Η νουβέλα "Σώματα" είναι η ιστορία δύο νέων παιδιών, του Μάριου και της Λένης, που φιλοδοξούν να γίνουν χορευτές. Η συνύπαρξή τους στην Ακαδημία χορού, όπου και οι δύο φοιτούν, δεν είναι και η πλέον ιδανική. Πόσο μάλλον όταν καλούνται να συνδημιουργήσουν και να εκτελέσουν μία κρίσιμη για τη βαθμολογία τους χορογραφία. Και από εκεί και πέρα η κατάσταση... ξεφεύγει. Από σήμερα και σε εβδομαδιαίες συνέχειες στο evriam.blogspot.com
«Ξιφομαχούμε. Αυτό είναι το θέμα που καλείστε να
χορογραφήσετε και να εκτελέσετε». Τονίζοντας λίγο παραπάνω την τελευταία λέξη,
ο καθηγητής κινησιολογίας χάρισε το πιο σαρδόνιό του χαμόγελο στους σπουδαστές.
Είκοσι οκτώ ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν με αγωνία, αγωνία για την κλήρωση που
θα καθόριζε τον παρτενέρ του καθενός.
Μόνο η Λένη συνέχιζε να κάνει ζέσταμα στις μπάρες. Φυσικά και
είχε αγωνία. Θα ήταν όμως αδυναμία να τη δείξει, γρουσουζιά ακόμη και να υποθέσει
το παραμικρό. Περίμενε λοιπόν φαινομενικά αδιάφορη καθώς το κάθε όνομα έβρισκε
το ταίρι του. Όχι, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Η τύχη ήταν πάντα με το μέρος
της. Μερικά λεπτά αργότερα όμως, κι ενώ είχαν απομείνει ελάχιστα ονόματα, η
πίστη στην τύχη της άρχισε να κλονίζεται. Ώρες
είναι, σκέφτηκε και κοίταξε προς τη μεριά του Ραφαήλου. Δεν υπήρχε
περίπτωση να χορέψει μαζί του, ούτε μία στο εκατομμύριο. Πόσα ονόματα ακόμα;
Δέκα, πέντε ζευγάρια δηλαδή. Τα περιθώρια στένευαν, αλλά και πάλι... Όχι, αυτό
δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Ποτέ μη λες ποτέ, γιατί και τα πιο απίθανα είναι πιθανά.
«Και το τελευταίο ζευγάρι, αν και όλοι ξέρετε τους δύο που
έχουν απομείνει, είναι ο Μάριος Ραφαήλου και η Λένη Ψαθά» ανακοίνωσε ο
καθηγητής.
Ένα σούσουρο ακούστηκε. Όλοι ήξεραν την αντιπάθεια που έτρεφε
ο ένας για τον άλλον από τις πρώτες μέρες της κοινής τους φοίτησης στην
Ακαδημία.
«Ναι, είστε όλοι ευχαριστημένοι, το ξέρω. Αρκετά με τη
μουρμούρα τώρα. Θέλω να δείξετε τον καλύτερό σας εαυτό. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι
αυτή η χορογραφία θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο για τη βαθμολογία σας».
Κι ενώ μια ομάδα τριγύριζε τον καθηγητή βομβαρδίζοντάς τον με
ερωτήσεις για τη χορογραφία, η Λένη, βράζοντας από θυμό, κατευθύνθηκε στα
αποδυτήρια. Έτσι κι αλλιώς η μέρα στη σχολή είχε τελειώσει. Το μόνο που ήθελε
ήταν να γυρίσει στο διαμέρισμά της και να εκτονωθεί –πώς αλλιώς;- πίνοντας και
χορεύοντας.
Έκανε ένα γρήγορο ντους και άρχισε να ντύνεται τσιτωμένη. Τα
ρούχα κολλούσαν επάνω της, δεν είχε καν μπει στον κόπο να σκουπιστεί.
«Πάρε βαθιές ανάσες, κορίτσι μου. Κάνε ότι δεν τρέχει τίποτα.
Μπορεί στο κάτω κάτω της γραφής ο ηλίθιος να πάει να γκρεμοτσακιστεί» της είπε
η Ράνια.
Γύρισε και την κοίταξε άγρια. «Και τότε θα μείνω χωρίς
παρτενέρ, ηλίθια!»
Η κοπέλα κατάπιε τη γλώσσα της. Κανένας δεν τα έβαζε με τη
Λένη, έπρεπε να έχει πάντα εκείνη την τελευταία κουβέντα.
«Βέβαια, μπορώ να μιλήσω στον Αγοριανό» είπε η Λένη, λες και
αυτή η σκέψη μόλις της είχε περάσει από το μυαλό.
Ο Διευθυντής της Ακαδημίας ήταν κολλητός του πατέρα της. Δεν
θα τα χαλούσαν τώρα στη μικρή λεπτομέρεια του ότι δήθεν το αποτέλεσμα της κλήρωσης δεν άλλαζε με τίποτα. Μη χάνοντας
άλλο τον χρόνο της και αδιαφορώντας για την προκλητική της εμφάνιση, καθώς το
βρεγμένο τοπ που φορούσε όχι μόνο κάλυπτε ελάχιστα το στήθος της αλλά και το
διέγραφε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, κοπάνησε δυνατά το ντουλάπι της, μάζεψε
την τσάντα της και με βιαστικά βήματα τράβηξε για τη σκάλα.
Κανένας δεν σε αφήνει να αγιάσεις. Ο ηλίθιος ο Ραφαήλου
περίμενε λες και της είχε στήσει καρτέρι. Είχε εκείνο το υφάκι που πουλούσε από
την πρώτη μέρα στην Ακαδημία. Αυτό που έλεγε ξεκάθαρα πως τίποτα δεν τον
αφορούσε, πως αυτός ήταν κι άλλος κανένας. Δυο χρόνια τώρα, η Λένη δεν έπαυε να
αναρωτιέται τι την έκανε να τον αντιπαθεί ολοένα και περισσότερο: το ότι και η
ίδια έτσι φερόταν ή ότι ο Ραφαήλου, σε αντίθεση με όλον τον υπόλοιπο αντρικό
πληθυσμό, όχι μόνο δεν είχε υποκύψει στη γοητεία της αλλά φαινόταν και να αδιαφορεί
παντελώς για το άτομό της; Τον προσπέρασε αμίλητη, εκείνος όμως την πρόλαβε
πιάνοντάς της το χέρι.
«Να σου πω, τώρα που θα χορέψουμε μαζί, κοίτα να μάθεις
τρόπους. Εκτός κι αν το “καλησπέρα” ή το “γεια χαρά” δεν είναι ακόμα μέσα στο
λεξιλόγιό σου».
«Είσαι...» Η Λένη πάλευε να βρει μια λέξη να τον ταπώσει,
αλλά το μόνο που της βγήκε ήταν το κοινότοπο “ηλίθιος”. Του το πέταξε στα
μούτρα χαμογελώντας ειρωνικά, το χαμόγελό της όμως κόπηκε όταν είδε ότι ο
Ραφαήλου όχι μόνο δεν προσβλήθηκε, αλλά κάρφωσε τα μάτια του ξεδιάντροπα στο
στήθος της.
«Να προσέχεις μην κρυώσεις» της είπε και προτού προλάβει να
τον στείλει στον αγύριστο, της γύρισε την πλάτη και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. (συνεχίζεται)