Ο όρος παράνοια έχει να κάνει με καταστάσεις που βρίσκονται πέραν της υγιούς νόησης. Σε κοινωνίες όπως οι σημερινές, καθημερινά πληθώρα περιστατικών και πληροφοριών ερμηνεύεται εσφαλμένα ή με τέτοια συναισθηματική φόρτιση ώστε το άτομο να οδηγείται σε παθολογικές συμπεριφορές με κύρια χαρακτηριστικά την καχυποψία, επιθετικότητα και εμφάνιση καταδιωκτικών συνδρόμων.
Ας αφήσουμε όμως τη θεωρία και ας περάσουμε σε κάτι πιο απτό που την αποδεικνύει περίτρανα.
Από τη στιγμή που βγήκε το μυθιστόρημα της Αναστασίας Καλλιοντζή «Παράνοια», με τράβηξε ο τίτλος, με διαφορά δευτερολέπτων το εξώφυλλο και αμέσως μετά τίτλος και εξώφυλλο άρχισαν να δημιουργούν τις πρώτες εντυπώσεις. Με την ενίσχυση της χρωματικής υποστήριξης, η εικόνα μεταπήδησε από το χαρτί στη δική μου πραγματικότητα. Ένα ήδη σαθρό κτίριο τυλίγεται σε φλόγες και ακριβώς από πάνω, ο τίτλος του μυθιστορήματος δεσπόζει ανάγλυφος με το γράμμα όμικρον υπό τη μορφή ενός κουλουριασμένου σχοινιού. Απόλυτα κατανοητό και ξεκάθαρο ότι η συγγραφέας για μία ακόμη φορά θα συνέθετε μέσα από τη μυθοπλασία ένα κόσμο ανηλεή αλλά ταυτόχρονο υπαρκτό.
Λίγες ημέρες μετά, έχοντας ολοκληρώσει πια την ενδελεχή ανάγνωση, η φόρτισή μου ήταν τόσο ισχυρή που ακόμη και σεισμός να γινόταν, καμία εντύπωση δε θα μου προκαλούσε. Γιατί το σεισμό τον είχα ζήσει καθώς καταδυόμουν στη μαγεία του ζοφερού κόσμου της Παράνοιας και θα εξηγήσω τι θέλω να πω.
Ο Σπύρος Παπασπύρου είναι ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, αξιότιμος αριστοκρατικός γόνος. Αυτά για τους άλλους βέβαια, γιατί ο ίδιος βρίσκεται ένα βήμα προτού τον καταπιεί η άβυσσος της χρεοκοπίας. Η τράπεζα καταρρακώνει την τελευταία του ελπίδα, το ιστορικό κατάστημα της οικογένειας βυθίζεται στα χρέη, οι συμφορές διαδέχονται η μία την άλλη εμπλέκοντας τον ήρωα στα γρανάζια μιας πέραν της γελοιότητας γραφειοκρατίας. Ο μέχρι πρότινος αδιάφορος και ανέμελος Σπύρος περιδιαβαίνει σε μια άλλη Αθήνα καθώς απεγνωσμένα προσπαθεί να εξοικονομήσει τα μερικές χιλιάδες ευρώ που του χρειάζονται για να κάνει το ετήσιο γενέθλιο πάρτυ της ένδοξης πάλαι ποτέ επιχείρησης και να φιμώσει τα στόματα της καλής κοινωνίας. Σωματικό και ψυχικό ράκος από μια απρόκλητη επίθεση, ο δρόμος του θα συναντηθεί με αυτόν ενός αγαθού Αφρικανού, για μια στιγμή μόνο.
Κι έτσι μπαίνει στην ιστορία ο Ροτίμι, ένας από τους χιλιάδες λαθραίους που κατακλύζουν την πρωτεύουσα. Ένα βασανισμένο πλάσμα που τράβηξε τα μύρια πάθη και τα μάτια του αντίκρισαν όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου. Μόνος, ξένος, ποτισμένος με μια αγνή πρωτόγονη κουλτούρα θα βρει καταφύγιο σε ένα δημόσιο κήπο με μοναδικό σύντροφο ένα σκύλο. Αφομοιώνει τα θαυμαστά όσο και ακατανόητα χαρακτηριστικά της τερατούπολης κάνοντας ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω μέχρις ότου βρεθεί στον οίκο του Θεού και γνωρίσει τους δύο υπηρέτες Του.
Η μαεστρία, οι εμπειρίες, τα βιώματα, η ορμητικότητα μα πάνω από όλα η ανθρώπινη συνείδηση της συγγραφέως συνθέτουν ένα ψυχολογικό θρίλερ που αποτελεί υπόδειγμα γραφής. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο όπου παρουσιάζεται ανάγλυφη η σημερινή κοινωνία χωρίς κανέναν εξωραϊσμό, η απάθεια, η αποξένωση, η διεστραμμένη αναζήτηση μιας επίπλαστης ευτυχίας από τη μία και από την άλλη η αγνότητα που ως εκ θαύματος απαντιέται στον πιο δυσώδη βούρκο. Η πίστη στο Θείο από όπου εκπορεύεται η Καλοσύνη, η Αγάπη και το Φως αναβλύζει μέσα από μία σύγχρονη Σταύρωση όσον αφορά τον ένα ήρωα. Η επίλυση της διαμάχης με την κοινωνία με τη μέθοδο της ανταπόδοσης θα οδηγήσει σε στιγμιαία ανακούφιση τον άλλον, η συνέχεια όμως θα είναι μία ακόμη πορεία στο Γολγοθά.
Ο άνθρωπος γίνεται ή γεννιέται; Μα ακριβώς αυτή η ανθρώπινη φύση είναι που ορίζεται από την ελευθερία της βούλησης αλλά και την αυθαιρεσία της χρήσης της.
Ο Σπύρος και ο Ροτίμι ίσως είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή ίσως πάλι ο Σπύρος να είχε κάθε δυνατότητα να γίνει Ροτίμι, αλλά η επιλογή ήταν τελικά μόνο δική του και κανενός άλλου.
Η άνιση κατανομή του πλούτου, η τρομοκρατία της σύγχρονης ενημέρωσης, η ημιμάθεια, η καχυποψία, η επιθετικότητα συνθέτουν ένα σαθρό και ευάλωτο κοινωνικό ιστό. Εύκολα αφορίζουμε όταν παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα ασφαλείς στους τέσσερις τοίχους του προσωπικού μας φρουρίου, συμπάσχουμε προς στιγμήν και μετά ξεχνάμε, στρέφουμε τις πλάτες μας αλλού ή ακόμη φάσκουμε και αντιφάσκουμε επικροτώντας αυτό που μέχρι πρότινος καταδικάζαμε.
Και όλα αυτά, για ένα απλό λόγο: είμαστε άνθρωποι μέχρι να γίνουμε Άνθρωποι. Πόσα βήματα θα χρειαστούμε άραγε έως ότου αυτό το άλφα πεζό γίνει κεφαλαίο;
Όταν γράφονται μυθιστορήματα σαν την «Παράνοια» και διαβάζονται με ανοιχτό μυαλό και καρδιά, υπάρχει σίγουρα η Ελπίδα. Γιατί Ανάσταση χωρίς Σταύρωση δε λογίζεται.
Παράνοια: ένας κόλαφος στο σήμερα, μια ελπίδα για το αύριο.
Μπράβο Ευρυδίκη για άλλη μια όμορφη παρουσίαση και βέβαια μπράβο στην Αναστασία που καταπιάστηκε με ένα τέτοιο θέμα. Αυτό ζητά η εποχή μας από τους συγγραφείς, αυτή είναι η σπουδαία ευθύνη της λογοτεχνίας του σήμερα. Να ξυπνήσει τους ανθρώπους και να τους επαναφέρει (όσο τέλος πάντων είναι εφικτό) από την καθημερινή παράνοια που όλοι ζούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Δημήτρη! Τα εύσημα από εσένα είναι τιμή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΡΥΔΙΚΗ ΜΟΥ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΩΡΑ...ΥΠΕΡΟΧΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Μαρίνα!!! Είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για την άψογη γραφή της Αναστασίας Καλλιοντζή, μια γραφή που στόχος της είναι να τραντάξει και να βάλει σε σκέψεις τον αναγνώστη!
ΑπάντησηΔιαγραφή