Στο μυθιστόρημά μου «η ακριβή ανάσα του νερού», ένας εφηβικός έρωτας γεννιέται ανάμεσα στο Φίλιο και τη Φωτεινή που ζουν κάπου στα Αρκαδικά βουνά και ανταλλάσσουν τα μηνύματά τους αφήνοντάς τα κάτω από μια πέτρα στο Νεραιδάλωνο.
…Μετά ήρθε η Κατοχή και οι καιροί δυσκόλεψαν, οι χειμώνες γίνανε πιο άγριοι στα βουνά, ο κόσμος πεινούσε, κρύωνε.
Αγαπημένε μου
Η μάνα μου λέει πως είμαι τρελή που γυρίζω έξω, τώρα που άλλαξαν τα πράγματα. Φοβάται τους Γερμανούς. Ποιος δε φοβάται αλήθεια; Όμως πρέπει να φάμε και να ζεσταθούμε. Το κελάρι μας είναι άδειο, τα ξύλα σωθήκανε. Σήμερα ξεκινήσαμε από τα χαράματα με τον πατέρα να μαζέψουμε ό,τι κλαδιά είχαν πέσει απ’ τον αέρα, να προλάβουμε μην και τα πάρουν άλλοι. Πώς έχουμε γίνει έτσι; Αγώνας να ανασάνουμε, αγώνας να ζήσουμε. Έρχεται σκληρός χειμώνας και η ψυχή μας μαύρισε, όπως μαυρίζει και μαραζώνει το ψωμί, που κι αυτό σώθηκε. Η μάνα βλέπει μακριά και είναι σκληρή. Μάζεψε γκόρτσα, δυο σακιά ολόκληρα, και τα άλεσε μονάχη στο μύλο του καφέ, γιατί φοβότανε να τα πάει στον Καρβούνη, μην και τις τα κλέψουν. Κατάντια μας, να τρέμουμε μη χάσουμε αυτά που μέχρι τώρα είχαμε για τα γουρούνια! Και τι έβγαλε; Μερικές οκάδες, ο Θεός να το κάνει αλεύρι. Τα χέρια της δεν τα λυπήθηκε, που φουσκώνανε και πιαστήκανε και οι φλέβες της πετάχτηκαν σαν τα πράσινα τα μαγιόφιδα; Αλίμονό μας αν αρρωστήσει. Μας φτάνει ο αδερφός μου που γύρισε απ’ τον πόλεμο με κρυοπαγήματα κι απόμεινε κουτσός….
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «η ακριβή ανάσα του νερού», εκδόσεις Μίνωας, σελ.58-59.
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ, ΕΡΩΤΑΣ ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΚΑΚΟΥΧΙΕΣ. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ, ΤΟΣΟ ΔΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΘΗΛΩΣΕΙ. ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΑ ΤΗΝ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΣΟΥ ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΙΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή επιτυχία. Ο τίτλος είναι εκπληκτικός και προδιαθέτει θετικά και για το περιεχόμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή