ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΦΩΛΙΑ ΤΗΣ ΤΣΙΧΛΑΣ
Για δυο τρία λεπτά ο Ντίκον απόμεινε να κοιτάζει ολόγυρα,
ενώ η Μαίρη τον παρακολουθούσε, και μετά άρχισε να περπατάει με ελαφριά βήματα,
ακόμα πιο ελαφριά από της Μαίρης όταν πρωτοβρέθηκε μέσα στον περιτοιχισμένο
κήπο. Τα μάτια του έμοιαζαν να εντυπώνονται το καθετί –τα γκρίζα δέντρα με τα
γκρίζα αναρριχητικά που σκαρφάλωναν επάνω τους και κρεμόντουσαν από τα κλαδιά
τους, το μπέρδεμα των κλαδιών στους τοίχους και πάνω στο γρασίδι, τις εσοχές
που έκαναν τα αειθαλή με τα πέτρινα καθίσματα και τα ψηλά πιθάρια για τα
λουλούδια.
«Δεν φανταζόμουν πως θα έβλεπα ποτέ μου αυτό το μέρος»
είπε τέλος ψιθυριστά.
«Το ήξερες;» ρώτησε η Μαίρη.
Μίλησε δυνατά, και ο Ντίκον τής έκανε ένα νόημα.
«Πρέπει να μιλάμε χαμηλόφωνα» είπε «αλλιώς μπορεί να μας
ακούσει κάποιος και να αναρωτηθεί τι κάνουμε εδώ πέρα».
«Αχ! Ξεχάστηκα!» είπε η Μαίρη με φόβο, κλείνοντας το
στόμα με το χέρι της. «Ήξερες για τον κήπο;» ξαναρώτησε όταν συνήλθε.
Ο Ντίκον έγνεψε καταφατικά.
«Η Μάρθα μού είχε πει πως υπήρχε ένας κήπος που κανείς
δεν πήγαινε ποτέ» απάντησε. «Αναρωτιόμασταν όλοι μας τι λογής κήπος να ήταν».
Σταμάτησε και κοίταξε ολόγυρα το όμορφο μπέρδεμα της
βλάστησης, και τα μεγάλα του μάτια έμοιαζαν γεμάτα χαρά.
«Α! Θα έχει και φωλιές μια και έρχεται η άνοιξη» είπε
μετά. «Θα είναι το πιο ασφαλές μέρος σε όλη την Αγγλία για να φτιάξουν φωλιές
τα πουλιά. Ποιος να έρθει μέσα σε αυτό το μπέρδεμα των δέντρων και των
τριανταφυλλιών; Περίεργο που όλα τα πουλιά του χερσότοπου δεν ήρθαν να χτίσουν
εδώ».
Η Αφέντρα η Μαίρη άθελά της έβαλε πάλι το χέρι της στον
ώμο του Ντίκον.
«Θα γίνουν τα τριαντάφυλλα;» ψιθύρισε. «Ξέρεις να μου
πεις; Νόμιζα πως μπορεί και να είχαν ξεραθεί όλα».
«Μπα, όχι! Όχι όλα!» της απάντησε. «Για κοίτα εδώ!»
Πήγε στο κοντινότερο δέντρο- ένα γερασμένο με γκρίζους
λειχήνες σε όλο τον κορμό του, που όμως στήριζε μια μπερδεμένη κουρτίνα από
κλωνάρια και κλαδιά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά και άνοιξε μια από τις
λεπίδες του.
«Έχει πολλά ξερά κλαδιά που πρέπει να κοπούν» είπε. «Κι
έχει και παλιά κλαδιά, αλλά έχει και περσινά. Να, αυτό εδώ είναι καινούριο»
άγγιξε έναν βλαστό που έδειχνε καφεπράσινος αντί για κατάξερος γκρι.
Η Μαίρη τον άγγιξε κι αυτή με ευλάβεια σχεδόν.
«Αυτό εδώ; Μπορεί να είναι ζωντανό;»
Ο Ντίκον χαμογέλασε πλατιά. «Είναι τόσο τσακμάκι όσο εσύ
κι εγώ» είπε και η Μαίρη θυμήθηκε που η Μάρθα τής είχε πει πως “τσακμάκι»
σημαίνει “ζωντανός” ή “ζωηρός”.
«Χαίρομαι που είναι τσακμάκι!» ψιθύρισε δυνατότερα. «Θα
ήθελα να είναι όλα τους τσακμάκια. Ας κάνουμε τον γύρο του κήπου κι ας δούμε
πόσα τσακμάκια υπάρχουν».
Σχεδόν είχε λαχανιάσει από την ανυπομονησία της, μα κι ο
Ντίκον το ίδιο ανυπόμονος ήταν. Πήγαν από δέντρο σε δέντρο κι από θάμνο σε
θάμνο. Ο Ντίκον είχε τον σουγιά του στο χέρι και της έδειχνε πράγματα που η
Μαίρη έβρισκε υπέροχα.
«Αγρίεψαν», της είπε, «τα πιο γερά όμως θέριεψαν. Τα πιο
αδύναμα ξεράθηκαν, όλα τα άλλα όμως μεγάλωσαν και απλώθηκαν, σαν θαύμα. Δες
εδώ!» Τράβηξε προς το μέρος της ένα χοντρό γκρίζο κλαδί, που έμοιαζε ξερό.
«Μπορεί κάποιος να το περάσει ξερό, εγώ όμως δεν το νομίζω –τουλάχιστον όχι
όλο. Θα το κόψω όσο πιο χαμηλά μπορώ, και θα δούμε».
Γονάτισε και με το σουγιά του έκοψε λίγο πιο πάνω από τη
γη το κλαδί που έμοιαζε ξερό.
«Να, κοίτα!» είπε ζωηρά. «Δεν στα έλεγα; Μέσα είναι
χλωρό. Κοίτα!»
Προτού αποσώσει τα λόγια του, η Μαίρη είχε γονατίσει
κοιτάζοντας με όλη της την προσοχή.
«Αν φαίνεται κάπως χλωρό και μαλακό όπως αυτό εδώ, τότε
είναι τσακμάκι» της εξήγησε. «Αν όμως μέσα είναι ξερό και σπάει εύκολα, σαν
αυτό που έκοψα, τότε δεν έχει ζωή. Ετούτη η ρίζα από όπου βγήκαν όλα αυτά τα
κλαδιά είναι ζωντανή, οπότε αν κοπούν τα ξερά και σκάψουμε γύρω της και τη
φροντίσουμε, τότε» σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τα
κλωνάρια που σκαρφάλωναν και κρεμόντουσαν από πάνω του «τότε θα έχουμε έναν
καταρράκτη από τριαντάφυλλα ετούτο το καλοκαίρι».
Πήγαν από θάμνο σε θάμνο κι από δέντρο σε δέντρο. Ο
Ντίκον ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει σωστά τον σουγιά του και πώς να κόψει τα
ξερά κλαδιά, κι ακόμα ήξερε να πει αν κάποιο κλαδί ή κλωνάρι που δεν φαινόταν
και πολύ υγιές είχε ελπίδα να ανθίσει. Μέσα σε μισή ώρα η Μαίρη σκέφτηκε πως κι
αυτή μπορούσε να το καταλάβει, κι όταν ο Ντίκον έκοβε ένα κλαδί που έμοιαζε
ξερό, από μέσα της χαιρόταν αν το μάτι της έπιανε κάτι λίγο υγρό ή λίγο
πράσινο. Το φτυάρι, η τσάπα και το σκαλιστήρι αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα. Ο
Ντίκον τής έδειξε πώς να χρησιμοποιεί το σκαλιστήρι ενώ εκείνος έσκαβε με το
φτυάρι γύρω από τις ρίζες κι ανακάτευε το χώμα για να αναπνεύσει.
Δούλευαν με προσήλωση γύρω από μία από τις μεγαλύτερες
κλασικές τριανταφυλλιές, όταν ο Ντίκον είδε κάτι που τον έκανε να αναφωνήσει
έκπληκτος.
«Δεν είμαστε καλά!» φώναξε δείχνοντας το γρασίδι λίγο πιο
πέρα. «Ποιος το έκανε αυτό;»
Ήταν ένα από τα σημεία με τις αχνοπράσινες μυτούλες που η
Μαίρη είχε καθαρίσει.
«Εγώ το έκανα» είπε η Μαίρη.
«Μπα, κι εγώ νόμιζα πως δεν ήξερες από κηπουρική»
αναφώνησε.
«Δεν ξέρω» του απάντησε «αλλά ήταν τόσο μικρούλες οι
μυτούλες και το γρασίδι τόσο παχύ και δυνατό, κι έμοιαζαν να μην μπορούν να
ανασάνουν. Κι έτσι τους έφτιαξα χώρο. Ούτε ξέρω όμως τι λογής είναι».
Ο Ντίκον πήγε και γονάτισε σιμά τους χαμογελώντας πλατιά.
«Πολύ καλά έκανες» είπε. «Ακόμα κι ένας κηπουρός δεν θα
έκανε κάτι διαφορετικό. Τώρα θα μεγαλώσουν σαν τη φασολιά του Τζακ. Είναι
κρόκοι και χιονούλες, κι αυτά εδώ πέρα είναι νάρκισσοι» κι έδειξε σε ένα άλλο
κομμάτι του κήπου, κι αυτά κρίνοι. Α, τι όμορφα που θα γίνουν!»
Επιθεώρησε τρέχοντας το κάθε σκαμμένο κομμάτι.
«Έκανες ένα σωρό δουλειά για τόσο μικρό κορίτσι» είπε
κοιτάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω.
«Αρχίζω και παχαίνω» είπε η Μαίρη «και δυναμώνω. Παλιά
ένιωθα συνέχεια κουρασμένη. Όταν σκάβω, δεν καταλαβαίνω κούραση. Μου αρέσει να
μυρίζω τη σκαμμένη γη».
«Είναι πολύ ωφέλιμο για σένα» είπε ο Ντίκον κουνώντας
σοφά το κεφάλι. «Δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο από τη φρεσκοσκαμμένη γη, τίποτα
εκτός από τη μυρωδιά των νέων βλασταριών όταν τα ποτίζει η βροχή. Πηγαίνω
συνέχεια στον χερσότοπο όταν βρέχει και ξαπλώνω κάτω από έναν θάμνο κι ακούω
τις σταγόνες της βροχής καθώς πέφτουν στα ρείκια και όλο μυρίζω και μυρίζω. Η
μητέρα λέει πως η άκρη της μύτης μου τρεμουλιάζει σαν του λαγού».
«Και δεν αρπάζεις ποτέ σου κρυολόγημα;» θέλησε να μάθει η
Μαίρη κοιτώντας τον με θαυμασμό. Δεν είχε δει ποτέ της άλλοτε τόσο αστείο, καλό
παιδί.
«Μπα, όχι» της είπε χαμογελώντας. «Από τόσο δα μωρό δεν
έχω κρυολογήσει ποτέ. Δεν είμαι μυγιάγγιχτος. Γυρίζω στον χερσότοπο όπως και να
είναι ο καιρός, ακριβώς όπως κάνουν οι λαγοί. Η μητέρα λέει πως ρουθούνισα τόσο
καθαρό αέρα όλα αυτά τα δώδεκα χρόνια που αποκλείεται να ρουθουνίσω από
κρυολόγημα. Είμαι τόσο δυνατός όσο μια γκλίτσα από μουρτζιά».
Όσο μιλούσε δεν σταματούσε να δουλεύει, και η Μαίρη τον ακολουθούσε
και τον βοηθούσε με το σκαλιστήρι και το φτυαράκι της.
«Έχουμε πολλά να κάνουμε εδώ!» είπε κάποια στιγμή ο
Ντίκον κοιτώντας γύρω του ενθουσιασμένος.
«Θα ξανάρθεις να με βοηθήσεις;» παρακάλεσε η Μαίρη.
«Σίγουρα μπορώ κι εγώ να βοηθήσω. Μπορώ να σκάψω και να ξεριζώσω αγριόχορτα και
να κάνω ό,τι μου πεις. Αχ! Έλα, πες ναι, Ντίκον!»
«Θα έρχομαι κάθε μέρα αν το θέλεις είτε βρέχει είτε έχει
ήλιο» απάντησε ζωηρά. «Διασκέδασα όσο ποτέ στη ζωή μου –να είμαι εδώ μέσα και
να προσπαθώ να δώσω ζωή σε έναν κήπο».
«Αν έρθεις» είπε η Μαίρη «αν με βοηθήσεις να τον
ζωντανέψω, θα… δεν ξέρω τι θα κάνω» απόσωσε ανήμπορα. Τι να έκανε άραγε για ένα
τέτοιο αγόρι;
«Θα σου πω τι θα κάνεις» είπε ο Ντίκον με το χαρούμενο
χαμόγελό του. «Θα παχύνεις και θα πεινάς σαν τα αλεπουδάκια και θα μάθεις να
μιλάς με τον κοκκινολαίμη όπως εγώ. Α! Θα το διασκεδάσουμε!»
Άρχισε πάλι να τριγυρίζει κοιτάζοντας ψηλά στα δέντρα και
τους τοίχους και τους θάμνους σκεφτικός.
«Δεν θέλω να τον κάνω να δείχνει σαν κήπος κάποιου
κηπουρού, περιποιημένος και καθαρός, τι λες;» είπε. «Είναι πιο όμορφος έτσι, με
τα κλαδιά να μπερδεύονται και να κρέμονται και να μπλέκονται το ένα με το
άλλο».
«Όχι, μην τον νοικοκυρέψουμε» είπε η Μαίρη ανήσυχα. «Δεν
θα έμοιαζε καθόλου με μυστικό κήπο αν ήταν τακτοποιημένος».
Ο Ντίκον απόμεινε να ξύνει το κοκκινομάλλικο κεφάλι του
απορημένος.
«Δε λέω, είναι μυστικός κήπος» είπε «όμως μοιάζει πως
εκτός από τον κοκκινολαίμη μπήκε κάποιος ακόμα εδώ μέσα αυτά τα δέκα χρόνια».
«Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο» είπε
η Μαίρη. «Δεν μπορούσε να μπει κανείς».
«Σωστά» απάντησε. «Είναι παράξενο μέρος. Κι όμως, μου
φαίνεται ότι κάποιος έκανε ένα κλαδεματάκι από δω κι από κει αυτά τα δέκα
χρόνια».
«Πώς όμως;» είπε η Μαίρη.
Ο Ντίκον εξέταζε ένα κλαδί μιας κλασικής τριανταφυλλιάς
και κούνησε το κεφάλι του.
«Έλα ντε! Πώς;» μουρμούρισε. «Αφού η πόρτα ήταν
κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο».
Η Αφέντρα η Μαίρη αισθάνθηκε πως όσα χρόνια κι αν ζούσε, ποτέ της δεν θα
ξεχνούσε εκείνο το πρώτο πρωινό που ο κήπος της άρχισε να μεγαλώνει. Φυσικά της
έμοιαζε σαν να άρχισε να μεγαλώνει μόλις εκείνο το πρωί. Όταν ο Ντίκον άρχισε
να καθαρίζει παρτέρια για να φυτέψει, θυμήθηκε τι της τραγουδούσε ο Μπέιζιλ
όταν ήθελε να την πειράξει.
«Υπάρχουν λουλούδια που μοιάζουν με καμπάνες;» ρώτησε.
«Τα κρινάκια της κοιλάδας» της απάντησε σκάβοντας με την
τσάπα «και οι καμπάνες του Καντέρμπουρι και οι καμπανούλες»,
«Να φυτέψουμε και τέτοια» είπε η Μαίρη.
«Κρινάκια της κοιλάδας υπάρχουν εδώ. Τα είδα. Είναι πολύ
κοντά το ένα στο άλλο και πρέπει να τα αραιώσουμε, έχει όμως πολλά από δαύτα.
Τα άλλα δύο είδη χρειάζονται δυο χρόνια να ανθίσουν από την ώρα που θα τα
φυτέψεις, όμως μπορώ να σου φέρω μερικά από τον κήπο του σπιτιού μας. Γιατί τα
θέλεις;»
Και τότε η Μαίρη τού είπε για τον Μπέιζιλ και τα αδέρφια
και τις αδερφές του στην Ινδία και πόσο τους μισούσε και πως την φώναζαν «Η
Αφέντρα η Μαίρη που θέλει να έχει το πάνω χέρι».
«Το είχαν συνήθεια να στήνουν χορό γύρω μου και να μου το
τραγουδάνε. Τραγουδούσαν: “Αφέντρα Μαίρη, που θέλεις να έχεις το πάνω χέρι, ο
κήπος σου πάει καλά; Με ασημένια καμπανάκια και κοχυλάκια, και κατιφέδες στη
σειρά”. Το θυμήθηκα και αναρωτιόμουν αν υπάρχουν πράγματι λουλούδια σαν
ασημένια καμπανάκια».
Μούτρωσε λίγο και έχωσε το φτυαράκι της άγαρμπα στο χώμα.
«Εκείνοι ήταν που ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι πιο πολύ
από εμένα».
Ο Ντίκον όμως γέλασε.
«Ε!» είπε και όπως έσκαβε το παχύ μαύρο χώμα, το μύριζε,
«κανένας δεν χρειάζεται να θέλει να έχει το πάνω χέρι όταν υπάρχουν λουλούδια
κι ένα σωρό άγρια ζωάκια που τρέχουν ολόγυρα και κάνουν τις φωλιές τους και
τραγουδάνε και σφυρίζουν, έτσι δεν είναι;»
Η Μαίρη, που ήταν γονατισμένη δίπλα του και κρατούσε τους
σπόρους, τον κοίταξε και σταμάτησε να μουτρώνει.
«Ντίκον!» είπε. «Είσαι τόσο καλός όσο μου είπε η Μάρθα.
Σε συμπαθώ, κι είσαι το πέμπτο πρόσωπο που συμπαθώ. Ποτέ δεν θα μου περνούσε
από το μυαλό ότι θα συμπαθούσα πέντε άτομα».
Ο Ντίκον ανακάθισε στις φτέρνες του, ακριβώς όπως
συνήθιζε η Μάρθα όταν καθάριζε το τζάκι. Η Μαίρη σκέφτηκε πως πραγματικά
φαινόταν αστείος και συμπαθητικός, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια και τα κόκκινα
μαλλιά του και την χαριτωμένη πεταχτή του μυτούλα.
«Μόνο πέντε ανθρώπους συμπαθείς;» ρώτησε. «Ποιοι είναι οι
άλλοι τέσσερις;»
«Η μητέρα σου και η Μάρθα» είπε η Μαίρη μετρώντας έναν
έναν με τα δάχτυλα «και ο κοκκινολαίμης και ο Μπεν Γουέδερσταφ».
Ο Ντίκον γέλασε τόσο πολύ που αναγκάστηκε να βάλει το
χέρι στο στόμα για να πνίξει το γέλιο.
«Ξέρω ότι νομίζεις πως είμαι παράξενος» της είπε «εσύ
όμως είσαι το πιο παράξενο παιδί που είδα ποτέ μου».
Τότε η Μαίρη έκανε κάτι απρόσμενο. Έσκυψε και τον ρώτησε
κάτι που ποτέ της δεν φανταζόταν ότι θα ρωτούσε. Και προσπάθησε να το ρωτήσει
στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, γιατί αυτή τη γλώσσα μιλούσε ο Ντίκον, και στην
Ινδία οι ντόπιοι το ευχαριστιόντουσαν όταν μιλούσες όπως εκείνοι.
«Σ’ αρέσω;» τον ρώτησε».
«Α, και βέβαια!» απάντησε με όλη του την καρδιά. «Πολύ
μου αρέσεις και το ίδιο νιώθει κι ο κοκκινολαίμης, έτσι πιστεύω!»
«Τότε έχω δύο» είπε η Μαίρη. «Δύο που με συμπαθούν».
Και μετά έπιασαν ξανά δουλειά πιο επίμονα και πιο ζωηρά
από πριν. Η Μαίρη τινάχτηκε κι ένιωσε λύπη όταν το μεγάλο ρολόι στην αυλή
χτύπησε την ώρα του μεσημεριανού.
«Πρέπει να φύγω» είπε λυπημένα. «Κι εσύ πρέπει, έτσι δεν
είναι;»
Ο Ντίκον χαμογέλασε.
«Το φαγητό μου το κουβαλάω επάνω μου» είπε. «Η μητέρα με
αφήνει πάντα να κουβαλάω κατιτίς στην τσέπη μου».
Σήκωσε το σακάκι του από το γρασίδι και έβγαλε από τη μια
τσέπη ένα πακετάκι δεμένο με ένα καθαρό τραχύ άσπρο και μπλε μαντήλι. Μέσα είχε
δυο χοντρές φέτες ψωμί και μια φέτα από κάτι ακόμα ανάμεσά τους.
«Συνήθως δεν έχω τίποτα παραπάνω από ψωμί» είπε «έχω όμως
μια χοντρή φέτα μπέικον σήμερα».
Η Μαίρη σκέφτηκε πως το γεύμα ήταν πολύ περίεργο, εκείνος
όμως ήταν έτοιμος να το απολαύσει.
«Άντε να φας» της είπε. «Εγώ θα φάω πιο γρήγορα από σένα
και μετά θα κάνω λίγη ακόμη δουλειά εδώ πέρα προτού κινήσω για το σπίτι μου».
Κάθισε στο έδαφος ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό ενός
δέντρου.
«Θα φωνάξω τον κοκκινολαίμη» είπε «και θα του δώσω το
γύρω γύρω του μπέικον να το τσιμπολογήσει. Πολύ θα του αρέσει».
Η Μαίρη δεν ήθελε να τον αφήσει. Ξάφνου, της έμοιαζε σαν
μια νεράιδα του δάσους που θα είχε χαθεί την επόμενη φορά που θα ερχόταν στον
κήπο. Παραήταν καλό όλο αυτό για να είναι αληθινό. Προχώρησε αργά μέχρι τα μισά
της πόρτας και τότε σταμάτησε και γύρισε πίσω.
«Ό,τι και να συμβεί, δεν θα το πεις πουθενά, έτσι;»
ρώτησε.
Τα μάγουλά του, που είχαν το χρώμα της παπαρούνας, είχαν
φουσκώσει καθώς είχε κόψει μια μεγάλη μπουκιά από το ψωμί και το μπέικον,
κατάφερε όμως να της χαμογελάσει ενθαρρυντικά.
«Αν μια τσίχλα είχε φτιάξει μια φωλιά κι εσύ μου την
είχες δείξει, λες να το έλεγα σε κανέναν; Ποτέ μου» είπε. «Θα είσαι ασφαλής όσο
και η τσίχλα».
Κι η Μαίρη ήταν απόλυτα σίγουρη πως θα ήταν ασφαλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου