Ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μια βίλα κάπου σε ένα
νησί. Η ιδιοκτήτρια με τον σύντροφό της και ένα άλλο ζευγάρι οι οποίοι θα
δράσουν ως οικοδεσπότες, έχουν προσκαλέσει πέντε καλεσμένους για το
Σαββατοκύριακο. Αυτή όμως δεν είναι μια συνηθισμένη πρόσκληση για ένα
συνηθισμένο σαββατοκύριακο. Οι καλεσμένοι και οι οικοδεσπότες γνωρίζονται άμεσα
ή έμμεσα. Στο υπόγειο της βίλας βρίσκεται δεμένος και φιμωμένος ένας άντρας που
κάνει απέλπιδες προσπάθειες να ελευθερωθεί. Ποιος είναι αλήθεια; Ποιοι είναι
αυτοί οι δέκα άνθρωποι;
Καθώς η πλοκή εξελίσσεται θα μάθουμε πως οι εννέα
θα αποτελέσουν ένα ιδιότυπο δικαστήριο: τα δύο ζευγάρια (οι οικοδεσπότες Αναλίζα
και Βαγγέλης και οι φίλοι τους Γκρέτα και Παύλος) είναι οι κατήγοροι που με τη
βοήθεια μαρτύρων θα στοιχειοθετήσουν την αναλγησία του κατηγορουμένου. Εκείνος; Εγκληματίας
χωρίς ίχνος μεταμέλειας, αποτρόπαιος και καθ’ έξιν.
Οι πέντε ένορκοι (οι προσκεκλημένοι Μιχάλης,
Ηλιάνα, Ελπίδα, Γιώργος και Γιάννης), άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους –δύο
δικηγόροι, μία συγγραφέας, ένας δημοσιογράφος, πρώην άνθρωπος της τηλεόρασης,
και ένας αναρχικός, πρώην γιατρός- πρέπει να αποφασίσουν αν ο κατηγορούμενος
είναι ένοχος οπότε θα εκτελεστεί ή αν θα αφεθεί ελεύθερος. Προσέξτε: Όχι αθώος,
αφού τα εγκλήματα και η ενοχή είναι αποδεδειγμένα, αλλά αν, παρά ταύτα, θα
αφεθεί ελεύθερος στην κοινωνία. Για να γίνει όμως το ένα από τα δύο, η απόφαση
των ενόρκων θα πρέπει να είναι ομόφωνη. Αν κάποιος από τους ενόρκους δεν
αποδεχτεί τη διαδικασία και αποχωρήσει, αυτό αυτόματα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος
θα εκτελεστεί.
Κατήγοροι, ένορκοι και κατηγορούμενος θα
συγκρουστούν μεταξύ τους, αλλά θα βρεθούν και αντιμέτωποι με τον εαυτό τους ή
αυτό που λέμε συνείδηση. Από τους πέντε ενόρκους, η συγγραφέας είναι εξ αρχής αντίθετη
με όλα αυτά για ανθρωπιστικούς λόγους. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γίνει
κριτής-Θεός; Παρακολουθούμε το πώς εξελίσσεται η εκάστοτε ψηφοφορία των
ενόρκων. Πώς τελικά ακόμη και αυτοί που καταδίκασαν σε θάνατο τον
κατηγορούμενο, παίρνουν πίσω την απόφασή τους. Προτάσσονται στα υπέρ και τα
κατά ο προβληματισμός της πολιτικής ορθότητας, ο παραδειγματισμός, η μετάνοια,
το ακαταλόγιστο, η ίδια η σαθρή κοινωνία. Το εύρημα της κρυφής ψηφοφορίας
εντείνει ακόμη περισσότερο την αγωνία.
Τελικά κανένας δε θέλει να λερώσει τα χέρια του με
αίμα. Μα ούτε και ο Πόντιος Πιλάτος ήθελε, θα πει κάποιος. Ναι, μόνο που εδώ η
διαφορά είναι πως δεν έχουμε να κάνουμε με τον αμνό του Θεού, αλλά με έναν
θρασύτατο άνθρωπο που πατάει επί πτωμάτων. Κάποιον που δε διστάζει να βρίσει
χυδαία, ίσως και αυτό το ρυπαρό και δύσοσμο λεξιλόγιό του τον ηδονίζει και τον
κάνει να νιώθει πως είναι πάνω από όλους και από όλα. Και όμως, είναι ένας
θρασύδειλος, ένα ανθρωπάκι που βάζει άλλους να κάνουν τις βρωμοδουλειές του,
που έχει συνηθίσει να αποκτάει τα πάντα με χρήμα και το περιβόητο «ξέρεις ποιος
είμαι εγώ;», που δε διστάζει όταν έχει να κάνει με αδύναμους. Ο κατηγορούμενος
Βασίλης Καρατζάς είναι στην ουσία ένα μόρφωμα της κοινωνίας. Θα μας κάνει να
παραδεχτούμε ότι η ίδια η κοινωνία τον μετέτρεψε σε τέρας όταν σε μικρή ηλικία
αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Ανθρωπάκι κι αυτός όταν βιώνει τη
μοναξιά και το άγγιγμα του θανάτου. Έλλογο ον που φτάνει την πνευματικότητα της
αμοιβάδας και για μια στιγμή γίνεται ίδιος με τα θύματά του, καθώς εκλιπαρεί
για τη ζωή του. Μα χρησιμοποιεί βέβαια κάθε μέσο. Όταν η μπόχα από τον δικό του
φόβο έχει εξατμιστεί, ο Καρατζάς κι ο κάθε Καρατζάς αυτού του κόσμου οσμίζεται
στον αέρα τις ανθρώπινες αδυναμίες, για να δει με ποιον τρόπο θα είναι ξανά
αυτός ο κερδισμένος. Μα από την άλλη, και η Γκρέτα διαμορφώνεται κατά ένα τρόπο
ανάλογο. Θα βάψει τα χέρια της με αίμα. Πόσο διάφανο όμως γίνεται αυτό όταν
προβάλεις το γενικό καλό και την προάσπισή του!
Παρακολούθησα με ενδιαφέρον αυτή την «παρωδία
δίκης». Την μαεστρία με την οποία ο Μιχάλης Σπέγγος φέρνει στη θεατρική σκηνή
ένα ηθικό δίλημμα. Πώς να διευθετήσει κανείς θέματα βαριά όπως η ελευθερία, ο
θάνατος, η αυτοδικία, ο κάθε λογής σωφρονισμός, η ίδια η θανατική ποινή; Το
άτυπο δικαστήριο που θα σχηματιστεί δεν θα αποφασίσει για την τύχη ενός μόνο
ανθρώπου αλλά θα θέσει αμείλικτα ερωτήματα σε πρωταγωνιστές και κοινό. Και
ανάλογα με τον τρόπο που θα βιώσει κανείς τα δρώμενα θα συμμετάσχει ή θα μείνει
αμέτοχος.
Το τέλος του έργου έρχεται με μια ανατροπή. Καθώς
για εμένα τα δύο κύρια πρόσωπα είναι ο κατηγορούμενος Καρατζάς και η Γκρέτα,
μία διφορούμενη γυναίκα, μία ήδη πάσχουσα προσωπικότητα, το ερώτημα του τέλους
είναι τι ακριβώς σημαίνει τέλος. Είναι άραγε το πάτημα της σκανδάλης; Με μία
απλή κίνηση όλα μπαίνουν στη θέση τους και ο θεατής (όπου στη θέση αυτή
βρίσκονται πλέον και οι πέντε ένορκοι και οι τρεις υπόλοιποι κατήγοροι) νιώθει
να τον αγγίζει η κάθαρση; Ή αυτό που μένει είναι η παρωδία των πάντων και η,
στο όνομα της επούλωσης ενός ήδη καταρρακωμένου εγώ, απλή εκδίκηση; Ποια είναι
αλήθεια αυτή η Γκρέτα που μαθαίνουμε ότι η μητέρα της βιάστηκε και θανατώθηκε
και η ίδια έγινε κατόπιν εξτρεμίστρια, επαναστάτρια; Τι είναι τελικά η κοινωνία
που ζούμε, αυτή που οι ίδιοι δημιουργήσαμε; Κάπου το ηθικό και το νόμιμο δεν
είναι το δίλημμα. Για την Γκρέτα, το δίλημμα ήταν εξ αρχής ανύπαρκτο. Στο μυαλό
της, όπως το κατανόησα εγώ, υπήρχε μόνο η εκδίκηση. Μια εκδίκηση που ίσως δεν
την κάνει τον μόνο τιμωρό καθώς με τον τρόπο που επέλεξε, οδήγησε και όλους
τους υπόλοιπους να γίνουν ηθικοί αυτουργοί ενός εκλήματος.
Σίγουρα η διαμόρφωση μιας εικόνας, μιας άποψης,
ενός συμπεράσματος ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Όπως σίγουρο είναι ότι
αυτός που θα νιώσει το συγκεκριμένο έργο να τον αγγίζει έστω και λίγο, θα
προβληματιστεί πάνω στο τι είδους δημιούργημα είναι ο άνθρωπος και τι λογής
είναι τα εκάστοτε δικά του δημιουργήματα.
Στην κοινωνία, στον κόσμο που ζούμε, ένας
γιατρός, ένας καθηγητής φιλοσοφίας, ένας συγγραφέας, ένας πιλότος της Πολεμικής
Αεροπορίας, ένας δικηγόρος, μια τηλεοπτική περσόνα, άτομα με μία «άλφα»
αναγνωρισιμότητα έχουν υιοθετήσει ένα status ζωής κατά το «επαγγελματικό» τους
γίγνεσθαι. Κάποιος επίσης που έχει εξασφαλίσει έναν άνετο τρόπο ζωής, όπως η
οικοδέσποινα, έχει την πολυτέλεια να κρίνει χωρίς να κριθεί. Την ίδια πολυτέλεια
που είχε και ο κατηγορούμενος, από άλλη σκοπιά όμως.
Και για τον απλό καθημερινό άνθρωπο, τον κάθε
ασήμαντο σημαντικό ή το αντίθετο, τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως το να ανοίξει τα
μάτια και να διακρίνει επιτέλους ότι και ο ίδιος μπορεί κάλλιστα να βρεθεί στη
θέση ενός ενόρκου που σαν μαριονέτα άγεται και φέρεται μέσω ενός πλέγματος νημάτων
που δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις πολλαπλές ερμηνείες της λέξης
«κατεστημένο»;
Ένορκος ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ: Δημήτρης Πλειώνης.
Κατήγορος ΠΑΥΛΟΣ ΔΑΝΕΖΗΣ: Νίκος Βουτενιώτης
Ένορκος ΕΛΠΙΔΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ: Νικαίτη Κοντούρη
Κατήγορος ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ: Σταύρος Μπαφέτης
Ένορκος ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΡΜΠΑΣ: Δημήτρης Σταμούλης
Κατηγορούμενος ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ: Γιώργος
Καλόξυλος
Κατήγορος ΑΝΑΛΙΖΑ ΚΡΟΙΣΟΥ: Μαρία Καστάνη
Ένορκος ΗΛΙΑΝΑ ΜΑΚΡΗ: Αναστασία Καλλιοντζή
Κατήγορος ΓΚΡΕΤΑ ΝΙΛΣΕΝ: Ευαγγελία Καπόγιαννη
Ένορκος ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΖΗΣ: Πέτρος Αλατζάς
Μάρτυρες: Χριστίνα Σταματάκη, Μάριον Μπιτσόλα
Αφηγήτρια: Έλενα Παπαβασιλείου
Μουσική επιμέλεια: Έφη Σουλή
Η παράσταση δόθηκε στο πολιτιστικό κέντρο Ακαδήμεια την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου του 2013.