Πώς μπήκα εγώ στις
οικοδομές; Ο πατέρας μου φρόντισε! Αυτός ήταν που κούναγε το κεφάλι καθώς
έβλεπε τα σχολικά μου βιβλία να σκονίζονται παρατημένα στο καλό μας τραπέζι του
σαλονιού.
«Βρε ανεπρόκοπε! Τι θα
κάνεις εσύ βρε σαν μεγαλώσεις; Μέχρι πότε θα σε ταΐζω; Θα κλείσω τα μάτια μου
μια μέρα και θα μείνεις στους πέντε δρόμους».
Στους πέντε δρόμους δεν
έμεινα, γιατί λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, ο συχωρεμένος με πήγε σ’ ένα
παιδικό του φίλο, εργολάβο οικοδομών. Σκληρή δουλειά! Άμα δεν έχεις όμως μυαλό
να μάθεις και δυο γράμματα, τι άλλο να κάνεις; Κι ευχαριστώ να λες!
Παρηγορήθηκα κάπως, όταν τις μέρες που έκαναν τις μεγάλες απεργίες οι
καθηγητές, ήρθε για πέντε μεροκάματα ένας σαρανταπεντάρης, καλό ανθρωπάκι τον
έκοψα. Από την κουβέντα στο διάλειμμα, εκεί απάνω στο τσιγάρο, έμαθα πως ήτανε
φιλόλογος, στόματα είχε να θρέψει, λεφτά τώρα με την απεργία ούτε δεκάρα, «δε
βαριέσαι» κατάληξε, «δουλειά είναι κι αυτή!»
Να που ο πατέρας μου έκανε
και κάπου λάθος. Εγώ μυαλό είχα, για τα γράμματα όμως δεν το χαράμιζα. Είμαι
και τύπος, πώς το λένε, αλέγκρος και η οικοδομή με μπούχτιζε. Έτσι, τα
Σαββατοκύριακα έδινα άδεια στον εαυτό μου, έπαιρνα τα σέα μου και τα μέα μου
και κατηφόριζα στη θάλασσα. Έπιανα τις παραλίες με τα πόδια, τη μια μετά την
άλλη. Ακούραστος ο μπαγάσας! Ώρες ολόκληρες να μου δώσεις περπάτημα, όχι δεν
σου λέω!
Από περιέργεια στην αρχή, κι
ύστερα από συνήθεια, στο πέρασμά μου σάρωνα την άμμο. Ό,τι ξεχασμένο και
παρατημένο έβρισκα, το συμμάζευα. Μου τύχαιναν πολλά και διάφορα. Κανένα ρολογάκι,
μη φανταστείς και τίποτα αξίας, τίποτα κέρματα, μια φορά ξέθαψα κι ένα πεντοχίλιαρο.
Τα λάδια όμως και τα αντηλιακά που μάζευα ήταν το κάτι άλλο. Είναι παράξενο
πόσο εύκολα αφήνουμε πίσω μας το λαδάκι που πασαλειβόμαστε και στην επόμενη
βόλτα στη θάλασσα, ψάχνουμε απελπισμένα να το βρούμε. Στο τέλος, με ένα
στραβομουτσούνιασμα, αφήνουμε τον ήλιο να μας πιλατεύει άκαρδα.
«Ποπό κορμιά απλωμένα!»
μονολογούσα. «Πλατούλες αφράτες, βελούδινες, απαλές που δεν έχουν κανένα να τις
φροντίσει. Κι εγώ με τόσες κρέμες, να πάνε στράφι; Κι από αρώματα, ένα σωρό! Κι
από μάρκες άλλες τόσες! Και όλους τους δείκτες προστασίας παρακαλώ!»
Είχα αρπάξει κάτι
κουβεντούλες αγγλικά, κάτι ολίγα γαλλικά, μπορούσα να συνεννοηθώ με τις
τουρίστριες. Γιατί οι δικές μας, απλησίαστες αδερφάκι μου, λες και θα τις
μαγάριζες! Σιγά τα αυγά!
Που λες, ξεκίνησα για πλάκα
και μου ‘γινε συνήθεια, μου ‘μεινε και το όνομα: «Ο λαδωτής». Όπου έβρισκα
καμιά μονάχη, πλησίαζα, όχι όμως να είμαι κι ενοχλητικός, για μια αξιοπρέπεια
ζούμε σ αυτόν τον κόσμο! Έπιανα την κουβέντα, «ωραίος ο ήλιος, η θάλασσα, η
Ελλάδα, ζέστη κάνει», φτάναμε και στο λάδωμα. Πολύ το φχαριστιόμουνα. Τώρα μη
με περάσετε και για κανέναν ανώμαλο! Ούτε καμάκι ήμουνα. Εγώ τους πασάλειβα την
πλάτη, τα πόδια, άντε και την κοιλιά. Αυτό ήταν μόνο, αυστηρών προδιαγραφών!
Αυτές χαζογελάγανε, με λέγανε χαριτωμένο και αστείο στις γλώσσες που
τιτιβίζανε. Κι άλλα λογάκια λέγανε, κι αν κάποιες με κοιτάζανε πονηρά, εγώ τον
αδιάφορο! Κάτι καμάκια με είχαν πάρει στο ψιλό και με βαφτίσανε νονό.
Κάποια έβγαλε ένα
χαρτονόμισμα να μου δώσει. Ταράχτηκα. Μπας και με πέρασε για λιγούρη, ζήτουλα;
Αρνήθηκα, αυτή όμως επέμενε τόσο γλυκά που είπα να μην την προσβάλλω.
«Σιγά ντε! Δεν σου θίξανε
και την υπόληψη», είπα στον εαυτό μου και αφαίρεσα με τέχνη τη χαρτούρα, εκεί
πάνω που της έκανα ένα ιπποτικό χειροφίλημα. Σκλαβώθηκε η κοπελίτσα.
Από τότε, περάσανε έτη
πολλά. Οι οικοδομές με βλέπουν μόνο το χειμώνα. Τα καλοκαίρια σταματάω από
μόνος μου και ξεκινάω για τα νησιά. Λαδώνω τουριστριούλες, κάνω τις διακοπές
μου, βγάζω τα έξοδά μου. Καλά περνάω, δεν ενοχλώ και κανέναν. Και δεν ξέρεις
ποτέ τι γίνεται, αν κι εγώ είμαι γεροντοπαλίκαρο από την κούνια μου. Και μετά
τι; Να χάσει η χώρα το τελευταίο παραδοσιακό της επάγγελμα; Εξαφανίστηκαν οι σαλεπιτζήδες,
πάνε και οι γανωματήδες, να χάσουμε και τον λαδωτή μας; Όχι δα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου