Βενετία, η πόλη του έρωτα και των μυστικών, των καναλιών, των δόγηδων και του αισθησιασμού. Ένα πολύχρωμο βιτρό, η πόλη της λιμνοθάλασσας με τις έξη συνοικίες. Σε μία από αυτές, το Καναρέτζο, η γόνδολα του ταχυδρόμου ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις βάρκες τις φορτωμένες φρέσκα φρούτα και λαχανικά, περνώντας τα πολύχρωμα σπίτια της συνοικίας μέχρι να φτάσει στον παραλήπτη του καφέ πακέτου.
Στο δεύτερο όροφο ενός σπιτιού πάνω από το κανάλι, μια ανέμελη κοπέλα ξετυλίγει το πακέτο και βρίσκεται μπροστά σε ένα παλιό ημερολόγιο και ένα κλειδί. Ο ήλιος ορμάει από την Αδριατική για να εισβάλει στη Λαγκούνα και να διαλύσει την πρωινή καταχνιά που τυλίγει ακόμη το καμπαναριό του Σαν Μάρκο, για την δεκαεπτάχρονη Λυδία όμως οι ασκοί του Αιόλου μόλις ανοίγουν.
…Η Λυδία κλείδωσε το ημερολόγιο στο συρτάρι του γραφείου της. Έξω είχε ξημερώσει. Η γριά είχε φύγει πια από το παράθυρο. Οι βάρκες είχαν αρχίσει να πηγαινοέρχονται στα βρόμικα νερά, η ομίχλη που ανέβαινε αυτή την ώρα στον ουρανό της Βενετίας δεν ήταν παρά ένα ρυπαρό γκρίζο σύννεφο. Για πρώτη φορά δεν έβλεπε τη χαρούμενη πόλη του νερού, το μωσαϊκό από ξεχασμένα αλλά πανέμορφα πλακάκια. Για πρώτη φορά έβλεπε την ασχήμια. Ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό άσχημο τον έβλεπε!
Πήγε μέχρι τον ολόσωμο καθρέφτη, έβγαλε τα ρούχα της και στάθηκε ακίνητη, τρέμοντας ελαφρά από την υγρασία που έμπαινε από τις χαραμάδες. Το παλιό κρύσταλλο έδειχνε μιαν όμορφη μελαχρινή κοπέλα, ένα πρόσωπο που κυριαρχούσαν τα μεγάλα μάτια με τους μπλε ιριδισμούς, η ελαφρά ανασηκωμένη μύτη και τα σαρκώδη χείλη. Το σώμα της, μια σειρά από καλογραμμένες γυναικείες καμπύλες, τα πόδια της χυτά, μακριά. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να τα διακρίνει όλα αυτά. Έκανε μοναχά ένα μορφασμό αηδίας καθώς μηχανικά έτριβε το καφέ σημάδι πάνω από το δεξιό της ώμο. Ντύθηκε ξανά.
Βγήκε στην αγουροξυπνημένη Βενετία κλείνοντας όσο μπορούσε πιο αθόρυβα την πόρτα πίσω της. Έστω κι αν την είχαν ακούσει η Αλεξάνδρα με τον Πέπε, κι αν ακόμα έτρεχαν ξοπίσω της, δε θα άλλαζε την απόφασή της. Αφού η Ίρια είχε διαλέξει αυτή τη χρονική στιγμή για να της στείλει το ημερολόγιο, σήμαινε πως κι η δικιά της ζωή δε θα ήταν ίδια από εδώ και πέρα. Δεν ήταν πια η αθώα κοπέλα που με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ξεκινούσε να διαβάσει τις σελίδες της μητέρας της. Μέσα από τα κείμενά της είχε γνωρίσει έναν άλλο κόσμο και τη συγκαλυμμένη κακία του. Δεν ήξερε αν μπορούσε να δικαιολογήσει την Ίρια, να την καταλάβει. Δεν ήξερε τι σημαίνει να βασανίζεις και να βασανίζεσαι από έρωτα. Μέχρι την ώρα που ο Τζουζέπε της είχε παραδώσει το καφέ πακέτο, η Λυδία ήταν μια μικρή ρομαντική κοπέλα που αγαπούσε τον Πέπε και την Αλεξάνδρα, αγαπούσε και τη Βενετία. Καθώς το φθινόπωρο προχωρούσε, είχε μάθει ένα πράγμα. Δε χωρούσαν συναισθηματισμοί στη ζωή. Αυτή δεν έπρεπε να μοιάσει σε τίποτα στην Ίρια. Έπρεπε να γίνει σκληρή, μπορούσε να γίνει σκληρή. Δεν είχε παρά να κάνει την αρχή…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Σιωπηλή πέτρα», εκδόσεις Μίνωας, σελ. 303-304.