Ευχαριστώ πολύ τον φίλο συγγραφέα Δημήτρη Νίκου για όσα είπε και έγραψε για το μυθιστόρημά μου "Έρωτας στον καθρέφτη" στην ιστοσελίδα του
Κάθε φορά που γράφω για ένα βιβλίο που μου αρέσει και θέλω να το προτείνω, έχω μια μεγάλη αγωνία. Να μοιραστώ την εντύπωσή μου προσπαθώντας ταυτόχρονα να είμαι αντικειμενικός, αλλά δίνοντας και τον απαραίτητο χώρο στον ενθουσιασμό του να διαβάζεις κάτι όμορφο, τον ενθουσιασμό που τις περισσότερες φορές δεν αναλύεται εύκολα. Τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για βιβλίο ανθρώπου που γνωρίζω, εκτιμώ και θαυμάζω για το έργο και την προσωπικότητά του; Διπλή αγωνία, πολλαπλάσιο βάρος – με την καλή έννοια πάντα.
Το δώρο που έκανε σε μένα και σε πολλούς πολλούς άλλους η Ευρυδίκη Αμανατίδου τον Ιανουάριο ήταν αφενός η κυκλοφορία του νέου της έντυπου μυθιστορήματος (μετά τον εξαίσιο “
Φύλακα στο φάρο” το 2011 και μια σειρά από ψηφιακές κυκλοφορίες τα επόμενα δύο χρόνια) και αφετέρου η έκπληξη να μας έχει χαρίσει ένα βιβλίο σε ύφος εντελώς διαφορετικό απ’ ότι μας είχε συνηθίσει. Σε μένα δε, έκανε και ένα ακόμη σπουδαίο δώρο και ταυτόχρονα μια μεγάλη τιμή. Να βρεθώ πλάι της στην πρώτη επίσημη παρουσίαση του βιβλίου της, στις 19 Μαρτίου στον πολυχώρο “Αίτιον” και να παρουσιάσω το νέο της μυθιστόρημα “Έρωτας στον καθρέφτη” μέσα από τα δικά μου μάτια.
Αυτό που ακολουθεί, είναι το κείμενο που ετοίμασα για εκείνη την όμορφη βραδιά.
Κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, η Αριάδνη. Μια γυναίκα λαμπερή και όμορφη, δυναμική, επιτυχημένη, χορτασμένη -θεωρητικά τουλάχιστον- απ’ τη ζωή, σε μια ηλικία που αποκαλούμε ώριμη. Συγγραφέας θεατρικών έργων, με περγαμηνές, επιτυχίες και μια αξιοζήλευτη συνεργασία με κορυφαίο εκδοτικό οίκο. Όλα αυτά όμως, όσο οι προβολείς είναι αναμμένοι και το θέατρο γεμάτο θεατές. Μόλις τα φώτα σβήσουν και η πλατεία αδειάσει, η Αριάδνη απομένει μόνη. Μόνη, με αυτή τη μορφή μοναξιάς την πιο φοβερή, του να βλέπεις όλα όσα συνθέτουν την υποτιθέμενη ευτυχία σου να έχουν πάρει μορφή σατανική και να έχουν στήσει γύρω σου κυκλωτικό χορό, γελώντας χαιρέκακα μέσα στο πρόσωπό σου.
Εγκλωβισμένη σε μια σχέση άνυδρη, σε μια ζωή στάσιμη γεμάτη συμβιβασμούς και πρέπει, μοιάζει με τα νερά μιας μικρής λίμνης (για να θυμηθούμε και μια παλιά, αγαπημένη ηθογραφία). Γαλήνια, ατάραχα, δίχως να μπορούν να προσφέρουν μια διαφορετική εικόνα ζώσας φύσης. Τι ξεχωρίζει αυτά τα στάσιμα νερά από έναν βάλτο;
Το βότσαλο που θα ταράξει τα ήρεμα νερά της Αριάδνης, έρχεται με τη μορφή ενός χειρόγραφου κειμένου, τυλιγμένου ρομαντικά μαζί με ένα λευκό τριαντάφυλλο που θα βρει να την περιμένει μια μέρα στην πόρτα της. Από τη στιγμή που θα ξετυλίξει το χαρτί και θα διαβάσει το κείμενο, τίποτα δε θα είναι ίδιο. Το χαρτί γίνεται η τρύπα του λαγού, από την οποία στον κόσμο της Αριάδνης θα εισβάλουν δύο νέα πρόσωπα. Η Γλαύκη και ο Ιάσονας. Αρχικά μονάχα λέξεις, έπειτα δυνατές εικόνες κι ένα μυστήριο. Τίνος της φαντασίας γέννημα είναι τούτοι οι ήρωες, μια τυφλή κοπέλα που μένει ολομόναχη σε έναν παραμυθένιο πύργο και ένας ζωγράφος που ζει αυτοεξόριστος, σαν ερημίτης, αναζητώντας λύτρωση από αμαρτίες του παρελθόντος και νέα έμπνευση; Ποιος σκέφτεται, ποιος γράφει, ποιος σκηνοθετεί αυτό το έργο που τη θέλει πρωταγωνίστρια; Και γιατί ο άγνωστος συγγραφέας επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να την προσεγγίσει;
Πίσω από τα κείμενα κρύβεται ο Πέτρος, ένας φοιτητής με τα μισά σχεδόν χρόνια της Αριάδνης. Ένα ευαίσθητο νέο παιδί που παλεύει μέσα στα άγχη και τις ανασφάλειες της ηλικίας του για το σήμερα, ελπίζει για το αύριο και αγαπά να δραπετεύει με όχημα τις λέξεις σε κόσμους που πλάθει η φαντασία του. Θέλει να γίνει συγγραφέας, να δημιουργεί και να προσφέρει στον κόσμο ιστορίες που θα χαρίζουν όμορφα συναισθήματα και δυνατές εμπειρίες. Οι δρόμοι της Αριάδνης και του Πέτρου θα συναντηθούν σε μια στροφή των εντελώς διαφορετικών κατευθύνσεών τους.
Πρώτα η ευγενική οσμή και η απαλή υφή του λευκού τριαντάφυλλου και μετά οι λέξεις, η μαγεία της ιστορίας και η γλυκιά προσμονή για την επόμενη συνέχεια, προετοιμάζουν το έδαφος για να κάνει την εμφάνισή του και ο τέταρτος εισβολέας στη ζωή της Αριάδνης.
Ο έρωτας.
Ο έρωτας, που έχει την ιδιότητα να μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Ιδιότητα μαγική αλλά ταυτόχρονα τρομακτική. Ο έρωτας απαιτεί χάσιμο και δόσιμο, το γνωρίζουν άραγε; Χάσιμο μέσα στον άλλον, δόσιμο και θυσία του εγώ μας στο εμείς. Γι’ αυτό και τον έρωτα πότε τον αποζητούμε με πάθος, γιατί θέλουμε να ανοίξουμε τον εαυτό μας, να τον ενισχύσουμε με την αγάπη, γι’ αυτό πλαστήκαμε …και πότε τον αναθεματίζουμε λυσσαλέα ρίχνοντας κατάρες στην ώρα και τη στιγμή που τον βρήκαμε στον δρόμο μας. Είναι γιατί οι φόβοι που όσο περνάνε τα χρόνια επικάθονται με κάθε νέα τους νίκη ως βαθιές ρυτίδες στην εύθραυστη όψη μας, μάς μαζεύουν στο καβούκι μας, πίσω στην ασφάλεια του όλο και ισχυρότερου πια εγώ μας.
Έρωτας στον καθρέφτη.
Ο έρωτας που αναμοχλεύει επιδέξια όσα κρατάμε θαμμένα μέσα μας, νομίζοντάς τα ξεχασμένα.
Ο έρωτας που σε πετάει γυμνό και μόνο σε μια απέραντη έρημο. Θα υποστείς πολλές και σκληρές δοκιμασίες, μέσα από τις οποίες όμως ανακαλύπτεις μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές δε φανταζόσουν πως έχεις. Υπάρχουν όμως οάσεις στην έρημο, που σου δίνουν δύναμη να συνεχίσεις να περπατάς.
Και στο τέλος της διαδρομής, αν φανείς άξιος της απόλυτης αυτής ευλογίας, σε περιμένει ο Παράδεισος. Η γη της επαγγελίας, που οι πόθοι γίνονται καθημερινά βιώματα και η ευτυχία, κόσμημα στο λαιμό σου και λάμψη στα μάτια των άλλων.
Τι σχέση έχουν αυτά με τους ήρωες του βιβλίου; Η δύναμη και η αδυναμία είναι πάντα υποκειμενικές, είναι σαν να κληθούμε όλοι να περιγράψουμε ας πούμε ένα τοπίο, αλλιώς θα το περιγράψω εγώ, αλλιώς ο καθένας από σας, θα χρησιμοποιήσουμε άλλες λέξεις, άλλους χαρακτηρισμούς, γιατί πολύ απλά το βλέπουμε με άλλα μάτια. Ιδίως όταν το τοπίο αυτό είναι ο Παράδεισος της πολυπόθητης ευτυχίας μας. Η Γλαύκη και ο Ιάσονας, θα βρουν αυτόν τον Παράδεισο σε μια βόλτα στο δάσος, στην όχθη ενός ποταμού, κοντά σ’ έναν καταρράκτη. Για την Αριάδνη και τον Πέτρο, Παράδεισος θα γίνει η γραφική Ίσκια, ένα μικρό νησί στη νότια Ιταλία.
Θα σταθούν αντάξιοι του Παραδείσου που τους δόθηκε ή η πανταχού παρούσα πτωτική φύση του ανθρώπου θα πάρει και πάλι τα ηνία. Τα πράγματα ίσως να μην είναι τελικά και τόσο σύνθετα, όμως η σημειολογία έχει πάντα τη σημασία και το σκοπό της.
Τι θα κάνει τελικά η Αριάδνη; Θα αφεθεί να περάσει αυτή τη νοητή γραμμή και να ελευθερωθεί;
Κι ο Πέτρος; Θα επιτρέψει στον έρωτα να ζήσει, να αναπνεύσει και έξω απ’ τα γραπτά του ή ο ένας έρωτας, αυτός για τη συγγραφή, θα νικήσει τελικά τον άλλον;
Όσο η αφήγηση προχωρά, ο Πέτρος και η Αριάδνη μπαίνουν όλο και περισσότερο στο παράλληλο μυθιστόρημα, στο Νόμο των Πιθανοτήτων, όπως έχει ονομάσει ο Πέτρος το υπό δημιουργία πρώτο του έργο, και σιγά σιγά τα πλάγια γράμματα θα ισιώνουν στα μάτια του αναγνώστη, καθώς η εγκιβωτισμένη ιστορία αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Νόμος των πιθανοτήτων υψώνει έναν τεράστιο καθρέφτη μπροστά στην Αριάδνη και τον Πέτρο και τα είδωλα μπερδεύονται. Ιάσονας και Γλαύκη μπορούν να είναι κι οι δυο. Καί οι δύο εθελοτυφλούν, καί οι δύο τρέφουν αυτό που τρέφεται απ’ τη σάρκα τους, αυτοκαταστρέφονται. Είναι ανεξήγητο, αλλά πάντα το ίδιο παράδοξο μπαίνει ως ταφόπλακα πάνω από τους έρωτες που εμείς οι ίδιοι δολοφονούμε. Ο Ιάσονας θα αποκτήσει τη Γλαύκη, όμως ο Πέτρος, δε θα κάνει ποτέ πραγματικά δική του την Αριάδνη. Κι όμως, είτε το δούμε μέσα, είτε έξω απ’ τον καθρέφτη, ο ένας κρατά ήδη τον άλλον μέσα του, όσο κι αν η εσωτερική πάλη προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο. Είναι η ευκαιρία για την υπέρβαση, ο δύσκολος δρόμος που τρομάζει και τελικά το πισωγύρισμα που παγώνει το χρόνο και την ίδια τη ζωή, καταδικάζει σε καθημερινούς μικρούς ή μεγαλύτερους θανάτους.
“Τελικά τι καθρεφτίζει ο έρωτας;” διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, “Την υπαρκτή ή την επιθυμητή προβολή του εαυτού μας;”
Κι αν ο καθρέφτης τελικά σπάσει, τι απ’ τα δυο θα χαθεί;
Η Ευρυδίκη Αμανατίδου, με τον “Έρωτα στον καθρέφτη”, τολμά κάτι δύσκολο δομώντας εξαιρετικά, ταυτόχρονα σε μία αφήγηση δύο μυθιστορήματα που εξελίσσονται παράλληλα. Περνάει με μαεστρία από το ένα στο άλλο, με γραφή εντελώς διαφορετική που από την απλότητα κλιμακώνει σε απίστευτες και μαγικές ποιητικές εξάρσεις. Παίρνει τον αναγνώστη απ’ το χέρι για να τον οδηγεί μέσα και έξω απ’ τον καθρέφτη, ώστε να ανακαλύψει κάθε πτυχή, κάθε γωνιά της ενοποιημένης ιστορίας. Οι ήρωες, ολοκληρωμένοι και λογοτεχνικά γοητευτικοί, πατούν γερά στα πόδια τους, μιλούν και δρουν λες και οι ίδιοι γράφουν και όχι κάποιος άλλος γι’ αυτούς. Παράλληλα με τις δύο ερωτικές ιστορίες, (ή τη μία με δύο όψεις, αν προτιμάτε) ο αναγνώστης βιώνει τις αγωνίες της συγγραφής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις της αναζήτησης της έμπνευσης και της έκφρασης.
Το μυθιστόρημα της Ευρυδίκης Αμανατίδου όμως, περισσότερο απ’ όλα, είναι ξεχωριστό γιατί θυμίζει τον αληθινό και παντοτινό σκοπό του έρωτα, που αποτελεί τον πυρήνα της σημασίας του και στέκει ψηλότερα από την απλή έλξη και τη σεξουαλική ορμή – που πολλές φορές από άγνοια ή αδημονία βαφτίζουμε έρωτα. Είναι ξεχωριστό επίσης, γιατί μας θυμίζει τι θα πει καλή ερωτική λογοτεχνία, ένα είδος που τόσο έχει παρεξηγηθεί και τόσα έχει τραβήξει. Δεν είναι απλά η δίψα για κάτι που κι εμείς ποθούμε, ούτε η συρραφή δυνατών ερωτικών σκηνών-φαντασιώσεων με σκοπό την εύκολη έξαψη, δεμένες με μια γλυκανάλατη ιστορία με την οποία υποτίθεται πως πρέπει να ταυτιστούμε, αλλά στην πραγματικότητα δε μας αφορά. Κατά την ταπεινή μου άποψη, καλή ερωτική λογοτεχνία, όπως και καλή λογοτεχνία γενικά, είναι αυτή που εμφανίζει σε λέξεις μπροστά μας, στις σελίδες ενός βιβλίου, τις εικόνες που η ψυχή ανεβάζει στα μάτια και τις αισθήσεις μας… όλα εκείνα τα καλά και τα κακά, δε θα κουραστώ να το λέω, που μας ξεχωρίζουν ως ανθρώπους.
Η ίδια η λογοτεχνία άλλωστε είναι έρωτας.
Έρωτας και πάθος μοναδικό… έρωτας που, όπως είπαμε, απαιτεί χάσιμο και δόσιμο. Και αυτό που κάνει η Ευρυδίκη Αμανατίδου είναι έρωτας, γι’ αυτό της αξίζει κάθε επιτυχία.