9ος αιώνας μ.Χ. Σκοτεινοί χρόνοι, θέμα Νικοπόλεως.
Την ώρα που οι Σαρακηνοί πολιορκούν τη Νικόπολη, ο Κωνσταντής και η Αρετή τολμούν να ονειρεύονται ακούγοντας τα παραμύθια της βάβως, προσπαθώντας να ξεφύγουν από το παρόν με το δικό του τρόπο ο καθένας. Ο Κωνσταντής αγαπάει την ξωθιά της Αχερουσίας λίμνης και δίνει υπόσχεση αιώνιας πίστης σε αυτήν που βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Η Αρετή ονειρεύεται έναν ξεχωριστό άνδρα, το δικό της πρίγκιπα που θα την πάρει μακριά για να ζήσει ευτυχισμένη.
Ο θάνατος του πατέρα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας θα ταράξει συθέμελα την οικογένεια και θα προσγειώσει τον Κωνσταντή και την Αρετή προσώρας στην πραγματικότητα. Η ζωή θα αλλάξει, ένα ένα τα αδέλφια δημιουργούν το δικό τους σπίτι, μια απειλή όμως κρέμεται σαν άλλη δαμόκλειος σπάθη πάνω από την οικογενειακή εστία.
Κι όταν η Αρετή φθάνει σε ηλικία γάμου, ο Κωνσταντής των γραμμάτων και του ονείρου, συγκρούεται με τα αδέλφια του και πείθει τη μητέρα να αφήσει τη μονάκριβή της να γίνει η παγωμένη βασίλισσα του Βορρά. Σε αντάλλαγμα δίνει όρκο βαρύ, αν τύχει ανάγκη και κακό, να τη φέρει πίσω ακόμα και πεθαμένος.
Επτά χρόνια περνούν, για άλλους πραγματικής και άλλους επίπλαστης ευτυχίας και τότε το κακό με τη μορφή της πανούκλας χτυπάει τη Νικόπολη αποδεκατίζοντας τα αδέλφια του Κωνσταντή. Η ασθένεια έχει χτυπήσει και τον ίδιο, ο όρκος όμως τον βαραίνει. Λίγο προτού συναντήσει το Μεγάλο Περαματάρη θα ενωθεί με την Αχερώ που θα του δώσει ένα δώρο-κατάρα για να φέρει πίσω την Αρετή και να τηρήσει τον όρκο του.
Το τραγούδι του νεκρού αδελφού γίνεται η έμπνευση για την εξιστόρηση ενός έπους των Σκοτεινών Χρόνων. Η παραλογή, από τις πιο γνωστές στο είδος της, έχει ταξιδέψει σε όλη τη Βαλκανική και ακόμα βορειότερα. Ο όρκος που δίνει ο Κωνσταντής στη μητέρα του, να της φέρει πίσω τη μονάκριβη κόρη που ξενιτεύεται γίνεται η αφορμή για το συγγραφέα να εξετάσει και αναπτύξει πολυεπίπεδα το θρύλο που έχοντας περάσει από στόμα σε στόμα μεταφέρει έως τις ημέρες μας ανθρώπινα συναισθήματα και ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση.
Ο Όρκος είναι ένα άριστα δομημένο και δουλεμένο μυθιστόρημα δοσμένο από μία πένα σίγουρη και αξιοζήλευτη. Η μαεστρία της γραφής προσφέρει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή στον αναγνώστη που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα-πρόκληση του συγγραφέα.
Η πρώτη ανάγνωση θα χαρίσει αισθητική απόλαυση ζυμωμένη με συναισθηματική φόρτιση, θα χαρίσει ένα ταξίδι σε κόσμους άλλοτε παραμυθένιους και άλλοτε γοτθικούς, ένα ταξίδι που μένει ολοζώντανο στη μνήμη για πολλούς λόγους.
Για το σθένος και το εύρος των περιγραφών όπως η συγκλονιστική πολιορκία της Νικόπολης, εκεί που ο αναγνώστης σε απόλυτη εγρήγορση και αγωνία γίνεται μέτοχος ενός τρισδιάστατου σκηνικού μάχης, δεχόμενος φλεγόμενες πέτρες, δόρατα, ακόντια και βέλη, φοβούμενος για τη μοίρα της πόλης. Για τη μαγεία των αφηγήσεων της βάβως όταν εξιστορεί για τον Ιγγλίνο ιππότη που αναζητάει το δισκοπότηρο ή για την ορμή του αυτοκράτορα Νικηφόρου. Για το λυρικό ύφος και το διάχυτο ερωτικό συναίσθημα κάθε φορά που ο Κωνσταντής ονειρεύεται την Κυρά της Λίμνης, την ξωθιά της καρδιάς του. Για την υποδειγματική γραφή και το σεβασμό στον αναγνώστη καθώς ο μυθιστορηματικός χωροχρόνος υποστηρίζεται πιστά με τη συνδρομή ιστορικών στοιχείων και παράθεση και περιγραφή των συνηθειών της καθημερινότητας, ηθών και εθίμων, αντιλήψεων και δοξασιών. Για την κατανοητή παράθεση των ορολογιών της περιόδου.
Και έρχεται η δεύτερη ανάγνωση εντός και παράλληλη της πρώτης, δίνοντας αφορμές για στοχασμό και ανάλυση, για διάβασμα πίσω από τις αλληγορίες. Ερωτήματα που βασανίζουν αιώνια την ανθρώπινη ύπαρξη τίθενται μπροστά μας. Ο συγγραφέας και εδώ δίνει χέρι βοήθειας στον αναγνώστη θέτοντας το ερώτημα και δίνοντας τις δικές του απαντήσεις. Γιατί η διαφορά του συγκεκριμένου μυθιστορήματος από την παραλογή είναι ότι ο συγγραφέας τολμάει να κάνει το μεγάλο άλμα έχοντας πλήρη συναίσθηση του κόστους. Στην παραλογή, ο Κωνσταντής έχοντας εκπληρώσει τον όρκο του γυρίζει στον κόσμο των νεκρών. Στον Όρκο, το μαρτύριό του έχει συνέχεια, γιατί καθώς δεν ανήκει ούτε στον κόσμο των ζωντανών αλλά ούτε και σε αυτόν των νεκρών, δεν έχει λύτρωση. Σαν να είναι αιώνια η τιμωρία του επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει, να επαναστατήσει, να τελέσει την ύβριν απέναντι στη ζωή και το θάνατο, να ανατρέψει όλους τους φυσικούς νόμους. Ο ίδιος ο Κωνσταντής αμφισβητεί τελικά την ενοχή του και χλευάζει το θάνατο. Οι έννοιες της ζωής και του θανάτου εναλλάσσονται με αυτές του βάσανου και της λύτρωσης.
Κι αν όλη μας η ζωή είναι τελικά ένα παραμύθι, έχουν τα παραμύθια καλό τέλος; Ο συγγραφέας δίνει τη δική του ερμηνεία στον αγώνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος.
Κι αν ένας όρκος στην παραλογή χλεύασε πρόσκαιρα το θάνατο, στο μυθιστόρημα του Φώτη Κατσιμπούρη η αγάπη είναι η μόνη ικανή να το κάνει αυτό.
«Εύχομαι κάποτε το πνεύμα των θνητών να σε συντρίψει κι η εξουσία σου στα σώματά τους να είναι λογοπαίγνιο από αναμνήσεις παμπάλαιων εποχών. Και στο τέλος, άντε πνίξου, Μεγάλε Περαματάρη! Δεν είσαι παρά μια ανόητη άδεια κουκούλα»…..
«Ανάθεμα σε σένα και σ’ αυτόν! Ανάθεμα σε αυτό που γεννήθηκε ανάμεσά σας!»
Δεν είχε κι άδικο να καταριέται, μόνο η αγάπη μπορεί να ειρωνεύεται στα ίσα τον θάνατο.
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα ο Όρκος, σελ. 425, ο τελευταίος διάλογος ανάμεσα στην Αχερώ και τον αδελφό της το Μεγάλο Περαματάρη).
Ο όρκος: ένα επικό μυθιστόρημα για ένδοξα κατορθώματα, για το φως και το σκοτάδι, για τους αιώνιους εραστές.