Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Μιχάλης Σπέγγος: Ο χορός των προγόνων

Μια παράσταση έκπληξη της οποίας το κείμενο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μιχάλης Σπέγγος. Ο χορός των προγόνων είναι έξι μονόπρακτα που επικοινωνούν μέσω κυρίως του τόπου (τα Γιάννινα) αλλά και της θέασης των ιστορικών στιγμών από το μακρινό χθες μέχρι το σήμερα. Έξι εικόνες θα έλεγα καλύτερα που ζωντανεύουν μπροστά στον θεατή στιγμές της ιστορίας ιδωμένες από μια διαφορετική οπτική γωνία. 
Το ξεκίνημα γίνεται από το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης που τον πρώτο προ Χριστού αιώνα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ως αρένα για μονομαχίες. Ο θεατής εκπλήσσεται καθώς ακούει την βροντερή φωνή του μονομάχου που απαγγέλλει λόγια από την Ιλιάδα και τον Οιδίποδα. Πώς γίνεται αυτό; Ο κόσμος αλαλάζει, περιμένει να δει αίμα, θάνατο, και είναι σαν ο άνδρας να προσπαθεί να κρατήσει κάτι από αυτές τις ίσως τελευταίες στιγμές του. 
Η επόμενη εικόνα μάς πηγαίνει στο 1801 λίγο πριν από τον πνιγμό της Φροσύνης και άλλων δεκαέξι ή δεκαεπτά γυναικών. Τον τρόμο και τη βία μάς τον μεταφέρει με τα λόγια της μια συγγενής της που "εξομολογείται" στην εικόνα της Παναγιάς τα "ολισθήματά" της. Κοκέτα, γλαφυρή και ίσως λίγο αφελής αναπολεί αλλά τρομοκρατείται κιόλας από την αγωνία. 
Μεταφερόμαστε κατόπιν λίγα χρόνια μετά, λίγο πριν από την Επανάσταση. Ένα παράνομο ζευγάρι, στο φευγιό με το καραβάνι, προσπαθεί να ισορροπήσει την καρδιά με τη λογική. Ένας απελπισμένος έρωτας και αναπάντητα γιατί συγκλονίζουν. 
Η επόμενη εικόνα αποδίδει τη ζοφερότητα μιας μαύρης σελίδας για τα Γιάννινα. Ήταν η 25η Μαρτίου του 1944, όταν 1800 περίπου Εβραίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τους έβαλαν σε καμιόνια και μέσα στο χιόνι και την παγωνιά πήραν τον δρόμο για τη Λάρισα μέσω Κατάρας. Μια αδικοχαμένη ψυχή αφηγείται την τρομερή εκείνη ημέρα, τον πόνο καθώς αντικρίζει για τελευταία φορά την αγαπημένη πόλη. 
Το σημείο αναφοράς της πέμπτης εικόνας είναι ο εμφύλιος σπαραγμός. Δύο αδέλφια βρίσκονται αντιμέτωπα. Εκείνος ο ανακριτής, εκείνη η αιχμάλωτη. Κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον με τα λόγια- μαχαίρια. Θα μιλήσουν μέσα τους οι δεσμοί του αίματος ή ο πόνος και η μισαλλοδοξία θα τους τυφλώσουν;
Η έκτη εικόνα είναι το σήμερα και οι ήρωες απόγονοι όσων γνωρίσαμε ήδη. Είναι ξένοι, με μακρινή ελληνική καταγωγή. Θα ερωτευτούν τον τόπο, θα ερωτευτούν μεταξύ τους. Θα πάρουν αποφάσεις, για να μπορέσουν επιτέλους να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. 
 Οι ήρωες παλεύουν για μια στάλα ελευθερίας, θέλοντας να ζήσουν κάτι καλύτερο. Ο καθένας με τον τρόπο του επαναστατεί, δεν θέλει κανέναν να πνίξει στη λίμνη τα συναισθήματά του. 
Ο ζεστός και φιλικός χώρος, η παρεΐστικη ατμόσφαιρα, οι συγκλονιστικές ερμηνείες, το εξαιρετικό κείμενο με άφησαν με τις καλύτερες εντυπώσεις. Όταν η παράσταση τελείωσε, ένιωσα τη γαλήνη που φέρνει η κάθαρση. Ήταν σαν να είχαν αποκατασταθεί όλες οι αδικίες. Σαν να στέγνωσε ο πόνος που πότισε χώματα και σώματα.
Ο Αλέξανδρος Κλημόπουλος και η Ηλέκτρα Τσακαλία συγκλονιστικοί. Η Δήμητρα Χασιακή, ο συνδετικός κρίκος και αφηγήτρια μαγεύει με τη θεϊκή φωνή της. Και κάπου εκεί, στα σκαλιά της Ρότας, ο Μιχάλης Σπέγγος, πάντα σεμνός, μειλίχιος, με αυτό το χαμόγελο που μαγεύει όπως μαγεύει και η πένα του. 
Ο χορός των προγόνων είναι μια μοναδική παράσταση που παραπέμπει στον πυρρίχιο χορό, τον πολεμικό και τον ειρηνικό, που ο Πλάτωνας ανέφερε ως δώρο των Θεών προς τους Ανθρώπους.
Πολλά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές! 

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Ένατο κεφάλαιο)


ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΟΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ


Ήταν το πιο γλυκό, το πιο μυστηριώδες μέρος που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Οι ψηλοί τοίχοι που το περιτριγύριζαν ήταν καλυμμένοι από τους γυμνούς μίσχους των αναρριχώμενων τριανταφυλλιών, που ήταν παχιοί και μπλεγμένοι μεταξύ τους. Η Μαίρη Λένοξ ήξερε ότι ήταν τριανταφυλλιές, γιατί είχε δει πολλές και διάφορα τριανταφυλλιές στην Ινδία. Όλο το έδαφος καλυπτόταν από χειμωνιάτικο καφετί γρασίδι και από αυτό φύτρωναν συστάδες θάμνων που στα σίγουρα ήταν τριανταφυλλιές αν ήταν ακόμα ζωντανές. Υπήρχαν ένα σωρό κλασσικές τριανταφυλλιές που τα κλαδιά τους είχαν απλωθεί τόσο πολύ που έμοιαζαν με μικρά δέντρα. Υπήρχαν κι άλλα δέντρα στον κήπο, και κάτι ακόμα που έκανε τον τόπο να μοιάζει πιο παράξενος και πιο όμορφος ήταν το ότι οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές τα είχαν σκεπάσει και τα μακριά τους βλαστάρια έμοιαζαν με κουρτίνες που σειόντουσαν ελαφριά, και εδώ κι εκεί μπλεκόντουσαν το ένα με το άλλο ή με ένα πιο μακρινό κλαδί και έρπονταν από το ένα δέντρο στο διπλανό του σχηματίζοντας πανέμορφες γέφυρες. Για την ώρα δεν είχαν ούτε φύλλα ούτε λουλούδια επάνω τους και η Μαίρη δεν γνώριζε αν ήταν ζωντανές ή ξερές, όμως τα λεπτά γκρίζα ή καφετιά κλαδιά τους έμοιαζαν σαν κάποιο είδος ενός απροσδιόριστου πέπλου που εκτεινόταν πάνω από το καθετί, τους τοίχους και τα δέντρα, ως και πάνω από το καφετί χορτάρι, στα σημεία που είχαν ξεφύγει από τα δεσίματά τους και διέτρεχαν το έδαφος. Κι αυτό το ομιχλώδες μπέρδεμα από δέντρο σε δέντρο ήταν που έκανε τα πάντα να δείχνουν τόσο μυστηριώδη. Η Μαίρη είχε σκεφτεί πως ο κήπος έμοιαζε να είναι ολότελα διαφορετικός από παρόμοιους που όμως δεν είχαν αφεθεί έρημοι τόσον καιρό. Και πράγματι ήταν ολότελα διαφορετικός από οποιοδήποτε άλλο μέρος είχε δει στη ζωή της.
«Πόσο ακίνητα είναι!» ψιθύρισε. «Πόσο ακίνητα!»
Μετά περίμενε λίγο και αφουγκράστηκε την ησυχία. Ο κοκκινολαίμης, που στο μεταξύ είχε πετάξει στην κορυφή του δέντρου του, ήταν κι αυτός το ίδιο ακίνητος. Ούτε καν κουνούσε τα φτερά του. Καθόταν χωρίς να σαλεύει και κοιτούσε τη Μαίρη.
«Καθόλου παράξενο που όλα είναι τόσο ήσυχα» ψιθύρισε ξανά. «Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε εδώ μέσα εδώ και δέκα χρόνια».
Απομακρύνθηκε από την πόρτα προχωρώντας προσεκτικά, σαν να φοβόταν μήπως ξυπνήσει κάποιον. Χαιρόταν που τα πόδια της πατούσαν στο γρασίδι και που τα βήματά της ήταν αθόρυβα. Περπάτησε μέχρι μία από τις παραμυθένιες γκρίζες αψίδες και κοίταξε τα κλαδιά και τα κλωνάρια που τις σχημάτιζαν.
«Αναρωτιέμαι αν είναι όλα τους ξερά» είπε. «Να είναι άραγε ένας ξεραμένος κήπος; Μακάρι να μην ήταν».
Αν ήταν ο Μπεν Γουέδερσταφ στη θέση της, θα ήξερε να πει αν το ξύλο τους ήταν ζωντανό ρίχνοντάς τους μια απλή ματιά, αυτή όμως μπορούσε μόνο να δει πως υπήρχαν γκρίζα ή καφέ κλωνάρια και κλαδιά και πως κανένα τους δεν έδειχνε ένα σημάδι πως υπήρχε έστω κι ένα τόσο δα βλασταράκι κάπου.
Η Μαίρη όμως βρισκόταν μέσα στον υπέροχο κήπο και μπορούσε να μπει από την πόρτα ανάμεσα στους κισσούς οποτεδήποτε και ένιωθε σαν να είχε βρει έναν ολόδικό της κόσμο.
Ο ήλιος έλαμπε μέσα στους τέσσερις τοίχους και η βαθιά μπλε ουράνια καμπύλη πάνω από αυτό το ιδιαίτερο σημείο του Μίσελθουέιτ έμοιαζε πιο φωτεινή και πιο φίνα από ό,τι πάνω από τον χερσότοπο. Ο κοκκινολαίμης πέταξε από την κορυφή του δέντρου του χαμηλά και χοροπηδούσε εδώ κι εκεί ή πετούσε από τον έναν θάμνο στον άλλον ακολουθώντας την. Τιτίβιζε συνέχεια κι είχε ένα ύφος σαν να ήταν πολύ απασχολημένος, σαν να της έδειχνε κάτι. Όλα ήταν παράξενα και ήσυχα και η Μαίρη ένιωθε σαν να βρισκόταν μίλια μακριά από τους ανθρώπους, κι όμως δεν αισθανόταν μοναξιά. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν να μπορούσε να καταλάβει αν όλα τα τριαντάφυλλα είχαν ξεραθεί ή μήπως κάποια ζούσαν και ίσως έβγαζαν φύλλα και μπουμπούκια μόλις ζέσταινε ο καιρός. Δεν ήθελε να έχει ξεραθεί ο κήπος. Αν ήταν ζωντανός, τι όμορφα που θα ήταν, και πόσες χιλιάδες τριαντάφυλλα θα έβγαιναν σε κάθε μεριά!
Το σκοινάκι της κρεμόταν από το μπράτσο της από την ώρα που είχε μπει στον κήπο και αφού είχε περπατήσει κάμποσο, σκέφτηκε ότι μπορούσε να κάνει σκοινάκι γύρω από όλο τον κήπο και να σταματάει όποτε της ερχόταν το κέφι για να κοιτάξει γύρω της. Φαινόταν να υπάρχουν μονοπάτια από γρασίδι εδώ κι εκεί, και σε μια δυο γωνιές αειθαλείς θάμνοι σχημάτιζαν εσοχές όπου υπήρχαν πέτρινα καθίσματα ή ψηλά πιθάρια για λουλούδια καλυμμένα από λειχήνες.
Καθώς πλησίασε τη δεύτερη από αυτές τις εσοχές, σταμάτησε να χοροπηδάει με το σκοινάκι της. Σε αυτό το σημείο κάποτε υπήρχε ένα παρτέρι λουλουδιών, και της φάνηκε πως είδε κάτι να ξεπροβάλει από το μαύρο χώμα –σαν μυτερά αχνοπράσινα πραγματάκια. Θυμήθηκε τι είχε πει ο Μπεν Γουέδερσταφ και έσκυψε να δει καλύτερα.
«Ναι, είναι τόσο δα βλασταράκια και ίσως να είναι κρόκοι ή χιονούλες ή νάρκισσοι» ψιθύρισε.
Έσκυψε ακόμα περισσότερο και μύρισε τη φρέσκια μυρωδιά της υγρής γης. Πολύ της άρεσε.
«Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα τέτοια και να φυτρώνουν σε άλλα σημεία του κήπου» είπε. «Θα πάω να ψάξω».
Δεν πήγε χοροπηδώντας, αλλά περπατώντας, αργά και με τα μάτια κάτω. Κοίταξε στα παλιά ακριανά παρτέρια και ανάμεσα στο γρασίδι, και αφού γύρισε τον κήπο προσπαθώντας να μη της ξεφύγει το παραμικρό, βρήκε ακόμα περισσότερα μυτερά αχνοπράσινα βλασταράκια και αυτό την ενθουσίασε πιο πολύ.
«Δεν μοιάζει να είναι ξερός ο κήπος» μονολόγησε χαμηλόφωνα. «Ακόμα κι αν τα τριαντάφυλλα έχουν ξεραθεί, υπάρχουν άλλα ζωντανά λουλούδια».
Δεν είχε ιδέα από κηπουρική, το γρασίδι όμως φαινόταν τόσο πυκνό σε κάποια από τα σημεία όπου οι πράσινες μυτούλες πάλευαν να βγουν στο φως, που η Μαίρη σκέφτηκε πως δεν είχαν αρκετό χώρο να μεγαλώσουν. Έψαξε γύρω μέχρι που βρήκε ένα κοφτερό κομμάτι ξύλο, και μετά γονάτισε κατάχαμα κι έσκαβε και ξεβοτάνιζε μέχρι που καθάρισε τα σημεία γύρω από τις τρυφερές μυτούλες.
«Τώρα φαίνονται να μπορούν να αναπνεύσουν» είπε μόλις τελείωσε με τα πρώτα. «Θα κάνω κι άλλα, όσα μπορώ να δω. Κι αν δεν έχω άλλο χρόνο σήμερα, μπορώ να έρθω αύριο».
Πήγαινε από μεριά σε μεριά, κι έσκαβε και ξεβοτάνιζε, και τόσο πολύ το διασκέδαζε που από το ένα παρτέρι τραβούσε για το άλλο, μέχρι το γρασίδι κάτω από τα δέντρα. Η άσκηση την ζέστανε τόσο που στην αρχή έβγαλε το παλτό της, και μετά το καπέλο της, και, χωρίς να το έχει καταλάβει, χαμογελούσε συνέχεια στο γρασίδι και τις αχνοπράσινες μυτούλες.
Ο κοκκινολαίμης ήταν πολύ απασχολημένος. Πολύ το ευχαριστήθηκε όταν είδε πως είχε ξεκινήσει η κηπουρική στην επικράτειά του. Συχνά παρακολουθούσε με θαυμασμό τον Μπεν Γουέδερσταφ. Όταν ασχολείται κανείς με τον κήπο, ξετρυπώνεις ένα σωρό λιχουδιές από το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Και να’ σου τώρα αυτό το καινούριο πλάσμα που δεν είχε ούτε το μισό από το μπόι του Μπεν κι όμως ήρθε στον κήπο του, και καλά έκανε κι άρχισε αμέσως την κηπουρική.
Η Αφέντρα η Μαίρη δούλεψε στον κήπο της μέχρι την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Στην πραγματικότητα, το θυμήθηκε κάπως αργά, κι όταν έβαλε το παλτό και το καπέλο της και πήρε το σκοινάκι της, ούτε που το πίστευε πως είχε περάσει δυο τρεις ώρες δουλεύοντας. Βέβαια ήταν συνέχεια χαρούμενη. Και ολόκληρες ντουζίνες αχνοπράσινες μυτούλες φαινόντουσαν στα καθαρισμένα κομμάτια, μοιάζοντας πιο ζωντανές από πριν που τις έπνιγε το γρασίδι και τα αγριόχορτα.
«Θα έρθω πάλι το απόγευμα» είπε κοιτάζοντας ένα γύρο το νέο της βασίλειο, μιλώντας στα δέντρα και τις τριανταφυλλιές σαν να την άκουγαν.
Μετά έτρεξε στις μύτες των ποδιών της πάνω στο γρασίδι, έσπρωξε τη βαριά πόρτα και γλίστρησε κάτω από τον κισσό. Είχε τόσο κοκκινισμένα μάγουλα και τόσο φωτεινά μάτια κι έφαγε με τόση όρεξη που η Μάρθα ευχαριστήθηκε πολύ.
«Δύο κομμάτια κρέας και δύο μερίδες ρύζι!» είπε. «Α! Η μητέρα θα έχει να το λέει τι καλό σου έκανε το σκοινάκι».
Όσο έσκαβε με το μυτερό ξύλο, η Αφέντρα η Μαίρη βρέθηκε να ξεθάβει μια άσπρη ρίζα σαν κρεμμύδι. Το είχε βάλει στη θέση του και είχε πατικώσει με προσοχή το χώμα γύρω του, τώρα όμως αναρωτιόταν μήπως η Μάρθα γνώριζε τι ήταν.
«Μάρθα» είπε, «τι να είναι αυτές οι άσπρες ρίζες που μοιάζουν με κρεμμύδια;»
«Είναι βολβοί» απάντησε η Μάρθα. «Πολλά ανοιξιάτικα λουλούδια μεγαλώνουν από αυτούς. Οι πολύ μικροί είναι χιονούλες και κρόκοι και οι μεγάλοι είναι νάρκισσοι κι ασφόδελοι. Και οι πιο μεγάλοι απ’ όλους είναι κρίνα και ίριδες. Α, είναι όμορφα! Ο Ντίκον φύτεψε ένα σωρό από δαύτα στον κήπο μας».
«Ο Ντίκον ξέρει για τους βολβούς;» ρώτησε η Μαίρη, καθώς της ήρθε μια καινούρια ιδέα.
«Ο Ντίκον μας μπορεί να κάνει να φυτρώσει λουλούδι από την πέτρα. Η μητέρα λέει πως και μόνο που ψιθυρίζει, τα λουλούδια βγαίνουν από το χώμα».
«Ζουν πολύ καιρό οι βολβοί; Θα μπορούσαν να ζήσουν για χρόνια, ακόμα κι αν δεν τους φρόντιζε κανείς;» ρώτησε ανήσυχη η Μαίρη.
«Δεν χρειάζονται βοήθεια» είπε η Μάρθα. «Γι’ αυτό ακόμα κι εμείς οι φτωχοί μπορούμε να έχουμε λουλούδια. Αν δεν τους χαλάσεις, οι πιο πολλοί βολβοί ζουν κάτω από τη γη μια ζωή και φυτρώνουν και κάνουν μωρά. Έχει ένα μέρος στα δάση του πάρκου όπου θα βρεις χιλιάδες χιονούλες. Όταν έρχεται ή άνοιξη, είναι το πιο όμορφο θέαμα στο Γιορκσάιρ. Κανένας δεν ξέρει πότε βγήκαν για πρώτη φορά».
«Μακάρι να είχε έρθει η άνοιξη» είπε η Μαίρη. «Θέλω να δω όλα τα λουλούδια της Αγγλίας».
Είχε τελειώσει πια το φαγητό της και καθόταν στην αγαπημένη της θέση στη φλοκάτη μπροστά από το τζάκι.
«Πόσο θα ήθελα να είχα ένα μικρό φτυάρι» είπε.
«Και τι το θέλεις;» ρώτησε η Μάρθα γελώντας. «Λες να σου αρέσει το σκάψιμο; Πρέπει να το πω στη μητέρα και αυτό».
Η Μαίρη κοίταξε τη φωτιά κι απόμεινε σκεφτική για λίγο. Θα έπρεπε να είναι προσεκτική αν ήθελε να κρατήσει μυστικό το βασίλειό της. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, αλλά αν ο κύριος Κρέιβεν μάθαινε για την ανοικτή πόρτα, θα θύμωνε πάρα πολύ και θα έφτιαχνε ένα καινούριο κλειδί και θα την κλείδωνε για πάντα. Κι αυτό δεν θα το άντεχε.
«Αυτό το μέρος είναι τόσο μεγάλο και μοναχικό» είπε αργά, σαν να το κλωθογύριζε στο μυαλό της. «Το σπίτι είναι γεμάτο μοναξιά, και το πάρκο το ίδιο, και οι κήποι το ίδιο. Και είναι τόσα τα μέρη που μοιάζουν κλειδωμένα. Ποτέ μου δεν ασχολιόμουνα με κάτι ιδιαίτερο στην Ινδία, είχε όμως ένα σωρό ανθρώπους να χαζέψεις -ιθαγενείς και στρατιώτες που έκαναν παρέλαση- και κάποτε κάποτε έπαιζαν και μπάντες, και η Ινδή μου παραμάνα μού έλεγε ιστορίες. Εδώ μόνο εσένα και τον Μπεν Γουέδερσταφ έχω να μιλήσω. Κι εσύ έχεις δουλειές να κάνεις κι ο Μπεν Γουέδερσταφ δεν πολυμιλάει. Σκέφτηκα λοιπόν πως αν είχα ένα φτυαράκι, θα μπορούσα να σκάψω κάπου σαν εκείνον και να φτιάξω έναν μικρό κήπο αν μου δώσει λίγους σπόρους.
Το πρόσωπο της Μάρθας φωτίστηκε.
«Κοίτα να δεις!» φώναξε, «να και κάτι ακόμα που είπε η μητέρα. Λέει, “Έχει τόση άπλα σε αυτό το τεράστιο μέρος, γιατί να μη της δώσουν ένα κομμάτι να φυτέψει, ακόμη κι αν είναι μόνο μαϊντανός και ραπανάκια; Θα σκάψει και θα σκαλίσει και θα το ευχαριστηθεί”. Ακριβώς έτσι τα είπε».
«Αλήθεια;» είπε η Μαίρη. «Πόσα ξέρει!»
«Α!» είπε η Μάρθα. «Είναι αυτό που λέει: “Η γυναίκα που μεγαλώνει δώδεκα παιδιά ξέρει κάτι παραπάνω από την αλφαβήτα. Τα παιδιά είναι τόσο χρήσιμα όσο και η αριθμητική στο να ανακαλύπτεις πράγματα”».
«Πόσο να κόστιζε ένα φτυάρι –ένα μικρό;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κοίτα» απάντησε σκεφτική η Μάρθα «στο χωριό του Θουέιτ έχει ένα μαγαζί κι εκεί πέρα είδα σετ κηπουρικής με ένα φτυάρι και μια τσουγκράνα κι ένα δικράνι, όλα μαζί για δυο σελίνια. Και φαινόντουσαν γερά».
«Έχω περισσότερα λεφτά στο πορτοφόλι μου» είπε η Μαίρη. «Η κυρία Μόρισον μου έδωσε πέντε σελίνια και η κυρία Μέντλοκ μου έδωσε κάτι χρήματα από τον κύριο Κρέιβεν».
«Σε θυμήθηκε λοιπόν» ξεφώνησε η Μάρθα.
«Η κυρία Μέντλοκ είπε ότι θα έπαιρνα ένα σελίνι κάθε εβδομάδα να το ξοδεύω όπως θέλω. Μου δίνει από ένα κάθε Σάββατο. Δεν ήξερα όμως σε τι να το ξοδέψω».
«Μα την πίστη μου! Είσαι πολύ πλούσια» είπε η Μάρθα. «Μπορείς να αγοράσεις ό,τι σου κάνει κέφι. Το νοίκι για το χωριατόσπιτό μας είναι μόλις ένα σελίνι και τρεις πένες και για να τα βρούμε παλεύουμε με νύχια και με δόντια. Στάσου, μόλις μου ήρθε κάτι στο μυαλό» είπε βάζοντας τα χέρια στη μέση.
«Τι;» ρώτησε ζωηρά η Μαίρη.
«Στο μαγαζί στο Θουέιτ πουλάνε σπόρους για λουλούδια μια πένα το πακέτο, και ο Ντίκον μας ξέρει να πει ποια είναι τα πιο όμορφα και πώς να τα μεγαλώσεις. Πάει με τα πόδια στο Θουέιτ πολλές φορές τη μέρα, έτσι για το κέφι του. Ξέρεις να γράφεις με κεφαλαία;» ρώτησε ξαφνικά.
«Ξέρω να γράφω με μικρά» απάντησε η Μαίρη.
Η Μάρθα κούνησε το κεφάλι.
«Ο Ντίκον μας μπορεί να διαβάσει μόνο τα κεφαλαία. Αν μπορείς να τα καταφέρεις, θα του γράψουμε ένα γράμμα και θα του ζητάμε να πάει να αγοράσει και εργαλεία για τον κήπο και σπόρους».
«Αχ! Τι καλό κορίτσι που είσαι!» φώναξε η Μαίρη. «Αλήθεια είσαι! Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν τόσο καλή. Ξέρω πως αν προσπαθήσω, μπορώ να γράψω με κεφαλαία. Να ζητήσουμε πένα και μελάνι και χαρτί από την κυρία Μέντλοκ».
«Έχω κάτι λίγα εγώ» είπε η Μάρθα. «Τα αγόρασα για να γράψω στη μητέρα καμιά Κυριακή. Πάω να τα φέρω».
Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, και η Μαίρη στεκόταν κοντά στη φωτιά κι έτριβε τα λεπτά χεράκια της με φανερή ευχαρίστηση.
«Να είχα ένα φτυάρι!» ψιθύρισε. «Τότε θα μπορούσα να σκάψω το χώμα για να γίνει μαλακό και να φυτέψω τους σπόρους. Αν βρω σπόρους και βγάλουν λουλούδια, τότε ο κήπος δεν θα είναι ξερός, θα ζωντανέψει».
Δεν βγήκε ξανά εκείνο το απόγευμα, γιατί, όταν η Μάρθα γύρισε με το μελάνι, την πένα και το χαρτί της, έπρεπε να καθαρίσει το τραπέζι και να κουβαλήσει τα πιάτα κάτω κι όταν μπήκε στην κουζίνα, ήταν εκεί η κυρία Μέντλοκ και της έβαλε δουλειές να κάνει, κι έτσι η Μαίρη περίμενε πολύ μέχρι να γυρίσει. Μετά ήταν σοβαρή δουλειά να γράψεις στον Ντίκον. Η Μαίρη δεν είχε διδαχτεί και πολλά, γιατί οι γκουβερνάντες της την είχαν αντιπαθήσει τόσο που έφευγαν αμέσως. Δεν μπορούσε να συλλαβίσει ιδιαίτερα καλά, μπορούσε όμως να γράψει αν προσπαθούσε. Κι αυτό ήταν το γράμμα που της υπαγόρεψε η Μάρθα:

«Αγαπητέ Ντίκον:
Ελπίζω το γράμμα μου να σε βρει καλά, όπως είμαι καλά κι εγώ καθώς σου γράφω. Η Δεσποινίς Μαίρη έχει μπόλικα λεφτά και θα πας στο Θουέιτ να της αγοράσεις σπόρους για λουλούδια κι ένα σετ κηπουρικής για να φτιάξει ένα παρτέρι. Να αγοράσεις σπόρους που να κάνουν όμορφα λουλούδια που να μπορούν να μεγαλώνουν εύκολα, γιατί δεν το έχει ξανακάνει η Δεσποινίς και ζούσε στην Ινδία που είναι διαφορετικά τα πράγματα. Να δώσεις την αγάπη μου στη μητέρα και σε όλους σας. Η Δεσποινίς Μαίρη θα μου διηγηθεί κι άλλα, κι έτσι στην επόμενη σχόλη μου θα μάθεις για ελέφαντες και καμήλες και κυρίους που πάνε να κυνηγήσουνε λιοντάρια και τίγρεις.
«Η αγαπημένη σου αδερφή,
Μάρθα Φοίβη Σόουερμπάι».
«Θα βάλουμε τα λεφτά στον φάκελο και θα πω στον παραγιό του χασάπη να το πάει με το κάρο του. Είναι πολύ φίλος με τον Ντίκον» είπε η Μάρθα.
«Πώς θα πάρω τα πράγματα όταν τα αγοράσει ο Ντίκον;» ρώτησε η Μαίρη.
«Θα στα φέρει ο ίδιος. Άλλο που δε θέλει να περπατήσει προς τα εδώ».
«Α, τότε θα τον δω!» ξεφώνισε η Μαίρη. «Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα έβλεπα τον Ντίκον».
«Θέλεις να τον δεις;» ρώτησε ξάφνου η Μάρθα κι έμοιαζε πολύ ευχαριστημένη.
«Και βέβαια. Δεν έχω ξαναδεί αγόρι που το αγαπάνε τα άλογα και οι αλεπούδες. Θέλω πολύ να τον δω».
Η Μάρθα τινάχτηκε, σαν να θυμήθηκε κάτι μόλις εκείνη τη στιγμή.
«Τώρα που το σκέφτομαι, άκου κάτι που παραλίγο θα το ξέχναγα. Μ’ αρέσει που θα στο έλεγα πρωί πρωί. Ρώτησα τη μητέρα και μου είπε πως θα ρωτούσε η ίδια την κυρία Μέντλοκ».
«Θέλεις να πεις …» άρχισε να λέει η Μαίρη.
«Αυτό που σου είπα την Τρίτη. Να τη ρωτήσει αν θα μπορούσαν να σε φέρουν με την άμαξα στο χωριατόσπιτό μας καμιά μέρα και να δοκιμάσεις λίγο από το ζεστό κέικ με βρώμη που φτιάχνει η μητέρα και βούτυρο και ένα ποτήρι γάλα».
Ξάφνου έμοιαζε πως όλα τα σημαντικά συνέβαιναν σε μια μέρα. Για σκέψου, να βρεθεί πέρα από τον χερσότοπο μέρα και με γαλάζιο ουρανό! Να πάει στο χωριατόσπιτο όπου ζούσαν δώδεκα παιδιά!
«Η μητέρα σου πιστεύει πως η κυρία Μέντλοκ θα με αφήσει να έρθω;» ρώτησε ανήσυχη.
«Ναι, έτσι πιστεύει. Η κυρία Μέντλοκ ξέρει τι τακτική που είναι η μητέρα και πόσο καθαρό το έχει το χωριατόσπιτό μας».
«Αν ερχόμουν, θα έβλεπα και τη μητέρα σου και τον Ντίκον» είπε η Μαίρη καθώς το κλωθογύριζε στο μυαλό, και πολύ της άρεσε. «Δεν μου μοιάζει σαν τις μητέρες στην Ινδία».
Η δουλειά στον κήπο και ο ενθουσιασμός του απογεύματος την έκαναν να νιώσει ήρεμη και σοβαρή. Η Μάρθα έμεινε μαζί της μέχρι την ώρα του τσαγιού, κάθισαν όμως ήσυχες και σχεδόν αμίλητες. Όμως, λίγο προτού κατέβει η Μάρθα στην κουζίνα για να φέρει το τσάι, η Μαίρη τη ρώτησε:
«Μάρθα» της είπε «η λαντζέρισσα έχει πάλι πονόδοντο σήμερα;»
Η Μάρθα ξαφνιάστηκε.
«Πώς και ρωτάς;»
«Γιατί όσο σε περίμενα να γυρίσεις από τις δουλειές σου, άνοιξα την πόρτα και διέσχισα τον διάδρομο, να δω αν ερχόσουν. Κι άκουσα πάλι ένα απόμακρο κλάμα, όπως εκείνο που είχαμε ξανακούσει. Δεν φυσάει σήμερα, οπότε αποκλείεται να ήταν ο αέρας».
«Α!» είπε η Μάρθα ανήσυχη. «Δεν πρέπει να περπατάς στους διαδρόμους και να κρυφακούς. Αν θυμώσει ο κύριος Κρέιβεν, ποιος ξέρει τι θα κάνει».
«Δεν κρυφάκουγα» είπε η Μαίρη. «Απλά σε περίμενα –και το άκουσα. Οπότε τώρα είναι τρεις φορές που το έχω ακούσει».
«Αχού! Να, η κυρία Μέντλοκ χτυπάει το κουδούνι» είπε η Μάρθα και βγήκε τρέχοντας σχεδόν από το δωμάτιο.
«Αυτό είναι το πιο παράξενο σπίτι που θα μπορούσε κάποιος να μείνει» είπε η Μαίρη νυσταγμένη ενώ το κεφάλι της ακουμπούσε στο μαξιλάρι της πολυθρόνας. Ο καθαρός αέρας , το σκάψιμο και το σκοινάκι την είχαν κάνει να νιώθει μια τέτοια γλυκιά κούραση που κοιμήθηκε αμέσως.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Όγδοο κεφάλαιο)




ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ ΠΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ


Η Μαίρη απόμεινε να κοιτάει για ώρα το κλειδί. Το στριφογυρνούσε και το σκεφτόταν. Όπως σας ξαναείπα, δεν ήταν ένα παιδί εκπαιδευμένο να ζητάει την άδεια ή να συμβουλεύεται τους μεγαλύτερους για κάτι. Οι σκέψεις που έκανε για το κλειδί ήταν ότι αν αυτό ήταν το κλειδί για τον κλειστό κήπο, και αν μπορούσε να βρει πού ήταν η πόρτα, τότε ίσως και να την άνοιγε και να έβλεπε τι υπήρχε πίσω από τους τοίχους και τι είχαν απογίνει οι παλιές τριανταφυλλιές. Ήθελε να τον δει γιατί ήταν τόσο καιρός κλειδωμένος .Της φαινόταν ότι ο κλειστός κήπος ήταν διαφορετικός και ότι κάτι παράξενο θα έγινε εκεί όλα αυτά τα δέκα χρόνια. Εξάλλου, αν της άρεσε, θα μπορούσε να πηγαίνει κάθε μέρα και να κλείνει την πόρτα ξοπίσω της και να σκεφτεί κάποιο παιχνίδι να παίξει μοναχή της, γιατί κανένας δεν θα έπαιρνε χαμπάρι πού ήταν, αλλά θα νόμιζε πως η πόρτα συνέχιζε να είναι κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο. Αυτή η σκέψη και μόνο της έφερε ευχαρίστηση.
Ζώντας ολομόναχη σε ένα σπίτι με εκατό μυστικά κλειδωμένα δωμάτια και μην έχοντας τίποτα άλλο για να διασκεδάσει, το μυαλό της άρχισε να παίρνει στροφές και η φαντασία της να ξυπνάει. Χωρίς αμφιβολία ο αναζωογονητικός δυνατός αέρας από τον χερσότοπο συντέλεσε σε αυτό. Όπως της έφερε όρεξη για φαγητό κι όπως η πάλη με τον αέρα ξύπνησε το αίμα της, έτσι όλα αυτά ξύπνησαν και το μυαλό της. Στην Ινδία πάντα ζεσταινόταν πολύ κι ένιωθε νωθρή και αδύναμη να ενδιαφερθεί για το παραμικρό, όμως εδώ άρχισε να νοιάζεται και να θέλει να δοκιμάσει καινούρια πράγματα. Ένιωθε ήδη λιγότερο “στρυφνή”, κι ας μη γνώριζε τον λόγο.
Έβαλε το κλειδί στην τσέπη της και συνέχισε τον περίπατό της πέρα δώθε. Φαινόταν σαν να μην ερχόταν ποτέ κανείς εκεί, κανείς εκτός από την ίδια, οπότε μπορούσε να περπατήσει με την ησυχία της και να παρατηρήσει τον τοίχο ή μάλλον τον κισσό που τον σκέπαζε. Αυτό ήταν που την προβλημάτιζε. Όσο προσεκτικά κι αν κοιτούσε, δεν έβλεπε άλλο από πυκνά γυαλιστερά σκουροπράσινα φυλλώματα. Απογοητεύτηκε πολύ. Κάτι από τη γνωστή στρυφνάδα της την έπιασε πάλι καθώς βημάτιζε πάνω κάτω και κοιτούσε τις δεντροκορφές πάνω από τον τοίχο. Ήταν ανόητο, μονολόγησε, να είναι τόσο κοντά στον κλειστό κήπο και να μην μπορεί να μπει μέσα. Όταν γύρισε στο σπίτι, κράτησε το κλειδί στα χέρια της και αποφάσισε να το έχει πάντα μαζί της όταν έβγαινε, ώστε αν ποτέ έβρισκε τη μυστική πόρτα, να ήταν έτοιμη.
Η κυρία Μέντλοκ είχε επιτρέψει στη Μάρθα να κοιμηθεί όλη τη νύχτα στο χωριατόσπιτό της, το πρωί όμως είχε επιστρέψει στη δουλειά της με τα μάγουλά της πιο κόκκινα από ποτέ και την καλύτερη διάθεση.
«Σηκώθηκα στις τέσσερις» είπε. «Α! Τι όμορφα που ήταν στον χερσότοπο με τα πουλιά να ξυπνάνε και τους λαγούς να ξεμυτίζουν και τον ήλιο να ανατέλλει. Δεν έκανα όλο τον δρόμο με τα πόδια. Με πήρε ένας στο κάρο του και η αλήθεια είναι ότι πολύ το ευχαριστήθηκα».
Είχε πολλές ιστορίες να πει για τις χαρές της σχόλης της. Η μητέρα της χάρηκε που την είδε και ξεμπέρδεψαν με το φούρνισμα και την μπουγάδα. Κατάφερε ως και να ζυμώσει κεκάκια με λίγη μαύρη ζάχαρη, από ένα για κάθε παιδί.
«Άχνιζαν με το που γύρισαν τα παιδιά από το παιχνίδι τους στον χερσότοπο. Και το χωριατόσπιτο μοσχοβολούσε από το φούρνισμα κι είχαμε μια καλή φωτιά κι όλα τους ξεφώνισαν από τη χαρά τους. Ο Ντίκον μας είπε ότι το χωριατόσπιτό μας άξιζε ως και να ζει ένας βασιλιάς εκεί μέσα».
Το απόγευμα είχαν καθίσει γύρω από τη φωτιά και η Μάρθα με τη μητέρα έραψαν μπαλώματα στα σκισμένα ρούχα και μαντάρισαν τις κάλτσες και η Μάρθα τούς είπε για το κοριτσάκι που είχε έρθει από την Ινδία και που όλη του τη ζωή το φρόντιζαν “μαύροι”, όπως τους έλεγε η Μάρθα, κι έτσι ούτε τις κάλτσες του δεν ήξερε να βάλει μοναχό του.
«Α! Πολύ τους άρεσε να ακούνε για εσένα» είπε η Μάρθα. «Ήθελαν να τα μάθουν όλα για τους μαύρους και για το πλοίο που σε έφερε. Δεν είχα και πολλά να τους πω».
Η Μαίρη σκέφτηκε για λίγο.
«Θα σου πω κι άλλα μέχρι την επόμενη φορά που θα έχεις σχόλη» είπε «κι έτσι θα έχεις να τους πεις περισσότερα. Νομίζω πως θα τους αρέσει να μάθουν για τις βόλτες πάνω στους ελέφαντες και τις καμήλες και για τους αξιωματικούς που πάνε να κυνηγήσουν τίγρεις».
«Τι μου λες!» φώναξε ενθουσιασμένη η Μάρθα. «Θα τους έπαιρναν τα μυαλά αυτές οι ιστορίες. Αλήθεια θα το κάνεις, Δεσποινίς; Θα είναι σαν το τσίρκο με τα άγρια θηρία που ακούσαμε πως είχε έρθει κάποτε στο Γιορκ».
«Η Ινδία είναι εντελώς διαφορετική από το Γιορκσάιρ», είπε στοχαστικά η Μαίρη, καθώς το κλωθογύριζε στο μυαλό της. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Αλήθεια, άρεσε στη μητέρα σου και τον Ντίκον να μιλάς για εμένα;»
«Μα ναι, τα μάτια του Ντίκον κόντεψαν να πεταχτούν από το κεφάλι του, τόσο ολοστρόγγυλα γίνανε» απάντησε η Μάρθα. «Η μητέρα όμως, στενοχωρήθηκε που είσαι μοναχή σου. Είπε, “δεν της πήρε ο κύριος Κρέιβεν μια γκουβερνάντα, μια παραμάνα;” κι εγώ της είπα, “όχι, δεν της πήρε, αν και η κυρία Μέντλοκ λέει πως θα της πάρει όταν θα το σκεφτεί, όμως λέει πως μπορεί να μην το σκεφτεί για δυο τρία χρόνια”».
«Δεν θέλω γκουβερνάντα» είπε απότομα η Μαίρη.
«Η μητέρα όμως λέει πως χρειάζεται να μάθεις πράγματα και μια γυναίκα να σε φροντίζει, και λέει: “Κοίτα, Μάρθα, σκέψου πώς θα ένιωθες εσύ σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι σαν αυτό, να τριγυρνάς μοναχή σου, χωρίς μητέρα. Κάνε ό,τι σου περνάει από το χέρι για να νιώσει καλύτερα” μου λέει, κι εγώ είπα πως θα το έκανα».
Η Μαίρη την κοίταξε προσεκτικά.
«Με κάνεις να νιώθω καλύτερα» είπε. «Μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς».
Εκείνη την ώρα η Μάρθα βγήκε από το δωμάτιο και γύρισε κρατώντας κάτι κάτω από την ποδιά της.
«Πού να στα λέω» είπε χαμογελώντας χαρούμενη. «Σου έφερα ένα δώρο».
«Ένα δώρο!» ξεφώνισε η Αφέντρα η Μαίρη. Πώς μπορούσε άραγε ένα χωριατόσπιτο γεμάτο δεκατέσσερις πεινασμένους ανθρώπους να κάνε δώρο σε κάποιον!
«Ήταν ένας άνθρωπος και περνούσε με το κάρο του από τον χερσότοπο» εξήγησε η Μάρθα. «Και σταμάτησε το κάρο του στην πόρτα μας. Είχε κανάτια και τηγάνια κι άλλα διάφορα και η μητέρα δεν είχε λεφτά να αγοράσει κατιτίς. Πάνω που έφευγε, η Λίζμπεθ Έλεν μας φώναξε, “Μητέρα, έχει σκοινάκια με κόκκινα και μπλε χερούλια”. Και τότε η μητέρα φωνάζει ξαφνικά, “ε, κύριε, περιμένετε! Πόσο κάνουν;” Κι εκείνος λέει “δυο πένες”, και η μητέρα άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες της και μου λέει, “ Μάρθα, δώσε μου το μισθό σου, σαν καλό παιδί που είσαι, κι έχω τέσσερις μεριές να βάλω κάθε δεκάρα, όμως θα πάρω δυο πένες να αγοράσω ένα σκοινάκι στο κορίτσι”, και το αγόρασε και νάτο».
Το έβγαλε από την ποδιά της και της το έδειξε. Ήταν ένα γερό, λεπτό σκοινί με ένα χερούλι από κόκκινες και μπλε ρίγες σε κάθε άκρη του, η Μαίρη Λένοξ όμως δεν είχε δει ποτέ πριν σκοινάκι. Το κοίταξε παραξενεμένη.
«Σε τι χρησιμεύει;» ρώτησε με περιέργεια.
«Σε τι χρησιμεύει!» ξεφώνισε η Μάρθα. «Θες να πεις πως στην Ινδία δεν έχουν σκοινάκια, κι ας έχουν ελέφαντες και τίγρεις και καμήλες! Δεν μου κάνει εντύπωση που οι πιο πολλοί είναι μαύροι. Κοίτα να δεις σε τι χρησιμεύει».
Και πήγε τρέχοντας μέχρι τη μέση του δωματίου και παίρνοντας από ένα χερούλι σε κάθε χέρι, άρχισε να πηδάει ψηλά, ενώ η Μαίρη καθιστή στράφηκε και την κοιτούσε, και τα βλοσυρά πρόσωπα στα πορτρέτα στους τοίχους έμοιαζαν να παρακολουθούν κι αυτά και να αναρωτιούνται τι στο καλό νόμιζε πως έκανε αυτό το χωριατοκόριτσο κάτω από τις μύτες τους. Η Μάρθα όμως δεν τους έδωσε καμία σημασία, το ενδιαφέρον όμως και η περιέργεια στο πρόσωπο της Αφέντρας της Μαίρης την ευχαρίστησε, κι έτσι συνέχισε να πηδάει πάνω από το σκοινάκι και να μετράει μέχρι που έφτασε τα εκατό.
«Μπορώ και παραπάνω» είπε όταν σταμάτησε. «Όταν ήμουν δώδεκα, είχα κάνει πάνω από πεντακόσια, δεν ήμουν όμως τόσο παχουλή όσο τώρα, και το έκανα συνέχεια».
Η Μαίρη σηκώθηκε από την καρέκλα της νιώθοντας έξαψη.
«Ωραίο φαίνεται» είπε. «Η μητέρα σου είναι ευγενική. Τι λες, θα μπορούσα να μάθω να πηδάω το σκοινάκι έτσι;»
«Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις» την παρότρυνε η Μάρθα δίνοντάς της το σκοινάκι. «Δεν θα φτάσεις μέχρι τα εκατό στην αρχή, μα θα τα καταφέρεις με τον καιρό. Το λέει και η μητέρα. Λέει, “τίποτα δεν θα της κάνει περισσότερο καλό από το σκοινάκι. Είναι το πιο κατάλληλο παιχνίδι για ένα παιδί. Άστην να παίξει έξω στον καθαρό αέρα και θα δυναμώσουν τα πόδια και τα χέρια της”».
Το σίγουρο ήταν πως τα χέρια και τα πόδια της Αφέντρας της Μαίρης δεν είχαν και πολλή δύναμη όταν πρωτάρχισε να πηδάει πάνω από το σκοινάκι. Δεν τα πολυκατάφερνε, της άρεσε όμως τόσο πολύ που δεν σταμάτησε.
«Φόρα τα ρούχα σου και τράβα να παίξεις έξω» είπε η Μάρθα. «Η μητέρα είπε να σου πω να μένεις όσο πιο πολύ μπορείς έξω ακόμα κι όταν βρέχει, φτάνει να είσαι ντυμένη ζεστά».
Η Μαίρη φόρεσε το παλτό της και το καπέλο της και πήρε το σκοινάκι της. Άνοιξε την πόρτα να βγει, και τότε σαν να θυμήθηκε κάτι και γύρισε αργά προς τα πίσω.
«Μάρθα» είπε «ήταν από τον μισθό σου. Δικές σου ήταν οι δύο πένες. Σε ευχαριστώ». Το είπε κάπως άκομψα, γιατί δεν είχε συνηθίσει να λέει ευχαριστώ στους ανθρώπους ή να δίνει προσοχή στο ότι έκαναν πράγματα για χάρη της. «Σε ευχαριστώ» είπε κι έτεινε το χέρι της, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.
Η Μάρθα τής έσφιξε το χέρι λίγο άγαρμπα, σαν να μην ήταν κι αυτή συνηθισμένη σε τέτοια. Μετά γέλασε.
«Οχου! Τι παράξενος γιαγιαδίστικος τρόπος!» είπε. «Αν ήταν εδώ η Λίζμπεθ Έλεν μας, θα μου έδινε ένα φιλί».
Η Μαίρη έμοιαζε άκαμπτη, σαν να είχε καταπιεί ένα μπαστούνι.
«Θέλεις να σε φιλήσω;»
Η Μάρθα γέλασε ξανά.
«Μπα» απάντησε. «Αν ήσουν διαφορετική, θα το έκανες από μόνη σου. Δεν είσαι όμως. Άντε, τράβα έξω να παίξεις με το σκοινάκι σου».
Η Αφέντρα η Μαίρη ένιωσε λίγο άβολα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. Οι άνθρωποι του Γιορκσάιρ έμοιαζαν κάπως παράξενοι, και η Μάρθα ήταν κάτι σαν αίνιγμα. Στην αρχή την είχε αντιπαθήσει πολύ, τώρα πια όμως όχι.
Το σκοινάκι ήταν φανταστικό. Μετρούσε και πηδούσε ψηλά, και πηδούσε ψηλά και μετρούσε, μέχρι που τα μάγουλά της κοκκίνισαν, και για πρώτη της φορά από την ώρα που γεννήθηκε είχε απορροφηθεί τόσο από κάτι. Ο ήλιος έλαμπε και φυσούσε ένα αεράκι που δεν ήταν δυνατό, αλλά φυσούσε απαλά κι ευχάριστα κι έφερνε τη μυρωδιά της φρεσκοσκαμμένης γης. Χοροπήδηξε με το σκοινάκι της γύρω από τον κήπο με το σιντριβάνι, και πέρα δώθε πότε στο ένα μονοπάτι πότε στο άλλο. Τέλος έφτασε χοροπηδώντας μέχρι τον κήπο της κουζίνας και είδε τον Μπεν Γουέδερσταφ να σκάβει και να μιλάει στον κοκκινολαίμη του, που πηδούσε ολόγυρά του. Η Μαίρη τον πλησίασε χοροπηδώντας με το σκοινάκι της, κι ο Μπεν σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε παραξενεμένος. Η Μαίρη είχε αναρωτηθεί αν θα την πρόσεχε. Ήθελε πολύ να τη δει να κάνει σκοινάκι.
«Μπα, μπα!» αναφώνησε ο Μπεν. «Για δες! Φαίνεται πως είσαι τελικά μικρούλα και στις φλέβες σου τρέχει παιδικό αίμα και όχι ξινισμένο βουτυρόγαλο. Τα μάγουλά σου έγιναν κόκκινα. Ούτε που θα πίστευα πως θα τα κατάφερνες, να μη με λένε Μπεν Γουέδερσταφ».
«Δεν έχω ξανακάνει σκοινάκι» είπε η Μαίρη. «Μόλις που ξεκίνησα. Μόνο μέχρι το είκοσι κατάφερα να φτάσω».
«Συνέχισε» είπε ο Μπεν. «Καλά τα καταφέρνεις κι ας έζησες από μωρό με τους αλλόθρησκους. Για δες πώς σε παρακολουθεί» κι έδειξε με το κεφάλι κατά τον κοκκινολαίμη. «Ήρθε ξοπίσω σου χτες. Το ίδιο θα κάνει και σήμερα. Το χει βάλει στο μυαλουδάκι του να βρει τι είναι το σκοινάκι σου. Δεν ξαναείδε τέτοιο. Ε, εσύ!» κούνησε το κεφάλι του στο πουλί «η περιέργεια θα σε σκοτώσει αν δεν προσέξεις».
Η Μαίρη έκανε σκοινάκι γύρω από όλους τους κήπους και τον οπωρώνα κάνοντας λιγόλεπτα διαλείμματα στο ενδιάμεσο. Τέλος έφτασε στο αγαπημένο της μέρος και αποφάσισε να προσπαθήσει να κάνει σκοινάκι σε όλο το μήκος του μονοπατιού. Ήταν μεγάλη απόσταση και ξεκίνησε με το μαλακό, όμως προτού φτάσει στα μισά της διαδρομής είχε ζεσταθεί και της είχε κοπεί τόσο η ανάσα που υποχρεώθηκε να σταματήσει. Δεν την πολυένοιαξε, γιατί είχε ήδη φτάσει μετρώντας μέχρι το τριάντα. Έπαψε να χοροπηδάει με το σκοινάκι χαμογελώντας ικανοποιημένη, και να’ σου ο κοκκινολαίμης να κουνιέται πέρα δώθε σε ένα κλαδί του κισσού. Την είχε ακολουθήσει και τη χαιρέτισε τιτιβίζοντας. Καθώς η Μαίρη τον πλησίαζε χοροπηδώντας με το σκοινάκι της, ένιωσε κάτι βαρύ στην τσέπη της να κοπανάει σε κάθε της πήδημα. Όταν είδε τον κοκκινολαίμη, γέλασε ξανά.
«Χθες μου έδειξες πού ήταν το κλειδί» είπε. «Κανονικά σήμερα πρέπει να μου δείξεις πού είναι η πόρτα, δεν νομίζω όμως ότι ξέρεις».
Ο κοκκινολαίμης πέταξε μακριά από το κλωνάρι του κισσού στην κορυφή του τοίχου, άνοιξε το ράμφος του και τραγούδησε μια δυνατή, γλυκιά τρίλια, λες και ήθελε να κάνει επίδειξη. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο αξιαγάπητο όσο ένας κοκκινολαίμης που κάνει επίδειξη –και σχεδόν πάντα αυτό κάνουν.
Η Μαίρη Λένοξ είχε ακούσει ένα σωρό για τη Μαγεία στις ιστορίες της Ινδής παραμάνας της, και πάντα της έλεγε ότι αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήταν Μαγεία.
Το αεράκι φύσηξε στο μονοπάτι, και το φύσημα ήταν λίγο πιο δυνατό από πριν, τόσο δυνατό που κούνησε τα κλαδιά των δέντρων, τόσο δυνατό που έσεισε τα κλαδιά του παραμελημένου κισσού που κρεμόντουσαν από τον τοίχο. Η Μαίρη είχε πλησιάσει τον κοκκινολαίμη, και ξάφνου το φύσημα του αέρα έκανε να παραμερίσουν κάποια χαλαρά κλαδιά κισσού, κι αυτή το ίδιο ξαφνικά πήδηξε και τα έπιασε στο χέρι της. Κι αυτό το έκανε γιατί σαν να είδε κάτι από κάτω, ένα στρογγυλό πόμολο που το κάλυπταν τα φύλλα που κρεμόντουσαν από πάνω του. Ήταν το πόμολο μιας πόρτας.
Έβαλε τα χέρια της κάτω από το φύλλωμα κι άρχισε να σπρώχνει και να παραμερίζει. Αν και πυκνός, ο κισσός δεν ήταν παρά μια χαλαρή κουρτίνα, αν και ένα μέρος του είχε φυτρώσει μέσα στο ξύλο και το σίδερο. Η καρδιά της Μαίρης άρχισε να χτυπάει δυνατά και τα χέρια της να τρέμουν λίγο από την χαρά και την έξαψή της. Ο κοκκινολαίμης συνέχισε να κελαηδάει και να τιτιβίζει και να γέρνει το κεφάλι του, σαν να μοιραζόταν την έξαψή της. Τι να ήταν αυτό κάτω από τα χέρια της, αυτό το καμωμένο από ξύλο τετράγωνο που τα δάχτυλά της ψηλάφισαν μια τρύπα στη μέση του;
Ήταν η κλειδαριά της πόρτας που είχε μείνει κλειστή για δέκα χρόνια, και η Μαίρη έβαλε το χέρι της στην τσέπη της, έβγαλε το κλειδί και διαπίστωσε ότι ταίριαζε στην τρύπα της κλειδαριάς. Το έβαλε στην κλειδαριά και το γύρισε. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει και τα δυο της χέρια, μα τα κατάφερε.
Και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ξοπίσω της σε όλο το μήκος του μονοπατιού μήπως ερχόταν κανείς. Μπα, κανείς. Κανείς δεν ερχόταν ποτέ, όπως φαινόταν, και τότε πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, και παραμέρισε την κουρτίνα του κισσού κι έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε αργά αργά.
Στεκόταν μέσα στον μυστικό κήπο.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Έβδομο κεφάλαιο)


ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ


Δύο μέρες μετά από αυτό, με το που ξύπνησε η Μαίρη, ανακάθισε στο κρεβάτι της και φώναξε στη Μάρθα.
«Κοίτα στον χερσότοπο! Κοίτα στον χερσότοπο!»
Η καταιγίδα είχε περάσει και η γκρίζα ομίχλη και τα σύννεφα είχαν καθαρίσει από τον αέρα της προηγούμενης νύχτας. Μα κι ο αέρας είχε σταματήσει πια να φυσάει και ένας φωτεινός καταγάλανος ουρανός απλωνόταν πάνω από τα βαλτοτόπια. Η Μαίρη ποτέ της δεν είχε δει έναν τόσο γαλανό ουρανό. Στην Ινδία ο ουρανός ήταν πάντα σαν μια καυτή φωτεινή άπλα. Ενώ εδώ ήταν ένα καθάριο μπλε που έμοιαζε να λαμποκοπάει σαν τα νερά μιας βαθιάς λίμνης, κι εδώ κι εκεί, ψηλά σε όλο αυτό το γαλανό ταξίδευαν μικρά σύννεφα σαν κατάλευκο μαλλί. Ακόμα και τα πιο απόμακρα σημεία του χερσότοπου είχαν ένα απαλό μπλε χρώμα αντί γα το μουντό μαυροπόρφυρο ή το φρικτό γκρίζο.
«Αχου!» είπε η Μάρθα με ένα χαρούμενο χαμόγελο. «Πέρασε για την ώρα η καταιγίδα. Το κάνει τέτοια εποχή του χρόνου. Περνάει σε μια νύχτα και τάχα καμώνεται πως δεν ήταν ποτέ της στα μέρη μας κι ούτε το έχει να περάσει ξανά. Κι αυτό, γιατί έρχεται η άνοιξη. Αργεί ακόμη, αλλά έρχεται».
«Νόμιζα πως έβρεχε συνέχεια ή ήταν σαν να είχε σκοτεινιά πάντα στην Αγγλία» είπε η Μαίρη.
«Α, όχι!» είπε η Μάρθα και ανακάθισε στις φτέρνες της ανάμεσα στις μαύρες μολύβδινες βούρτσες της. «Με τίποτις!»
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε με σοβαρό ύφος η Μαίρη. Στην Ινδία οι ντόπιοι μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους που λίγοι καταλάβαιναν, κι έτσι δεν της έκανε εντύπωση όταν η Μάρθα χρησιμοποιούσε λέξεις που δεν γνώριζε.
Η Μάρθα γέλασε όπως ακριβώς είχε κάνει το πρώτο πρωινό της γνωριμίας τους.
«Να’ το πάλι» είπε. «Μίλησα με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ πάλι ενώ η κυρία Μέντλοκ είπε πως δεν πρέπει να το κάνω. “Με τίποτις” σημαίνει “Δεν ισχύει καθόλου” είπε αργά και καθαρά «αλλά παίρνει ώρα να το πω. Το Γιορκσάιρ, όταν έχει καλό καιρό, είναι το πιο λαμπερό μέρος της γης. Σου το είπα που έτσι είναι ο χερσότοπος μετά από λίγο. Περίμενε μέχρι να δεις τα χρυσαφιά μπουμπούκια των ασπάλαθων και τα σπάρτα και τα ρείκια που ανθίζουν, γεμάτα μαβιές καμπανούλες, κι εκατοντάδες πεταλούδες που φτεροκοπάνε και μέλισσες που ζουζουνίζουν και κορυδαλλούς που πετάνε ψηλά και κελαηδάνε. Τότε θα θέλεις να βγεις έξω από το ξημέρωμα και να μείνεις όλη τη μέρα εκεί όπως κάνει ο Ντίκον».
«Θα μπορέσω άραγε να το κάνω κάποτε;» ρώτησε η Μαίρη με λαχτάρα κοιτώντας έξω από το παράθυρο στον μακρινό ορίζοντα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο κι υπέροχο και το χρώμα του τόσο θεϊκό.
«Δεν ξέρω» απάντησε η Μάρθα. «Μου μοιάζει πως δεν τα έχεις βάλει να δουλέψουν τα ποδαράκια σου από την ώρα που γεννήθηκες. Δεν θα κατάφερνες να περπατήσεις πέντε μίλια. Πέντε μίλια είναι μέχρι το χωριατόσπιτό μας».
«Πολύ θα ήθελα να το δω».
Η Μάρθα την κοίταξε με περιέργεια για λίγο και μετά ξανάπιασε τη βούρτσα του γυαλίσματος και ξανάρχισε να τρίβει τη σχάρα. Σκεφτόταν πως το άχαρο προσωπάκι της τώρα πια δεν έμοιαζε τόσο ξινισμένο όσο το πρωινό που την πρωτοείδε. Έμοιαζε κάπως με τη μικρή Σουζάννα όταν ήθελε πολύ κάτι.
«Θα ρωτήσω τη μητέρα μου» είπε. «Είναι από αυτούς που ευκαιρία ψάχνουν για να κάνουν δουλειές. Αύριο έχω σχόλη και θα πάω σπίτι μου. Α! Τι καλά! Η κυρία Μέντλοκ έχει καλή γνώμη για τη μητέρα μου. Ίσως και να της μιλούσε για να την πείσει».
«Τη συμπαθώ τη μητέρα σου» είπε η Μαίρη.
«Κι εγώ έτσι λέω» συμφώνησε η Μάρθα καθαρίζοντας.
«Δεν την έχω δει ποτέ μου» είπε η Μαίρη.
«Όχι, δεν την έχεις δει» απάντησε η Μάρθα.
Ανακάθισε ξανά στις φτέρνες της και με την ανάποδη της παλάμης της έτριψε την άκρη της μύτης της μοιάζοντας σε αμηχανία για μια στιγμή, αμέσως όμως το ξεπέρασε και είπε:
«Να, είναι τόσο λογική και καλόκαρδη και δουλευταρού και καθαρή που όλοι τους τη συμπαθούν είτε την έχουν γνωρίσει είτε όχι. Όταν είναι να γυρίσω σπίτι μου στη σχόλη μου, χοροπηδάω από τη χαρά μου με το που διασχίζω τον χερσότοπο».
«Συμπαθώ τον Ντίκον» πρόσθεσε η Μαίρη. «Και δεν τον έχω δει ποτέ μου».
«Α, σου το είπα που τα πουλιά και τα κουνέλια και τα πρόβατα και τα αλογάκια και οι αλεπούδες τον συμπαθούν. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται για σένα ο Ντίκον» είπε με έμφαση η Μάρθα και την κοίταξε σκεπτική.
«Δεν θα με συμπαθούσε» είπε η Μαίρη με τον στριφνό ψυχρό τρόπο της. «Κανένας δεν με συμπαθεί».
Η Μάρθα φάνηκε ξανά σκεφτική.
«Εσένα σ’ αρέσεις;» ρώτησε σαν να την έτρωγε πράγματι η περιέργεια να μάθει.
Η Μαίρη δίστασε για λίγο και φάνηκε να το καλοσκέφτεται.
«Καθόλου, αν θες να ξέρεις» απάντησε. «Δεν το σκέφτηκα όμως ποτέ μου μέχρι τώρα».
Η Μάρθα μισοέσκασε ένα χαμόγελο λες και θυμόταν κάτι δικό της.
«Η μητέρα μού το είπε κάποτε» είπε. «Ήταν πάνω από τη σκάφη της κι εγώ είχα τις κακές μου και μίλαγα άσχημα για τον κόσμο, και τότε γυρίζει και μου λέει: “Κοίτα την αλεπουδίτσα, κοίτα την. Να σου που κάθεται και λέει που δεν της αρέσει ο ένας και ο άλλος. Εσένα σ’ αρέσεις;” Έβαλα τα γέλια και ήρθα στα συγκαλά μου στα γρήγορα».

Η Μάρθα έφυγε καλοδιάθετη αμέσως μόλις έδωσε στη Μαίρη το πρωινό της. Θα περπατούσε πέντε μίλια διασχίζοντας τον χερσότοπο μέχρι το χωριατόσπιτό της, και θα βοηθούσε τη μητέρα της με την μπουγάδα και θα έκανε το ψήσιμο της βδομάδας στον φούρνο και θα το καταδιασκέδαζε.
Η Μαίρη ένιωσε πιο μόνη από ποτέ όταν κατάλαβε ότι η Μάρθα δεν ήταν πια στο σπίτι. Βγήκε έξω στον κήπο φουριόζα και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κάνει δέκα γύρους τον κήπο με το σιντριβάνι. Μέτρησε προσεκτικά και όταν τελείωσε, αισθάνθηκε καλύτερα. Ο καταγάλανος ουρανός υψωνόταν επιβλητικός πάνω από το Μίσελθουέιτ και πάνω από τον χερσότοπο, και όλο σήκωνε το πρόσωπό της και κοιτούσε ψηλά, προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα ήταν να ξαπλώσει σε ένα από τα χιονάτα συννεφάκια και να τριγυρίζει σαν να κολυμπούσε. Πήγε μέχρι τον πρώτο κήπο της κουζίνας και βρήκε τον Μπεν Γουέδερσταφ να δουλεύει εκεί πέρα μαζί με άλλους δύο κηπουρούς. Η αλλαγή στον καιρό φαινόταν να του έχει κάνει καλό. Της μίλησε πρώτος.
«Έρχεται η άνοιξη» είπε. «Τη μυρίζεις;»
Η Μαίρη ρουθούνισε στον αέρα και της φάνηκε να τη μυρίζει.
«Μυρίζω κάτι όμορφο, φρέσκο και βρεγμένο» είπε.
«Είναι το εύφορο χώμα» της απάντησε σκάβοντας. «Είναι στα καλά του κι ετοιμάζεται να καρπίσει. Χαίρεται όταν φτάνει η ώρα του φυτέματος. Βαριέται τον χειμώνα, που δεν έχει τίποτα να κάνει. Στους λουλουδόκηπους εκεί πέρα τα πράματα ανασαλεύουν στο σκοτάδι. Ο ήλιος τα ζεσταίνει. Σε λίγο θα δεις πράσινες κορυφούλες να πετάγονται από το μαύρο χώμα».
«Τι θα είναι;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κρόκοι και χιονούλες κι ασφοδέλια. Έχεις δει ποτέ σου;»
«Όχι. Όλα είναι ζεστά, βρεγμένα και πράσινα μετά τις βροχές στην Ινδία» είπε η Μαίρη. «Νομίζω πως τα πράγματα μεγαλώνουν σε μια νύχτα».
«Ετούτα εδώ δεν θα μεγαλώσουν σε μια νύχτα» είπε ο Γουέδερσταφ. «Πρέπει να τα περιμένεις. Θα ξεμυτίσουν λίγο πιο ψηλά εδώ, θα βγάλουν μια κορυφούλα ακόμη εκεί, θα ξεκουκουβιάσουν ένα φυλλαράκι σήμερα κι άλλο ένα αύριο. Να τα παρακολουθείς».
«Αυτό θα κάνω» απάντησε η Μαίρη.
Σε λίγο άκουσε ξανά το απαλό θρόισμα από φτερούγες και μεμιάς κατάλαβε ότι ο κοκκινολαίμης είχε ξαναέρθει. Έμοιαζε να έχει ξεθαρρέψει και χοροπηδούσε ζωηρά τόσο κοντά στα πόδια της, κι έγερνε το κεφαλάκι του στη μια μεριά και την κοιτούσε τόσο πονηρά, που η Μαίρη ρώτησε τον Μπεν Γουέδερσταφ:
«Λες να με θυμάται;»
«Αν σε θυμάται λέει!» είπε με αγανάκτηση ο Γουέδερσταφ. «Αυτός θυμάται το τελευταίο λάχανο στον κήπο, άσε πια τους ανθρώπους! Δεν έχει ματαδεί μικρό κορίτσι εδώ πέρα, γι’ αυτό το έχει βάλει σκοπό να τα μάθει όλα για σένα. Δε χρειάζεται να του κρύβεσαι».
«Ανασαλεύουν τα πράγματα κάτω από το χώμα μέσα στο σκοτάδι κι εκεί στον κήπο που ζει;» θέλησε να μάθει η Μαίρη.
«Σε ποιον κήπο;» γρύλισε ο Γουέδερσταφ μουτρώνοντας ξανά.
«Εκείνον που έχει τις παλιές τριανταφυλλιές». Δεν μπορούσε να μη ρωτήσει, ήθελε τόσο πολύ να μάθει. «Πεθαίνουν όλα τα λουλούδια ή μήπως κάποια βγαίνουν ξανά το καλοκαίρι; Έχει ποτέ τριαντάφυλλα;»
«Ρώτα αυτόν» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ, κάνοντας μια κίνηση με τους ώμους κατά τον κοκκινολαίμη. «Μόνο αυτός ξέρει. Κανένας άλλος δεν πάτησε εκεί μέσα εδώ και δέκα χρόνια».
Δέκα χρόνια ήταν πολύς καιρός, σκέφτηκε η Μαίρη. Δέκα χρόνια ήταν από τότε που γεννήθηκε.
Απομακρύνθηκε χαμένη στις σκέψεις της. Είχε αρχίσει να της αρέσει ο κήπος, όπως είχε αρχίσει να της αρέσει και ο κοκκινολαίμης, ο Ντίκον και η μητέρα της Μάρθας. Είχε αρχίσει να της αρέσει και η Μάρθα. Σαν να είχε μαζευτεί πολύς κόσμος που της άρεσε, δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια. Σκεφτόταν τον κοκκινολαίμη σαν να ήταν άνθρωπος. Συνέχισε να περπατάει έξω από τον μακρύ τοίχο που τον σκέπαζε κισσός και που μπορούσες να δεις τις κορυφές των δέντρων από πάνω του. Και τη δεύτερη φορά που πηγαινοερχόταν έτσι, της συνέβη ό,τι πιο υπέροχο και συναρπαστικό, κι αυτό το χρωστούσε στον κοκκινολαίμη του Μπεν Γουέδερσταφ.
Άκουσε ένα τιτίβισμα κι ένα κελάηδημα, κι όταν κοίταξε στο γυμνό παρτέρι στα αριστερά της, να τον εκεί πέρα να χοροπηδάει και να κάνει πως τσιμπολογάει τη γη, σαν για να την πείσει ότι δεν την είχε ακολουθήσει. Το ήξερε όμως ότι την είχε ακολουθήσει και η έκπληξη την γέμισε τέτοια χαρά που κάτι αλαφροπετάρισε μέσα της.
«Ώστε με θυμάσαι!» φώναξε. «Με θυμάσαι! Είσαι ό,τι πιο όμορφο στον κόσμο!»
Τιτίβιζε κι αυτή, μιλούσε και τον καλόπιανε, κι αυτός χοροπηδούσε και τίναζε την ουρά του και κελαηδούσε. Ήταν σαν να μιλούσε. Το κόκκινο γιλέκο του ήταν σαν σατινένιο και φούσκωνε το μικροσκοπικό στήθος του κι ήταν τόσο όμορφος και μεγαλόπρεπος που έμοιαζε να της έδειχνε έτσι πόσο σημαντικός και ίδιος με τους ανθρώπους μπορούσε να είναι ένας κοκκινολαίμης. Η Αφέντρα η Μαίρη ξέχασε πόσο στριφνή ήταν στη μέχρι τώρα ζωή της όταν την άφησε να έρθει πιο κοντά του κι όλο και πιο κοντά του, να σκύψει και να του μιλήσει προσπαθώντας να βγάλει από το στόμα της ήχους σαν του κοκκινολαίμη.
Αχ! Και να σκεφτεί κανείς πως την άφησε να τον πλησιάσει! Σαν να ήξερε πως τίποτα στον κόσμο δεν θα την έκανε να απλώσει το χέρι της ή να τον τρομάξει. Το ήξερε γιατί ήταν ένα αληθινό ζωντανό πλάσμα, καλύτερο από κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα στον κόσμο. Η Μαίρη ένιωθε τέτοια ευτυχία που δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει.
Το παρτέρι δεν ήταν ολότελα γυμνό. Δεν είχε λουλούδια, γιατί τα πολυετή φυτά είχαν κλαδευτεί ώστε να ξεκουραστούν τον χειμώνα, υπήρχαν όμως ψηλοί και χαμηλοί θάμνοι στο βάθος του παρτεριού, κι όπως ο κοκκινολαίμης χοροπηδούσε από κάτω τους, η Μαίρη τον είδε να χοροπηδάει πάνω από έναν σβόλο φρεσκοσκαμμένης γης και να σταματάει για να ψάξει για κανένα σκουλήκι. Το χώμα ήταν φρεσκοσκαμμένο, γιατί ένας σκύλος προσπαθούσε να ξετρυπώσει έναν τυφλοπόντικα κι είχε καταφέρει να κάνει μια μεγάλη τρύπα.
Η Μαίρη την κοίταξε χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο ήταν εκεί η τρύπα, και καθώς κοιτούσε είδε κάτι θαμμένο σχεδόν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Έμοιαζε με ένα κρίκο από σκουριασμένο σίδερο ή μπρούτζο, κι όταν ο κοκκινολαίμης πέταξε σε ένα δέντρο εκεί δίπλα, η Μαίρη άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τον κρίκο. Όμως δεν ήταν μόνο ένας κρίκος, παρά ένα παλιό κλειδί που φαινόταν να ήταν θαμμένο εκεί για πολύ καιρό.
Η Αφέντρα η Μαίρη σηκώθηκε και το κοίταξε έτσι όπως κρεμόταν από το δάχτυλό της με μια έκφραση φοβισμένη σχεδόν.
«Μπορεί και να ήταν θαμμένο για δέκα χρόνια» ψιθύρισε. «Μπορεί να είναι το κλειδί για τον κήπο!»

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Έκτο κεφάλαιο)


ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΛΑΙΓΕ, ΣΤ' ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΛΑΙΓΕ!»


Την επόμενη μέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, και όταν η Μαίρη κοίταξε έξω από το παράθυρο, ο χερσότοπος ήταν κρυμμένος σχεδόν από μια γκρίζα ομίχλη και από συννεφιά. Δεν μπορούσε να βγει έξω σήμερα.
«Τι κάνεις στο χωριατόσπιτό σου όταν ρίχνει τέτοια βροχή;» ρώτησε τη Μάρθα.
«Προσπαθώ όσο γίνεται να μην μπλέκω στα πόδια των άλλων» απάντησε η Μάρθα. «Α! Σαν να ήμαστε πολλοί τέτοιες μέρες στο σπίτι μου. Η μητέρα μου είναι πολύ καλοσυνάτη, μα την πιάνει η μουρμούρα της τότε. Τα μεγαλύτερα παιδιά πάνε στον στάβλο και παίζουν εκεί πέρα. Τον Ντίκον δεν τον νοιάζει να βραχεί. Βγαίνει έξω λες και ο ήλιος λάμπει. Λέει ότι όταν βρέχει, βλέπει πράγματα έξω που δεν φαίνονται με τον καλό καιρό. Κάποτε βρήκε ένα μωρό αλεπουδάκι μισοπνιγμένο στη φωλιά του και το έβαλε κάτω από το πουκάμισό του, για να το κρατήσει ζεστό, και το έφερε στο σπίτι. Η μητέρα του είχε σκοτωθεί κάπου εκεί κοντά και η φωλιά είχε γεμίσει νερό και τα υπόλοιπα κουτάβια είχαν πνιγεί. Το έχει στο σπίτι τώρα. Μια άλλη φορά βρήκε ένα μισοπνιγμένο μικρό κοράκι και το έφερε κι αυτό στο σπίτι και το εξημέρωσε. Το έβγαλε Καπνιά, γιατί είναι κατάμαυρο και χοροπηδάει και πετάει όπου κι αν πάει ο Ντίκον.
Ήρθε η ώρα που τη Μαίρη δεν την πείραζε πια η φιλική κουβεντούλα της Μάρθας. Ίσα ίσα, άρχισε να τη βρίσκει ενδιαφέρουσα και να στενοχωριέται όταν εκείνη σταματούσε να μιλάει ή έπρεπε να φύγει. Οι ιστορίες που της έλεγε η Ινδή παραμάνα της όταν η Μαίρη ζούσε στην Ινδία, δεν είχαν καμία σχέση με όσα της έλεγε η Μάρθα για το χωριατόσπιτο στα βαλτοτόπια, όπου ζούσαν δεκατέσσερις άνθρωποι σε τέσσερα δωματιάκια και που ποτέ τους δεν είχαν αρκετό φαγητό να φάνε. Τα παιδιά έμοιαζαν να μπουρδουκλώνονται από δω κι από κει και να διασκεδάζουν σαν ένα τσούρμο φασαριόζικα καλόψυχα σκυλάκια. Τη Μαίρη την τραβούσε πιο πολύ ο χαρακτήρας της μητέρας και του Ντίκον. Όταν η Μάρθα έλεγε ιστορίες για όσα έκανε η “μητέρα”, τα λόγια της την έκαναν να νιώθει όμορφα.
«Να είχα ένα μωρό κοράκι ή ένα αλεπουδάκι για να παίζω!» είπε η Μαίρη. «Δεν έχω τίποτα όμως».
Η Μάρθα την κοίταξε σαστισμένη.
«Δεν ξέρεις να πλέκεις;» τη ρώτησε.
«Όχι» απάντησε η Μαίρη.
«Να ράβεις;»
«Όχι».
«Να διαβάζεις;»
«Ναι».
«Τότε γιατί δεν διαβάζεις κατιτίς, να γίνεις και καλύτερη στο διάβασμα; Είσαι μεγάλη, άρα θα διαβάζεις καλά».
«Δεν έχω καθόλου βιβλία» είπε η Μαίρη. «Όσα είχα, τα άφησα πίσω στην Ινδία».
«Κρίμα» είπε η Μάρθα. «Αν σε αφήσει η κυρία Μέντλοκ να μπείς στη βιβλιοθήκη, εκεί έχει χιλιάδες βιβλία».
Η Μαίρη δεν ρώτησε πού βρισκόταν η βιβλιοθήκη, γιατί ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Αποφάσισε να πάει και να ψάξει μόνη της. Δεν την ένοιαζε για την κυρία Μέντλοκ. Η κυρία Μέντλοκ έμοιαζε να έχει βολευτεί καλά στο καθιστικό της στον κάτω όροφο. Σε αυτό το παράξενο μέρος οι άνθρωποι σπάνια συναντιόντουσαν. Στην ουσία, μόνο οι υπηρέτες έκαναν την εμφάνισή τους, που κι αυτοί, όταν ο αφέντης τους έλειπε, περνούσαν ζωή και κότα στους κάτω ορόφους, όπου υπήρχε μια τεράστια κουζίνα με αστραφτερά μπακιρένια σκεύη και ένα ευρύχωρο καθιστικό για τους υπηρέτες όπου εκεί έτρωγαν τέσσερα με πέντε πλούσια γεύματα τη μέρα και όπου γινόταν πανηγύρι όταν η κυρία Μέντλοκ δεν ήταν στα πόδια τους.
Τα γεύματα της Μαίρης σερβίρονταν στην ώρα τους, η Μάρθα τη φρόντιζε, όμως κανείς δεν ασχολιόταν ούτε στο ελάχιστο με τη μικρή. Η κυρία Μέντλοκ ερχόταν κάθε δύο μέρες και της έριχνε μια ματιά, κανένας όμως δεν ρωτούσε τι έκανε ή τι έπρεπε να κάνει η Μαίρη. Κι αυτή υπέθεσε ότι έτσι συνήθιζαν να φέρονται στα παιδιά οι Άγγλοι. Στην Ινδία η παραμάνα της την υπηρετούσε μέρα νύχτα και τη συνόδευε πάντα και παντού. Η Μαίρη συχνά ένιωθε να την κουράζει. Τώρα κανένας δεν έτρεχε ξοπίσω της και μάθαινε να ντύνεται μονάχη της, γιατί η Μάρθα την κοίταζε σαν να την περνούσε για χαζή όταν ήθελε να της τα δίνουν όλα στο χέρι.
«Μήπως δεν έχεις μια στάλα μυαλό;» είπε κάποτε που η Μαίρη περίμενε να της φορέσει τα γάντια. «Η δική μας η Σουζάννα είναι δυο φορές πιο έξυπνη και μόνο τεσσάρων. Καμιά φορά μου μοιάζεις λίγο χαζούλα».
Η Μαίρη πήρε το στριμμένο της ύφος για μία ώρα μετά, τα λόγια της Μάρθας όμως την έκαναν να σκεφτεί αρκετά καινούρια πράγματα.
Ετούτο το πρωινό έμεινε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο για δέκα λεπτά αφότου η Μάρθα καθάρισε το τζάκι κι έφυγε για να πάει στον κάτω όροφο. Σκεφτόταν την ιδέα που της είχε έρθει όταν άκουσε για τη βιβλιοθήκη. Δεν την ένοιαζε και πολύ η βιβλιοθήκη, γιατί στη ζωή της είχε διαβάσει πολύ λίγα βιβλία. Όταν όμως άκουσε για αυτή, της ήρθαν στο μυαλό τα εκατό δωμάτιο με τις κλειστές πόρτες. Αναρωτήθηκε αν πραγματικά ήταν όλα τους κλειδωμένα και τι άραγε θα έβρισκε αν κατάφερνε να μπει σε κάποιο από αυτά. Ήταν στ’ αλήθεια εκατό; Γιατί να μην πάει να δει πόσες πόρτες θα μπορούσε να μετρήσει; Θα ήταν ένας τρόπος να περάσει την ώρα της τούτο το πρωινό που δεν μπορούσε να βγει έξω. Δεν της έμαθαν ποτέ να ζητάει την άδεια για να κάνει κάτι, και δεν γνώριζε τίποτα για την εξουσία, έτσι δεν το θεώρησε αναγκαίο να ζητήσει από την κυρία Μέντλοκ, σε περίπτωση που τη συναντούσε, την άδεια να εξερευνήσει το σπίτι.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και βγήκε στον διάδρομο, κι έπειτα άρχισε να τριγυρίζει. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος, που διακλαδιζόταν σε άλλους και που την οδήγησε σε μια σειρά σκαλιά που ανεβαίνοντάς τα, οδηγούσαν με τη σειρά τους σε άλλα. Υπήρχαν πόρτες και πόρτες, και πίνακες στους τοίχους. Άλλοτε ήταν πίνακες σκοτεινών και παράξενων τοπίων, συχνότερα όμως ήταν πορτρέτα ανδρών και γυναικών με παράξενα μεγαλόπρεπα ρούχα από σατέν και βελούδο. Βρέθηκε σε μια γαλαρία που οι τοίχοι της ήταν καλυμμένοι από τέτοια πορτρέτα. Ούτε που πέρασε ποτέ από το μυαλό της πως θα υπήρχε σπίτι με τόσους πολλούς πίνακες. Διέσχισε αργά τη γαλαρία και παρατήρησε τα πρόσωπα, που έμοιαζαν να την παρατηρούν επίσης. Της φαινόταν πως απορούσαν τι έκανε σε αυτό το σπίτι ένα μικρό κορίτσι από την Ινδία. Κάποιοι από τους πίνακες παρίσταναν παιδιά –κοριτσάκια με αλύγιστα σατέν φορέματα που έφταναν μέχρι τα πόδια τους και απλώνονταν ολόγυρά τους, και αγοράκια με φουσκωτά μανίκια και δαντελένια κολάρα και μακριά μαλλιά ή με μεγάλες τραχηλιές γύρω από τον λαιμό τους.
Κάθε φορά σταματούσε να κοιτάξει τα παιδιά κι αναρωτιόταν πώς τα έλεγαν και πού είχαν πάει και γιατί φορούσαν τόσο παράξενα ρούχα. Ήταν κι ένα μικρό κορίτσι, άκαμπτο και άχαρο σαν αυτήν. Φορούσε ένα πράσινο μπροκάρ φόρεμα και πάνω στο δάχτυλό της είχε κουρνιάσει ένας πράσινος παπαγάλος. Τα μάτια της είχαν ένα παράξενο, κοφτερό βλέμμα.
«Πού να ζεις τώρα;» της είπε δυνατά η Μαίρη. «Μακάρι να ήσουν εδώ».
Καμιά άλλη μικρούλα δεν πέρασε ποτέ της τέτοιο παράξενο πρωινό. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε κανένας σε εκείνο το αχανές σπίτι εκτός από τον μικρούλη εαυτό της, που περιπλανιόταν πάνω κάτω σε στενά και φαρδιά περάσματα, όπου έμοιαζε να μην έχει περπατήσει ποτέ κανείς άλλος εκτός από αυτήν. Αφού είχαν χτιστεί τόσα δωμάτια, σίγουρα θα έμεναν κάποιοι άνθρωποι, όλα όμως έμοιαζαν τόσο άδεια που δεν μπορούσε καν να πιστέψει πως έτσι ήταν στ’ αλήθεια.
Μόνο όταν ανέβηκε στον δεύτερο όροφο, σκέφτηκε να γυρίσει το χερούλι μιας πόρτας. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, όπως ακριβώς είχε πει η κυρία Μέντλοκ, μα στο τέλος η μικρή άπλωσε το χέρι της στο χερούλι και το γύρισε. Για μια στιγμή φοβήθηκε σχεδόν, καθώς ένιωσε ότι γυρνούσε χωρίς δυσκολία και ότι όταν έριξε το βάρος της στην πόρτα, εκείνη άνοιξε αργά. Ήταν πολύ γερή πόρτα και έβγαζε σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Υπήρχαν κεντημένες ταπετσαρίες και έπιπλα σαν αυτά που είχε δει στην Ινδία. Ένα φαρδύ παράθυρο με βαριά χωρίσματα έβλεπε στον χερσότοπο. Και πάνω από την κορνίζα του τζακιού υπήρχε άλλο ένα πορτρέτο του άκαμπτου, άχαρου κοριτσιού, που έμοιαζε να την κοιτάζει ακόμα πιο παράξενα από πριν.
«Μπορεί κάποτε να κοιμόταν εδώ» είπε η Μαίρη. «Έτσι που με κοιτάζει, με κάνει να νιώθω περίεργα».
Μετά από εκεί άνοιξε κι άλλες πόρτες. Είδε τόσα πολλά δωμάτια που άρχισε να κουράζεται και σκέφτηκε πως σίγουρα θα ήταν εκατό, αν και δεν τα μέτρησε. Σε όλα τους υπήρχαν παλιοί πίνακες ή ταπετσαρίες κεντημένες με παράξενες σκηνές. Υπήρχαν παράξενα έπιπλα και παράξενα στολίδια σχεδόν πάνω σε όλα τους.
Σε ένα δωμάτιο, που έμοιαζε με γυναικείο καθιστικό, οι κουρτίνες ήταν από κεντημένο βελούδο και σε ένα ερμάριο θα υπήρχαν πάνω από εκατό φιλντισένιοι ελέφαντες. Ήταν σε διαφορετικά μεγέθη και κάποιοι είχαν στις πλάτες τους οδηγούς και ανάκλιντρα. Κάποιοι ήταν πιο μεγάλοι από τους υπόλοιπους και κάποιοι άλλοι ήταν τόσο μικροσκοπικοί που έμοιαζαν μωρά. Η Μαίρη είχε δει σκαλισμένο φίλντισι στην Ινδία και ήξερε τα πάντα για τους ελέφαντες. Άνοιξε την πόρτα του επίπλου, ανέβηκε σε ένα σκαμνάκι και για ώρα έπαιζε με τους ελέφαντες. Όταν βαρέθηκε, τακτοποίησε τους ελέφαντες και έκλεισε την πόρτα του επίπλου.
Σε όλες τις περιπλανήσεις της στους ατέλειωτους διαδρόμους και τα άδεια δωμάτια δεν είχε δει ίχνος ζωής, σε αυτό το δωμάτιο όμως κάτι υπήρχε. Είχε μόλις κλείσει το πορτάκι του επίπλου, όταν άκουσε ένα σιγανό θρόισμα που την έκανε να αναπηδήσει και να κοιτάξει κατά το καναπεδάκι κοντά στο τζάκι, γιατί μάλλον από εκεί ερχόταν ο ήχος. Στη γωνία του μικρού καναπέ υπήρχε ένα μαξιλάρι, και στο βελούδο που το κάλυπτε υπήρχε μια τρύπα, και από εκεί ξετρύπωσε ένα μικροσκοπικό κεφαλάκι με κάτι φοβισμένα μάτια.
Η Μαίρη προχώρησε προς τα εκεί για να κοιτάξει. Τα φωτεινά μάτια ανήκαν σε ένα μικρό γκρίζο ποντίκι, και το ποντίκι είχε κάνει μια τρύπα στο μαξιλάρι και είχε φτιάξει μια άνετη φωλιά. Έξι μικρά κοιμόντουσαν κουλουριασμένα δίπλα του. Κι αν δεν υπήρχε τίποτα άλλο ζωντανό στα εκατό δωμάτια, υπήρχαν επτά ποντίκια που δεν έμοιαζαν καθόλου μόνα τους.
«Αν δεν έδειχναν τόσο φοβισμένα, θα τα έπαιρνα μαζί μου» είπε η Μαίρη.
Είχε περιπλανηθεί τόσο πολύ που είχε κουραστεί για να συνεχίσει κι άλλο, κι έτσι γύρισε πίσω. Δυο τρεις φορές έχασε τον δρόμο της, γιατί έστριψε σε λάθος διάδρομο και υποχρεώθηκε να περιφέρεται πάνω κάτω μέχρι που βρήκε το σωστό σημείο. Στο τέλος όμως βρέθηκε και πάλι στον όροφο που έμενε, παρόλο που ήταν μακριά από το δωμάτιό της και δεν ήξερε ακριβώς πού βρισκόταν.
«Μάλλον πήρα λάθος στροφή πάλι» είπε μένοντας ακίνητη σε ένα σημείο που έμοιαζε το τέλος ενός στενού περάσματος με ταπετσαρία στον τοίχο. «Δεν ξέρω προς τα πού να πάω. Πόσο ήσυχα είναι!»
Κι ήταν την ώρα που στεκόταν εκεί και μόλις είχε πει αυτά τα λόγια, όταν η ησυχία ταράχτηκε από έναν θόρυβο. Ήταν πάλι κάτι σαν κλάμα, αλλά όχι ακριβώς όπως εκείνο που είχε ακούσει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν ένας σύντομος ήχος, ένα παιδιάστικο κλαψούρισμα που έβγαινε πνιχτό καθώς περνούσε ανάμεσα από τους τοίχους.
«Ακούγεται πιο κοντά σήμερα» είπε η Μαίρη με την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. «Κάποιος κλαίει».
Κατά λάθος έβαλε το χέρι της στην ταπετσαρία και τότε τινάχτηκε προς τα πίσω τρομαγμένη. Η ταπετσαρία κάλυπτε μια πόρτα που άνοιξε και αποκάλυψε ακόμα έναν διάδρομο πίσω της και την κυρία Μέντλοκ, που ερχόταν με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι και μια πολύ στριμμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
«Τι κάνεις εδώ;» είπε και πιάνοντας τη Μαίρη από το χέρι την τράβηξε έξω. «Τι σου είπα εγώ;»
«Πήρα λάθος στροφή» εξήγησε η Μαίρη. «Δεν ήξερα πού να πάω και άκουσα κάποιον να κλαίει».
Τη μίσησε την κυρία Μέντλοκ εκείνη τη στιγμή, μα τη μίσησε ακόμη περισσότερο αμέσως μετά.
«Δεν άκουσες κανένα κλάμα» είπε η οικονόμος. «Θα γυρίσεις πίσω στο δωμάτιό σου, αλλιώς θα σου τραβήξω τα αυτιά».
Και την έπιασε από το χέρι και την έσπρωχνε και την τραβολογούσε από τον ένα διάδρομο στον άλλον, μέχρι που τη στρίμωξε έξω από την πόρτα του δωματίου της.
«Τώρα» είπε «θα μείνεις εδώ που σου λέω, αλλιώς θα σε κλειδώσω. Ο αφέντης καλά θα κάνει να σου βρει μια γκουβερνάντα, όπως είπε ότι θα κάνει. Κάποιος πρέπει να έχει τον νου του. Εγώ έχω ήδη φορτωθεί αρκετά».
Βγήκε από το δωμάτιο και κοπάνησε την πόρτα, ενώ η Μαίρη πήγε και κάθισε στο τζάκι, χλωμή από οργή. Δεν την πήραν τα κλάματα, έτριζε όμως τα δόντια της.
«Κάποιος έκλαιγε, κάποιος έκλαιγε!» είπε μοναχή της.
Το είχε ακούσει δύο φορές μέχρι τώρα και θα έβρισκε τι ήταν. Ήδη είχε βρει ένα σωρό πράγματα ετούτο το πρωινό. Ένιωθε σαν να είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι και στο κάτω κάτω βρήκε κάτι που την έκανε να διασκεδάσει και έπαιξε με τους φιλντισένιους ελέφαντες και είδε το γκρι ποντίκι και τα μωρά του στη φωλιά τους μέσα στο βελούδινο μαξιλάρι.

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...