ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η Μαίρη έβαλε τέτοια τρεχάλα που, μέχρι να γυρίσει στο δωμάτιό της, είχε πιαστεί η ανάσα της. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί και τα μάγουλά της
είχαν ροδίσει. Το φαγητό της ήταν έτοιμο πάνω στο τραπέζι και η Μάρθα περίμενε
εκεί.
«Σαν να άργησες λιγουλάκι» της είπε. «Πού ήσουν;»
«Είδα τον Ντίκον!» είπε η Μαίρη. «Είδα τον Ντίκον!»
«Το ήξερα πως θα ερχόταν» είπε η Μάρθα ζωηρά. «Τον
συμπάθησες;»
«Νομίζω… νομίζω πως είναι όμορφος!» είπε η Μαίρη
αποφασιστικά.
Η Μάρθα σαν να σοκαρίστηκε, φάνηκε όμως ευχαριστημένη.
«Κοίτα να δεις» είπε «ο Ντίκον είναι το καλύτερο παιδί
στον κόσμο, κανένας όμως δεν σκέφτηκε ποτέ πως είναι και όμορφος. Η μύτη του
είναι πολύ ανασηκωμένη».
«Μ’ αρέσει έτσι» είπε η Μαίρη.
«Και τα μάτια του είναι πολύ μεγάλα» είπε η Μάρθα κάπως
αμφίβολα. «Αν κι έχουν όμορφο χρώμα».
«Μ’ αρέσουν που είναι μεγάλα» είπε η Μαίρη. «Κι έχουν
ακριβώς το ίδιο χρώμα που έχει κι ο ουρανός πάνω από τον χερσότοπο».
Το πρόσωπο της Μάρθας φωτίστηκε από ευχαρίστηση.
«Η μητέρα λέει πως αυτός τα έκανε τέτοιο χρώμα, γιατί
πάντα του κοιτάζει τα πουλιά και τα σύννεφα. Έχει όμως μεγάλο στόμα, δεν
βρίσκεις;»
«Μου αρέσει που έχει μεγάλο στόμα» επέμεινε η Μαίρη.
«Μακάρι να είχα κι εγώ!»
Η Μάρθα χασκογέλασε χαρούμενα.
«Μάλλον παράξενο κι αστείο θα ήταν στο πρόσωπό σου» της
είπε. «Το ήξερα όμως πως θα τον συμπαθούσες τόσο όταν θα τον συναντούσες. Σου
άρεσαν οι σπόροι και τα εργαλεία για την κηπουρική;»
«Πώς το ήξερες ότι τα είχε μαζί του;» ρώτησε η Μαίρη.
«Α! Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν θα τα είχε μαζί
του. Και βέβαια θα τα έφερνε, αν τα είχε βρει στο Γιορκσάιρ. Μπορείς να του
έχεις τυφλή εμπιστοσύνη».
Η Μαίρη φοβήθηκε πως η Μάρθα θα την έφερνε σε δύσκολη
θέση με τις ερωτήσεις της, δεν έγινε όμως έτσι. Αντίθετα, έδειχνε να
ενδιαφέρεται πολύ για τους σπόρους και τα εργαλεία κηπουρικής, και μόνο μια
στιγμή ανησύχησε η Μαίρη, όταν άρχισε να τη ρωτάει πού θα φύτευαν τα λουλούδια.
«Ρώτησες κανέναν;» θέλησε να μάθει.
«Όχι ακόμα» είπε η Μαίρη διστακτικά.
«Καλά, αν ήμουν εγώ, δεν θα ρωτούσα τον αρχικηπουρό. Πολύ
σπουδαίος το παίζει ο κύριος Ρόουτς».
«Δεν τον είδα ποτέ μου» είπε η Μαίρη. «Μόνο τους βοηθούς
του είδα και τον Μπεν Γουέδερσταφ».
«Εγώ θα ρώταγα τον Μπεν Γουέδερσταφ» τη συμβούλεψε η
Μάρθα. «Δεν είναι τόσο στριμμένος όσο δείχνει. Ο κύριος Κρέιβεν τον αφήνει να
κάνει ό,τι θέλει, γιατί ήταν εδώ από τον καιρό που ζούσε η κυρία Κρέιβεν και
συνήθιζε να την κάνει να γελάει. Τον συμπαθούσε. Μπορεί και να σου βρει μια
γωνιά κάπου παράμερα».
«Αν ήταν κάπου παράμερα και δεν το ήθελε κανείς αυτό το
κομμάτι, τότε δεν θα πείραζα κανέναν αν το έπαιρνα εγώ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε
ανήσυχη η Μαίρη.
«Για ποιο λόγο; Δεν θα πείραζες κανέναν» απάντησε η
Μάρθα.
Η Μαίρη έφαγε το φαγητό της όσο πιο γρήγορα μπορούσε και
όταν σηκώθηκε από το τραπέζι, είχε σκοπό να τρέξει μέχρι το δωμάτιό της και να
βάλει το καπέλο της ξανά, η Μάρθα όμως τη σταμάτησε.
«Θέλω να σου πω κάτι. Ήθελα όμως να σε αφήσω να φας το
φαγητό σου πρώτα. Ο κύριος Κρέιβεν επέστρεψε σήμερα το πρωί και νομίζω πως
θέλει να σε δει».
Η Μαίρη χλόμιασε.
«Ωχ! Γιατί, γιατί;» φώναξε. «Δεν ήθελε να με δει όταν
πρωτοήρθα. Άκουσα τον Πίτσερ, που το έλεγε».
«Ε, να!» εξήγησε η Μάρθα. «Η κυρία Μέντλοκ λέει ότι είναι
εξ αιτίας της μητέρας. Περπατούσε στο χωριό και τον συνάντησε. Δεν του είχε
μιλήσει ποτέ της πιο πριν, η κυρία Κρέιβεν όμως είχε έρθει στο σπίτι μας δυο
τρεις φορές. Αυτός το είχε ξεχάσει, η μητέρα όμως όχι, κι έτσι πήρε το θάρρος
να τον σταματήσει. Δεν ξέρω τι του είπε για σένα, πάντως κάτι του είπε και του
έβαλε στο μυαλό να σε δει προτού φύγει ξανά αύριο».
«Α!» φώναξε η Μαίρη. «Πάλι φεύγει αύριο; Τι καλά!»
«Θα λείψει για πολύ καιρό. Μπορεί και να μη γυρίσει πίσω
μέχρι το επόμενο φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Θα ταξιδέψει στα ξένα. Το συνηθίζει».
«Αχ! Τι καλά, τι καλά!» είπε η Μαίρη με ευγνωμοσύνη.
Αν ο κύριος Κρέιβεν δεν επέστρεφε πριν τον επόμενο
χειμώνα ή έστω το φθινόπωρο, τότε η Μαίρη θα είχε καιρό να δει τον μυστικό κήπο
να ζωντανεύει. Κι ακόμα κι αν εκείνος καταλάβαινε τι είχε κάνει και της έπαιρνε
τον κήπο, τουλάχιστον θα είχε ζήσει αυτή τη χαρά.
«Πότε λες να θέλει να με…»
Δεν τελείωσε τη φράση της, γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκε
μέσα η κυρία Μέντλοκ. Φορούσε το καλό της μαύρο φόρεμα και το καπέλο της και
στο κολάρο της είχε μια μεγάλη καρφίτσα με ένα αντρικό πρόσωπο επάνω της. Ήταν
μια έγχρωμη εικόνα του κυρίου Μέντλοκ, που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Πάντα της
τη φορούσε όταν ντυνόταν καλά. Φαινόταν νευρική και γεμάτη ένταση.
«Τα μαλλιά σου πετάνε» είπε στα γρήγορα. «Πήγαινε να τα
βουρτσίσεις. Μάρθα, βοήθησέ την να φορέσει το καλό της φόρεμα. Με έστειλε ο
κύριος Κρέιβεν να του την πάω στο γραφείο του».
Τα μάγουλα της Μαίρης χλόμιασαν. Η καρδιά της άρχισε να
βροντοχτυπάει και κατάλαβε ότι μέσα της γινόταν πάλι ένα άχαρο, ξινό και
σιωπηλό παιδί. Ούτε που απάντησε στην κυρία Μέντλοκ, παρά γύρισε την πλάτη της
και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της, ενώ η Μάρθα ερχόταν ξοπίσω της. Δεν είπε
τίποτα καθώς άλλαξε φόρεμα και βούρτσισε τα μαλλιά της, και μόλις ήταν έτοιμη,
ακολούθησε την κυρία Μέντλοκ περνώντας τους διαδρόμους σιωπηλή. Τι να έλεγε
εξάλλου; Ήταν υποχρεωμένη να πάει να δει τον κύριο Κρέιβεν, και ούτε εκείνος θα
την συμπαθούσε ούτε αυτή θα τον συμπαθούσε. Ήξερε τι θα σκεφτόταν.
Έφτασε σε ένα μέρος του σπιτιού που δεν είχε πάει ποτέ
της. Επιτέλους η κυρία Μέντλοκ χτύπησε μια πόρτα και όταν κάποιος είπε “Περάστε”,
μπήκαν στο δωμάτιο. Ένας άντρας καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά και
η κυρία Μέντλοκ τού μίλησε.
«Αυτή είναι η Δεσποινίς Μαίρη, κύριε» είπε.
«Αφήστε την εδώ, μπορείτε να πηγαίνετε. Θα σας φωνάξω
όταν θα είναι η ώρα να φύγει» είπε ο κύριος Κρέιβεν.
Όταν η κυρία Μέντλοκ βγήκε κλείνοντας την πόρτα, η Μαίρη
δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει παρά να περιμένει όρθια, σφίγγοντας τα λεπτά της
χέρια, ένα απλό παιδάκι. Μπορούσε να δει πως ο άντρας στην πολυθρόνα δεν ήταν
τόσο καμπούρης παρά κάποιος με φαρδιούς αλλά γυρτούς ώμους, και ότι τα μαύρα
του μαλλιά είχαν και άσπρες τρίχες. Έστρεψε το κεφάλι του και της μίλησε.
«Έλα εδώ!» είπε.
Η Μαίρη πλησίασε.
Δεν ήταν άσχημος. Το πρόσωπό του θα ήταν όμορφο αν δεν
ήταν τόσο κατσούφης. Έμοιαζε λες και μόνο που την έβλεπε ανησυχούσε και σαν να
μην ήξερε τι να κάνει μαζί της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι» απάντησε η Μαίρη.
«Σε φροντίζουν καλά;»
«Ναι».
Έτριψε το μέτωπό του νευρικά καθώς την κοίταζε
εξεταστικά.
«Είσαι πολύ αδύνατη» είπε.
«Αρχίζω και παχαίνω» απάντησε η Μαίρη με το πιο δύστροπό
της ύφος.
Πόσο δυστυχισμένος φαινόταν! Τα μαύρα μάτια του έμοιαζαν μόλις
να την κοιτάζουν, σαν να έβλεπαν κάτι άλλο και να κατάφερνε με το ζόρι να
συγκρατήσει τις σκέψεις του στο μικρό κορίτσι.
«Σε ξέχασα» είπε. «Πώς να σε θυμόμουν; Σκόπευα να σου
στείλω μια γκουβερνάντα ή μια παραμάνα ή κάτι τέτοιο, σε ξέχασα όμως».
«Σας παρακαλώ» άρχισε να λέει η Μαίρη. «Σας παρακαλώ…» κι
έπειτα ο κόμπος στον λαιμό της την έπνιξε.
«Τι θέλεις να πεις;» ζήτησε να μάθει.
«Είμαι πολύ μεγάλη πια για παραμάνα» είπε η Μαίρη. «Και
σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μη μου φέρετε γκουβερνάντα, όχι ακόμα».
Έτριψε ξανά το μέτωπό του και την κοίταξε.
«Έτσι μου είπε κι εκείνη η γυναίκα η Σόουερμπάι»
μουρμούρισε αφηρημένα.
Τότε η Μαίρη μάζεψε όλο το κουράγιο της.
«Είναι… είναι η μητέρα της Μάρθας;» τραύλισε.
«Ναι, έτσι νομίζω» της απάντησε.
«Ξέρει από παιδιά» είπε η Μαίρη. «Έχει δώδεκα. Ξέρει».
Ο κύριος Κρέιβεν φάνηκε να ξυπνάει. «Εσύ τι θέλεις να
κάνεις;»
«Να παίζω έξω από το σπίτι» απάντησε η Μαίρη ελπίζοντας
να μην τρέμει η φωνή της. «Στην Ινδία δεν μου άρεσε να παίζω έξω, αλλά εδώ μου
ανοίγει την όρεξη και παχαίνω».
Ο κύριος Κρέιβεν την παρακολουθούσε.
«Η κυρία Σόουερμπάι είπε ότι θα σου έκανε καλό κάτι
τέτοιο. Μπορεί και να σου κάνει» είπε. «Η γνώμη της ήταν πως θα πρέπει να
δυναμώσεις λίγο προτού σου φέρω μια γκουβερνάντα».
«Δυναμώνω όταν παίζω κι ο αέρας έρχεται από τη μεριά του χερσότοπου»
έφερε σαν επιχείρημα η Μαίρη.
«Πού παίζεις;» τη ρώτησε λίγο μετά.
«Παντού» βαριανάσανε η Μαίρη. « Η μητέρα της Μάρθας μού
έστειλε δώρο ένα σκοινάκι. Πηδάω με το σκοινάκι και τρέχω και κοιτάζω γύρω μου
για να δω αν ξεμυτίζουν καινούρια φυτά στο χώμα. Δεν πειράζω κανέναν».
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι» της είπε ανήσυχος. «Ποιον να
πειράξει ένα παιδί σαν εσένα! Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει».
Η Μαίρη έβαλε το χέρι στον λαιμό της από φόβο μήπως ο
κύριος Κρέιβεν δει πόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί. Τον πλησίασε λίγο ακόμα.
«Αλήθεια, μπορώ;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Το ανήσυχο προσωπάκι της έμοιαζε να του δημιουργεί
περισσότερη ανησυχία.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι» είπε πιο δυνατά. «Και βέβαια
μπορείς. Είμαι ο κηδεμόνας σου, αν και δεν είμαι ό,τι καλύτερο για ένα παιδί.
Δεν μπορώ να σε προσέχω ή να σου αφιερώσω τον χρόνο μου. Είμαι πολύ άρρωστος,
δυστυχισμένος και αφηρημένος. Θέλω όμως να είσαι καλά και άνετα. Δεν ξέρω
τίποτα για τα παιδιά, όμως η κυρία Μέντλοκ είναι υπεύθυνη για να έχεις ό,τι
χρειάζεσαι. Ήθελα να σε δω σήμερα γιατί η κυρία Σόουερμπάι είπε ότι έπρεπε να
σε δω. Η κόρη της της μίλησε για σένα. Πιστεύει πως σου χρειάζεται να
τριγυρίζεις στον καθαρό αέρα».
«Ξέρει όλα όσα χρειάζεται για τα παιδιά» είπε η Μαίρη
άθελά της.
«Το καλό που της θέλω» είπε ο κύριος Κρέιβεν. «Το βρήκα
θρασύ από μέρους της να με σταματήσει στον χερσότοπο, μου είπε όμως ότι η κυρία
Κρέιβεν στάθηκε καλή μαζί της». Του ήταν δύσκολο να προφέρει το όνομα της
νεκρής γυναίκας του. «Είναι καθώς πρέπει γυναίκα. Τώρα που σε συνάντησα, νομίζω
πως μίλησε λογικά. Να παίζεις έξω από το σπίτι όσο θέλεις. Είναι μεγάλο μέρος,
να πας λοιπόν όπου θέλεις και να διασκεδάσεις όπως νομίζεις. Χρειάζεσαι κάτι;»
συμπλήρωσε σαν να το σκέφτηκε μόλις. «Θέλεις παιχνίδια, βιβλία, κούκλες;»
«Θα μπορούσα» είπε τρεμουλιαστά η Μαίρη «θα μπορούσα να
έχω ένα κομμάτι γη;»
Πάνω στη βιασύνη της δεν κατάλαβε πόσο παράξενα
ακούστηκαν τα λόγια της και πως δεν ήθελε να πει ακριβώς αυτό. Ο κύριος Κρέιβεν
έδειξε έκπληκτος.
«Γη!» επανέλαβε. «Τι εννοείς;»
«Για να φυτέψω σπόρους, να τους δω να μεγαλώνουν, να
ζωντανεύουν» τραύλισε η Μαίρη.
Την κοίταξε για μια στιγμή και μετά πέρασε αστραπιαία το
χέρι του πάνω από τα μάτια του.
«Τόσο πολύ σε ενδιαφέρουν οι κήποι;» είπε αργά.
«Δεν ήξερα τίποτα για κήπους στην Ινδία» είπε η Μαίρη.
«Πάντα μου ένιωθα κουρασμένη και άρρωστη κι έκανε πολλή ζέστη. Μερικές φορές
έκανα μικρά βουναλάκια στην άμμο και τους έβαζα λουλούδια. Εδώ όμως είναι
διαφορετικά».
Ο κύριος Κρέιβεν σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει αργά στο
δωμάτιο.
«Λίγη γη» μονολόγησε, και η Μαίρη σκέφτηκε πως με κάποιο
τρόπο τού είχε θυμίσει κάτι. Όταν σταμάτησε να βηματίζει και της μίλησε, τα
σκούρα του μάτια έμοιαζαν καλοσυνάτα σχεδόν.
«Μπορείς να έχεις όση γη θέλεις» είπε. «Μου θυμίζεις
κάποιον άλλον που αγαπούσε τη γη και ό,τι φυτρώνει σε αυτήν. Όταν βρεις το
κομμάτι που θέλεις, πάρτο παιδί μου, και κάντο να ζωντανέψει» συμπλήρωσε με μια
υποψία χαμόγελου.
«Μπορεί να είναι οπουδήποτε… αν δεν το θέλει κανείς;»
«Οπουδήποτε» της απάντησε. «Άντε! Πήγαινε τώρα, είμαι
κουρασμένος». Χτύπησε το κουδούνι καλώντας την κυρία Μέντλοκ. «Σε χαιρετώ. Θα
λείψω όλο το καλοκαίρι».
Η κυρία Μέντλοκ κατέφθασε τόσο γρήγορα που η Μαίρη
σκέφτηκε πως περίμενε έξω στον διάδρομο.
«Κυρία Μέντλοκ» της είπε ο κύριος Κρέιβεν «τώρα που είδα
το παιδί, καταλαβαίνω τι ήθελε να πει η κυρία Σόουερμπάι. Θα πρέπει να δυναμώσει
προτού ξεκινήσει μαθήματα. Να της δίνετε σωστή, υγιεινή τροφή. Αφήστε την να
τρέχει στον κήπο. Μην είστε συνέχεια ξοπίσω της. Χρειάζεται ελευθερία, καθαρό
αέρα και περιπέτεια. Η κυρία Σόουερμπάι θα μπορεί να έρχεται και να την βλέπει
κάποιες φορές και η Μαίρη μπορεί επίσης να πηγαίνει κάποιες φορές στο
αγροτόσπιτο της γυναίκας».
Η κυρία Μέντλοκ έδειξε ευχαριστημένη. Ανακουφίστηκε που
δεν χρειαζόταν να “είναι συνέχεια ξοπίσω” από τη Μαίρη. Τη θεωρούσε κουραστική
και είχε φροντίσει να μην ασχολείται και ιδιαίτερα μαζί της. Εκτός αυτών,
συμπαθούσε τη μητέρα της Μάρθας.
«Ευχαριστώ, κύριε» είπε. «Η Σούζαν Σόουερμπάι κι εγώ
ήμασταν συμμαθήτριες και είναι η πιο καλοσυνάτη και συνετή γυναίκα που θα
βρείτε στα περίχωρα. Εγώ δεν έχω παιδιά, κι αυτή έχει δώδεκα, όμως ποτέ μου δεν
είδα πιο καλά και υγιή παιδιά. Η δεσποινίς Μαίρη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Κι
εγώ ζητάω τις συμβουλές της Σούζαν Σόουερμπάι όσον αφορά τα παιδιά. Είναι αυτό
που θα μπορούσαμε να πούμε “άνθρωπος με υγιή σκέψη”, αν καταλαβαίνετε τι θέλω
να πω».
«Καταλαβαίνω» απάντησε ο κύριος Κρέιβεν. «Πάρτε τη
δεσποινίδα Μαίρη από εδώ τώρα και στείλτε μου τον Πίτσερ».
Όταν η κυρία Μέντλοκ άφησε τη Μαίρη στην άκρη του
διαδρόμου που οδηγούσε στο δωμάτιό της, η μικρή έτρεξε και βρήκε τη Μάρθα να
την περιμένει. Στην πραγματικότητα, η Μάρθα είχε βιαστεί να τελειώσει με τις
απογευματινές της δουλειές κι αμέσως μετά είχε πάει στο δωμάτιο της Μαίρης.
«Με άφησαν να έχω τον κήπο μου!» φώναξε η Μαίρη. «Όπου
θέλω! Κι ούτε θα έχω γκουβερνάντα για αρκετό καιρό! Κι η μητέρα σου θα έρθει να
με δει κι εγώ μπορεί να πάω στο σπίτι σου! Ο κύριος Κρέιβεν είπε πως ένα μικρό
κορίτσι σαν εμένα δεν μπορεί να φέρει μπελάδες και πως μπορώ να κάνω ό,τι θέλω
όπου θέλω!»
«Α, τι καλός!» είπε χαρούμενη η Μάρθα.
«Μάρθα» είπε σοβαρά η Μαίρη «είναι πραγματικά καλός, μόνο
που το πρόσωπό του είναι πάντα τόσο θλιμμένο και το μέτωπό του κατσούφικο».
Η Μαίρη έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον κήπο. Είχε
λείψει περισσότερο από όσο υπολόγιζε και ήξερε ότι ο Ντίκον έπρεπε να ξεκινήσει
νωρίς καθώς είχε να διανύσει πέντε μίλια μέχρι το σπίτι του. Όταν μπήκε στον
κήπο περνώντας την πόρτα κάτω από τον κισσό, είδε ότι το αγόρι δεν δούλευε εκεί
που το είχε αφήσει. Τα κηπουρικά εργαλεία ήταν παραταγμένα κάτω από ένα δέντρο.
Έτρεξε προς τα εκεί, έψαξε ολόγυρα, ο Ντίκον όμως δεν φαινόταν πουθενά. Είχε
φύγει, και ο μυστικός κήπος ήταν άδειος, εκτός από τον κοκκινολαίμη, που μόλις
είχε πετάξει πάνω από τον τοίχο και καθόταν σε μια τριανταφυλλιά και την
παρατηρούσε.
«Έφυγε» είπε θλιμμένα. «Ω! Λες να μην ήταν παρά μια
νεράιδα του δάσους;»
Κάτι άσπρο που ήταν δεμένο στην τριανταφυλλιά τράβηξε το
μάτι της. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί, στην πραγματικότητα ήταν ένα κομμάτι από το
γράμμα που είχε γράψει για τη Μάρθα για να το στείλει στον Ντίκον. Ήταν
στερεωμένο στον θάμνο με ένα μακρύ καρφί, και στο λεπτό κατάλαβε πως το είχε
αφήσει εκεί ο Ντίκον. Πάνω του είχε γραμμένα κάποια ακανόνιστα γράμματα και
κάτι σαν σκίτσο. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ήταν. Μετά είδε ότι ήταν μια
φωλιά με ένα πουλί μέσα. Κάτω από το σκίτσο έγραφε ανορθόγραφα: «Θα ματάρθο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου