο μακριά, στο τι άλλο θα ήθελε να κάνει μαζί της. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του παρότι προσπάθησε να μπλοκάρει σκέψεις που δεν είχαν θέση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε ανήσυχη η Λένη.
«Συμπάσχω» της είπε προσπαθώντας να τα μπαλώσει και έδειξε διακριτικά κατά τη σκηνή το ζευγάρι των συσπουδαστών τους που ακόμα πάσχιζε να βρει τον ρυθμό του.
Η Λένη συμφώνησε χαμογελώντας και ο Μάριος χάθηκε ξανά στις σκέψεις του. Μπορούσαν σίγουρα να τα καταφέρουν. Είχαν μακράν την καλύτερη χορογραφία.
«Μάριος Ραφαήλου, Λένη Ψαθά» ανακοίνωσε ο καθηγητής από το μικρόφωνο.

Το αμφιθέατρο σείστηκε από το χειροκρότημα και τις επευφημίες. Όλοι γνώριζαν την αντιπαλότητα ανάμεσα στον Μάριο και τη Λένη και περίμεναν με αγωνία την εξέλιξη. Σίγουρα κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε, μια και το τελευταίο χορευτικό ζευγάρι προχώρησε στη σκηνή κρατώντας από ένα κοντάρι κι ένα σπαθί ο καθένας. Και σίγουρα το ξεκίνημά τους ήταν το πιο ανορθόδοξο απ’ όλα καθώς ο Μάριος και η Λένη με συγχρονισμένες κινήσεις άφησαν το σπαθί στο πάτωμα και ακούμπησαν τη δεξιά τους παλάμη ο ένας στην καρδιά του άλλου.
«Μαζί;» ψιθύρισε ο Μάριος.
«Μαζί» χαμογέλασε η Λένη και κρατώντας πιο σφιχτά το κοντάρι της απομακρύνθηκε στην απόσταση των τεσσάρων μέτρων παίρνοντας την προκαθορισμένη θέση για τα εναρκτήρια βήματα της χορογραφίας.
Η καρδιά της φτερούγιζε, όχι όμως από αγωνία. Αυτό ήταν… Μετά από τόσες συγκρούσεις είχαν φτάσει στο τέλος. Και καθώς ακούστηκαν οι πρώτες νότες του Ganesh, έδιωξε μακριά κάθε άλλη σκέψη και συντόνισε χέρια και πόδια στον ρυθμό της μουσικής, χτυπώντας δυνατά το κοντάρι της στο πάτωμα και φωνάζοντας ακόμα πιο δυνατά στον Μάριο: «Σε προκαλώ».
Ο Μάριος έκανε την ίδια κίνηση κι έπειτα όλα κύλησαν λες και ο χρόνος έτρεχε και ταυτόχρονα έμενε στάσιμος. Οι κινήσεις τους κοφτές, απαιτητικές, προβοκατόρικες, ώσπου ο ρυθμός να γίνει καταιγιστικός τη στιγμή που το Drop έκανε τη μουσική γέφυρα. Ο ιδρώτας πότιζε τα σώματά τους καθώς με έναν ταυτόχρονο ελιγμό στο πάτωμα άφηναν τα κοντάρια κι άρπαζαν τα σπαθιά μιμούμενοι μία μέχρις εσχάτων ξιφομαχία. Οι καθησυχαστικές νότες του Try άλλαξαν το κλίμα και τότε το τελευταίο χορευτικό ζευγάρι πέταξε στην άκρη τα σπαθιά αφήνοντας μόνο ως σημείο επαφής τους τις άκρες των δαχτύλων. Δύο κορμιά, δύο ζευγάρια χέρια ψηλάφιζαν διστακτικά και κατόπιν πιο έντονα και αισθησιακά μέχρις ότου η μουσική έσβησε και το ένα σώμα ακούμπησε στο άλλο.
Η Λένη κράτησε την ανάσα της καθώς τα χείλη του Μάριου, ξεφεύγοντας από το τυπικό της χορογραφίας, πλησίασαν τα δικά της και ενώθηκαν σε ένα βαθύ φιλί που συνεχίστηκε κάτω από το καταιγιστικό χειροκρότημα που έσειε όλη την αίθουσα. Ένας θρίαμβος… Και τα μάτια του Μάριου που έλαμπαν… Και το βλέμμα του που χανόταν στο δικό της… Ένας χορός, μία στιγμή, μια πικρή χαρά και μετά τα χείλη του Μάριου έγιναν πάλι ξένα. Υποκλίθηκε μηχανικά και πιασμένοι χέρι-χέρι (τι παρωδία, σκέφτηκε) επέστρεψαν στις θέσεις τους. Παρατήρησε ότι ο καθηγητής με ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο σημείωσε κάτι (προφανώς τη βαθμολογία τους) στον κατάλογο που είχε μπροστά του.
Ο Μάριος θα μπορούσε να θριαμβολογήσει. Τα είχαν καταφέρει. Γιατί τότε δεν ένιωθε παρά μια χλιαρή χαρά; Ίσως γιατί η δική του στιγμή με τη Λένη είχε περάσει. Οι στιγμές δεν κρατούν για πάντα. Είναι μοναδικές, σαν ένας μικρός θάνατος. Σε κάνουν να θέλεις να διαλύσεις τα πάντα γύρω σου και να τα στήσεις από την αρχή. Ή πάλι σου αφήνουν ένα μούδιασμα και ένα μηχανικό χαμόγελο, αυτό που είχε φορέσει για τη συγκεκριμένη στιγμή καθώς το μόνο αναμενόμενο ήταν η βαθμολογία των χορογραφιών.
«Κάντε λίγη ησυχία, παρακαλώ». Η φωνή του καθηγητή ακούστηκε αυστηρή και αρκετά εκνευρισμένη από την οχλαγωγία που κάλυπτε το αμφιθέατρο. Οι διαγωνιζόμενοι σχολίαζαν ρωτώντας ανήσυχοι ή πάλι έκαναν ζηλόφθονα σχόλια για τις υπόλοιπες χορογραφίες, που φυσικά ήταν μακράν κατώτερες της δικής τους. Τα ονόματα του Μάριου και της Λένης ήταν στα στόματα των περισσότερων.
«Ο Ραφαήλου την ψώνισε τελικά την γκόμενα».
Ο Μάριος τσιτώθηκε. Το σχόλιο είχε ειπωθεί τόσο δυνατά, ώστε αρκετοί από τους παρευρισκόμενους είχαν στραφεί προς το μέρος του και κοιτούσαν με απροκάλυπτη περιέργεια. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα κρατούσε σφιχτά το χέρι της Λένης. Πήγε να χαλαρώσει τα δάχτυλά του, η Λένη όμως τον σταμάτησε.
«Μαζί. Μη με αφήνεις τώρα. Είναι γρουσουζιά» του είπε.

Θα μπορούσε να γελάσει αν δεν έβλεπε το παράπονο στο βλέμμα της. Θα μπορούσε να ελπίσει σε κάτι περισσότερο. Ήταν όμως μια ακόμη στιγμή.
«Αν δεν κάνετε απόλυτη ησυχία, δεν θα ακούσετε το παραμικρό. Και ούτε πρόκειται να επαναλάβω τις βαθμολογίες σας. Οπότε θα περιμένετε άλλες τρεις μέρες μέχρι να τις δείτε στον πίνακα ανακοινώσεων» είπε στριφνά ο καθηγητής.
Η απειλή έπιασε και κάθε ήχος κόπηκε με το μαχαίρι. (Συνεχίζεται)

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...