Η Παληαχώρα χτίστηκε τον ένατο μετά Χριστόν αιώνα και η ζωή της πόλης υπήρξε ταραχώδης. Ο λόγος της κατοίκησης του σημείου αυτού ήταν η στρατηγική του θέση. Καθώς το νησί μαστιζόταν από πειρατές, ο λόφος πρόσφερε ορατότητα στους κατοίκους, τα σπίτια τους όμως δεν φαίνονταν από τη θάλασσα, λόγω της έξυπνης δόμησης. Κι έτσι οχυρώθηκε και κατοικήθηκε, υπήρξε μάλιστα και η πρωτεύουσα της Αίγινας μέχρις ότου εγκαταλείφθηκε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Τους πειρατές τελικά δεν μπόρεσε να τους αποφύγει και μάλιστα τον τρομερό Μπαρμπαρόσα, που την αφάνισε. Η πόλη όμως αναστηλώθηκε και τα τείχη ενισχύθηκαν από τους Ενετούς. Τούρκοι, Ισπανοί, Ενετοί, όλοι πέρασαν από εδώ, μα αυτό που βλέπεις σήμερα είναι το ανεξίτηλο ίχνος της Ορθοδοξίας. Τα 600 ή κατά άλλους 800 σπίτια δεν υπάρχουν πια, καθώς τα σάρωσε ο χρόνος και το ανθρώπινο χέρι, οι εκκλησίες επιμένουν όμως να στέκουν στη θέση τους, έστω και τραυματισμένες.
Επιλέγοντας να περπατήσω τη διαδρομή από το τέλος προς την αρχή, η πρώτη μου στάση είναι ο Άγιος Στέφανος, ένα μονόχωρο εκκλησάκι που στέκει κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου. Κατάνυξη νιώθεις καθώς ανοίγεις την ξύλινη πόρτα, για να μπεις και να σταθείς, είτε προσευχηθείς είτε όχι. Πανέμορφος μέσα στην ταπεινότητα και τη λιτότητά του, ο χώρος μοιάζει να καθαρίζει μυαλό και ψυχή. Η μαρμάρινη πλάκα έξω γράφει το όνομα της εκκλησίας και η πεζούλα καλεί τον περιπατητή να καθίσει αναπαυτικά και να ατενίσει το μεγαλείο της φύσης γύρω του. Λίγο παρακάτω είναι ο Άγιος Γεώργιος στα αριστερά και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στα δεξιά με καθηλωτικές τοιχογραφίες, παρά τη φθορά του χρόνου και της οργής πειρατών και αλλότριων. Τα απομεινάρια του ζωηρού χρώματος σε λουλακί απόχρωση στους τοίχους σου δίνουν μια καλή ιδέα της φαντασμαγορίας των παραστάσεων κάποιους αιώνες πριν. Λίγο πιο κάτω συναντάς στον δρόμο σου τον Άγιο Ευθύμιο κυριολεκτικά πάνω στον γκρεμό.
Τα επόμενα φιδογυρίσματα του μονοπατιού βγάζουν στη Μεταμόρφωση, την Κοίμηση της Θεοτόκου,με τους ρόδακες στο υπέρθυρο, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, τον Άγιο Δημήτριο, και στη διχάλα αριστερά βρίσκονται η Κοίμηση της Αγίας Άννας και η Αγία Αικατερίνη. Η ανηφόρα συνεχίζει και από τα ανατολικά προς τα βόρεια συναντάω τους Αγίους Αναργύρους, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Χαρακτηριστικό της παλαιότητας των εκκλησιών (πολλές χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα) είναι και η ύπαρξη, ως διακοσμητικών ή ακόμη και ως δομικών στοιχείων, παλαιοχριστιανικών μαρμάρων, μαρτυρία της ύπαρξης κάποιας βασιλικής του πέμπτου ή έκτου μετά Χριστόν αιώνα. (Στη δεξιά φωτογραφία, η είσοδος του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου).
Γυρίζω προς τα πίσω και παίρνω το κατηφορικό καλντερίμι συναντώντας μπροστά μου τον Ταξιάρχη Μιχαήλ και πιο πέρα τον Άγιο Ζαχαρία.
Στρίβω αριστερά, στο μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Κυριακής και της Ζωοδόχου Πηγής αντικρίζοντας την καμπάνα που κρέμεται από το κλαδί του πεύκου. Συνεχίζω το περπάτημα ανηφορίζοντας και πάλι και βρίσκω στον δρόμο μου την Αγία Μακρίνα, τον Άγιο Μηνά και τον Άγιο Ελευθέριο, ενώ το βλέμμα μου έχει ήδη εστιάσει στους δίδυμους ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου στο Κάστρο. Βρίσκομαι πια στο πιο ψηλό σημείο της Παληαχώρας, στα 350 περίπου μέτρα υψόμετρο. Η θέα είναι μαγευτική με το αστραφτερό μπλε της θάλασσας της Σουβάλας. Εδώ είναι διακριτά απομεινάρια των τειχών της πόλης, της οποίας η οχύρωση είχε γίνει με χρήματα των Ενετών, για να έρθουν δύο αιώνες μετά και να καταστρέψουν τελικά ό,τι είχε απομείνει από τη λαίλαπα του Μπαρμπαρόσα.
Καιρός όμως να κατηφορίσω ξανά (ο ήλιος είναι δυνατός, ευτυχώς φυσάει ένα δροσερό αεράκι). Παίρνω το μονοπάτι προς την Επισκοπή όπως δείχνει και η σήμανση και συναντάω τον ναό τον Αγίων Θεοδώρων με αυτό το πολύ όμορφο σχέδιο στο δάπεδο (φωτογραφία δεξιά) και αμέσως μετά τον Ταξιάρχη. Κατηφορίζοντας θα βρεθώ στη σκήτη του Αγίου Διονυσίου όπου η επιγραφή στο υπέρθυρο γράφει "προς τιμή Αγίου Διονυσίου ανακινούμε το σπίτι του" καθώς το ασκητήριο αναστηλώθηκε από την Ένωση Ζακυνθίων Αθηνών προς τιμή του πολιούχου της Αίγινας, Αγίου Διονυσίου. Αφήνω πίσω μου τη σκήτη και στο αριστερό μου χέρι στέκει η Αγία Άννα ενώ στο δεξί είναι η Επισκοπή του Αγίου Διονυσίου με τα όμορφα εγχάρακτα στο υπέρθυρο.
Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στην Παναγία, τον 18ο αιώνα όμως αφιερώθηκε στον από το 1576-1579 Μητροπολίτη Αιγίνης Διονύσιο, που αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία το 1703. Πολύ κοντά στην Επισκοπή του Αγίου Διονυσίου είναι ο Άγιος Νικόλαος της Επισκοπής, ενώ σε δυσπρόσιτο σημείο βρίσκονται ο Άγιος Στυλιανός και ο Άγιος Κήρυκος.
Κατεβαίνοντας το καλντερίμι πάντα στη δυτική πλευρά του λόφου φτάνω στο Φόρο, την πλατεία της Παληαχώρας και βρίσκομαι έξω από τον Άγιο Γεώργιο τον Καθολικό ή, κατά την άλλη ονομασία του, της Παναγίας της Φορίτισσας ή Μεσοπορίτισσας. Ο ναός αυτός χρονολογείται, ως αρχική κατασκευή,γύρω στον 13ο ή 14 μετά Χριστόν αιώνα. Στο υπέρθυρό του υπάρχει εντοιχισμένη λατινική επιγραφή που αναφέρεται στην τελευταία επιθεώρηση του Ενετού Διοικητή του Ναυπλίου Antonio Barbaro, την 1η Απριλίου του 1533, τέσσερα χρόνια πριν την καταστροφή της Παληαχώρας από τον Μπαρμπαρόσσα. Η ιστορία του ναού έχει συνδεθεί και με την εκεί μεταφορά της κάρας του Αγίου Γεωργίου από τη Λειβαδιά στην Αίγινα το 1393, όπου και θεωρείται ότι παρέμεινε μέχρι τη μεταφορά της στη Βενετία, σε αντάλλαγμα για το χτίσιμο του Κάστρου τον 15ο αιώνα από τους Ενετούς. Οι πανέμορφες τοιχογραφίες είναι του 17ου και 18ου αιώνα. Το ιερό είναι προσανατολισμένο στην ανατολική πλευρά, προς το φαρδύτερο τμήμα του ναού.
Αφήνοντας πίσω μου τον Άγιο Γεώργιο, κατεβαίνω τα σκαλιά και περνάω από την ερειπωμένη Αγία Βαρβάρα και από την Παναγία του Γιαννούλη (η αριστερή φωτογραφία). Κατηφορίζω και τα τελευταία σκαλιά και από κάτω προς τον γκρεμό είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Έχω φτάσει ξανά στον Τίμιο Σταυρό, για να πάρω τον δρόμο της επιστροφής για το λιμάνι της Αίγινας. Καθώς περνάω έξω από τον Άγιο Χαράλαμπο, που στην ουσία είναι η πρώτη εκκλησία της μεσαιωνικής αυτής Καστροπολιτείας, αφού βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της βάσης της, κοιτάζω μια τελευταία φορά τον λόφο της μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Τα λευκά εκκλησάκια μοιάζουν ακοίμητοι παραστάτες, επίμονοι φρουροί ενός τόπου ερημωμένου πια, ανάμνηση όμως της ανθρώπινης παρουσίας. Συνεχίζω τον δρόμο μου με την ευχή και την ελπίδα να υπάρξει κρατική μέριμνα και οικονομική δυνατότητα ώστε να διατηρηθεί αυτό το τόσο σημαντικό μνημείο της ιστορίας μας. Υ.Γ. Πολλές πόρτες των εκκλησιών δεν κλείνουν, είτε γιατί δεν υπάρχουν πόμολα, είτε γιατί οι κλειδαριές έχουν χαλάσει, με αποτέλεσμα να μένουν ανοιχτές, και η βροχή και ο αέρας να επικουρούν τη φθορά που έχει φέρει ο χρόνος.