Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο τρίτο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΟΛΙΝ»


Η Μαίρη πήρε το σκίτσο μαζί της όταν γύρισε στο σπίτι για το φαγητό και το έδειξε στη Μάρθα.
«Α!» είπε η Μάρθα με περηφάνια. «Δεν το ήξερα πως ο Ντίκον μας ήταν τόσο έξυπνος. Είναι το σκίτσο μιας τσίχλας στη φωλιά της, σαν ολοζώντανη και θεόρατη».
Τότε η Μαίρη κατάλαβε πως ο Ντίκον ήθελε να της στείλει ένα μήνυμα μέσω αυτού του σκίτσου, για να τη σιγουρέψει ότι θα κρατούσε το μυστικό. Ο κήπος της ήταν η φωλιά της και η ίδια σαν την τσίχλα. Αχ! Πόσο συμπαθούσε αυτό το παράξενο χωριατόπαιδο!
Ήλπιζε πως θα ξαναερχόταν την επόμενη μέρα και με αυτή την προσδοκία έπεσε να κοιμηθεί.
Δεν ξέρεις όμως ποτέ τι σκοπούς έχει ο καιρός στο Γιορκσάιρ, και ειδικά την άνοιξη. Η Μαίρη ξύπνησε μέσα στη νύχτα από τον ήχο της βροχής που χτυπούσε με χοντρές σταγόνες το παράθυρό της. Έβρεχε καρεκλοπόδαρα και ο αγέρας λυσσομανούσε στις γωνιές και τις καμινάδες του πελώριου σπιτιού. Η Μαίρη ανακάθισε στο κρεβάτι της νιώθοντας στενοχώρια και θυμό.
«Η βροχή είναι τόσο στριφνή όσο ήμουν εγώ κάποτε» είπε. «Ήρθε, γιατί ήξερε πως δεν την ήθελα».
Ξαναέπεσε στο κρεβάτι της κι έκρυψε το πρόσωπό της. Δεν έκλαψε, παρά απόμεινε στην ίδια θέση μισώντας τον βαρύ ήχο της βροχής, τον άνεμο και το λυσσομάνημά του. Δεν της κολλούσε ύπνος. Ο θρηνητικός ήχος την κράτησε ξύπνια γιατί και η ίδια σαν να θρηνούσε ένιωθε. Αν ένιωθε ευτυχισμένη, το πιο πιθανό ήταν να νανουριστεί από τον θόρυβο και να κοιμηθεί. Πώς λυσσομανούσε ο αγέρας και πώς χτυπούσαν δυνατά οι σταγόνες στο παράθυρό της!
«Μοιάζει σαν να είναι κάποιος άνθρωπος χαμένος στον χερσότοπο και να κλαίει» είπε.

Ήταν ξύπνια και στριφογύριζε στο κρεβάτι της καμιά ώρα, όταν ξαφνικά κάτι την έκανε να ανακαθίσει και να στρέψει το κεφάλι της κατά την πόρτα στήνοντας αυτί. Κι άκουγε κι άκουγε.
«Δεν είναι ο αέρας τώρα» ψιθύρισε δυνατά. «Δεν είναι ο αέρας αυτό που ακούγεται. Είναι κάτι διαφορετικό. Είναι το κλάμα που έχω ξανακούσει».
Η πόρτα του δωματίου της ήταν ανοιχτή, και ο ήχος ερχόταν από την πέρα μεριά του διαδρόμου, ένας μακρινός αδύναμος ήχος γοερού κλάματος. Απόμεινε να ακούει για μερικά δευτερόλεπτα και με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε γινόταν όλο και πιο σίγουρη. Ένιωσε πως έπρεπε να βρει τι συνέβαινε. Ήταν κάτι ακόμα πιο μυστηριώδες από τον μυστικό κήπο και το θαμμένο κλειδί. Ίσως η επαναστατική της διάθεση να της έδωσε θάρρος. Έβγαλε το πόδι της από το κρεβάτι και πάτησε στο πάτωμα.
«Θα βρω τι γίνεται» είπε. «Όλοι τους κοιμούνται και δεν με νοιάζει καθόλου για την κυρία Μέντλοκ, καθόλου!»
Είχε ένα κερί δίπλα στο προσκέφαλό της και το πήρε και αλαφροπάτησε έξω από το δωμάτιο. Ο διάδρομος φαινόταν κατασκότεινος και μακρύς, η Μαίρη όμως ήταν πολύ ταραγμένη για να τη νοιάζει. Σκέφτηκε πως θα θυμόταν τα σημεία όπου έπρεπε να πάρει στροφή μέχρι να βρει τον μικρό διάδρομο με την πόρτα που ήταν καλυμμένη με ταπετσαρία, εκείνη από την οποία είχε βγει η κυρία Μέντολκ τη μέρα που η Μαίρη είχε χάσει τον δρόμο της. Ο ήχος ερχόταν κάπου από εκείνο το σημείο. Κι έτσι συνέχισε τη διαδρομή της με το ισχνό της φως, ψηλαφίζοντας τον δρόμο της και με την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που νόμιζε πως την άκουγε. Το απόμακρο κλάμα συνεχιζόταν και την οδηγούσε. Καμιά φορά σταματούσε για λίγο και μετά ξεκινούσε πάλι. Να ήταν αυτή η γωνία όπου έπρεπε να στρίψει; Σταμάτησε και το σκέφτηκε. Ναι, αυτή ήταν. Θα προχωρούσε τον διάδρομο, θα έστριβε αριστερά, μετά θα ανέβαινε δύο φαρδιά σκαλοπάτια και μετά πάλι δεξιά. Ναι, να και η πόρτα με την ταπετσαρία.
Την έσπρωξε μαλακά και την έκλεισε ξοπίσω της. Βγήκε σε έναν άλλον διάδρομο και τώρα μπορούσε να ακούσει πολύ καθαρά το κλάμα, αν και δεν ήταν τόσο δυνατό. Ερχόταν από την άλλη μεριά του τοίχου στα δεξιά της και λίγο πιο πέρα υπήρχε μια πόρτα. Μπορούσε να δει λίγο φως να βγαίνει από την χαραμάδα. Αυτός ο Κάποιος που έκλαιγε βρισκόταν σε εκείνο το δωμάτιο και αυτός ο Κάποιος ήταν πολύ μικρός σε ηλικία.
Κι έτσι πήγε μέχρι την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο!
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με παλιά όμορφα έπιπλα. Μια φωτιά σιγόκαιγε στο τζάκι και ένα βοηθητικό φως έφεγγε στο σκαλιστό κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και τις μπροκάρ κουρτίνες, και στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα αγόρι, που έκλαιγε γοερά.
Η Μαίρη αναρωτήθηκε αν βρισκόταν σε έναν υπαρκτό τόπο ή μήπως είχε αποκοιμηθεί ξανά και ονειρευόταν χωρίς να το ξέρει.
Το αγόρι είχε ένα γωνιώδες ντελικάτο πρόσωπο στο χρώμα του ελεφαντόδοντου και τα μάτια του έμοιαζαν πολύ μεγάλα. Είχε επίσης πολλά μαλλιά που έπεφταν ατίθασα στο μέτωπό του σε πλούσιες μπούκλες κι έκαναν το λεπτό του πρόσωπο να φαίνεται ακόμα πιο μικρό. Φαινόταν άρρωστο, έμοιαζε όμως να κλαίει πιο πολύ από την κούραση και την δυστροπία παρά από τον πόνο που μπορεί να το βασάνιζε.
Η Μαίρη έστεκε δίπλα στην πόρτα με το κερί της στο χέρι, κρατώντας την ανάσα της. Μετά διέσχισε το δωμάτιο και καθώς ήρθε πιο κοντά στο αγόρι, το φως τράβηξε την προσοχή του και, στρέφοντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι, την κοίταξε με τα γκρίζα μάτια του τόσο ορθάνοιχτα που έμοιαζαν πελώρια.
«Ποια είσαι; Είσαι φάντασμα;» φώναξε με δυνατή φωνή. Και μετά μισοψιθυρίζοντας φοβισμένα: «Ποια είσαι; Είσαι φάντασμα;»
«Δεν είμαι» απάντησε η Μαίρη μισοψιθυρίζοντας κι αυτή φοβισμένα. «Μήπως είσαι εσύ;»
Το αγόρι κοιτούσε και κοιτούσε. Η Μαίρη δεν μπορούσε να μην προσέξει πόσο παράξενα ήταν τα μάτια του. Είχαν το γκρίζο χρώμα του αχάτη και έμοιαζαν τόσο μεγάλα γιατί ήταν στεφανωμένα από πυκνές μαύρες βλεφαρίδες.
«Όχι» απάντησε μετά από λίγο. «Με λένε Κόλιν».
«Ποιος είναι ο Κόλιν;» τραύλισε η Μαίρη.
«Είμαι ο Κόλιν Κρέιβεν. Εσύ ποια είσαι;»
«Είμαι η Μαίρη Λένοξ. Ο κύριος Κρέιβεν είναι ο θείος μου».
«Είναι ο πατέρας μου» είπε το αγόρι.
«Ο πατέρας σου!» φώναξε έκπληκτη. «Δεν μου είπε κανένας ότι είχε ένα παιδί! Γιατί;»
«Έλα πιο κοντά» είπε το αγόρι ενώ τα παράξενα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω της με μια ανήσυχη έκφραση.
Η Μαίρη πλησίασε το κρεβάτι και το αγόρι άπλωσε το χέρι και την άγγιξε.
«Είσαι αληθινή, έτσι;» είπε. «Ονειρεύομαι τόσο ζωντανά όνειρα ώρες ώρες. Μπορεί να είσαι όνειρο».
Η Μαίρη είχε φορέσει μια μάλλινη εσάρπα προτού αφήσει το δωμάτιό της κι έβαλε ένα κομμάτι της στα χέρια του αγοριού.
«Τρίψτη και δες πόσο παχιά και ζεστή είναι» του είπε. «Μπορώ και να σε τσιμπήσω λίγο αν προτιμάς, για να σου δείξω πως είμαι αληθινή. Για μια στιγμή νόμισα πως κι εσύ είσαι όνειρο».
«Από πού ήρθες;» τη ρώτησε το αγόρι.
«Από το δωμάτιό μου. Ο αέρας λυσσομανούσε τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να κοιμηθώ κι άκουσα κλάμα κι ήθελα να δω ποιος έκλαιγε. Γιατί έκλαιγες;»
«Γιατί ούτε εγώ είχα ύπνο και πονούσε και το κεφάλι μου. Ξαναπές μου το όνομά σου».
«Μαίρη Λένοξ. Δεν σου είπε κανείς ότι ήρθα να μείνω εδώ;»
Το αγόρι είχε ακόμη στα δάχτυλά του την άκρη της εσάρπας, φαινόταν όμως να δείχνει σαν να πίστευε περισσότερο στην ύπαρξή της.
«Όχι» απάντησε. «Δεν τόλμησαν».
«Γιατί;» ρώτησε η Μαίρη.
«Γιατί θα φοβόμουν πως θα με έβλεπες. Και δεν θέλω να με βλέπουν και να μου μιλάνε οι άνθρωποι».
«Γιατί;» ρώτησε ξανά η Μαίρη νιώθοντας όλο και πιο μπερδεμένη.
«Γιατί πάντα έτσι είμαι, άρρωστος και στο κρεβάτι. Ούτε ο πατέρας μου θέλει να μου μιλάνε. Δεν επιτρέπεται στους υπηρέτες να με αναφέρουν. Αν ζήσω, μπορεί να γίνω καμπούρης, δεν θα ζήσω όμως. Ο πατέρας μου δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται ότι μπορεί να γίνω σαν εκείνον».
«Αχ! Τι παράξενο που είναι αυτό το σπίτι!» είπε η Μαίρη. «Τι παράξενο σπίτι! Πόσα μυστικά! Υπάρχουν κλειδωμένα δωμάτια και κλειδωμένοι κήποι… κι εσύ! Σε έχουν κλειδώσει;»
«Όχι. Μένω εδώ γιατί δεν θέλω να μετακινούμαι. Με κουράζει».
«Ο πατέρας σου έρχεται να σε δει;» θέλησε να μάθει η Μαίρη.
«Μερικές φορές. Συνήθως όταν κοιμάμαι. Δεν θέλει να με βλέπει».
«Γιατί;» ρώτησε άθελά της η Μαίρη.
Κάτι σαν θυμωμένη σκιά πέρασε από το πρόσωπο του αγοριού.
«Η μητέρα μου πέθανε όταν γεννήθηκα, και ο πατέρας μου το θυμάται όταν με κοιτάει και γίνεται δυστυχισμένος. Νομίζει πως δεν το ξέρω, εγώ όμως έχω ακούσει που το λένε. Σχεδόν με μισεί».
«Μισεί τον κήπο, γιατί εκείνη πέθανε» είπε η Μαίρη σαν να μονολογούσε.
«Ποιον κήπο;» ρώτησε το αγόρι.
«Ω! Έναν κήπο… έναν κήπο που αγαπούσε η μητέρα σου» κόμπιασε η Μαίρη. «Όλη σου τη ζωή εδώ την έχεις περάσει;»
«Σχεδόν. Μερικές φορές με έχουν πάει σε παραθαλάσσια μέρη, δεν θέλω όμως να μείνω, γιατί οι άνθρωποι με κοιτάζουν. Συνήθως φορούσα μια σιδερένια κατασκευή που κρατούσε ίσια την πλάτη μου, αλλά ήρθε ένας σπουδαίος γιατρός από το Λονδίνο να με δει και είπε ότι αυτό ήταν εντελώς ανόητο. Τους είπε να μου το βγάλουν και να με έχουν στον καθαρό αέρα. Μισώ τον καθαρό αέρα και δεν θέλω να βγω έξω».
«Ούτε εγώ ήθελα όταν πρωτοήρθα» είπε η Μαίρη. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Για τα όνειρα που είναι τόσο αληθινά» απάντησε μάλλον θλιμμένα. «Είναι φορές που ανοίγω τα μάτια μου και δεν το πιστεύω πως είμαι ξύπνιος».
«Ξύπνιοι είμαστε και οι δυο μας» είπε η Μαίρη. Κοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο με το ψηλό του ταβάνι, τις σκοτεινές του γωνιές και το χλωμό φως της φωτιάς. «Μοιάζει σαν όνειρο, και είμαστε στη μέση της νύχτας, κι όλοι κοιμούνται στο σπίτι, όλοι εκτός από εμάς. Είμαστε ολότελα ξύπνιοι».
«Δεν θέλω να είναι όνειρο» είπε ανήσυχα το αγόρι.
«Ξαφνικά η Μαίρη κάτι σκέφτηκε.
«Αν δεν θέλεις να σε βλέπουν οι άνθρωποι» άρχισε να λέει «θέλεις να φύγω;»
Το αγόρι κρατούσε ακόμη την άκρη της εσάρπας της και την τράβηξε λίγο.
«Όχι» είπε. «Τότε θα βεβαιωνόμουν πως ήσουν όνειρο, αν έφευγες. Αν είσαι αληθινή, τότε κάτσε στο σκαμνί και μίλα μου. Θέλω να μάθω για σένα».
Η Μαίρη άφησε το κερί της στο τραπέζι και κάθισε στο σκαμνί που ήταν ντυμένο με ένα μαξιλάρι. Δεν είχε καμία διάθεση να φύγει. Ήθελε να μείνει στο μυστήριο κρυφό δωμάτιο και να μιλήσει με το μυστηριώδες αγόρι.
«Τι θέλεις να σου πω;» το ρώτησε.
Το αγόρι ήθελε να μάθει πόσο καιρό ζούσε στο Μίσελθουέιτ, σε ποιον διάδρομο ήταν το δωμάτιό της, πώς περνούσε την ώρα της, αν αντιπαθούσε όσο αυτός τον χερσότοπο, πού ζούσε προτού έρθει στο Γιορκσάιρ. Του απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του και σε πολλές άλλες ακόμα, και το αγόρι είχε γείρει πίσω στο μαξιλάρι του και την άκουγε. Την έβαλε να του πει ένα σωρό πράγματα για την Ινδία και για το ταξίδι της όταν διέσχισε τον ωκεανό. Η Μαίρη ανακάλυψε πως επειδή το αγόρι ήταν ανάπηρο, δεν ήξερε πράγματα που μάθαιναν τα άλλα παιδιά. Μια από τις παραμάνες του το είχε μάθει να διαβάζει σε μικρή ηλικία κι έτσι πάντα του διάβαζε και κοιτούσε τις εικόνες σε κάτι φαντασμαγορικά βιβλία.
Παρότι σπάνια το έβλεπε ο πατέρας του όταν ήταν ξύπνιο, του είχε χαρίσει ένα σωρό πράγματα για να διασκεδάζει. Πάντως, δεν έμοιαζε να διασκεδάζει ποτέ του. Μπορούσε να έχει ό,τι ζητούσε και κανένας δεν το έβαζε να κάνει ό,τι δεν ήθελε.
«Όλοι τους κάνουν ό,τι με ευχαριστεί» είπε αδιάφορα. «Με αρρωσταίνει όταν θυμώνω. Κανένας δεν πιστεύει ότι θα ζήσω μέχρι να μεγαλώσω».
Το είπε με τέτοιο τρόπο, λες και ήταν τόσο συνηθισμένος στην ιδέα που είχε πάψει να τον νοιάζει. Φαινόταν πάντως ότι του άρεσε ο ήχος της φωνής της Μαίρης. Καθώς συνέχιζε να του μιλάει, την άκουγε νυσταγμένα αλλά με ενδιαφέρον. Μια δυο φορές η Μαίρη αναρωτήθηκε αν κόντευε να αποκοιμηθεί. Στο τέλος όμως τη ρώτησε κάτι που άνοιξε καινούριο θέμα συζήτησης.
«Πόσων χρονών είσαι;» τη ρώτησε.
«Δέκα» απάντησε η Μαίρη και συνέχισε με αφέλεια «όσο είσαι κι εσύ».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε με έκπληξη το αγόρι.
«Γιατί, όταν γεννήθηκες, η πόρτα του κήπου κλειδώθηκε και το κλειδί το έθαψαν. Και είναι δέκα χρόνια από τότε».
Ο Κόλιν μισοσηκώθηκε και στηρίχτηκε στους ώμους του για να την κοιτάξει.
«Ποια πόρτα του κήπου είναι κλειδωμένη; Ποιος την κλείδωσε; Πού είναι θαμμένο το κλειδί;» ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον.
«Είναι ο κήπος που… που μισεί ο κύριος Κρέιβεν» είπε νευρικά η Μαίρη. «Κλείδωσε την πόρτα. Κανένας… κανένας δεν ήξερε πού ήταν θαμμένο το κλειδί».
«Τι λογής κήπος είναι;» επέμεινε ο Κόλιν.
«Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μπει εκεί εδώ και δέκα χρόνια» ήρθε η προσεκτική απάντηση της Μαίρης.
Ήταν αργά όμως για να προσπαθήσει να είναι προσεκτική. Ο Κόλιν ήταν σαν αυτήν. Δεν είχε τίποτα να ασχοληθεί και η ιδέα ενός μυστικού κήπου του κίνησε το ενδιαφέρον, όπως είχε κινήσει και το δικό της. Της έκανε τη μία ερώτηση μετά την άλλη. Πού ήταν ο κήπος; Δεν είχε ψάξει ποτέ της να βρει την πόρτα; Δεν είχε ρωτήσει τους κηπουρούς;
«Δεν μιλάνε για τον κήπο» είπε η Μαίρη. «Νομίζω πως τους είπαν να μην απαντούν σε τέτοιες ερωτήσεις».
«Εγώ θα τους έκανα να μου πουν» είπε ο Κόλιν.
«Θα μπορούσες;» τραύλισε η Μαίρη αρχίζοντας να νιώθει λίγο φοβισμένη. Αν μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να του δώσουν απαντήσεις για το καθετί, ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε!
«Όλοι τους έχουν υποχρέωση να κάνουν ό,τι μου αρέσει. Στο είπα και πριν» της είπε. «Αν ζούσα, τότε κάποια στιγμή θα κληρονομούσα αυτό το μέρος. Το ξέρουν όλοι. Θα τους ανάγκαζα να μου πουν».
Η Μαίρη δεν ήξερε ότι κι αυτή η ίδια ήταν κακομαθημένη, μπορούσε όμως να διακρίνει πολύ καθαρά ότι αυτό το μυστήριο παιδί ήταν πολύ κακομαθημένο. Νόμιζε πως όλος ο κόσμος τού ανήκε. Πόσο περίεργο ήταν και πόσο αδιάφορα μιλούσε για το θάνατό του.
«Νομίζεις πως θα πεθάνεις;» ρώτησε τον Κόλιν, επειδή από τη μια ήταν περίεργη να μάθει κι από την άλλη γιατί ήθελε έτσι να τον κάνει να ξεχάσει τον κήπο.
«Έτσι νομίζω» της απάντησε με την ίδια αδιαφορία. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλοι αυτό λένε. Στην αρχή νόμιζαν πως ήμουν πολύ μικρός και δεν θα καταλάβαινα και τώρα πάλι νομίζουν πως δεν ακούω. Ακούω όμως. Ο γιατρός μου είναι ξάδελφος του πατέρα μου. Είναι πολύ φτωχός κι αν πεθάνω, όλο το Μίσελθουέιτ θα γίνει δικό του, μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Νομίζω πως δεν θα ήθελε να ζήσω».
«Εσύ, θέλεις να ζήσεις;» θέλησε να μάθει η Μαίρη.
«Όχι» απάντησε στριφνά και κουρασμένα. «Δεν θέλω όμως και να πεθάνω. Όταν νιώθω άρρωστος, ξαπλώνω εδώ και το σκέφτομαι μέχρι που με πιάνουν τα κλάματα».
«Είναι τρεις φορές που σε έχω ακούσει να κλαις» είπε η Μαίρη «δεν ήξερα όμως ποιος ήταν. Γι’ αυτό έκλαιγες;» Ήθελε τόσο να ξεχάσει πως του είχε μιλήσει για τον κήπο.
«Μάλλον» της απάντησε. «Ας πούμε για κάτι άλλο. Ας πούμε για τον κήπο. Δεν θέλεις να τον δεις;»
«Ναι» απάντησε σιγανά η Μαίρη.
«Εγώ θέλω» συνέχισε με επιμονή το αγόρι. «Δεν πιστεύω πως μέχρι τώρα ήθελα πραγματικά να δω κάτι, τον κήπο όμως θέλω να τον δω. Θέλω να ξεθάψω το κλειδί. Να ξεκλειδώσω την πόρτα. Θα τους άφηνα να με πάνε μέχρι εκεί με το καροτσάκι μου. Θα έπαιρνα καθαρό αέρα έτσι. Θα τους βάλω να ανοίξουν την πόρτα».
Είχε ενθουσιαστεί και τα παράξενα μάτια του άρχισαν να λάμπουν σαν αστέρια και να δείχνουν πιο μεγάλα από ποτέ.
«Έχουν υποχρέωση να με ευχαριστήσουν» είπε. «Θα τους βάλω να με πάνε μέχρι εκεί και θα σε αφήσω να έρθεις κι εσύ».
Η Μαίρη έσφιξε τα χέρια της. Όλα θα πήγαιναν στράφι, όλα! Ο Ντίκον δεν θα ξαναερχόταν ποτέ. Ποτέ της δεν θα ένιωθε ξανά σαν μια τσίχλα στην καλά κρυμμένη φωλιά της.
«Ω! Μην το κάνεις, μη!» φώναξε.
Την κοίταξε σαν να πίστευε πως είχε τρελαθεί!
«Γιατί;» είπε αγανακτισμένα. «Εσύ είπες πως ήθελες να τον δεις».
«Θέλω» του απάντησε με έναν κόμπο στον λαιμό «αλλά αν τους βάλεις να ανοίξουν την πόρτα και να σε πάνε εκεί πέρα, δεν θα είναι πια μυστικός κήπος».
Το αγόρι έσκυψε περισσότερο.
«Μυστικός;» είπε. «Τι εννοείς; Εξήγησέ μου».
Η Μαίρη σχεδόν μπέρδεψε τα λόγια της.
«Να, κοίτα!» είπε λαχανιασμένη «αν κανείς δεν το ξέρει πέρα από εμάς, αν υπήρχε μια πόρτα κρυμμένη κάπου κάτω από τον κισσό, αν υπήρχε λέω, και πες πως μπορούσαμε να τη βρούμε… Κι αν καταφέρναμε να μπούμε κι οι δυο μας και να την κλείσουμε πίσω μας, και δεν ήξερε κανείς πως ήμασταν μέσα, κι αν τον λέγαμε κήπο μας και προσποιούμαστε πως… πως ήμασταν τσίχλες και εκεί ήταν η φωλιά μας, κι αν παίζαμε κάθε μέρα εκεί και σκάβαμε και φυτεύαμε σπόρους και τον κάναμε να ζωντανέψει…»
«Έχει ξεραθεί;» την διέκοψε.
«Σίγουρα θα γίνει κι αυτό, αν κανένας δεν νοιάζεται» συνέχισε η Μαίρη. «Οι βολβοί θα ζήσουν, τα τριαντάφυλλα όμως…»
Την διέκοψε ξανά τόσο ξεσηκωμένος όσο κι εκείνη.
«Τι είναι οι βολβοί;» ρώτησε στα γρήγορα.
«Είναι νάρκισσοι και χιονούλες και κρίνοι. Δουλεύουν κάτω από τη γη τώρα και σπρώχνουν κάτι αχνοπράσινες μυτούλες έξω από το χώμα, γιατί έρχεται η άνοιξη».
«Έρχεται η άνοιξη;» τη ρώτησε. «Πώς μοιάζει; Όταν είσαι άρρωστος, κλεισμένος μέσα, δεν βλέπεις τίποτα».
«Είναι ο ήλιος που κάνει τη βροχή να λάμπει και η βροχή που πέφτει μέσα στη λιακάδα, και τα πράγματα που δουλεύουν κάτω από τη γη και σπρώχνουν για να βγουν έξω» είπε η Μαίρη. «Αν ο κήπος έμενε μυστικό κι εμείς μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα, θα μπορούσαμε και να παρακολουθούμε τα λουλούδια να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα και θα βλέπαμε πόσα τριαντάφυλλα είναι ζωντανά. Το καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις πόσο πιο όμορφα θα ήταν αν ο κήπος έμενε μυστικό;»
Το αγόρι έριξε το κεφάλι του ξανά πίσω στο μαξιλάρι και απόμεινε έτσι ξαπλωμένο με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.
«Δεν είχα ποτέ μου κάτι μυστικό» είπε «εκτός από το που μπορεί να μη ζήσω για να μεγαλώσω. Δεν ξέρουν πως το ξέρω αυτό, άρα είναι σαν μυστικό. Μου αρέσει περισσότερο όμως το μυστικό που μου είπες».
«Αν δεν τους βάλεις να σε πάνε στον κήπο» παρακάλεσε η Μαίρη «ίσως… είμαι σχεδόν σίγουρη πως θα μπορούσα να βρω πώς να μπω εκεί μέσα κάποια στιγμή. Και τότε… αν ο γιατρός επιτρέψει να βγεις έξω με το καροτσάκι σου, κι αν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, τότε ίσως… ίσως και να μπορούσαμε να βρούμε ένα αγόρι που θα έσπρωχνε το καροτσάκι σου μέχρι τον κήπο κι έτσι θα πηγαίναμε μόνοι μας και θα συνέχιζε να είναι ένας μυστικός κήπος».
«Θα μου άρεσε… κάτι τέτοιο» είπε πολύ αργά και τα μάτια του είχαν μια ονειροπόλα έκφραση. «Θα μου άρεσε. Δεν θα με πείραζε και λίγος καθαρός αέρας σε έναν μυστικό κήπο».
Η Μαίρη άρχισε να ξαναβρίσκει την ανάσα της και να νιώθει πιο ασφαλής, γιατί η ιδέα να κρατήσει το μυστικό έμοιαζε να ευχαριστεί τον Κόλιν. Αισθανόταν σχεδόν σίγουρη πως αν συνέχιζε να μιλάει και κατάφερνε να τον κάνει να δει με τη φαντασία του τον κήπο όπως τον είχε δει αυτή, θα του άρεσε τόσο πολύ που δεν θα ανεχόταν την ιδέα να μπορούσε να εισβάλει εκεί μέσα όποτε ήθελε ο καθένας.
«Θα σου πω πώς πιστεύω ότι θα ήταν αν μπορούσαμε να μπούμε στον κήπο» του είπε. «Είναι τόσα χρόνια αφρόντιστος που τα πράγματα εκεί μέσα θα είναι σαν ένα κουβάρι».
Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο ακίνητο κι άκουγε ενώ η Μαίρη συνέχιζε να μιλάει για τα τριαντάφυλλα που ίσως και να είχαν σκαρφαλώσει από το ένα δέντρο στο άλλο και να κρεμόντουσαν, και για ένα σωρό πουλιά που ίσως και να είχαν χτίσει φωλιές εκεί, γιατί ήταν ένα ασφαλές μέρος. Και μετά του είπε για τον κοκκινολαίμη και τον Μπεν Γουέδερσταφ, και είχε τόσα πολλά να πει για τον κοκκινολαίμη κι ήταν τόσο όμορφο κι εύκολο να μιλάει γι’ αυτόν, που έπαψε να νιώθει φόβο. Η κουβέντα για τον κοκκινολαίμη ευχαρίστησε τόσο πολύ το αγόρι που άρχισε να χαμογελάει μέχρι που το πρόσωπό του φάνηκε σχεδόν όμορφο, αν και στην αρχή η Μαίρη είχε σκεφτεί πως ήταν πιο άχαρος κι από αυτή την ίδια, με τα μεγάλα του μάτια και τις βαριές του μπούκλες.
«Δεν το ήξερα πως μπορεί να είναι κι έτσι τα πουλιά» είπε το αγόρι. «Αν όμως είσαι πάντα μέσα, δεν βλέπεις τίποτα. Πόσα πράγματα ξέρεις! Νιώθω σαν να έχεις πάει μέσα στον κήπο».
Δεν ήξερε τι να του απαντήσει, κι έτσι δεν είπε τίποτα. Μάλλον εκείνος δεν περίμενε απάντηση και την επόμενη στιγμή είπε κάτι που της έφερε έκπληξη.
«Θα σε αφήσω να δεις κάτι» της είπε. «Βλέπεις αυτή την κόκκινη μεταξωτή κουρτίνα που κρέμεται στον τοίχο πάνω από το τζάκι;»
Η Μαίρη ούτε που την είχε παρατηρήσει, κοίταξε όμως και την είδε. Ήταν μια κουρτίνα από απλό μετάξι που κρεμόταν πάνω από κάτι που έμοιαζε με κάδρο.
«Ναι» του απάντησε.
«Υπάρχει ένα κορδόνι δίπλα της» είπε ο Κόλιν. «Πήγαινε και τράβα το».
Η Μαίρη σηκώθηκε περίεργη και βρήκε το κορδόνι. Όταν το τράβηξε, η μεταξωτή κουρτίνα κύλησε στην άκρη και φάνηκε ένας πίνακας. Ήταν η εικόνα ενός κοριτσιού με γελαστό πρόσωπο. Είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά δεμένα με μια μπλε κορδέλα και τα χαρωπά, αξιαγάπητα μάτια της ήταν ίδια με τα θλιμμένα του Κόλιν, το γκρι του αχάτη ,και έμοιαζαν διπλάσια από όσο πραγματικά ήταν εξ αιτίας των πυκνών μαύρων βλεφαρίδων ολόγυρά τους.
«Είναι η μητέρα μου» είπε με παράπονο ο Κόλιν. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πέθανε. Είναι φορές που τη μισώ που το έκανε».
«Τι παράξενο!» είπε η Μαίρη.
«Αν ζούσε, νομίζω πως δεν θα ήμουν συνέχεια άρρωστος» γκρίνιαξε. «Μπορεί και να ζούσα, κιόλας. Κι ο πατέρας μου θα με κοιτούσε. Και η πλάτη μου θα ήταν γερή. Τράβα ξανά την κουρτίνα».
Η Μαίρη έκανε όπως της είπε και ξαναγύρισε στο σκαμνί της.
«Είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα» του είπε «τα μάτια της όμως είναι σαν τα δικά σου… τουλάχιστον στο σχήμα και στο χρώμα. Γιατί ο πίνακας είναι σκεπασμένος με την κουρτίνα;»
Το αγόρι κουνήθηκε αμήχανα.
«Εγώ τους έβαλα να το κάνουν» είπε. «Είναι φορές που δεν θέλω να τη βλέπω να με κοιτάζει. Χαμογελάει πολύ όταν είμαι άρρωστος και αδύναμος. Εξάλλου, δική μου είναι και δεν θέλω να τη βλέπει ο καθένας».
Για λίγο έγινε σιωπή και μετά η Μαίρη μίλησε.
«Τι θα έκανε η κυρία Μέντλοκ αν καταλάβαινε ότι ήρθα εδώ;» ζήτησε να μάθει.
«Θα έκανε ό,τι της έλεγα να κάνει» της απάντησε. «Και θα της έλεγα ότι θέλω να έρχεσαι κάθε μέρα και να μου μιλάς. Χαίρομαι που ήρθες».
«Κι εγώ» είπε η Μαίρη. «Θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ, αλλά…» δίστασε «πρέπει και να ψάχνω κάθε μέρα για την πόρτα του κήπου».
«Ναι, πρέπει» είπε ο Κόλιν «και μετά θα έρχεσαι να μου πεις».
Απόμεινε σκεφτικός για λίγο, όπως είχε κάνει και πιο πριν, και μετά ξαναμίλησε.
«Νομίζω πως κι εσύ θα είσαι μυστικό» είπε. «Δεν θα τους το φανερώσω μέχρι να το καταλάβουν από μόνοι τους. Μπορώ να διώξω τη νοσοκόμα όποια στιγμή θέλω και να πω πως θέλω να μείνω μόνος μου. Ξέρεις τη Μάρθα;»
«Ναι, την ξέρω καλά» είπε η Μαίρη. «Αυτή με φροντίζει».
Ο Κόλιν έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι κατά τον εξωτερικό διάδρομο.
«Κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Η νοσοκόμα μου έφυγε χθες για να μείνει όλη τη νύχτα στης αδελφής της και πάντα της βάζει τη Μάρθα να με προσέχει όταν θέλει να φύγει. Η Μάρθα θα ξέρει να σου πει πότε να έρθεις να με βρεις».
Τότε πια η Μαίρη κατάλαβε γιατί φαινόταν τόσο ανήσυχη η Μάρθα όταν την είχε ρωτήσει για το κλάμα που είχε ακούσει.
«Η Μάρθα ήξερε από την αρχή για σένα;» τον ρώτησε.
«Ναι, αφού με φροντίζει συχνά. Η νοσοκόμα μου το συνηθίζει να το σκάει και τότε έρχεται η Μάρθα στη θέση της».
«Έχει περάσει ώρα που είμαι εδώ» είπε η Μαίρη. «Να φύγω τώρα; Φαίνεσαι να νυστάζεις».
«Θα ήθελα να με έπαιρνε ο ύπνος όσο είσαι ακόμα εδώ» της είπε μάλλον ντροπαλά.
«Κλείσε τα μάτια σου» είπε η Μάρθα, τραβώντας το σκαμνί της πιο κοντά στο αγόρι «και θα κάνω ότι και η παραμάνα μου στην Ινδία. Θα σου κρατάω το χέρι και θα το χαϊδεύω και θα σου τραγουδήσω κάτι σιγανά».
«Μάλλον θα μου άρεσε κάτι τέτοιο» της απάντησε νυσταγμένα.
Η Μαίρη ένιωθε να λυπάται τον Κόλιν και δεν ήθελε να τον κρατήσει άλλο ξύπνιο, κι έτσι έγειρε στο κρεβάτι, του έσφιξε το χέρι και του τραγούδησε με χαμηλή φωνή ένα τραγουδάκι στα Χιντού.
«Όμορφο που είναι» της είπε ακόμα πιο νυσταγμένος, κι αυτή συνέχισε να του τραγουδάει και να του κρατάει το χέρι, μα όταν κοίταξε ξανά κατά τη μεριά του, οι μαύρες βλεφαρίδες του ακουμπούσαν στα μάγουλά του, γιατί τα μάτια του είχαν κλείσει και είχε αποκοιμηθεί. Έτσι, η Μαίρη σηκώθηκε ήσυχα, πήρε το κερί της και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δωδέκατο κεφάλαιο)



ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΤΕ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΗ;»
Η Μαίρη έβαλε τέτοια τρεχάλα που, μέχρι να γυρίσει στο δωμάτιό της, είχε πιαστεί η ανάσα της. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί και τα μάγουλά της είχαν ροδίσει. Το φαγητό της ήταν έτοιμο πάνω στο τραπέζι και η Μάρθα περίμενε εκεί.
«Σαν να άργησες λιγουλάκι» της είπε. «Πού ήσουν;»
«Είδα τον Ντίκον!» είπε η Μαίρη. «Είδα τον Ντίκον!»
«Το ήξερα πως θα ερχόταν» είπε η Μάρθα ζωηρά. «Τον συμπάθησες;»
«Νομίζω… νομίζω πως είναι όμορφος!» είπε η Μαίρη αποφασιστικά.
Η Μάρθα σαν να σοκαρίστηκε, φάνηκε όμως ευχαριστημένη.
«Κοίτα να δεις» είπε «ο Ντίκον είναι το καλύτερο παιδί στον κόσμο, κανένας όμως δεν σκέφτηκε ποτέ πως είναι και όμορφος. Η μύτη του είναι πολύ ανασηκωμένη».
«Μ’ αρέσει έτσι» είπε η Μαίρη.
«Και τα μάτια του είναι πολύ μεγάλα» είπε η Μάρθα κάπως αμφίβολα. «Αν κι έχουν όμορφο χρώμα».
«Μ’ αρέσουν που είναι μεγάλα» είπε η Μαίρη. «Κι έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα που έχει κι ο ουρανός πάνω από τον χερσότοπο».
Το πρόσωπο της Μάρθας φωτίστηκε από ευχαρίστηση.
«Η μητέρα λέει πως αυτός τα έκανε τέτοιο χρώμα, γιατί πάντα του κοιτάζει τα πουλιά και τα σύννεφα. Έχει όμως μεγάλο στόμα, δεν βρίσκεις;»
«Μου αρέσει που έχει μεγάλο στόμα» επέμεινε η Μαίρη. «Μακάρι να είχα κι εγώ!»
Η Μάρθα χασκογέλασε χαρούμενα.
«Μάλλον παράξενο κι αστείο θα ήταν στο πρόσωπό σου» της είπε. «Το ήξερα όμως πως θα τον συμπαθούσες τόσο όταν θα τον συναντούσες. Σου άρεσαν οι σπόροι και τα εργαλεία για την κηπουρική;»
«Πώς το ήξερες ότι τα είχε μαζί του;» ρώτησε η Μαίρη.
«Α! Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν θα τα είχε μαζί του. Και βέβαια θα τα έφερνε, αν τα είχε βρει στο Γιορκσάιρ. Μπορείς να του έχεις τυφλή εμπιστοσύνη».
Η Μαίρη φοβήθηκε πως η Μάρθα θα την έφερνε σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις της, δεν έγινε όμως έτσι. Αντίθετα, έδειχνε να ενδιαφέρεται πολύ για τους σπόρους και τα εργαλεία κηπουρικής, και μόνο μια στιγμή ανησύχησε η Μαίρη, όταν άρχισε να τη ρωτάει πού θα φύτευαν τα λουλούδια.
«Ρώτησες κανέναν;» θέλησε να μάθει.
«Όχι ακόμα» είπε η Μαίρη διστακτικά.
«Καλά, αν ήμουν εγώ, δεν θα ρωτούσα τον αρχικηπουρό. Πολύ σπουδαίος το παίζει ο κύριος Ρόουτς».
«Δεν τον είδα ποτέ μου» είπε η Μαίρη. «Μόνο τους βοηθούς του είδα και τον Μπεν Γουέδερσταφ».
«Εγώ θα ρώταγα τον Μπεν Γουέδερσταφ» τη συμβούλεψε η Μάρθα. «Δεν είναι τόσο στριμμένος όσο δείχνει. Ο κύριος Κρέιβεν τον αφήνει να κάνει ό,τι θέλει, γιατί ήταν εδώ από τον καιρό που ζούσε η κυρία Κρέιβεν και συνήθιζε να την κάνει να γελάει. Τον συμπαθούσε. Μπορεί και να σου βρει μια γωνιά κάπου παράμερα».
«Αν ήταν κάπου παράμερα και δεν το ήθελε κανείς αυτό το κομμάτι, τότε δεν θα πείραζα κανέναν αν το έπαιρνα εγώ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ανήσυχη η Μαίρη.
«Για ποιο λόγο; Δεν θα πείραζες κανέναν» απάντησε η Μάρθα.
Η Μαίρη έφαγε το φαγητό της όσο πιο γρήγορα μπορούσε και όταν σηκώθηκε από το τραπέζι, είχε σκοπό να τρέξει μέχρι το δωμάτιό της και να βάλει το καπέλο της ξανά, η Μάρθα όμως τη σταμάτησε.
«Θέλω να σου πω κάτι. Ήθελα όμως να σε αφήσω να φας το φαγητό σου πρώτα. Ο κύριος Κρέιβεν επέστρεψε σήμερα το πρωί και νομίζω πως θέλει να σε δει».
Η Μαίρη χλόμιασε.
«Ωχ! Γιατί, γιατί;» φώναξε. «Δεν ήθελε να με δει όταν πρωτοήρθα. Άκουσα τον Πίτσερ, που το έλεγε».
«Ε, να!» εξήγησε η Μάρθα. «Η κυρία Μέντλοκ λέει ότι είναι εξ αιτίας της μητέρας. Περπατούσε στο χωριό και τον συνάντησε. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ της πιο πριν, η κυρία Κρέιβεν όμως είχε έρθει στο σπίτι μας δυο τρεις φορές. Αυτός το είχε ξεχάσει, η μητέρα όμως όχι, κι έτσι πήρε το θάρρος να τον σταματήσει. Δεν ξέρω τι του είπε για σένα, πάντως κάτι του είπε και του έβαλε στο μυαλό να σε δει προτού φύγει ξανά αύριο».
«Α!» φώναξε η Μαίρη. «Πάλι φεύγει αύριο; Τι καλά!»
«Θα λείψει για πολύ καιρό. Μπορεί και να μη γυρίσει πίσω μέχρι το επόμενο φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Θα ταξιδέψει στα ξένα. Το συνηθίζει».
«Αχ! Τι καλά, τι καλά!» είπε η Μαίρη με ευγνωμοσύνη.
Αν ο κύριος Κρέιβεν δεν επέστρεφε πριν τον επόμενο χειμώνα ή έστω το φθινόπωρο, τότε η Μαίρη θα είχε καιρό να δει τον μυστικό κήπο να ζωντανεύει. Κι ακόμα κι αν εκείνος καταλάβαινε τι είχε κάνει και της έπαιρνε τον κήπο, τουλάχιστον θα είχε ζήσει αυτή τη χαρά.
«Πότε λες να θέλει να με…»
Δεν τελείωσε τη φράση της, γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η κυρία Μέντλοκ. Φορούσε το καλό της μαύρο φόρεμα και το καπέλο της και στο κολάρο της είχε μια μεγάλη καρφίτσα με ένα αντρικό πρόσωπο επάνω της. Ήταν μια έγχρωμη εικόνα του κυρίου Μέντλοκ, που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Πάντα της τη φορούσε όταν ντυνόταν καλά. Φαινόταν νευρική και γεμάτη ένταση.
«Τα μαλλιά σου πετάνε» είπε στα γρήγορα. «Πήγαινε να τα βουρτσίσεις. Μάρθα, βοήθησέ την να φορέσει το καλό της φόρεμα. Με έστειλε ο κύριος Κρέιβεν να του την πάω στο γραφείο του».
Τα μάγουλα της Μαίρης χλόμιασαν. Η καρδιά της άρχισε να βροντοχτυπάει και κατάλαβε ότι μέσα της γινόταν πάλι ένα άχαρο, ξινό και σιωπηλό παιδί. Ούτε που απάντησε στην κυρία Μέντλοκ, παρά γύρισε την πλάτη της και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της, ενώ η Μάρθα ερχόταν ξοπίσω της. Δεν είπε τίποτα καθώς άλλαξε φόρεμα και βούρτσισε τα μαλλιά της, και μόλις ήταν έτοιμη, ακολούθησε την κυρία Μέντλοκ περνώντας τους διαδρόμους σιωπηλή. Τι να έλεγε εξάλλου; Ήταν υποχρεωμένη να πάει να δει τον κύριο Κρέιβεν, και ούτε εκείνος θα την συμπαθούσε ούτε αυτή θα τον συμπαθούσε. Ήξερε τι θα σκεφτόταν.
Έφτασε σε ένα μέρος του σπιτιού που δεν είχε πάει ποτέ της. Επιτέλους η κυρία Μέντλοκ χτύπησε μια πόρτα και όταν κάποιος είπε “Περάστε”, μπήκαν στο δωμάτιο. Ένας άντρας καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά και η κυρία Μέντλοκ τού μίλησε.
«Αυτή είναι η Δεσποινίς Μαίρη, κύριε» είπε.
«Αφήστε την εδώ, μπορείτε να πηγαίνετε. Θα σας φωνάξω όταν θα είναι η ώρα να φύγει» είπε ο κύριος Κρέιβεν.
Όταν η κυρία Μέντλοκ βγήκε κλείνοντας την πόρτα, η Μαίρη δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει παρά να περιμένει όρθια, σφίγγοντας τα λεπτά της χέρια, ένα απλό παιδάκι. Μπορούσε να δει πως ο άντρας στην πολυθρόνα δεν ήταν τόσο καμπούρης παρά κάποιος με φαρδιούς αλλά γυρτούς ώμους, και ότι τα μαύρα του μαλλιά είχαν και άσπρες τρίχες. Έστρεψε το κεφάλι του και της μίλησε.
«Έλα εδώ!» είπε.
Η Μαίρη πλησίασε.
Δεν ήταν άσχημος. Το πρόσωπό του θα ήταν όμορφο αν δεν ήταν τόσο κατσούφης. Έμοιαζε λες και μόνο που την έβλεπε ανησυχούσε και σαν να μην ήξερε τι να κάνει μαζί της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι» απάντησε η Μαίρη.
«Σε φροντίζουν καλά;»
«Ναι».
Έτριψε το μέτωπό του νευρικά καθώς την κοίταζε εξεταστικά.
«Είσαι πολύ αδύνατη» είπε.
«Αρχίζω και παχαίνω» απάντησε η Μαίρη με το πιο δύστροπό της ύφος.
Πόσο δυστυχισμένος φαινόταν! Τα μαύρα μάτια του έμοιαζαν μόλις να την κοιτάζουν, σαν να έβλεπαν κάτι άλλο και να κατάφερνε με το ζόρι να συγκρατήσει τις σκέψεις του στο μικρό κορίτσι.
«Σε ξέχασα» είπε. «Πώς να σε θυμόμουν; Σκόπευα να σου στείλω μια γκουβερνάντα ή μια παραμάνα ή κάτι τέτοιο, σε ξέχασα όμως».
«Σας παρακαλώ» άρχισε να λέει η Μαίρη. «Σας παρακαλώ…» κι έπειτα ο κόμπος στον λαιμό της την έπνιξε.
«Τι θέλεις να πεις;» ζήτησε να μάθει.
«Είμαι πολύ μεγάλη πια για παραμάνα» είπε η Μαίρη. «Και σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μη μου φέρετε γκουβερνάντα, όχι ακόμα».
Έτριψε ξανά το μέτωπό του και την κοίταξε.
«Έτσι μου είπε κι εκείνη η γυναίκα η Σόουερμπάι» μουρμούρισε αφηρημένα.
Τότε η Μαίρη μάζεψε όλο το κουράγιο της.
«Είναι… είναι η μητέρα της Μάρθας;» τραύλισε.
«Ναι, έτσι νομίζω» της απάντησε.
«Ξέρει από παιδιά» είπε η Μαίρη. «Έχει δώδεκα. Ξέρει».
Ο κύριος Κρέιβεν φάνηκε να ξυπνάει. «Εσύ τι θέλεις να κάνεις;»
«Να παίζω έξω από το σπίτι» απάντησε η Μαίρη ελπίζοντας να μην τρέμει η φωνή της. «Στην Ινδία δεν μου άρεσε να παίζω έξω, αλλά εδώ μου ανοίγει την όρεξη και παχαίνω».
Ο κύριος Κρέιβεν την παρακολουθούσε.
«Η κυρία Σόουερμπάι είπε ότι θα σου έκανε καλό κάτι τέτοιο. Μπορεί και να σου κάνει» είπε. «Η γνώμη της ήταν πως θα πρέπει να δυναμώσεις λίγο προτού σου φέρω μια γκουβερνάντα».
«Δυναμώνω όταν παίζω κι ο αέρας έρχεται από τη μεριά του χερσότοπου» έφερε σαν επιχείρημα η Μαίρη.
«Πού παίζεις;» τη ρώτησε λίγο μετά.
«Παντού» βαριανάσανε η Μαίρη. « Η μητέρα της Μάρθας μού έστειλε δώρο ένα σκοινάκι. Πηδάω με το σκοινάκι και τρέχω και κοιτάζω γύρω μου για να δω αν ξεμυτίζουν καινούρια φυτά στο χώμα. Δεν πειράζω κανέναν».
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι» της είπε ανήσυχος. «Ποιον να πειράξει ένα παιδί σαν εσένα! Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει».
Η Μαίρη έβαλε το χέρι στον λαιμό της από φόβο μήπως ο κύριος Κρέιβεν δει πόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί. Τον πλησίασε λίγο ακόμα.
«Αλήθεια, μπορώ;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Το ανήσυχο προσωπάκι της έμοιαζε να του δημιουργεί περισσότερη ανησυχία.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι» είπε πιο δυνατά. «Και βέβαια μπορείς. Είμαι ο κηδεμόνας σου, αν και δεν είμαι ό,τι καλύτερο για ένα παιδί. Δεν μπορώ να σε προσέχω ή να σου αφιερώσω τον χρόνο μου. Είμαι πολύ άρρωστος, δυστυχισμένος και αφηρημένος. Θέλω όμως να είσαι καλά και άνετα. Δεν ξέρω τίποτα για τα παιδιά, όμως η κυρία Μέντλοκ είναι υπεύθυνη για να έχεις ό,τι χρειάζεσαι. Ήθελα να σε δω σήμερα γιατί η κυρία Σόουερμπάι είπε ότι έπρεπε να σε δω. Η κόρη της της μίλησε για σένα. Πιστεύει πως σου χρειάζεται να τριγυρίζεις στον καθαρό αέρα».
«Ξέρει όλα όσα χρειάζεται για τα παιδιά» είπε η Μαίρη άθελά της.
«Το καλό που της θέλω» είπε ο κύριος Κρέιβεν. «Το βρήκα θρασύ από μέρους της να με σταματήσει στον χερσότοπο, μου είπε όμως ότι η κυρία Κρέιβεν στάθηκε καλή μαζί της». Του ήταν δύσκολο να προφέρει το όνομα της νεκρής γυναίκας του. «Είναι καθώς πρέπει γυναίκα. Τώρα που σε συνάντησα, νομίζω πως μίλησε λογικά. Να παίζεις έξω από το σπίτι όσο θέλεις. Είναι μεγάλο μέρος, να πας λοιπόν όπου θέλεις και να διασκεδάσεις όπως νομίζεις. Χρειάζεσαι κάτι;» συμπλήρωσε σαν να το σκέφτηκε μόλις. «Θέλεις παιχνίδια, βιβλία, κούκλες;»
«Θα μπορούσα» είπε τρεμουλιαστά η Μαίρη «θα μπορούσα να έχω ένα κομμάτι γη;»
Πάνω στη βιασύνη της δεν κατάλαβε πόσο παράξενα ακούστηκαν τα λόγια της και πως δεν ήθελε να πει ακριβώς αυτό. Ο κύριος Κρέιβεν έδειξε έκπληκτος.
«Γη!» επανέλαβε. «Τι εννοείς;»
«Για να φυτέψω σπόρους, να τους δω να μεγαλώνουν, να ζωντανεύουν» τραύλισε η Μαίρη.
Την κοίταξε για μια στιγμή και μετά πέρασε αστραπιαία το χέρι του πάνω από τα μάτια του.
«Τόσο πολύ σε ενδιαφέρουν οι κήποι;» είπε αργά.
«Δεν ήξερα τίποτα για κήπους στην Ινδία» είπε η Μαίρη. «Πάντα μου ένιωθα κουρασμένη και άρρωστη κι έκανε πολλή ζέστη. Μερικές φορές έκανα μικρά βουναλάκια στην άμμο και τους έβαζα λουλούδια. Εδώ όμως είναι διαφορετικά».
Ο κύριος Κρέιβεν σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει αργά στο δωμάτιο.
«Λίγη γη» μονολόγησε, και η Μαίρη σκέφτηκε πως με κάποιο τρόπο τού είχε θυμίσει κάτι. Όταν σταμάτησε να βηματίζει και της μίλησε, τα σκούρα του μάτια έμοιαζαν καλοσυνάτα σχεδόν.
«Μπορείς να έχεις όση γη θέλεις» είπε. «Μου θυμίζεις κάποιον άλλον που αγαπούσε τη γη και ό,τι φυτρώνει σε αυτήν. Όταν βρεις το κομμάτι που θέλεις, πάρτο παιδί μου, και κάντο να ζωντανέψει» συμπλήρωσε με μια υποψία χαμόγελου.
«Μπορεί να είναι οπουδήποτε… αν δεν το θέλει κανείς;»
«Οπουδήποτε» της απάντησε. «Άντε! Πήγαινε τώρα, είμαι κουρασμένος». Χτύπησε το κουδούνι καλώντας την κυρία Μέντλοκ. «Σε χαιρετώ. Θα λείψω όλο το καλοκαίρι».
Η κυρία Μέντλοκ κατέφθασε τόσο γρήγορα που η Μαίρη σκέφτηκε πως περίμενε έξω στον διάδρομο.
«Κυρία Μέντλοκ» της είπε ο κύριος Κρέιβεν «τώρα που είδα το παιδί, καταλαβαίνω τι ήθελε να πει η κυρία Σόουερμπάι. Θα πρέπει να δυναμώσει προτού ξεκινήσει μαθήματα. Να της δίνετε σωστή, υγιεινή τροφή. Αφήστε την να τρέχει στον κήπο. Μην είστε συνέχεια ξοπίσω της. Χρειάζεται ελευθερία, καθαρό αέρα και περιπέτεια. Η κυρία Σόουερμπάι θα μπορεί να έρχεται και να την βλέπει κάποιες φορές και η Μαίρη μπορεί επίσης να πηγαίνει κάποιες φορές στο αγροτόσπιτο της γυναίκας».
Η κυρία Μέντλοκ έδειξε ευχαριστημένη. Ανακουφίστηκε που δεν χρειαζόταν να “είναι συνέχεια ξοπίσω” από τη Μαίρη. Τη θεωρούσε κουραστική και είχε φροντίσει να μην ασχολείται και ιδιαίτερα μαζί της. Εκτός αυτών, συμπαθούσε τη μητέρα της Μάρθας.
«Ευχαριστώ, κύριε» είπε. «Η Σούζαν Σόουερμπάι κι εγώ ήμασταν συμμαθήτριες και είναι η πιο καλοσυνάτη και συνετή γυναίκα που θα βρείτε στα περίχωρα. Εγώ δεν έχω παιδιά, κι αυτή έχει δώδεκα, όμως ποτέ μου δεν είδα πιο καλά και υγιή παιδιά. Η δεσποινίς Μαίρη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Κι εγώ ζητάω τις συμβουλές της Σούζαν Σόουερμπάι όσον αφορά τα παιδιά. Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε “άνθρωπος με υγιή σκέψη”, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω».
«Καταλαβαίνω» απάντησε ο κύριος Κρέιβεν. «Πάρτε τη δεσποινίδα Μαίρη από εδώ τώρα και στείλτε μου τον Πίτσερ».
Όταν η κυρία Μέντλοκ άφησε τη Μαίρη στην άκρη του διαδρόμου που οδηγούσε στο δωμάτιό της, η μικρή έτρεξε και βρήκε τη Μάρθα να την περιμένει. Στην πραγματικότητα, η Μάρθα είχε βιαστεί να τελειώσει με τις απογευματινές της δουλειές κι αμέσως μετά είχε πάει στο δωμάτιο της Μαίρης.
«Με άφησαν να έχω τον κήπο μου!» φώναξε η Μαίρη. «Όπου θέλω! Κι ούτε θα έχω γκουβερνάντα για αρκετό καιρό! Κι η μητέρα σου θα έρθει να με δει κι εγώ μπορεί να πάω στο σπίτι σου! Ο κύριος Κρέιβεν είπε πως ένα μικρό κορίτσι σαν εμένα δεν μπορεί να φέρει μπελάδες και πως μπορώ να κάνω ό,τι θέλω όπου θέλω!»
«Α, τι καλός!» είπε χαρούμενη η Μάρθα.
«Μάρθα» είπε σοβαρά η Μαίρη «είναι πραγματικά καλός, μόνο που το πρόσωπό του είναι πάντα τόσο θλιμμένο και το μέτωπό του κατσούφικο».
Η Μαίρη έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον κήπο. Είχε λείψει περισσότερο από όσο υπολόγιζε και ήξερε ότι ο Ντίκον έπρεπε να ξεκινήσει νωρίς καθώς είχε να διανύσει πέντε μίλια μέχρι το σπίτι του. Όταν μπήκε στον κήπο περνώντας την πόρτα κάτω από τον κισσό, είδε ότι το αγόρι δεν δούλευε εκεί που το είχε αφήσει. Τα κηπουρικά εργαλεία ήταν παραταγμένα κάτω από ένα δέντρο. Έτρεξε προς τα εκεί, έψαξε ολόγυρα, ο Ντίκον όμως δεν φαινόταν πουθενά. Είχε φύγει, και ο μυστικός κήπος ήταν άδειος, εκτός από τον κοκκινολαίμη, που μόλις είχε πετάξει πάνω από τον τοίχο και καθόταν σε μια τριανταφυλλιά και την παρατηρούσε.
«Έφυγε» είπε θλιμμένα. «Ω! Λες να μην ήταν παρά μια νεράιδα του δάσους;»

Κάτι άσπρο που ήταν δεμένο στην τριανταφυλλιά τράβηξε το μάτι της. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί, στην πραγματικότητα ήταν ένα κομμάτι από το γράμμα που είχε γράψει για τη Μάρθα για να το στείλει στον Ντίκον. Ήταν στερεωμένο στον θάμνο με ένα μακρύ καρφί, και στο λεπτό κατάλαβε πως το είχε αφήσει εκεί ο Ντίκον. Πάνω του είχε γραμμένα κάποια ακανόνιστα γράμματα και κάτι σαν σκίτσο. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ήταν. Μετά είδε ότι ήταν μια φωλιά με ένα πουλί μέσα. Κάτω από το σκίτσο έγραφε ανορθόγραφα: «Θα ματάρθο».

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Ενδέκατο κεφάλαιο)



ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΦΩΛΙΑ ΤΗΣ ΤΣΙΧΛΑΣ


Για δυο τρία λεπτά ο Ντίκον απόμεινε να κοιτάζει ολόγυρα, ενώ η Μαίρη τον παρακολουθούσε, και μετά άρχισε να περπατάει με ελαφριά βήματα, ακόμα πιο ελαφριά από της Μαίρης όταν πρωτοβρέθηκε μέσα στον περιτοιχισμένο κήπο. Τα μάτια του έμοιαζαν να εντυπώνονται το καθετί –τα γκρίζα δέντρα με τα γκρίζα αναρριχητικά που σκαρφάλωναν επάνω τους και κρεμόντουσαν από τα κλαδιά τους, το μπέρδεμα των κλαδιών στους τοίχους και πάνω στο γρασίδι, τις εσοχές που έκαναν τα αειθαλή με τα πέτρινα καθίσματα και τα ψηλά πιθάρια για τα λουλούδια.
«Δεν φανταζόμουν πως θα έβλεπα ποτέ μου αυτό το μέρος» είπε τέλος ψιθυριστά.
«Το ήξερες;» ρώτησε η Μαίρη.
Μίλησε δυνατά, και ο Ντίκον τής έκανε ένα νόημα.
«Πρέπει να μιλάμε χαμηλόφωνα» είπε «αλλιώς μπορεί να μας ακούσει κάποιος και να αναρωτηθεί τι κάνουμε εδώ πέρα».
«Αχ! Ξεχάστηκα!» είπε η Μαίρη με φόβο, κλείνοντας το στόμα με το χέρι της. «Ήξερες για τον κήπο;» ξαναρώτησε όταν συνήλθε.
Ο Ντίκον έγνεψε καταφατικά.
«Η Μάρθα μού είχε πει πως υπήρχε ένας κήπος που κανείς δεν πήγαινε ποτέ» απάντησε. «Αναρωτιόμασταν όλοι μας τι λογής κήπος να ήταν».
Σταμάτησε και κοίταξε ολόγυρα το όμορφο μπέρδεμα της βλάστησης, και τα μεγάλα του μάτια έμοιαζαν γεμάτα χαρά.
«Α! Θα έχει και φωλιές μια και έρχεται η άνοιξη» είπε μετά. «Θα είναι το πιο ασφαλές μέρος σε όλη την Αγγλία για να φτιάξουν φωλιές τα πουλιά. Ποιος να έρθει μέσα σε αυτό το μπέρδεμα των δέντρων και των τριανταφυλλιών; Περίεργο που όλα τα πουλιά του χερσότοπου δεν ήρθαν να χτίσουν εδώ».
Η Αφέντρα η Μαίρη άθελά της έβαλε πάλι το χέρι της στον ώμο του Ντίκον.
«Θα γίνουν τα τριαντάφυλλα;» ψιθύρισε. «Ξέρεις να μου πεις; Νόμιζα πως μπορεί και να είχαν ξεραθεί όλα».
«Μπα, όχι! Όχι όλα!» της απάντησε. «Για κοίτα εδώ!»
Πήγε στο κοντινότερο δέντρο- ένα γερασμένο με γκρίζους λειχήνες σε όλο τον κορμό του, που όμως στήριζε μια μπερδεμένη κουρτίνα από κλωνάρια και κλαδιά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά και άνοιξε μια από τις λεπίδες του.
«Έχει πολλά ξερά κλαδιά που πρέπει να κοπούν» είπε. «Κι έχει και παλιά κλαδιά, αλλά έχει και περσινά. Να, αυτό εδώ είναι καινούριο» άγγιξε έναν βλαστό που έδειχνε καφεπράσινος αντί για κατάξερος γκρι.
Η Μαίρη τον άγγιξε κι αυτή με ευλάβεια σχεδόν.
«Αυτό εδώ; Μπορεί να είναι ζωντανό;»
Ο Ντίκον χαμογέλασε πλατιά. «Είναι τόσο τσακμάκι όσο εσύ κι εγώ» είπε και η Μαίρη θυμήθηκε που η Μάρθα τής είχε πει πως “τσακμάκι» σημαίνει “ζωντανός” ή “ζωηρός”.
«Χαίρομαι που είναι τσακμάκι!» ψιθύρισε δυνατότερα. «Θα ήθελα να είναι όλα τους τσακμάκια. Ας κάνουμε τον γύρο του κήπου κι ας δούμε πόσα τσακμάκια υπάρχουν».
Σχεδόν είχε λαχανιάσει από την ανυπομονησία της, μα κι ο Ντίκον το ίδιο ανυπόμονος ήταν. Πήγαν από δέντρο σε δέντρο κι από θάμνο σε θάμνο. Ο Ντίκον είχε τον σουγιά του στο χέρι και της έδειχνε πράγματα που η Μαίρη έβρισκε υπέροχα.
«Αγρίεψαν», της είπε, «τα πιο γερά όμως θέριεψαν. Τα πιο αδύναμα ξεράθηκαν, όλα τα άλλα όμως μεγάλωσαν και απλώθηκαν, σαν θαύμα. Δες εδώ!» Τράβηξε προς το μέρος της ένα χοντρό γκρίζο κλαδί, που έμοιαζε ξερό. «Μπορεί κάποιος να το περάσει ξερό, εγώ όμως δεν το νομίζω –τουλάχιστον όχι όλο. Θα το κόψω όσο πιο χαμηλά μπορώ, και θα δούμε».
Γονάτισε και με το σουγιά του έκοψε λίγο πιο πάνω από τη γη το κλαδί που έμοιαζε ξερό.
«Να, κοίτα!» είπε ζωηρά. «Δεν στα έλεγα; Μέσα είναι χλωρό. Κοίτα!»
Προτού αποσώσει τα λόγια του, η Μαίρη είχε γονατίσει κοιτάζοντας με όλη της την προσοχή.
«Αν φαίνεται κάπως χλωρό και μαλακό όπως αυτό εδώ, τότε είναι τσακμάκι» της εξήγησε. «Αν όμως μέσα είναι ξερό και σπάει εύκολα, σαν αυτό που έκοψα, τότε δεν έχει ζωή. Ετούτη η ρίζα από όπου βγήκαν όλα αυτά τα κλαδιά είναι ζωντανή, οπότε αν κοπούν τα ξερά και σκάψουμε γύρω της και τη φροντίσουμε, τότε» σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τα κλωνάρια που σκαρφάλωναν και κρεμόντουσαν από πάνω του «τότε θα έχουμε έναν καταρράκτη από τριαντάφυλλα ετούτο το καλοκαίρι».
Πήγαν από θάμνο σε θάμνο κι από δέντρο σε δέντρο. Ο Ντίκον ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει σωστά τον σουγιά του και πώς να κόψει τα ξερά κλαδιά, κι ακόμα ήξερε να πει αν κάποιο κλαδί ή κλωνάρι που δεν φαινόταν και πολύ υγιές είχε ελπίδα να ανθίσει. Μέσα σε μισή ώρα η Μαίρη σκέφτηκε πως κι αυτή μπορούσε να το καταλάβει, κι όταν ο Ντίκον έκοβε ένα κλαδί που έμοιαζε ξερό, από μέσα της χαιρόταν αν το μάτι της έπιανε κάτι λίγο υγρό ή λίγο πράσινο. Το φτυάρι, η τσάπα και το σκαλιστήρι αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα. Ο Ντίκον τής έδειξε πώς να χρησιμοποιεί το σκαλιστήρι ενώ εκείνος έσκαβε με το φτυάρι γύρω από τις ρίζες κι ανακάτευε το χώμα για να αναπνεύσει.
Δούλευαν με προσήλωση γύρω από μία από τις μεγαλύτερες κλασικές τριανταφυλλιές, όταν ο Ντίκον είδε κάτι που τον έκανε να αναφωνήσει έκπληκτος.
«Δεν είμαστε καλά!» φώναξε δείχνοντας το γρασίδι λίγο πιο πέρα. «Ποιος το έκανε αυτό;»
Ήταν ένα από τα σημεία με τις αχνοπράσινες μυτούλες που η Μαίρη είχε καθαρίσει.
«Εγώ το έκανα» είπε η Μαίρη.
«Μπα, κι εγώ νόμιζα πως δεν ήξερες από κηπουρική» αναφώνησε.
«Δεν ξέρω» του απάντησε «αλλά ήταν τόσο μικρούλες οι μυτούλες και το γρασίδι τόσο παχύ και δυνατό, κι έμοιαζαν να μην μπορούν να ανασάνουν. Κι έτσι τους έφτιαξα χώρο. Ούτε ξέρω όμως τι λογής είναι».
Ο Ντίκον πήγε και γονάτισε σιμά τους χαμογελώντας πλατιά.
«Πολύ καλά έκανες» είπε. «Ακόμα κι ένας κηπουρός δεν θα έκανε κάτι διαφορετικό. Τώρα θα μεγαλώσουν σαν τη φασολιά του Τζακ. Είναι κρόκοι και χιονούλες, κι αυτά εδώ πέρα είναι νάρκισσοι» κι έδειξε σε ένα άλλο κομμάτι του κήπου, κι αυτά κρίνοι. Α, τι όμορφα που θα γίνουν!»
Επιθεώρησε τρέχοντας το κάθε σκαμμένο κομμάτι.
«Έκανες ένα σωρό δουλειά για τόσο μικρό κορίτσι» είπε κοιτάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω.
«Αρχίζω και παχαίνω» είπε η Μαίρη «και δυναμώνω. Παλιά ένιωθα συνέχεια κουρασμένη. Όταν σκάβω, δεν καταλαβαίνω κούραση. Μου αρέσει να μυρίζω τη σκαμμένη γη».
«Είναι πολύ ωφέλιμο για σένα» είπε ο Ντίκον κουνώντας σοφά το κεφάλι. «Δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο από τη φρεσκοσκαμμένη γη, τίποτα εκτός από τη μυρωδιά των νέων βλασταριών όταν τα ποτίζει η βροχή. Πηγαίνω συνέχεια στον χερσότοπο όταν βρέχει και ξαπλώνω κάτω από έναν θάμνο κι ακούω τις σταγόνες της βροχής καθώς πέφτουν στα ρείκια και όλο μυρίζω και μυρίζω. Η μητέρα λέει πως η άκρη της μύτης μου τρεμουλιάζει σαν του λαγού».
«Και δεν αρπάζεις ποτέ σου κρυολόγημα;» θέλησε να μάθει η Μαίρη κοιτώντας τον με θαυμασμό. Δεν είχε δει ποτέ της άλλοτε τόσο αστείο, καλό παιδί.
«Μπα, όχι» της είπε χαμογελώντας. «Από τόσο δα μωρό δεν έχω κρυολογήσει ποτέ. Δεν είμαι μυγιάγγιχτος. Γυρίζω στον χερσότοπο όπως και να είναι ο καιρός, ακριβώς όπως κάνουν οι λαγοί. Η μητέρα λέει πως ρουθούνισα τόσο καθαρό αέρα όλα αυτά τα δώδεκα χρόνια που αποκλείεται να ρουθουνίσω από κρυολόγημα. Είμαι τόσο δυνατός όσο μια γκλίτσα από μουρτζιά».
Όσο μιλούσε δεν σταματούσε να δουλεύει, και η Μαίρη τον ακολουθούσε και τον βοηθούσε με το σκαλιστήρι και το φτυαράκι της.
«Έχουμε πολλά να κάνουμε εδώ!» είπε κάποια στιγμή ο Ντίκον κοιτώντας γύρω του ενθουσιασμένος.
«Θα ξανάρθεις να με βοηθήσεις;» παρακάλεσε η Μαίρη. «Σίγουρα μπορώ κι εγώ να βοηθήσω. Μπορώ να σκάψω και να ξεριζώσω αγριόχορτα και να κάνω ό,τι μου πεις. Αχ! Έλα, πες ναι, Ντίκον!»
«Θα έρχομαι κάθε μέρα αν το θέλεις είτε βρέχει είτε έχει ήλιο» απάντησε ζωηρά. «Διασκέδασα όσο ποτέ στη ζωή μου –να είμαι εδώ μέσα και να προσπαθώ να δώσω ζωή σε έναν κήπο».
«Αν έρθεις» είπε η Μαίρη «αν με βοηθήσεις να τον ζωντανέψω, θα… δεν ξέρω τι θα κάνω» απόσωσε ανήμπορα. Τι να έκανε άραγε για ένα τέτοιο αγόρι;
«Θα σου πω τι θα κάνεις» είπε ο Ντίκον με το χαρούμενο χαμόγελό του. «Θα παχύνεις και θα πεινάς σαν τα αλεπουδάκια και θα μάθεις να μιλάς με τον κοκκινολαίμη όπως εγώ. Α! Θα το διασκεδάσουμε!»
Άρχισε πάλι να τριγυρίζει κοιτάζοντας ψηλά στα δέντρα και τους τοίχους και τους θάμνους σκεφτικός.
«Δεν θέλω να τον κάνω να δείχνει σαν κήπος κάποιου κηπουρού, περιποιημένος και καθαρός, τι λες;» είπε. «Είναι πιο όμορφος έτσι, με τα κλαδιά να μπερδεύονται και να κρέμονται και να μπλέκονται το ένα με το άλλο».
«Όχι, μην τον νοικοκυρέψουμε» είπε η Μαίρη ανήσυχα. «Δεν θα έμοιαζε καθόλου με μυστικό κήπο αν ήταν τακτοποιημένος».
Ο Ντίκον απόμεινε να ξύνει το κοκκινομάλλικο κεφάλι του απορημένος.
«Δε λέω, είναι μυστικός κήπος» είπε «όμως μοιάζει πως εκτός από τον κοκκινολαίμη μπήκε κάποιος ακόμα εδώ μέσα αυτά τα δέκα χρόνια».
«Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο» είπε η Μαίρη. «Δεν μπορούσε να μπει κανείς».
«Σωστά» απάντησε. «Είναι παράξενο μέρος. Κι όμως, μου φαίνεται ότι κάποιος έκανε ένα κλαδεματάκι από δω κι από κει αυτά τα δέκα χρόνια».
«Πώς όμως;» είπε η Μαίρη.
Ο Ντίκον εξέταζε ένα κλαδί μιας κλασικής τριανταφυλλιάς και κούνησε το κεφάλι του.
«Έλα ντε! Πώς;» μουρμούρισε. «Αφού η πόρτα ήταν κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο».
Η Αφέντρα η Μαίρη αισθάνθηκε  πως όσα χρόνια κι αν ζούσε, ποτέ της δεν θα ξεχνούσε εκείνο το πρώτο πρωινό που ο κήπος της άρχισε να μεγαλώνει. Φυσικά της έμοιαζε σαν να άρχισε να μεγαλώνει μόλις εκείνο το πρωί. Όταν ο Ντίκον άρχισε να καθαρίζει παρτέρια για να φυτέψει, θυμήθηκε τι της τραγουδούσε ο Μπέιζιλ όταν ήθελε να την πειράξει.
«Υπάρχουν λουλούδια που μοιάζουν με καμπάνες;» ρώτησε.
«Τα κρινάκια της κοιλάδας» της απάντησε σκάβοντας με την τσάπα «και οι καμπάνες του Καντέρμπουρι και οι καμπανούλες»,
«Να φυτέψουμε και τέτοια» είπε η Μαίρη.
«Κρινάκια της κοιλάδας υπάρχουν εδώ. Τα είδα. Είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο και πρέπει να τα αραιώσουμε, έχει όμως πολλά από δαύτα. Τα άλλα δύο είδη χρειάζονται δυο χρόνια να ανθίσουν από την ώρα που θα τα φυτέψεις, όμως μπορώ να σου φέρω μερικά από τον κήπο του σπιτιού μας. Γιατί τα θέλεις;»
Και τότε η Μαίρη τού είπε για τον Μπέιζιλ και τα αδέρφια και τις αδερφές του στην Ινδία και πόσο τους μισούσε και πως την φώναζαν «Η Αφέντρα η Μαίρη που θέλει να έχει το πάνω χέρι».
«Το είχαν συνήθεια να στήνουν χορό γύρω μου και να μου το τραγουδάνε. Τραγουδούσαν: “Αφέντρα Μαίρη, που θέλεις να έχεις το πάνω χέρι, ο κήπος σου πάει καλά; Με ασημένια καμπανάκια και κοχυλάκια, και κατιφέδες στη σειρά”. Το θυμήθηκα και αναρωτιόμουν αν υπάρχουν πράγματι λουλούδια σαν ασημένια καμπανάκια».
Μούτρωσε λίγο και έχωσε το φτυαράκι της άγαρμπα στο χώμα.
«Εκείνοι ήταν που ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι πιο πολύ από εμένα».
Ο Ντίκον όμως γέλασε.
«Ε!» είπε και όπως έσκαβε το παχύ μαύρο χώμα, το μύριζε, «κανένας δεν χρειάζεται να θέλει να έχει το πάνω χέρι όταν υπάρχουν λουλούδια κι ένα σωρό άγρια ζωάκια που τρέχουν ολόγυρα και κάνουν τις φωλιές τους και τραγουδάνε και σφυρίζουν, έτσι δεν είναι;»
Η Μαίρη, που ήταν γονατισμένη δίπλα του και κρατούσε τους σπόρους, τον κοίταξε και σταμάτησε να μουτρώνει.
«Ντίκον!» είπε. «Είσαι τόσο καλός όσο μου είπε η Μάρθα. Σε συμπαθώ, κι είσαι το πέμπτο πρόσωπο που συμπαθώ. Ποτέ δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι θα συμπαθούσα πέντε άτομα».
Ο Ντίκον ανακάθισε στις φτέρνες του, ακριβώς όπως συνήθιζε η Μάρθα όταν καθάριζε το τζάκι. Η Μαίρη σκέφτηκε πως πραγματικά φαινόταν αστείος και συμπαθητικός, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια και τα κόκκινα μαλλιά του και την χαριτωμένη πεταχτή του μυτούλα.
«Μόνο πέντε ανθρώπους συμπαθείς;» ρώτησε. «Ποιοι είναι οι άλλοι τέσσερις;»
«Η μητέρα σου και η Μάρθα» είπε η Μαίρη μετρώντας έναν έναν με τα δάχτυλα «και ο κοκκινολαίμης και ο Μπεν Γουέδερσταφ».
Ο Ντίκον γέλασε τόσο πολύ που αναγκάστηκε να βάλει το χέρι στο στόμα για να πνίξει το γέλιο.
«Ξέρω ότι νομίζεις πως είμαι παράξενος» της είπε «εσύ όμως είσαι το πιο παράξενο παιδί που είδα ποτέ μου».
Τότε η Μαίρη έκανε κάτι απρόσμενο. Έσκυψε και τον ρώτησε κάτι που ποτέ της δεν φανταζόταν ότι θα ρωτούσε. Και προσπάθησε να το ρωτήσει στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, γιατί αυτή τη γλώσσα μιλούσε ο Ντίκον, και στην Ινδία οι ντόπιοι το ευχαριστιόντουσαν όταν μιλούσες όπως εκείνοι.
«Σ’ αρέσω;» τον ρώτησε».
«Α, και βέβαια!» απάντησε με όλη του την καρδιά. «Πολύ μου αρέσεις και το ίδιο νιώθει κι ο κοκκινολαίμης, έτσι πιστεύω!»
«Τότε έχω δύο» είπε η Μαίρη. «Δύο που με συμπαθούν».
Και μετά έπιασαν ξανά δουλειά πιο επίμονα και πιο ζωηρά από πριν. Η Μαίρη τινάχτηκε κι ένιωσε λύπη όταν το μεγάλο ρολόι στην αυλή χτύπησε την ώρα του μεσημεριανού.
«Πρέπει να φύγω» είπε λυπημένα. «Κι εσύ πρέπει, έτσι δεν είναι;»
Ο Ντίκον χαμογέλασε.
«Το φαγητό μου το κουβαλάω επάνω μου» είπε. «Η μητέρα με αφήνει πάντα να κουβαλάω κατιτίς στην τσέπη μου».
Σήκωσε το σακάκι του από το γρασίδι και έβγαλε από τη μια τσέπη ένα πακετάκι δεμένο με ένα καθαρό τραχύ άσπρο και μπλε μαντήλι. Μέσα είχε δυο χοντρές φέτες ψωμί και μια φέτα από κάτι ακόμα ανάμεσά τους.
«Συνήθως δεν έχω τίποτα παραπάνω από ψωμί» είπε «έχω όμως μια χοντρή φέτα μπέικον σήμερα».
Η Μαίρη σκέφτηκε πως το γεύμα ήταν πολύ περίεργο, εκείνος όμως ήταν έτοιμος να το απολαύσει.
«Άντε να φας» της είπε. «Εγώ θα φάω πιο γρήγορα από σένα και μετά θα κάνω λίγη ακόμη δουλειά εδώ πέρα προτού κινήσω για το σπίτι μου».
Κάθισε στο έδαφος ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου.
«Θα φωνάξω τον κοκκινολαίμη» είπε «και θα του δώσω το γύρω γύρω του μπέικον να το τσιμπολογήσει. Πολύ θα του αρέσει».
Η Μαίρη δεν ήθελε να τον αφήσει. Ξάφνου, της έμοιαζε σαν μια νεράιδα του δάσους που θα είχε χαθεί την επόμενη φορά που θα ερχόταν στον κήπο. Παραήταν καλό όλο αυτό για να είναι αληθινό. Προχώρησε αργά μέχρι τα μισά της πόρτας και τότε σταμάτησε και γύρισε πίσω.
«Ό,τι και να συμβεί, δεν θα το πεις πουθενά, έτσι;» ρώτησε.
Τα μάγουλά του, που είχαν το χρώμα της παπαρούνας, είχαν φουσκώσει καθώς είχε κόψει μια μεγάλη μπουκιά από το ψωμί και το μπέικον, κατάφερε όμως να της χαμογελάσει ενθαρρυντικά.
«Αν μια τσίχλα είχε φτιάξει μια φωλιά κι εσύ μου την είχες δείξει, λες να το έλεγα σε κανέναν; Ποτέ μου» είπε. «Θα είσαι ασφαλής όσο και η τσίχλα».
Κι η Μαίρη ήταν απόλυτα σίγουρη πως θα ήταν ασφαλής.

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...