ΔΕΚΑΤΟ
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΟΛΙΝ»
Η Μαίρη πήρε το σκίτσο μαζί της όταν γύρισε στο σπίτι για
το φαγητό και το έδειξε στη Μάρθα.
«Α!» είπε η Μάρθα με περηφάνια. «Δεν το ήξερα πως ο
Ντίκον μας ήταν τόσο έξυπνος. Είναι το σκίτσο μιας τσίχλας στη φωλιά της, σαν
ολοζώντανη και θεόρατη».
Τότε η Μαίρη κατάλαβε πως ο Ντίκον ήθελε να της στείλει
ένα μήνυμα μέσω αυτού του σκίτσου, για να τη σιγουρέψει ότι θα κρατούσε το
μυστικό. Ο κήπος της ήταν η φωλιά της και η ίδια σαν την τσίχλα. Αχ! Πόσο
συμπαθούσε αυτό το παράξενο χωριατόπαιδο!
Ήλπιζε πως θα ξαναερχόταν την επόμενη μέρα και με αυτή
την προσδοκία έπεσε να κοιμηθεί.
Δεν ξέρεις όμως ποτέ τι σκοπούς έχει ο καιρός στο
Γιορκσάιρ, και ειδικά την άνοιξη. Η Μαίρη ξύπνησε μέσα στη νύχτα από τον ήχο
της βροχής που χτυπούσε με χοντρές σταγόνες το παράθυρό της. Έβρεχε
καρεκλοπόδαρα και ο αγέρας λυσσομανούσε στις γωνιές και τις καμινάδες του
πελώριου σπιτιού. Η Μαίρη ανακάθισε στο κρεβάτι της νιώθοντας στενοχώρια και
θυμό.
«Η βροχή είναι τόσο στριφνή όσο ήμουν εγώ κάποτε» είπε.
«Ήρθε, γιατί ήξερε πως δεν την ήθελα».
Ξαναέπεσε στο κρεβάτι της κι έκρυψε το πρόσωπό της. Δεν
έκλαψε, παρά απόμεινε στην ίδια θέση μισώντας τον βαρύ ήχο της βροχής, τον
άνεμο και το λυσσομάνημά του. Δεν της κολλούσε ύπνος. Ο θρηνητικός ήχος την
κράτησε ξύπνια γιατί και η ίδια σαν να θρηνούσε ένιωθε. Αν ένιωθε ευτυχισμένη,
το πιο πιθανό ήταν να νανουριστεί από τον θόρυβο και να κοιμηθεί. Πώς
λυσσομανούσε ο αγέρας και πώς χτυπούσαν δυνατά οι σταγόνες στο παράθυρό της!
«Μοιάζει σαν να είναι κάποιος άνθρωπος χαμένος στον χερσότοπο
και να κλαίει» είπε.
Ήταν ξύπνια και στριφογύριζε στο κρεβάτι της καμιά ώρα,
όταν ξαφνικά κάτι την έκανε να ανακαθίσει και να στρέψει το κεφάλι της κατά την
πόρτα στήνοντας αυτί. Κι άκουγε κι άκουγε.
«Δεν είναι ο αέρας τώρα» ψιθύρισε δυνατά. «Δεν είναι ο
αέρας αυτό που ακούγεται. Είναι κάτι διαφορετικό. Είναι το κλάμα που έχω
ξανακούσει».
Η πόρτα του δωματίου της ήταν ανοιχτή, και ο ήχος ερχόταν
από την πέρα μεριά του διαδρόμου, ένας μακρινός αδύναμος ήχος γοερού κλάματος.
Απόμεινε να ακούει για μερικά δευτερόλεπτα και με κάθε δευτερόλεπτο που
περνούσε γινόταν όλο και πιο σίγουρη. Ένιωσε πως έπρεπε να βρει τι συνέβαινε.
Ήταν κάτι ακόμα πιο μυστηριώδες από τον μυστικό κήπο και το θαμμένο κλειδί.
Ίσως η επαναστατική της διάθεση να της έδωσε θάρρος. Έβγαλε το πόδι της από το
κρεβάτι και πάτησε στο πάτωμα.
«Θα βρω τι γίνεται» είπε. «Όλοι τους κοιμούνται και δεν
με νοιάζει καθόλου για την κυρία Μέντλοκ, καθόλου!»
Είχε ένα κερί δίπλα στο προσκέφαλό της και το πήρε και
αλαφροπάτησε έξω από το δωμάτιο. Ο διάδρομος φαινόταν κατασκότεινος και μακρύς,
η Μαίρη όμως ήταν πολύ ταραγμένη για να τη νοιάζει. Σκέφτηκε πως θα θυμόταν τα
σημεία όπου έπρεπε να πάρει στροφή μέχρι να βρει τον μικρό διάδρομο με την
πόρτα που ήταν καλυμμένη με ταπετσαρία, εκείνη από την οποία είχε βγει η κυρία
Μέντολκ τη μέρα που η Μαίρη είχε χάσει τον δρόμο της. Ο ήχος ερχόταν κάπου από
εκείνο το σημείο. Κι έτσι συνέχισε τη διαδρομή της με το ισχνό της φως,
ψηλαφίζοντας τον δρόμο της και με την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που
νόμιζε πως την άκουγε. Το απόμακρο κλάμα συνεχιζόταν και την οδηγούσε. Καμιά
φορά σταματούσε για λίγο και μετά ξεκινούσε πάλι. Να ήταν αυτή η γωνία όπου
έπρεπε να στρίψει; Σταμάτησε και το σκέφτηκε. Ναι, αυτή ήταν. Θα προχωρούσε τον
διάδρομο, θα έστριβε αριστερά, μετά θα ανέβαινε δύο φαρδιά σκαλοπάτια και μετά
πάλι δεξιά. Ναι, να και η πόρτα με την ταπετσαρία.
Την έσπρωξε μαλακά και την έκλεισε ξοπίσω της. Βγήκε σε
έναν άλλον διάδρομο και τώρα μπορούσε να ακούσει πολύ καθαρά το κλάμα, αν και
δεν ήταν τόσο δυνατό. Ερχόταν από την άλλη μεριά του τοίχου στα δεξιά της και λίγο
πιο πέρα υπήρχε μια πόρτα. Μπορούσε να δει λίγο φως να βγαίνει από την
χαραμάδα. Αυτός ο Κάποιος που έκλαιγε βρισκόταν σε εκείνο το δωμάτιο και αυτός
ο Κάποιος ήταν πολύ μικρός σε ηλικία.
Κι έτσι πήγε μέχρι την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε στο
δωμάτιο!
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με παλιά όμορφα έπιπλα. Μια φωτιά
σιγόκαιγε στο τζάκι και ένα βοηθητικό φως έφεγγε στο σκαλιστό κρεβάτι με τις
τέσσερις κολόνες και τις μπροκάρ κουρτίνες, και στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα
αγόρι, που έκλαιγε γοερά.
Η Μαίρη αναρωτήθηκε αν βρισκόταν σε έναν υπαρκτό τόπο ή
μήπως είχε αποκοιμηθεί ξανά και ονειρευόταν χωρίς να το ξέρει.
Το αγόρι είχε ένα γωνιώδες ντελικάτο πρόσωπο στο χρώμα
του ελεφαντόδοντου και τα μάτια του έμοιαζαν πολύ μεγάλα. Είχε επίσης πολλά
μαλλιά που έπεφταν ατίθασα στο μέτωπό του σε πλούσιες μπούκλες κι έκαναν το
λεπτό του πρόσωπο να φαίνεται ακόμα πιο μικρό. Φαινόταν άρρωστο, έμοιαζε όμως
να κλαίει πιο πολύ από την κούραση και την δυστροπία παρά από τον πόνο που
μπορεί να το βασάνιζε.
Η Μαίρη έστεκε δίπλα στην πόρτα με το κερί της στο χέρι,
κρατώντας την ανάσα της. Μετά διέσχισε το δωμάτιο και καθώς ήρθε πιο κοντά στο
αγόρι, το φως τράβηξε την προσοχή του και, στρέφοντας το κεφάλι του στο
μαξιλάρι, την κοίταξε με τα γκρίζα μάτια του τόσο ορθάνοιχτα που έμοιαζαν
πελώρια.
«Ποια είσαι; Είσαι φάντασμα;» φώναξε με δυνατή φωνή. Και
μετά μισοψιθυρίζοντας φοβισμένα: «Ποια είσαι; Είσαι φάντασμα;»
«Δεν είμαι» απάντησε η Μαίρη μισοψιθυρίζοντας κι αυτή
φοβισμένα. «Μήπως είσαι εσύ;»
Το αγόρι κοιτούσε και κοιτούσε. Η Μαίρη δεν μπορούσε να
μην προσέξει πόσο παράξενα ήταν τα μάτια του. Είχαν το γκρίζο χρώμα του αχάτη
και έμοιαζαν τόσο μεγάλα γιατί ήταν στεφανωμένα από πυκνές μαύρες βλεφαρίδες.
«Όχι» απάντησε μετά από λίγο. «Με λένε Κόλιν».
«Ποιος είναι ο Κόλιν;» τραύλισε η Μαίρη.
«Είμαι ο Κόλιν Κρέιβεν. Εσύ ποια είσαι;»
«Είμαι η Μαίρη Λένοξ. Ο κύριος Κρέιβεν είναι ο θείος
μου».
«Είναι ο πατέρας μου» είπε το αγόρι.
«Ο πατέρας σου!» φώναξε έκπληκτη. «Δεν μου είπε κανένας
ότι είχε ένα παιδί! Γιατί;»
«Έλα πιο κοντά» είπε το αγόρι ενώ τα παράξενα μάτια του
ήταν καρφωμένα επάνω της με μια ανήσυχη έκφραση.
Η Μαίρη πλησίασε το κρεβάτι και το αγόρι άπλωσε το χέρι
και την άγγιξε.
«Είσαι αληθινή, έτσι;» είπε. «Ονειρεύομαι τόσο ζωντανά
όνειρα ώρες ώρες. Μπορεί να είσαι όνειρο».
Η Μαίρη είχε φορέσει μια μάλλινη εσάρπα προτού αφήσει το
δωμάτιό της κι έβαλε ένα κομμάτι της στα χέρια του αγοριού.
«Τρίψτη και δες πόσο παχιά και ζεστή είναι» του είπε.
«Μπορώ και να σε τσιμπήσω λίγο αν προτιμάς, για να σου δείξω πως είμαι αληθινή.
Για μια στιγμή νόμισα πως κι εσύ είσαι όνειρο».
«Από πού ήρθες;» τη ρώτησε το αγόρι.
«Από το δωμάτιό μου. Ο αέρας λυσσομανούσε τόσο δυνατά που
δεν μπορούσα να κοιμηθώ κι άκουσα κλάμα κι ήθελα να δω ποιος έκλαιγε. Γιατί
έκλαιγες;»
«Γιατί ούτε εγώ είχα ύπνο και πονούσε και το κεφάλι μου.
Ξαναπές μου το όνομά σου».
«Μαίρη Λένοξ. Δεν σου είπε κανείς ότι ήρθα να μείνω εδώ;»
Το αγόρι είχε ακόμη στα δάχτυλά του την άκρη της εσάρπας,
φαινόταν όμως να δείχνει σαν να πίστευε περισσότερο στην ύπαρξή της.
«Όχι» απάντησε. «Δεν τόλμησαν».
«Γιατί;» ρώτησε η Μαίρη.
«Γιατί θα φοβόμουν πως θα με έβλεπες. Και δεν θέλω να με
βλέπουν και να μου μιλάνε οι άνθρωποι».
«Γιατί;» ρώτησε ξανά η Μαίρη νιώθοντας όλο και πιο
μπερδεμένη.
«Γιατί πάντα έτσι είμαι, άρρωστος και στο κρεβάτι. Ούτε ο
πατέρας μου θέλει να μου μιλάνε. Δεν επιτρέπεται στους υπηρέτες να με
αναφέρουν. Αν ζήσω, μπορεί να γίνω καμπούρης, δεν θα ζήσω όμως. Ο πατέρας μου
δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται ότι μπορεί να γίνω σαν εκείνον».
«Αχ! Τι παράξενο που είναι αυτό το σπίτι!» είπε η Μαίρη.
«Τι παράξενο σπίτι! Πόσα μυστικά! Υπάρχουν κλειδωμένα δωμάτια και κλειδωμένοι
κήποι… κι εσύ! Σε έχουν κλειδώσει;»
«Όχι. Μένω εδώ γιατί δεν θέλω να μετακινούμαι. Με
κουράζει».
«Ο πατέρας σου έρχεται να σε δει;» θέλησε να μάθει η
Μαίρη.
«Μερικές φορές. Συνήθως όταν κοιμάμαι. Δεν θέλει να με
βλέπει».
«Γιατί;» ρώτησε άθελά της η Μαίρη.
Κάτι σαν θυμωμένη σκιά πέρασε από το πρόσωπο του αγοριού.
«Η μητέρα μου πέθανε όταν γεννήθηκα, και ο πατέρας μου το
θυμάται όταν με κοιτάει και γίνεται δυστυχισμένος. Νομίζει πως δεν το ξέρω, εγώ
όμως έχω ακούσει που το λένε. Σχεδόν με μισεί».
«Μισεί τον κήπο, γιατί εκείνη πέθανε» είπε η Μαίρη σαν να
μονολογούσε.
«Ποιον κήπο;» ρώτησε το αγόρι.
«Ω! Έναν κήπο… έναν κήπο που αγαπούσε η μητέρα σου»
κόμπιασε η Μαίρη. «Όλη σου τη ζωή εδώ την έχεις περάσει;»
«Σχεδόν. Μερικές φορές με έχουν πάει σε παραθαλάσσια
μέρη, δεν θέλω όμως να μείνω, γιατί οι άνθρωποι με κοιτάζουν. Συνήθως φορούσα
μια σιδερένια κατασκευή που κρατούσε ίσια την πλάτη μου, αλλά ήρθε ένας
σπουδαίος γιατρός από το Λονδίνο να με δει και είπε ότι αυτό ήταν εντελώς
ανόητο. Τους είπε να μου το βγάλουν και να με έχουν στον καθαρό αέρα. Μισώ τον
καθαρό αέρα και δεν θέλω να βγω έξω».
«Ούτε εγώ ήθελα όταν πρωτοήρθα» είπε η Μαίρη. «Γιατί με
κοιτάζεις έτσι;»
«Για τα όνειρα που είναι τόσο αληθινά» απάντησε μάλλον
θλιμμένα. «Είναι φορές που ανοίγω τα μάτια μου και δεν το πιστεύω πως είμαι
ξύπνιος».
«Ξύπνιοι είμαστε και οι δυο μας» είπε η Μαίρη. Κοίταξε
εξεταστικά το δωμάτιο με το ψηλό του ταβάνι, τις σκοτεινές του γωνιές και το
χλωμό φως της φωτιάς. «Μοιάζει σαν όνειρο, και είμαστε στη μέση της νύχτας, κι
όλοι κοιμούνται στο σπίτι, όλοι εκτός από εμάς. Είμαστε ολότελα ξύπνιοι».
«Δεν θέλω να είναι όνειρο» είπε ανήσυχα το αγόρι.
«Ξαφνικά η Μαίρη κάτι σκέφτηκε.
«Αν δεν θέλεις να σε βλέπουν οι άνθρωποι» άρχισε να λέει
«θέλεις να φύγω;»
Το αγόρι κρατούσε ακόμη την άκρη της εσάρπας της και την
τράβηξε λίγο.
«Όχι» είπε. «Τότε θα βεβαιωνόμουν πως ήσουν όνειρο, αν
έφευγες. Αν είσαι αληθινή, τότε κάτσε στο σκαμνί και μίλα μου. Θέλω να μάθω για
σένα».
Η Μαίρη άφησε το κερί της στο τραπέζι και κάθισε στο
σκαμνί που ήταν ντυμένο με ένα μαξιλάρι. Δεν είχε καμία διάθεση να φύγει. Ήθελε
να μείνει στο μυστήριο κρυφό δωμάτιο και να μιλήσει με το μυστηριώδες αγόρι.
«Τι θέλεις να σου πω;» το ρώτησε.
Το αγόρι ήθελε να μάθει πόσο καιρό ζούσε στο Μίσελθουέιτ,
σε ποιον διάδρομο ήταν το δωμάτιό της, πώς περνούσε την ώρα της, αν αντιπαθούσε
όσο αυτός τον χερσότοπο, πού ζούσε προτού έρθει στο Γιορκσάιρ. Του απάντησε σε
όλες τις ερωτήσεις του και σε πολλές άλλες ακόμα, και το αγόρι είχε γείρει πίσω
στο μαξιλάρι του και την άκουγε. Την έβαλε να του πει ένα σωρό πράγματα για την
Ινδία και για το ταξίδι της όταν διέσχισε τον ωκεανό. Η Μαίρη ανακάλυψε πως
επειδή το αγόρι ήταν ανάπηρο, δεν ήξερε πράγματα που μάθαιναν τα άλλα παιδιά.
Μια από τις παραμάνες του το είχε μάθει να διαβάζει σε μικρή ηλικία κι έτσι
πάντα του διάβαζε και κοιτούσε τις εικόνες σε κάτι φαντασμαγορικά βιβλία.
Παρότι σπάνια το έβλεπε ο πατέρας του όταν ήταν ξύπνιο,
του είχε χαρίσει ένα σωρό πράγματα για να διασκεδάζει. Πάντως, δεν έμοιαζε να
διασκεδάζει ποτέ του. Μπορούσε να έχει ό,τι ζητούσε και κανένας δεν το έβαζε να
κάνει ό,τι δεν ήθελε.
«Όλοι τους κάνουν ό,τι με ευχαριστεί» είπε αδιάφορα. «Με
αρρωσταίνει όταν θυμώνω. Κανένας δεν πιστεύει ότι θα ζήσω μέχρι να μεγαλώσω».
Το είπε με τέτοιο τρόπο, λες και ήταν τόσο συνηθισμένος
στην ιδέα που είχε πάψει να τον νοιάζει. Φαινόταν πάντως ότι του άρεσε ο ήχος
της φωνής της Μαίρης. Καθώς συνέχιζε να του μιλάει, την άκουγε νυσταγμένα αλλά
με ενδιαφέρον. Μια δυο φορές η Μαίρη αναρωτήθηκε αν κόντευε να αποκοιμηθεί. Στο
τέλος όμως τη ρώτησε κάτι που άνοιξε καινούριο θέμα συζήτησης.
«Πόσων χρονών είσαι;» τη ρώτησε.
«Δέκα» απάντησε η Μαίρη και συνέχισε με αφέλεια «όσο
είσαι κι εσύ».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε με έκπληξη το αγόρι.
«Γιατί, όταν γεννήθηκες, η πόρτα του κήπου κλειδώθηκε και
το κλειδί το έθαψαν. Και είναι δέκα χρόνια από τότε».
Ο Κόλιν μισοσηκώθηκε και στηρίχτηκε στους ώμους του για
να την κοιτάξει.
«Ποια πόρτα του κήπου είναι κλειδωμένη; Ποιος την
κλείδωσε; Πού είναι θαμμένο το κλειδί;» ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον.
«Είναι ο κήπος που… που μισεί ο κύριος Κρέιβεν» είπε
νευρικά η Μαίρη. «Κλείδωσε την πόρτα. Κανένας… κανένας δεν ήξερε πού ήταν
θαμμένο το κλειδί».
«Τι λογής κήπος είναι;» επέμεινε ο Κόλιν.
«Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μπει εκεί εδώ και δέκα
χρόνια» ήρθε η προσεκτική απάντηση της Μαίρης.
Ήταν αργά όμως για να προσπαθήσει να είναι προσεκτική. Ο
Κόλιν ήταν σαν αυτήν. Δεν είχε τίποτα να ασχοληθεί και η ιδέα ενός μυστικού
κήπου του κίνησε το ενδιαφέρον, όπως είχε κινήσει και το δικό της. Της έκανε τη
μία ερώτηση μετά την άλλη. Πού ήταν ο κήπος; Δεν είχε ψάξει ποτέ της να βρει
την πόρτα; Δεν είχε ρωτήσει τους κηπουρούς;
«Δεν μιλάνε για τον κήπο» είπε η Μαίρη. «Νομίζω πως τους
είπαν να μην απαντούν σε τέτοιες ερωτήσεις».
«Εγώ θα τους έκανα να μου πουν» είπε ο Κόλιν.
«Θα μπορούσες;» τραύλισε η Μαίρη αρχίζοντας να νιώθει
λίγο φοβισμένη. Αν μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να του δώσουν απαντήσεις
για το καθετί, ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε!
«Όλοι τους έχουν υποχρέωση να κάνουν ό,τι μου αρέσει. Στο
είπα και πριν» της είπε. «Αν ζούσα, τότε κάποια στιγμή θα κληρονομούσα αυτό το
μέρος. Το ξέρουν όλοι. Θα τους ανάγκαζα να μου πουν».
Η Μαίρη δεν ήξερε ότι κι αυτή η ίδια ήταν κακομαθημένη,
μπορούσε όμως να διακρίνει πολύ καθαρά ότι αυτό το μυστήριο παιδί ήταν πολύ
κακομαθημένο. Νόμιζε πως όλος ο κόσμος τού ανήκε. Πόσο περίεργο ήταν και πόσο
αδιάφορα μιλούσε για το θάνατό του.
«Νομίζεις πως θα πεθάνεις;» ρώτησε τον Κόλιν, επειδή από
τη μια ήταν περίεργη να μάθει κι από την άλλη γιατί ήθελε έτσι να τον κάνει να
ξεχάσει τον κήπο.
«Έτσι νομίζω» της απάντησε με την ίδια αδιαφορία. «Από
τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλοι αυτό λένε. Στην αρχή νόμιζαν πως ήμουν
πολύ μικρός και δεν θα καταλάβαινα και τώρα πάλι νομίζουν πως δεν ακούω. Ακούω
όμως. Ο γιατρός μου είναι ξάδελφος του πατέρα μου. Είναι πολύ φτωχός κι αν
πεθάνω, όλο το Μίσελθουέιτ θα γίνει δικό του, μετά τον θάνατο του πατέρα μου.
Νομίζω πως δεν θα ήθελε να ζήσω».
«Εσύ, θέλεις να ζήσεις;» θέλησε να μάθει η Μαίρη.
«Όχι» απάντησε στριφνά και κουρασμένα. «Δεν θέλω όμως και
να πεθάνω. Όταν νιώθω άρρωστος, ξαπλώνω εδώ και το σκέφτομαι μέχρι που με
πιάνουν τα κλάματα».
«Είναι τρεις φορές που σε έχω ακούσει να κλαις» είπε η
Μαίρη «δεν ήξερα όμως ποιος ήταν. Γι’ αυτό έκλαιγες;» Ήθελε τόσο να ξεχάσει πως
του είχε μιλήσει για τον κήπο.
«Μάλλον» της απάντησε. «Ας πούμε για κάτι άλλο. Ας πούμε
για τον κήπο. Δεν θέλεις να τον δεις;»
«Ναι» απάντησε σιγανά η Μαίρη.
«Εγώ θέλω» συνέχισε με επιμονή το αγόρι. «Δεν πιστεύω πως
μέχρι τώρα ήθελα πραγματικά να δω κάτι, τον κήπο όμως θέλω να τον δω. Θέλω να
ξεθάψω το κλειδί. Να ξεκλειδώσω την πόρτα. Θα τους άφηνα να με πάνε μέχρι εκεί
με το καροτσάκι μου. Θα έπαιρνα καθαρό αέρα έτσι. Θα τους βάλω να ανοίξουν την
πόρτα».
Είχε ενθουσιαστεί και τα παράξενα μάτια του άρχισαν να
λάμπουν σαν αστέρια και να δείχνουν πιο μεγάλα από ποτέ.
«Έχουν υποχρέωση να με ευχαριστήσουν» είπε. «Θα τους βάλω
να με πάνε μέχρι εκεί και θα σε αφήσω να έρθεις κι εσύ».
Η Μαίρη έσφιξε τα χέρια της. Όλα θα πήγαιναν στράφι, όλα!
Ο Ντίκον δεν θα ξαναερχόταν ποτέ. Ποτέ της δεν θα ένιωθε ξανά σαν μια τσίχλα
στην καλά κρυμμένη φωλιά της.
«Ω! Μην το κάνεις, μη!» φώναξε.
Την κοίταξε σαν να πίστευε πως είχε τρελαθεί!
«Γιατί;» είπε αγανακτισμένα. «Εσύ είπες πως ήθελες να τον
δεις».
«Θέλω» του απάντησε με έναν κόμπο στον λαιμό «αλλά αν
τους βάλεις να ανοίξουν την πόρτα και να σε πάνε εκεί πέρα, δεν θα είναι πια
μυστικός κήπος».
Το αγόρι έσκυψε περισσότερο.
«Μυστικός;» είπε. «Τι εννοείς; Εξήγησέ μου».
Η Μαίρη σχεδόν μπέρδεψε τα λόγια της.
«Να, κοίτα!» είπε λαχανιασμένη «αν κανείς δεν το ξέρει
πέρα από εμάς, αν υπήρχε μια πόρτα κρυμμένη κάπου κάτω από τον κισσό, αν υπήρχε
λέω, και πες πως μπορούσαμε να τη βρούμε… Κι αν καταφέρναμε να μπούμε κι οι δυο
μας και να την κλείσουμε πίσω μας, και δεν ήξερε κανείς πως ήμασταν μέσα, κι αν
τον λέγαμε κήπο μας και προσποιούμαστε πως… πως ήμασταν τσίχλες και εκεί ήταν η
φωλιά μας, κι αν παίζαμε κάθε μέρα εκεί και σκάβαμε και φυτεύαμε σπόρους και
τον κάναμε να ζωντανέψει…»
«Έχει ξεραθεί;» την διέκοψε.
«Σίγουρα θα γίνει κι αυτό, αν κανένας δεν νοιάζεται»
συνέχισε η Μαίρη. «Οι βολβοί θα ζήσουν, τα τριαντάφυλλα όμως…»
Την διέκοψε ξανά τόσο ξεσηκωμένος όσο κι εκείνη.
«Τι είναι οι βολβοί;» ρώτησε στα γρήγορα.
«Είναι νάρκισσοι και χιονούλες και κρίνοι. Δουλεύουν κάτω
από τη γη τώρα και σπρώχνουν κάτι αχνοπράσινες μυτούλες έξω από το χώμα, γιατί
έρχεται η άνοιξη».
«Έρχεται η άνοιξη;» τη ρώτησε. «Πώς μοιάζει; Όταν είσαι
άρρωστος, κλεισμένος μέσα, δεν βλέπεις τίποτα».
«Είναι ο ήλιος που κάνει τη βροχή να λάμπει και η βροχή
που πέφτει μέσα στη λιακάδα, και τα πράγματα που δουλεύουν κάτω από τη γη και
σπρώχνουν για να βγουν έξω» είπε η Μαίρη. «Αν ο κήπος έμενε μυστικό κι εμείς
μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα, θα μπορούσαμε και να παρακολουθούμε τα
λουλούδια να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα και θα βλέπαμε πόσα τριαντάφυλλα είναι
ζωντανά. Το καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις πόσο πιο όμορφα θα ήταν αν ο κήπος
έμενε μυστικό;»
Το αγόρι έριξε το κεφάλι του ξανά πίσω στο μαξιλάρι και απόμεινε
έτσι ξαπλωμένο με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.
«Δεν είχα ποτέ μου κάτι μυστικό» είπε «εκτός από το που
μπορεί να μη ζήσω για να μεγαλώσω. Δεν ξέρουν πως το ξέρω αυτό, άρα είναι σαν
μυστικό. Μου αρέσει περισσότερο όμως το μυστικό που μου είπες».
«Αν δεν τους βάλεις να σε πάνε στον κήπο» παρακάλεσε η
Μαίρη «ίσως… είμαι σχεδόν σίγουρη πως θα μπορούσα να βρω πώς να μπω εκεί μέσα
κάποια στιγμή. Και τότε… αν ο γιατρός επιτρέψει να βγεις έξω με το καροτσάκι
σου, κι αν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, τότε ίσως… ίσως και να μπορούσαμε να
βρούμε ένα αγόρι που θα έσπρωχνε το καροτσάκι σου μέχρι τον κήπο κι έτσι θα
πηγαίναμε μόνοι μας και θα συνέχιζε να είναι ένας μυστικός κήπος».
«Θα μου άρεσε… κάτι τέτοιο» είπε πολύ αργά και τα μάτια
του είχαν μια ονειροπόλα έκφραση. «Θα μου άρεσε. Δεν θα με πείραζε και λίγος
καθαρός αέρας σε έναν μυστικό κήπο».
Η Μαίρη άρχισε να ξαναβρίσκει την ανάσα της και να νιώθει
πιο ασφαλής, γιατί η ιδέα να κρατήσει το μυστικό έμοιαζε να ευχαριστεί τον
Κόλιν. Αισθανόταν σχεδόν σίγουρη πως αν συνέχιζε να μιλάει και κατάφερνε να τον
κάνει να δει με τη φαντασία του τον κήπο όπως τον είχε δει αυτή, θα του άρεσε
τόσο πολύ που δεν θα ανεχόταν την ιδέα να μπορούσε να εισβάλει εκεί μέσα όποτε
ήθελε ο καθένας.
«Θα σου πω πώς πιστεύω ότι θα ήταν αν μπορούσαμε να
μπούμε στον κήπο» του είπε. «Είναι τόσα χρόνια αφρόντιστος που τα πράγματα εκεί
μέσα θα είναι σαν ένα κουβάρι».
Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο ακίνητο κι άκουγε ενώ η Μαίρη
συνέχιζε να μιλάει για τα τριαντάφυλλα που ίσως
και να είχαν σκαρφαλώσει από το ένα δέντρο στο άλλο και να κρεμόντουσαν,
και για ένα σωρό πουλιά που ίσως και
να είχαν χτίσει φωλιές εκεί, γιατί ήταν ένα ασφαλές μέρος. Και μετά του είπε
για τον κοκκινολαίμη και τον Μπεν Γουέδερσταφ, και είχε τόσα πολλά να πει για
τον κοκκινολαίμη κι ήταν τόσο όμορφο κι εύκολο να μιλάει γι’ αυτόν, που έπαψε
να νιώθει φόβο. Η κουβέντα για τον κοκκινολαίμη ευχαρίστησε τόσο πολύ το αγόρι
που άρχισε να χαμογελάει μέχρι που το πρόσωπό του φάνηκε σχεδόν όμορφο, αν και
στην αρχή η Μαίρη είχε σκεφτεί πως ήταν πιο άχαρος κι από αυτή την ίδια, με τα
μεγάλα του μάτια και τις βαριές του μπούκλες.
«Δεν το ήξερα πως μπορεί να είναι κι έτσι τα πουλιά» είπε
το αγόρι. «Αν όμως είσαι πάντα μέσα, δεν βλέπεις τίποτα. Πόσα πράγματα ξέρεις!
Νιώθω σαν να έχεις πάει μέσα στον κήπο».
Δεν ήξερε τι να του απαντήσει, κι έτσι δεν είπε τίποτα.
Μάλλον εκείνος δεν περίμενε απάντηση και την επόμενη στιγμή είπε κάτι που της
έφερε έκπληξη.
«Θα σε αφήσω να δεις κάτι» της είπε. «Βλέπεις αυτή την
κόκκινη μεταξωτή κουρτίνα που κρέμεται στον τοίχο πάνω από το τζάκι;»
Η Μαίρη ούτε που την είχε παρατηρήσει, κοίταξε όμως και
την είδε. Ήταν μια κουρτίνα από απλό μετάξι που κρεμόταν πάνω από κάτι που
έμοιαζε με κάδρο.
«Ναι» του απάντησε.
«Υπάρχει ένα κορδόνι δίπλα της» είπε ο Κόλιν. «Πήγαινε
και τράβα το».
Η Μαίρη σηκώθηκε περίεργη και βρήκε το κορδόνι. Όταν το
τράβηξε, η μεταξωτή κουρτίνα κύλησε στην άκρη και φάνηκε ένας πίνακας. Ήταν η
εικόνα ενός κοριτσιού με γελαστό πρόσωπο. Είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά δεμένα με
μια μπλε κορδέλα και τα χαρωπά, αξιαγάπητα μάτια της ήταν ίδια με τα θλιμμένα
του Κόλιν, το γκρι του αχάτη ,και έμοιαζαν διπλάσια από όσο πραγματικά ήταν εξ
αιτίας των πυκνών μαύρων βλεφαρίδων ολόγυρά τους.
«Είναι η μητέρα μου» είπε με παράπονο ο Κόλιν. «Δεν μπορώ
να καταλάβω γιατί πέθανε. Είναι φορές που τη μισώ που το έκανε».
«Τι παράξενο!» είπε η Μαίρη.
«Αν ζούσε, νομίζω πως δεν θα ήμουν συνέχεια άρρωστος»
γκρίνιαξε. «Μπορεί και να ζούσα, κιόλας. Κι ο πατέρας μου θα με κοιτούσε. Και η
πλάτη μου θα ήταν γερή. Τράβα ξανά την κουρτίνα».
Η Μαίρη έκανε όπως της είπε και ξαναγύρισε στο σκαμνί
της.
«Είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα» του είπε «τα μάτια της
όμως είναι σαν τα δικά σου… τουλάχιστον στο σχήμα και στο χρώμα. Γιατί ο
πίνακας είναι σκεπασμένος με την κουρτίνα;»
Το αγόρι κουνήθηκε αμήχανα.
«Εγώ τους έβαλα να το κάνουν» είπε. «Είναι φορές που δεν
θέλω να τη βλέπω να με κοιτάζει. Χαμογελάει πολύ όταν είμαι άρρωστος και
αδύναμος. Εξάλλου, δική μου είναι και δεν θέλω να τη βλέπει ο καθένας».
Για λίγο έγινε σιωπή και μετά η Μαίρη μίλησε.
«Τι θα έκανε η κυρία Μέντλοκ αν καταλάβαινε ότι ήρθα εδώ;»
ζήτησε να μάθει.
«Θα έκανε ό,τι της έλεγα να κάνει» της απάντησε. «Και θα
της έλεγα ότι θέλω να έρχεσαι κάθε μέρα και να μου μιλάς. Χαίρομαι που ήρθες».
«Κι εγώ» είπε η Μαίρη. «Θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ,
αλλά…» δίστασε «πρέπει και να ψάχνω κάθε μέρα για την πόρτα του κήπου».
«Ναι, πρέπει» είπε ο Κόλιν «και μετά θα έρχεσαι να μου
πεις».
Απόμεινε σκεφτικός για λίγο, όπως είχε κάνει και πιο
πριν, και μετά ξαναμίλησε.
«Νομίζω πως κι εσύ θα είσαι μυστικό» είπε. «Δεν θα τους
το φανερώσω μέχρι να το καταλάβουν από μόνοι τους. Μπορώ να διώξω τη νοσοκόμα όποια στιγμή θέλω και να πω πως θέλω να μείνω μόνος μου. Ξέρεις τη Μάρθα;»
«Ναι, την ξέρω καλά» είπε η Μαίρη. «Αυτή με φροντίζει».
Ο Κόλιν έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι κατά τον εξωτερικό
διάδρομο.
«Κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Η νοσοκόμα μου έφυγε χθες
για να μείνει όλη τη νύχτα στης αδελφής της και πάντα της βάζει τη Μάρθα να με
προσέχει όταν θέλει να φύγει. Η Μάρθα θα ξέρει να σου πει πότε να έρθεις να με
βρεις».
Τότε πια η Μαίρη κατάλαβε γιατί φαινόταν τόσο ανήσυχη η
Μάρθα όταν την είχε ρωτήσει για το κλάμα που είχε ακούσει.
«Η Μάρθα ήξερε από την αρχή για σένα;» τον ρώτησε.
«Ναι, αφού με φροντίζει συχνά. Η νοσοκόμα μου το
συνηθίζει να το σκάει και τότε έρχεται η Μάρθα στη θέση της».
«Έχει περάσει ώρα που είμαι εδώ» είπε η Μαίρη. «Να φύγω
τώρα; Φαίνεσαι να νυστάζεις».
«Θα ήθελα να με έπαιρνε ο ύπνος όσο είσαι ακόμα εδώ» της
είπε μάλλον ντροπαλά.
«Κλείσε τα μάτια σου» είπε η Μάρθα, τραβώντας το σκαμνί
της πιο κοντά στο αγόρι «και θα κάνω ότι και η παραμάνα μου στην Ινδία. Θα σου
κρατάω το χέρι και θα το χαϊδεύω και θα σου τραγουδήσω κάτι σιγανά».
«Μάλλον θα μου άρεσε κάτι τέτοιο» της απάντησε
νυσταγμένα.
Η Μαίρη ένιωθε να λυπάται τον Κόλιν και δεν ήθελε να τον
κρατήσει άλλο ξύπνιο, κι έτσι έγειρε στο κρεβάτι, του έσφιξε το χέρι και του
τραγούδησε με χαμηλή φωνή ένα τραγουδάκι στα Χιντού.
«Όμορφο που είναι» της είπε ακόμα πιο νυσταγμένος, κι
αυτή συνέχισε να του τραγουδάει και να του κρατάει το χέρι, μα όταν κοίταξε
ξανά κατά τη μεριά του, οι μαύρες βλεφαρίδες του ακουμπούσαν στα μάγουλά του,
γιατί τα μάτια του είχαν κλείσει και είχε αποκοιμηθεί. Έτσι, η Μαίρη σηκώθηκε
ήσυχα, πήρε το κερί της και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.