Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΝΤΙΚΟΝ


Ο ήλιος έλαμπε στον μυστικό κήπο σχεδόν μία εβδομάδα. Μυστικό κήπο τον έλεγε η Μαίρη όταν τον σκεφτόταν. Της άρεσε το όνομα, και της άρεσε ακόμα περισσότερο που κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν όταν κλεινόταν μέσα στους πανέμορφους παλιούς τοίχους του. Έμοιαζε σαν να ήταν απομονωμένη από τον κόσμο σε κάποιο παραμυθένιο τόπο. Τα λιγοστά βιβλία που είχε διαβάσει και της άρεσαν ήταν παραμύθια, και είχε διαβάσει για μυστικούς κήπους σε κάποιες από τις ιστορίες τους. Μερικές φορές οι άνθρωποι σε αυτές τις ιστορίες κοιμόντουσαν για εκατό χρόνια, πράγμα που η Μαίρη θεωρούσε μάλλον χαζό. Δεν είχε καμία όρεξη να κοιμηθεί, και για να πούμε την αλήθεια, κάθε μέρα που περνούσε στο Μίσελθουέιτ ένιωθε πιο ξύπνια από ποτέ. Σαν να άρχιζε να της αρέσει που περνούσε την ώρα της έξω από το σπίτι. Όχι μόνο δεν μισούσε τον άνεμο πια, αλλά το ευχαριστιόταν. Μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα και περισσότερη ώρα, και μπορούσε να πηδήξει με το σκοινάκι της μέχρι το εκατό. Οι βολβοί στον μυστικό κήπο μάλλον θα ένιωσαν μεγάλη έκπληξη. Ανοίχτηκε τόσος χώρος γύρω τους ώστε είχαν άπλα να ανασάνουν, και -πού να το ήξερε η Αφέντρα η Μαίρη- οι βολβοί χαιρόντουσαν κάτω από το σκούρο χώμα και δούλευαν εντατικά. Ο ήλιος μπορούσε να τους βρει και να τους ζεστάνει, και όταν ερχόταν η βροχή, τους έβρισκε κι αυτή αμέσως, οπότε άρχισαν να νιώθουν μεγάλη ζωντάνια.
Η Μαίρη ήταν ένα παράξενο, αποφασισμένο πλασματάκι, και τώρα που είχε κάτι ενδιαφέρον να κάνει, είχε στ’ αλήθεια απορροφηθεί. Δούλευε κι έσκαβε και ξερίζωνε αγριόχορτα και κάθε στιγμή που περνούσε, η δουλειά της την έκανε να νιώθει περισσότερο ευχαριστημένη παρά κουρασμένη. Της φαινόταν σαν κάποιο συναρπαστικό παιχνίδι. Βρήκε περισσότερες ανοιχτοπράσινες μυτούλες από όσες περίμενε. Ήταν σαν να ξεφύτρωναν από παντού και στα σίγουρα κάθε μέρα έβρισκε όλο και κάποιες καινούριες τόσο δα μικρούλες που μόλις και ξεχώριζαν. Ήταν τόσες πολλές που θυμήθηκε τα λόγια της Μάρθας, για τις χιλιάδες χιονούλες και για τους βολβούς που αναπτύσσονταν και γένναγαν καινούριους. Ετούτοι εδώ ήταν παρατημένοι εδώ και δέκα χρόνια και ίσως να είχαν αναπτυχθεί σαν τις χιονούλες σε χιλιάδες. Αναρωτήθηκε πόσος καιρός χρειαζόταν μέχρι να φανούν τα λουλούδια. Ήταν φορές που σταματούσε το σκάψιμο για να κοιτάξει τον κήπο και να προσπαθήσει να φανταστεί πώς θα ήταν σκεπασμένος από χιλιάδες όμορφα ολάνθιστα πραγματάκια.
Όσο κρατούσε ο ήλιος μέσα σε κείνη τη βδομάδα, η Μαίρη ήρθε πιο κοντά στον Μπεν Γουέδερσταφ. Τον είχε εκπλήξει πολλές φορές έτσι όπως έμοιαζε να ξεπετάγεται δίπλα του σαν να είχε μόλις φυτρώσει από τη γη. Η αλήθεια ήταν πως φοβόταν ότι εκείνος θα μάζευε τα εργαλεία του και θα έφευγε με το που την έβλεπε να καταφτάνει, οπότε και αυτή τον πλησίαζε πάντα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Από την άλλη όμως ο γέρος δεν έφερνε πια τόσες αντιρρήσεις όσες στην αρχή. Ίσως από μέσα του να ένιωθε κολακευμένος από την επιθυμία της για τη συντροφιά του. Κι από την άλλη, κι αυτή ήταν πιο ευγενική από πριν. Ο Μπεν δεν ήξερε ότι όταν η Μαίρη τού πρωτομίλησε, το έκανε σαν να απευθυνόταν σε ιθαγενή, χωρίς να φαντάζεται ότι ένας στριμμένος, ψωμωμένος γέρος από το Γιορκσάιρ δεν ήταν συνηθισμένος να κάνει χαιρετούρες στους αφέντες του και να δέχεται διαταγές.
«Σαν τον κοκκινολαίμη είσαι» της είπε ένα πρωί όταν σήκωσε το κεφάλι και την είδε δίπλα του. «Δεν ξέρω ούτε πότε θα σε δω ούτε από πού θα ξεφυτρώσεις».
«Είμαστε φίλοι πια» είπε η Μαίρη.
«Έτσι είναι το χούι του» είπε στα γρήγορα ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Τα έχει καλά με τις γυναίκες από ματαιοδοξία και περιέργεια. Και τι δε θα έκανε για να επιδειχτεί και να δείξει την ουρά του. Το καμάρι του τον θρέφει όπως μας θρέφει ένα αυγό».
Σπάνια μιλούσε πολύ και ήταν φορές που στις ερωτήσεις της Μαίρης απαντούσε μόνο με ένα γρύλισμα, αυτό το πρωινό όμως είπε περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως. Ανασηκώθηκε και έβαλε την μπότα του με τις πρόκες πάνω από το φτυάρι του ενώ την κοιτούσε καλά καλά.
«Πόσο καιρό είσαι εδώ;» ρώτησε απότομα.
«Νομίζω πως είναι ένας μήνας» του απάντησε.
«Σαν να άρχισε να σου κάνει καλό το Μίσελθουέιτ» είπε. «Σαν να πάχυνες κάπως και δεν είσαι πια τόσο κίτρινη. Όταν πρωτοήρθες σε αυτόν εδώ τον κήπο έμοιαζες με ξεπουπουλιασμένο κοράκι. Αφού σκέφτηκα πως δεν είχα ματαδεί ένα τόσο άσχημο και ξινό παιδί».
Η Μαίρη δεν ήταν ματαιόδοξη και μια και δεν είχε δώσει ποτέ σημασία στην εμφάνισή της, δεν το πήρε βαριά.
«Το ξέρω πως πάχυνα» είπε. «Οι κάλτσες μου με σφίγγουν, ενώ πρώτα έπεφταν. Να ο κοκκινολαίμης, Μπεν Γουέδερσταφ!»
Και να σου πράγματι ο κοκκινολαίμης, και η Μαίρη σκέφτηκε πως έμοιαζε ομορφότερος από ποτέ. Το κόκκινο γιλέκο του γυάλιζε σαν να ήταν φτιαγμένο από σατέν, και το πουλί κουνούσε την ουρά και τα φτερά του και έγερνε το κεφάλι του και χοροπηδούσε με χάρη. Φαινόταν αποφασισμένος να προκαλέσει τον θαυμασμό του Μπεν Γουέδερσταφ. Αλλά ο Μπεν ήταν όλος σαρκασμό.
«Α, μπα, εδώ είσαι!» είπε. «Με θυμάσαι όταν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Όλο γυάλιζες το γιλέκο σου και τα φτερά σου τούτες τις δυο βδομάδες. Ξέρω τι σκαρώνεις. Θα φλερτάρεις καμιά νεαρή γεμίζοντάς την ψέματα ότι τάχα είσαι ο καλύτερος αρσενικός κοκκινολαίμης στον χερσότοπο του Μίσελ και έτοιμος να τα βάλεις με όλους τους υπόλοιπους».
«Αχ! Κοίτα τον!» ξεφώνισε η Μαίρη.
Ο κοκκινολαίμης είχε ξεθαρρέψει για τα καλά. Χοροπηδούσε όλο και πιο κοντά και κοιτούσε καταπρόσωπο τον Μπεν Γουέδερσταφ. Πέταξε μέχρι την κοντινότερη φραγκοσταφυλιά, έγειρε το κεφάλι του και του κελάηδησε.
«Πας να με ρίξεις» είπε ο Μπεν κάνοντας μια γκριμάτσα αν και η Μαίρη ήταν σίγουρη πως προσπαθούσε να μη φανερώσει πως του άρεσε. «Νομίζεις πως κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, αυτό νομίζεις».
Ο κοκκινολαίμης άπλωσε τα φτερά του και η Μαίρη δεν πίστευε στα μάτια της, καθώς πέταξε στο χερούλι του φτυαριού του Μπεν Γουέδερσταφ και κάθισε εκεί πάνω. Τότε το πρόσωπο του γέρου πήρε μια καινούρια έκφραση. Ήταν ακίνητος, σαν να φοβόταν να αναπνεύσει, σαν να μην το κουνούσε ρούπι κι ας χαλούσε ο κόσμος, φτάνει να μην τρόμαζε τον κοκκινολαίμη. Μίλησε σχεδόν ψιθυριστά.
«Μπα σε καλό σου!» είπε σιγανά σαν να εννοούσε κάτι ολότελα διαφορετικό. «Ξέρεις πώς να ρίχνεις τους ανθρώπους! Μα τι είσαι εσύ πια!»
Και συνέχιζε να στέκεται ακίνητος, σχεδόν χωρίς να ανασαίνει, μέχρι που ο κοκκινολαίμης τίναξε ξανά τα φτερά του και πέταξε μακριά. Και μετά ο Μπεν απόμεινε να κοιτάζει το χερούλι του φτυαριού του σαν να είχε Μαγεία επάνω του, και μετά έπιασε πάλι να σκάβει και για κάμποσο δεν μιλούσε.
Μα καθώς πού και πού το πρόσωπό του αχνοχαμογελούσε, η Μαίρη ξεθάρρεψε.
«Έχεις δικό σου κήπο;» τον ρώτησε.
«Όχι. Δεν έχω ταίρι και μένω με τον Μάρτιν στην πύλη».
«Αν είχες δικό σου κήπο» είπε η Μαίρη «τι θα φύτευες;»
«Λάχανα και πατάτες και κρεμμύδια».
«Αν όμως ήθελες να έχεις λουλούδια» επέμεινε η Μαίρη «τι θα φύτευες;»
«Βολβούς και λουλούδια που μυρίζουν όμορφα, μα κυρίως τριαντάφυλλα».
Το πρόσωπο της Μαίρης φωτίστηκε.
«Σου αρέσουν τα τριαντάφυλλα;» ρώτησε.
Ο Μπεν Γουέδερσταφ ξερίζωσε ένα αγριόχορτο και το πέταξε πιο πέρα προτού απαντήσει.
«Τώρα που το λες, ναι, μου αρέσουν. Μου τα έμαθε μια νεαρή κυρία, ήμουν ο κηπουρός της. Είχε πολλά από δαύτα σε ένα μέρος που λάτρευε και τα αγαπούσε σαν να ήταν παιδιά της… ή κοκκινολαίμηδες. Την είχα δει να σκύβει από πάνω τους και να τα φιλάει». Ξερίζωσε άλλο ένα αγριόχορτο και το κοίταξε κατσούφικα. «Αλλά αυτό ήταν πάνω από δέκα χρόνια πριν».
«Πού είναι τώρα η νεαρή κυρία;» ρώτησε η Μαίρη με ενδιαφέρον.
«Στους ουρανούς» της απάντησε και έχωσε το φτυάρι του βαθιά στη γη «κατά τα λεγόμενα του πάστορα».
«Τι απέγιναν τα τριαντάφυλλα;» ρώτησε ξανά η Μαίρη με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
«Τα παράτησαν».
Η Μαίρη έγινε ακόμα πιο περίεργη.
«Και ξεράθηκαν; Ξεραίνονται τα τριαντάφυλλα όταν τα παρατήσουν;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Να σου πω, είχα αρχίσει να τα συμπαθώ, κι εκείνη τη συμπαθούσα, κι εκείνη τα συμπαθούσε» παραδέχτηκε άθελά του ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Μια δυο φορές τον χρόνο πήγαινα και δούλευα στον κήπο για λίγο, τα κλάδευα και έσκαβα γύρω από τις ρίζες τους. Είχαν γίνει σαν ζούγκλα, μα το χώμα ήταν εύφορο, άρα κάποια θα έζησαν».
«Κι όταν δεν έχουν φύλλα και μοιάζουν γκρίζα και καφέ και ξερά, πώς μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι ζωντανά ή όχι;» ζήτησε να μάθει η Μαίρη.
«Πρέπει να περιμένεις μέχρι να τα πιάσει η άνοιξη, μέχρι να βγει ο ήλιος μετά τη βροχή και μέχρι να πέσει η βροχή όταν λάμπει ο ήλιος, και τότε θα το μάθεις».
«Μα πώς, πώς;» φώναξε η Μαίρη, ξεχνώντας πως έπρεπε να είναι προσεκτική.
«Ψάξε στα κλωνάρια και τα κλαδιά και όταν δεις ένα καφετί πραγματάκι να φουσκώνει εδώ κι εκεί, παρακολούθησέ το μετά τη ζεστή βροχή και δες τι θα γίνει». Σταμάτησε απότομα και κοίταξε με περιέργεια το ανυπόμονο προσωπάκι της. «Πώς και νοιάζεσαι έτσι ξαφνικά για τα τριαντάφυλλα και όλα αυτά;» ρώτησε να μάθει.
Η Αφέντρα η Μαίρη ένιωσε το πρόσωπό της να αναψοκοκκινίζει. Σχεδόν φοβήθηκε να απαντήσει.
«Θέλω να παραστήσω ότι έχω έναν δικό μου κήπο» ψέλλισε. «Εγώ… δεν έχω να κάνω τίποτα, δεν έχω κανέναν».
«Το λοιπόν» είπε αργά ο Μπεν Γουέδερσταφ ενώ την παρατηρούσε «αλήθεια είναι. Δεν έχεις κανέναν και τίποτα».
Το είπε τόσο παράξενα που η Μαίρη αναρωτήθηκε αν στην πραγματικότητα την λυπόταν λίγο. Δεν ένιωσε ποτέ της να λυπάται τον εαυτό της, μόνο κούραση και στριμάδα ένιωθε, γιατί αντιπαθούσε τους πάντες και τα πάντα. Τώρα όμως της φαινόταν πως ο κόσμος άλλαζε και γινόταν καλύτερος. Αν δεν μάθαινε κανένας για τον μυστικό κήπο, θα περνούσε υπέροχα κάθε μέρα.
Η Μαίρη έκανε παρέα στον Μπεν δέκα δεκαπέντε λεπτά ακόμα και ζήτησε να μάθει όσο περισσότερα τόλμησε να ρωτήσει. Της τα απάντησε όλα με εκείνο το παράξενο γρύλισμά του, δεν φαινόταν όμως να τον πειράζουν οι ερωτήσεις της ούτε άρπαξε το φτυάρι του να σηκωθεί να φύγει. Πάνω που η Μαίρη έφευγε, ο Μπεν είπε κάτι για τριαντάφυλλα, κάτι που της θύμισε αυτά που του άρεσαν.
«Πηγαίνεις ακόμα να δεις εκείνα τα τριαντάφυλλα που μου έλεγες;» τον ρώτησε.
«Δεν έχω πάει φέτος. Οι ρευματισμοί μου έκαναν τις αρθρώσεις μου άκαμπτες».
Το είπε με τη γκρινιάρικη φωνή του και φάνηκε να θυμώνει μαζί της ξαφνικά, αν και η Μαίρη δεν κατάλαβε για ποιο λόγο.
«Άκου να σου πω!» της είπε κοφτά. «Μη ρωτάς πολλά. Δεν έχω ματαδεί άλλο παιδί να ρωτάει τόσα. Τράβα να παίξεις. Αρκετά κουβεντιάσαμε σήμερα».
Και το είπε τόσο στριφνά που η Μαίρη κατάλαβε πως δεν ωφελούσε να μείνει ούτε στιγμή. Συνέχισε να πηδάει αργά με το σκοινάκι της στο εξωτερικό μονοπάτι με τις σκέψεις της στον Μπεν και λέγοντας στον εαυτό της πως, όσο παράξενο κι αν φαινόταν, ο γέρο κηπουρός ήταν ένας ακόμα που συμπαθούσε παρά τη στρυφνάδα του. Τον συμπαθούσε τον γέρο Μπεν Γουέδερσταφ. Πάντα της πάσχιζε να τον κάνει να της μιλήσει. Κι επίσης, η Μαίρη άρχισε να πιστεύει πως εκείνος ήξερε τα πάντα για τα λουλούδια.
Υπήρχε ένα δρομάκι με δάφνες που έστριβε γύρω από τον μυστικό κήπο και τελείωνε σε μια πύλη που έβγαζε στο δάσος, στο πάρκο. Σκέφτηκε πως θα έκανε σκοινάκι μέχρι εκεί, να δει αν υπήρχαν λαγοί που χοροπηδούσαν γύρω. Πολύ το ευχαριστήθηκε το χοροπηδητό της με το σκοινάκι και όταν έφτασε στη μικρή πύλη, την άνοιξε και την πέρασε, γιατί άκουσε ένα χαμηλό παράξενο ήχο σαν σφύριγμα, και ήθελε να μάθει τι ήταν.
Ήταν στ’ αλήθεια κάτι παράξενο. Σχεδόν πιάστηκε η ανάσα της καθώς σταμάτησε να το παρατηρήσει. Κάτω από ένα δέντρο καθόταν ένα αγόρι κι έπαιζε μια πρωτόγονη ξύλινη φλογέρα. Ήταν ένα αστείο αγόρι γύρω στα δώδεκα. Φαινόταν καθαρό και είχε μια ανασηκωμένη μύτη και τα μάγουλά του ήταν κόκκινα σαν τις παπαρούνες, και η Αφέντρα η Μαίρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τόσο μεγάλα γαλανά μάτια σε αγορίστικο πρόσωπο. Κι ακόμα, στον κορμό του δέντρου όπου ακουμπούσε, κρεμόταν ένας καφετί σκίουρος και το παρατηρούσε, και πίσω από έναν θάμνο παραδίπλα ένας φασιανός είχε ξεπροβάλει τον λαιμό του και κρυφοκοιτούσε, και σιμά του δυο λαγοί καθόντουσαν στα ποδάρια τους και ρουθούνιζαν στον αέρα με τις μυτούλες τους να τρεμουλιάζουν, και ήταν σαν να πλησίαζαν όλα τα ζωάκια για να δουν το αγόρι και να ακούσουν τον παράξενο χαμηλό ήχο που έβγαζε η φλογέρα του.
Όταν το αγόρι είδε τη Μαίρη, σήκωσε το χέρι και της μίλησε με μια φωνή σαν αυτή που έκανε η φλογέρα του.
«Μην κουνηθείς, θα τα τρομάξεις» της είπε.
Η Μαίρη έμεινε ακίνητη. Το αγόρι σταμάτησε να παίζει τη φλογέρα και άρχισε να σηκώνεται από χάμω. Οι κινήσεις του ήταν τόσο αργές που έμοιαζε να μην κουνιέται διόλου, στο τέλος όμως σηκώθηκε όρθιο, και τότε ο σκίουρος σκαρφάλωσε πάλι στα ψηλά κλαδιά του δέντρου, ο φασιανός κρύφτηκε πίσω από τον θάμνο και οι λαγοί έφυγαν χοροπηδώντας, αν και δεν έδειχναν καθόλου φοβισμένοι.
«Είμαι ο Ντίκον» είπε το αγόρι. «Ξέρω ότι είσαι η Δεσποινίς Μαίρη».
Τότε η Μαίρη συνειδητοποίησε πως με κάποιο τρόπο το είχε καταλάβει από την αρχή ότι είχε μπροστά της τον Ντίκον. Ποιος άλλος θα μπορούσε να γοητεύει λαγούς και φασιανούς, σαν τους ντόπιους στην Ινδία που γοήτευαν φίδια; Τα χείλη του ήταν πλατιά, καμπυλωτά και κόκκινα και το χαμόγελό του απλωνόταν σε όλο του το πρόσωπο.
«Σηκώθηκα αργά» της εξήγησε «γιατί οι γρήγορες κινήσεις τα τρομάζουν. Πρέπει να τους γλυκομιλάς χαμηλόφωνα όταν είναι εδώ γύρω».
Δεν της μιλούσε σαν να μην είχαν ξανασυναντηθεί ποτέ τους, αλλά σαν να την ήξερε πολύ καλά. Η Μαίρη δεν γνώριζε το παραμικρό για τα αγόρια και του μίλησε λίγο αδέξια, γιατί ένιωθε λίγο ντροπή.
«Πήρες το γράμμα της Μάρθας;» ρώτησε.
Το κοκκινωπό σγουρομάλλικο κεφάλι του έγνεψε καταφατικά.
«Γι’ αυτό ήρθα».
Έσκυψε να πιάσει κάτι που είχε αφήσει δίπλα του στο χώμα όση ώρα έπαιζε τη φλογέρα.
«Πήρα τα εργαλεία του κήπου. Έχω εδώ ένα μικρό φτυάρι, μια τσουγκράνα, ένα σκαλιστήρι κι ένα σκεπάρνι. Είναι καλά. Να κι ένα μικρό φτυάρι. Κι ακόμα, η γυναίκα στο μαγαζί μού έβαλε κι ένα πακέτο άσπρες παπαρούνες κι ένα μπλε δελφίνια όταν αγόρασα τους άλλους σπόρους».
«Θα μου δείξεις τους σπόρους;» ρώτησε η Μαίρη.
Από μέσα της ευχόταν να μπορούσε να μιλήσει όπως ο Ντίκον. Τα λόγια του ήταν γρήγορα και απλά. Φαινόταν να τη συμπαθεί και πως δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται πως αυτή δεν θα τον συμπαθήσει, γιατί ήταν ένα απλό παιδί από τα μέρη του χερσότοπου, με μπαλωμένα ρούχα κι αστείο πρόσωπο και ατίθασα κόκκινα μαλλιά. Καθώς τον πλησίασε, παρατήρησε πως τον περιέβαλε μια καθαρή φρέσκια μυρωδιά από ρείκια, γρασίδι και φύλλα, σαν να ήταν καμωμένος από όλα αυτά. Της άρεσε και όταν κοίταξε το αστείο του πρόσωπο με τα κόκκινα μάγουλα και τα μεγάλα γαλανά μάτια, ξέχασε την ντροπαλότητά της.
«Ας κάτσουμε σε αυτόν εδώ τον κορμό και ας δούμε τι έφερες».
Κάθισαν και ο Ντίκον έβγαλε ένα τσαλακωμένο χάρτινο πακέτο από την τσέπη του σακακιού του. Έλυσε τον σπάγκο και μέσα είχε πολλά όμορφα μικρά πακετάκια με την εικόνα ενός λουλουδιού στο καθένα.
«Έχει πολλές παπαρούνες και ρεζεντά» είπε. «Η ρεζεντά μοσχοβολάει καθώς μεγαλώνει, άσε που φυτρώνει όπου τη σπείρεις, το ίδιο και οι παπαρούνες. Στο πι και φι μεγαλώνουν και τα δυο».
Σταμάτησε και γύρισε απότομα το κεφάλι του, και το ροδοκόκκινο πρόσωπό του έλαμψε.
«Πού είναι ο κοκκινολαίμης που μας φωνάζει;» ρώτησε.
Το τιτίβισμα ερχόταν από έναν πυκνό θάμνο γεμάτο πορφυρά μούρα και η Μαίρη υπέθεσε ποιος ήταν.
«Αλήθεια μας φωνάζει;» ρώτησε.
«Α, ναι» είπε ο Ντίκον, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, «φωνάζει έναν φίλο του. Σαν να λέει: “Εδώ είμαι. Κοίτα με. Θέλω λίγη κουβέντα”. Νατος εκεί στον θάμνο. Ποιανού είναι;»
«Είναι του Μπεν Γουέδερσταφ, νομίζω όμως πως με γνωρίζει λίγο» απάντησε η Μαίρη.
«Α, σε ξέρει» είπε ο Ντίκον χαμηλόφωνα. «Και σε συμπαθεί. Του αρέσεις. Σε λίγο θα μου μιλήσει για σένα».
Πλησίασε τον θάμνο με τις ίδιες αργές κινήσεις που η Μαίρη είχε παρατηρήσει και πιο πριν, και μετά έκανε έναν ήχο σχεδόν σαν το κελάηδημα του κοκκινολαίμη. Ο κοκκινολαίμης άκουσε προσεκτικά για λίγο και μετά αποκρίθηκε σαν να απαντούσε σε μια ερώτηση.
«Α, είναι φίλος σου» γέλασε ο Ντίκον.
«Έτσι λες;» φώναξε ζωηρά η Μαίρη. Πόσο ήθελε να μάθει! «Λες να με συμπαθεί στ’ αλήθεια;»
«Δεν θα σε πλησίαζε αν δεν σε συμπαθούσε» απάντησε ο Ντίκον. «Τα πουλιά είναι πολύ επιλεκτικά, κι ένας κοκκινολαίμης μπορεί να αρνηθεί κάποιον περισσότερο από τους ανθρώπους. Να, θέλει να γίνετε φίλοι. “Δεν βλέπεις τον φιλαράκο σου;” λέει».
Και πραγματικά έμοιαζε πως έτσι ήταν. Ο κοκκινολαίμης έκανε σκέρτσα και κελαηδούσε καθώς χοροπηδούσε στον θάμνο.
«Καταλαβαίνεις όλα όσα λένε τα πουλιά;» ρώτησε η Μαίρη.
Το χαμόγελο του Ντίκον απλώθηκε, μέχρι που ήταν όλος ένα πλατύ χαμογελαστό κόκκινο στόμα, και έτριψε τα ατίθασα μαλλιά του.
«Νομίζω πως τα καταλαβαίνω, κι αυτά πάλι το ίδιο νομίζουν» είπε. «Έζησα τόσο πολύ καιρό στον χερσότοπο μαζί τους. Τα παρακολουθούσα καθώς έσκαζαν από το αυγό κι έβγαζαν πούπουλα και μάθαιναν να πετάνε και να κελαηδάνε, τόσο που νομίζω πως είμαι κι εγώ σαν κι αυτά. Είναι φορές που λέω πως ίσως και να είμαι πουλί ή αλεπού ή λαγός ή σκίουρος ή μπορεί και σκαθάρι, και να μην το ξέρω».
Γέλασε και ξαναγύρισε στον κορμό του δέντρου κι άρχισε να λέει πάλι για τους σπόρους των λουλουδιών. Της είπε πώς έμοιαζαν όταν γινόντουσαν λουλούδια κι ακόμα πώς να τους φυτέψει και να τους φροντίζει, να τους ποτίζει και να τους θρέφει.
«Κοίτα να δεις» είπε ξαφνικά, γυρίζοντας προς το μέρος της. «Θα στους φυτέψω εγώ. Πού είναι ο κήπος σου;»
Η Μαίρη έσφιξε τα λεπτά της χέρια. Δεν ήξερε τι να πει κι έτσι για ένα ολόκληρο λεπτό δεν είπε τίποτα. Δεν το είχε σκεφτεί. Ένιωσε μίζερα και της φάνηκε πως στην αρχή το πρόσωπό της κοκκίνισε και μετά χλόμιασε.
«Έχεις κήπο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ντίκον.
Πραγματικά είχε αναψοκοκκινίσει και μετά είχε χλομιάσει. Ο Ντίκον το είχε προσέξει, και καθώς έμενε αμίλητη, άρχισε να προβληματίζεται.
«Δεν θα σου έδιναν ένα κομμάτι γη να φυτέψεις; Ή δεν το έχεις για την ώρα;» ρώτησε.
Η Μαίρη έσφιξε τα χέρια της περισσότερο και γύρισε και τον κοίταξε.
«Δεν ξέρω τίποτα για τα αγόρια» είπε αργά. «Θα κρατούσες ένα μυστικό, αν στο φανέρωνα; Είναι μεγάλο μυστικό. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν το μάθαιναν. Νομίζω πως θα πέθαινα!» Αυτή την τελευταία πρόταση την είπε με πάθος.
Ο Ντίκον μπερδεύτηκε περισσότερο και πέρασε ακόμα μια φορά το χέρι του πάνω από τα ατίθασα μαλλιά του, όμως της απάντησε καλοπροαίρετα.
«Εγώ έχω μυστικά συνέχεια» είπε. «Αν δεν μπορούσα να κρατήσω μυστικά από τα άλλα παιδιά, μυστικά για αλεπουδάκια, φωλιές πουλιών και λαγούμια άγριων ζώων, τίποτα δεν θα ήταν ασφαλές στον χερσότοπο. Και βέβαια κρατάω μυστικά».
Η Αφέντρα η Μαίρη δεν το είχε πρόθεση να απλώσει το χέρι της και να του πιάσει το μανίκι, το έκανε όμως.
«Έκλεψα έναν κήπο» ξεφούρνισε. «Δεν είναι δικός μου. Δεν είναι κανενός. Κανένας δεν τον θέλει, κανένας δεν τον φροντίζει, κανένας δεν τον επισκέπτεται. Ίσως και να έχουν όλα ξεραθεί εκεί μέσα. Δεν ξέρω».
Άρχισε να νιώθει να φλογίζεται και να πεισμώνει πιο πολύ από ποτέ στη ζωή της.
«Δεν με ενδιαφέρει καθόλου, καθόλου! Κανένας δεν έχει δικαίωμα να μου τον πάρει, αφού εγώ νοιάζομαι, οι άλλοι όμως όχι. Τον έχουν αφήσει να μαραζώσει, ολομόναχος» απόσωσε με πάθος κι έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο κι άρχισε να κλαίει η φτωχούλα η Αφέντρα η Μαίρη.
Ο Ντίκον άνοιξε έκπληκτος τα μεγάλα του μάτια.
«Ε, ε, ε!» είπε, και ήταν το επιφώνημά του αργό, σαν να ένιωθε έκπληξη και συμπόνια μαζί.
«Δεν έχω να κάνω τίποτα» είπε η Μαίρη. «Δεν έχω τίποτα δικό μου. Εγώ τον βρήκα και μπήκα. Είμαι κάπως σαν τον κοκκινολαίμη και σίγουρα δεν θα τον έπαιρναν από τον κοκκινολαίμη».
«Πού είναι;» ρώτησε ο Ντίκον χαμηλώνοντας τη φωνή.
Τότε η Αφέντρα η Μαίρη σηκώθηκε αμέσως ορθή. Το ήξερε ότι ένιωθε να πεισμώνει και να μπουχτίζει ξανά, πολύ που την ένοιαζε όμως! Ήταν επιβλητική και ερχόταν από την Ινδία, κι επίσης θυμωμένη και λυπημένη.
«Έλα μαζί μου και θα σου δείξω» είπε.
Τον οδήγησε στο στριφογυριστό μονοπάτι με τις δάφνες και μετά στο σημείο όπου φύτρωνε ο πυκνός κισσός. Ο Ντίκον την ακολουθούσε και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη μια παράξενη, σχεδόν συμπονετική έκφραση. Ένιωθε σαν να τον οδηγούσαν να δει τη φωλιά ενός παράξενου πουλιού και ότι έπρεπε να κινείται ήσυχα. Όταν η Μαίρη έφτασε στον τοίχο και σήκωσε τον κρεμαστό κισσό, ο Ντίκον ξαφνιάστηκε. Υπήρχε μια πόρτα και η Μαίρη την έσπρωξε αργά και πέρασαν μαζί στην άλλη μεριά, και τότε η Μαίρη σταμάτησε και έδειξε ολόγυρά της προκλητικά.
«Αυτός είναι» είπε. «Είναι ο μυστικός κήπος, κι εγώ είμαι η μόνη στον κόσμο που θέλει να ζωντανέψει».
Ο Ντίκον κοίταξε γύρω γύρω ξανά και ξανά.
«Α!» είπε ψιθυριστά σχεδόν «είναι ένα παράξενο, όμορφο μέρος! Σαν σε όνειρο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...