Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Οι κάλτσες στο τζάκι

Χριστούγεννα έρχονται και πολύχρωμα ζευγάρια κάλτσες κρέμονται στο τζάκι. Δεν έχει σημασία που μερικές δεν είναι εντυπωσιακές. Μπορεί να τις έπλεξε κάποια γιαγιά με τις βελόνες ή το βελονάκι, μπορεί αδέξια παιδικά χέρια να τις έφτιαξαν από ένα παλιό ρούχο. Ίσως πάλι να είναι αγορασμένες από ένα κατάστημα όπου έκαναν παρέα με χιλιάδες πολύχρωμα στολίδια. Σημασία έχει πως στις γιορτινές μέρες περιμένουν καρτερικά ένα στοργικό χέρι να τις γεμίσει.
Έτσι το θέλει η παράδοση. Έτσι μου είπαν οι πιο παλιοί. Πώς κάποτε λέει, ζούσε ένας άνδρας μεροκαματιάρης. Εκείνη τη χρονιά, όλες οι συμφορές είχαν πέσει βαριές στις πλάτες του. Είχε χάσει γυναίκα και δουλειά και πάλευε να μη λείψουν τα βασικά από το σπίτι και τις τρεις κόρες του. Έξω, ο τόπος με χιόνι πολλές σπιθαμές. Κι οι κόρες άπλωσαν τα ρούχα μέσα στο σπίτι από δω κι από κει μήπως και στεγνώσουν. Κι όταν άναψαν με τα λιγοστά κούτσουρα το τζάκι, κρέμασαν τις κάλτσες σιμά του να πάρει η θαλπωρή την υγρασία τους. Γρήγορα τα ξύλα σώθηκαν, η φωτιά έσβησε κι οι κόρες άφησαν τις κάλτσες ξοπίσω τους και χώθηκαν σχεδόν νηστικές στα παγωμένα κρεβάτια τους. Τυλίχτηκαν όπως-όπως να ζεσταθούν. Ο πατέρας έγειρε εκεί στο παραγώνι μέχρι που οι έννοιες βάρυναν τα βλέφαρά του κι αποκοιμήθηκε κι αυτός. Κι έτσι δεν είδε τον Αϊ Βασίλη που κατέβηκε από την καμινάδα και γέμισε τις κάλτσες φλουριά. Μα το επόμενο πρωί, όπως κι αν είχε, ήταν πραγματική γιορτή και για αυτούς επιτέλους.
Το έθιμο έμεινε, όπως περνούν από γενιά σε γενιά οι συνήθειες. Κι οι κάλτσες στολίζουν ως τις μέρες μας το τζάκι. Ε, κι αν δεν έχουμε από αυτό, όλο και κάπου θα βρούμε να τις κρεμάσουμε.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Μιχάλης Σπέγγος: Η τελευταία συγγνώμη

Το 1938 ο φοιτητής Κάρστεν φον Έρεν, γιος ήρωα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, θα παρακολουθήσει τον εξευτελισμό ανθρώπου από άνθρωπο, τον διαχωρισμό σε κατέχοντες καθαρά ή ελαττωματικά γονίδια, αυτόπτης μάρτυρας της νύχτας των Κρυστάλλων.
Στα Γιάννενα το αντίστοιχο διάστημα, ο κόσμος ζει ακόμη στην ανεμελιά του Μεσοπολέμου και ο Νίκος Καζαντζής, γόνος καλής οικογένειας, μαγεύεται από τη Ρεβέκκα Λεβή, αλλά το μόνο που δε σκέφτεται είναι οι αντιρρήσεις που μπορεί να έχει ο πατέρας της ως αντίκτυπο της σχέσης τους στην Εβραϊκή κοινότητα.
Και ο Δεύτερος παγκόσμιος ξεσπάει αλλάζοντας τα πάντα. Σαν κύμα σαρώνει και καταστρέφει σκορπίζοντας όλεθρο. Μα κι όταν οδεύει προς το τέλος του, η ανθρώπινη φύση δεν ησυχάζει. Στις 25 Μαρτίου του 1944 έχει σημάνει η ώρα να ξεκληριστούν οι Εβραίοι στα Γιάννενα. Η κοινότητα αφανίζεται, οι επιζώντες θα είναι ελάχιστοι. Θα βρίσκονται άραγε τα μέλη της οικογένειας Λεβή ανάμεσά τους;
Τον Νοέμβριο του 1973, το πτώμα ενός Χιλιανού πολιτικού ανακαλύπτεται στο φαράγγι του Βίκου. Το δικτατορικό καθεστώς της χώρας απαιτεί την εύρεση ή καλύτερα την «κατασκευή» του ενόχου. Ο Νίκος Καζαντζής με την ιδιότητα του δικηγόρου αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός αθώου.
Τι μπορεί να συνδέει το παρελθόν με το παρόν; Είναι η δολοφονία του Χιλιανού εκδίκηση ή απλά μια πολιτική διαμαρτυρία; Και τι έχουν απογίνει όλα αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος στο σήμερα;
«Η τελευταία συγγνώμη» είναι ένα επιβλητικό αλλά και υποβλητικό μυθιστόρημα ακριβώς όπως τα επίθετα αυτά αρμόζουν στην τοποθεσία του φαραγγιού του Βίκου όπου κατά την αφήγηση του μύθου συγκεντρώνονται τα βλέμματα προς λύσιν του μυστηρίου. Ο Μιχάλης Σπέγγος καταφέρνει άξια να συνδυάσει πολλά και διαφορετικά πράγματα χωρίς να προδώσει ούτε την πλοκή ούτε -κι αυτό είναι το πιο σημαντικό- τους ήρωές του. Δύσκολο εγχείρημα το να τρέξουν οι ήρωες μέσα σε συγκλονιστικές σελίδες της ιστορίας. Κι αυτό γιατί είναι κάτι που έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί, μοιραία συγκρίσιμο μέγεθος, άρα και τροφοδότης συμπερασμάτων σε ύφος τσιτάτου ή ακόμη και κάτι που εύκολα μπορεί να γίνει μελό. Ο συγγραφέας όμως είναι δοκιμασμένος, επίμονος και διορατικός. Γράφει όχι για να αφηγηθεί απλά μια ιστορία, αλλά στην ουσία για να ερευνήσει το ιστορικό γίγνεσθαι, κατανοώντας πρώτα ο ίδιος την ανθρώπινη φύση και τις σκοπιμότητές της και μεταλαμπαδεύοντας τις δικές του γνώσεις στον αναγνώστη του. Οι εικόνες που πλάθει ξεχειλίζουν από ζωντάνια, κάθε χαρακτήρας αναλύεται εις βάθος, ξεπηδάει ολοζώντανος από το χαρτί αποκαλύπτοντας τη δυναμική του.
Προτού διαβάσω το μυθιστόρημα, είχα την τύχη να βρεθώ στη γιορτή-παρουσίαση του βιβλίου. Διαβάστηκαν τότε κάποια εξαιρετικά αποσπάσματα ή μάλλον ερμηνεύτηκαν συγκλονιστικά. Τη γραφή του Μιχάλη Σπέγγου τη γνώριζα ήδη και την έχω θαυμάσει και αγαπήσει. Δεν έβλεπα λοιπόν την ώρα να ξεκινήσω να διαβάζω το «η τελευταία συγγνώμη». Με το που έκανα την αρχή, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από το κείμενο. Το άφηνα με βαριά καρδιά ανυπομονώντας να το πιάσω ξανά. Τα πάθη των ηρώων έμοιαζαν με εκείνες τις δίνες της Λίμνης που ανάδευαν και τάραζαν μέχρι να σε παρασύρουν στα βάθη της. Ο Μιχάλης Σπέγγος χρησιμοποιεί τη ντοπιολαλιά και την υποκειμενική οπτική γωνία κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι κάτι μαγικό έγινε, ο χρόνος πισωγύρισε, η μυθιστορία υπερκέρασε την πραγματικότητα. Κι είναι κι αυτοί οι ήρωές του με τις ιδιοτροπίες τους, το μεγαλείο τους, την ψυχοπάθειά τους, που ή τους συμπαθήσεις ή όχι, ξέρεις ότι είναι αληθινοί. Είναι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι που ευεργέτησαν όπως η Φταλία ή οι αγνώμονες ευεργετηθέντες όπως ο Μίχαελ. Κι είναι οι σκηνές που περιγράφονται συγκλονιστικές, μεγαλειώδεις, γιατί και πάλι ο άνθρωπος υψώνεται ή γκρεμίζεται μέσα από αυτές. Θυμάμαι ξανά και ξανά την περιγραφή της νύχτας των Κρυστάλλων, τα σκωπτικά σχόλια της Φταλίας κατά την ανάγνωση των γραμμάτων από τη Βενετία, εκείνη τη συνταρακτική πρώτη συνάντηση μέσα στα άγρια χαράματα του Κάρστεν με τη Φταλία όπου τόσο θαυμαστά ο συγγραφέας αποτυπώνει τις τραγελαφικές στιγμές ή εκείνο το στιγμιότυπο από το στρατόπεδο Μπέργκεν Μπέλσεν όπου οι μελλοθάνατοι Εβραίοι εν αγνοία τους σκάβουν τους τάφους τους. Μα είναι τόσα και τόσα ακόμη στιγμιότυπα που το καθένα με ξεχωριστό τρόπο δείχνει το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο μεγαλείο μα και πόση μικροπρέπεια και αναλγησία μπορεί να κρύβει η ανθρώπινη φύση.
«Η τελευταία συγγνώμη» είναι ένα μυθιστόρημα μνήμης που διαβάζεται απνευστί. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ευρυδίκη Αμανατίδου: ένα καπέλο για τον καθηγητή

ΤίτλοςΈνα καπέλο για τον καθηγητή 
Συγγραφέας: Ευρυδίκη Αμανατίδου
ISBN978-618-5147-03-7

Συντελεστές
Φωτογραφία εξωφύλλου: Αναστάσιος Βογιατζίδης
Σχεδιασμός εξωφύλλου, σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου

Σύντομη περίληψη
Ένας διάσημος εφευρέτης προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα του φαλακρού κεφαλιού του, αποφασίζει να φτιάξει ένα ύφασμα με τρομερές και φοβερές ιδιότητες. Και τότε ξεκινούν οι μπελάδες. Τι συμβαίνει επιτέλους στο σπίτι της οδού Ναυσιπλοΐας 15; Κατάσκοποι, ρομπότ, μία γάτα, ένας μόδιστρος της υψηλής κοινωνίας και ένας εξωτικός επισκέπτης θα μπλεχτούν σε μία θεότρελη παρεξήγηση.

Μία ιστορία σε διπλή μορφή για την απληστία, τη ματαιοδοξία αλλά και την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.

Το συγκεκριμένο βιβλίο πετάει ελεύθερα στο Διαδίκτυο από τον Δεκέμβριο του 2014.
Κατεβάστε το βιβλίο σε μορφή .pdf (μέγεθος αρχείου: 859 KB)

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Τζάνι Φαρινέτι: Το νησί που καίει

Ένα ειδυλλιακό περιβάλλον που θα το ζήλευε και ο πιο κακότροπος άνθρωπος. Μυρωδιά Μεσογείου, θάλασσα και νύχτες που φωτίζει απόκοσμα ο Ίντου. Ζυμαρικά, ψάρια και φρούτα, γλυκόπιοτο κρασί, μουσική κάτω από το φως των κεριών. Κάπου πίσω και πέρα από όλα αυτά, ένα σώμα αφήνεται στα παιχνίδια της θάλασσας και της άμμου. Με τη μόνη διαφορά πως δεν υπάρχει ζωή μέσα του. Αμέριμνοι εξωτερικά, οι ήρωες του μυθιστορήματος συνεχίζουν τη ζωή τους. Μέχρι την πρώτη μακάβρια ανακάλυψη.
Ο Τζάνι Φαρινέτι περιγράφει ένα «νησί που καίει» ως τόπο που απέχει έτη φωτός από το Στόμπολι της ομώνυμης ταινίας του Ροσελίνι. Έχει να κάνει ο μισός αιώνας που μεσολάβησε ή μήπως το ηφαίστειο έπαψε να ορίζει τις τύχες του νησιού;
Με φόντο τον Ίντου, όπως οι ντόπιοι αποκαλούν χαϊδευτικά το ηφαίστειό τους, η ψυχολογία των ηρώων αλλάζει σαν τη στήλη του καπνού που υψώνεται πάνω από το νησί. Μόνο που οι προθέσεις του ηφαιστείου είναι γνωστές από αιώνες. Όλοι ξέρουν τι περιμένουν, γνωρίζουν τους κινδύνους του και πώς μπορούν να συνυπάρξουν άνθρωποι και λάβα αγκιστρωμένοι πεισματικά στη γύμνια του τοπίου. Τα προβλήματα πηγάζουν από τις διαπροσωπικές τους επαφές ή ακόμη και από τη θέση που έχουν στην κοινωνία. Οι τίτλοι και ο πλούτος δημιουργούν εμμονές και αντιπάθειες, όλοι είναι εν δυνάμει παραβάτες, ακόμη και οι δύο ανεκδιήγητες φιλοξενούμενες της Φρίντα και της Λίβια.
Ο Φαρινέτι μάς μεταφέρει σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον που θυμίζει Κάνες ή Κάπρι. Στο νησί Στρόμπολι άνθρωποι και ηφαίστειο βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Πέρα από τους ντόπιους υπάρχουν και οι ξένοι είτε από άλλα μέρη της Ιταλίας είτε από άλλες χώρες. Έχουν βρεθεί σε πρόσκαιρες ή μόνιμες διακοπές, κουβαλώντας ιδιοτροπίες, ιδιορρυθμίες και πάθη που μέχρι πρότινος εξουσίαζαν. Συνωμότες ορισμένοι, δημαγωγοί και φανφαρόνοι κάποιοι κι ανάμεσά τους, αυτοί που ψάχνουν την πραγματική τους ταυτότητα. Αυτό είναι που κρύβει και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Το νησί που καίει είναι ο κάθε άνθρωπος που τα συσσωρευμένα θέλω και πρέπει του συγκρούονται αέναα μεταξύ τους δημιουργώντας μικρές ή μεγαλύτερες εκρήξεις.
Πασπαλισμένος με διάθεση σαρκασμού και λεπτής ειρωνείας, ο χειμαρρώδης συγγραφικός λόγος αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες για να δείξει πως πέρα από την απλότητα, την αίγλη ή τη βαρύγδουπη καταγωγή δεν παύουν να είναι απλά άνθρωποι με όσες αδυναμίες συνεπάγεται αυτό. Οι ήρωές του μοιάζουν με ανάγλυφα διάσπαρτα στο νησί που περιμένουν την εκτόνωση στραμμένοι προς το ηφαίστειο. Νοσταλγικοί, σκωπτικοί, φαινομενικά αδιάφοροι, εκρηκτικοί, εμμονικοί, παράφοροι, όλοι έχουν έναν λόγο να απαλλαγούν από τον παραγωγό ταινιών που βρίσκεται νεκρός μέσα σε μία βάρκα. Το θέμα δεν είναι ποιος το έκανε, αλλά το ότι ο καθένας μπορούσε να το κάνει. Η διαφορά είναι πως κάποιος πέρασε τη λεπτή γραμμή προστασίας που χωρίζει τη σκέψη από την πράξη.
«Το νησί που καίει» ξεκινάει σαν μια ηλιόλουστη ημέρα για να περάσει στην καταιγίδα και τη θύελλα με τον μοναδικό τρόπο του Τζάνι Φαρινέτι.
Αναζητείστε το μυθιστόρημα (είναι παλιά κυκλοφορία (2000) των εκδόσεων Καστανιώτη). Θα σας χαρίσει μια απολαυστική, ανατρεπτική ανάγνωση.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ένα νησί, ένα ενεργό ηφαίστειο καταμεσής του πελάγους. Η ζεστή αυγουστιάτικη μαύρη άμμος, που κρύβει ένα πτώμα. Μια παρέα φίλων που αγαπιούνται ή μισιούνται, αλλά κυρίως αλληλοεξοντώνονται. Μια έξοχη αστυνομική ιστορία με αίσθηση του χιούμορ, όπου τα ανατρεπτικά στοιχεία διαδέχονται το ένα το άλλο με καταιγιστικούς ρυθμούς, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...