Νικόλαος Γύζης: το παραμύθι της γιαγιάς |
Η γιαγιά μου
ήταν γνωστή παραμυθατζού. Επίσης τρομερά τσιγκούνα. Και τέλος, φοβόταν ως και
τον ίσκιο της. Ο συνδυασμός αυτών των τριών χαρακτηριστικών της δημιουργούσε
ένα τραγέλαφο στη ζωή της οικογένειας. Ο πατέρας μου δεν την πήρε ποτέ στα
σοβαρά. Όταν τον φώναζε να διευθετήσει τους καυγάδες με τα εγγόνια της, εκείνος
σφύριζε αδιάφορα και συνέχιζε να διαβάζει την εφημερίδα του. Η μητέρα μου
χαμογελούσε στωικά. Σαν άγιος άνθρωπος η ίδια, εφάρμοζε αυτό το περιβόητο «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» και
συνέχιζε τις οικιακές ενασχολήσεις της.
Έτσι, ο κλήρος
έπεσε σε εμένα, την συνονόματη εγγονή της, Ευανθία, να υπομένω και να δοκιμάζω
την ανθρώπινη αντοχή μου.
Κάθε Σάββατο,
είχα αναλάβει την υποχρέωση να σφουγγαρίζω το δωμάτιό της. Τώρα, αυτό δεν θα το
πιστέψει κανείς, αλλά το σπίτι μας, χτισμένο κατά τμήματα σε μακρόστενη μορφή,
μάς έδινε τη δυνατότητα να απαλλασσόμαστε ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας από τη
βιβλική φιγούρα της Ευανθίας της πρεσβύτερης. Η γιαγιά μου διέθετε δωμάτιο που
έμοιαζε με γκαρσονιέρα. Με δική του τουαλέτα παρακαλώ!
Κι όσο
σφουγγάριζα κατόπιν υπόδειξης του τρεμάμενου δαχτύλου της, ώστε να εξορίσω κάθε
ίχνος σκόνης –που και αυτή αρνιόταν επίμονα να εγκατασταθεί στο χώρο, πού να
αντέξει, αλήθεια;-τόσο άκουγα τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες. Πώς έφυγαν η
γιαγιά και το σόι της το 1922 από τον Πόντο, πώς είχαν ράψει στα φουστάνια
κοσμήματα και λίρες, πώς ακόμη και τώρα άκουγε το ποδοβολητό των αλόγων κι
έβλεπε στους εφιάλτες της τους διώκτες της.
Ήμουν μικρή
τότε και άλλα μου έκαναν περισσότερη, άλλα λιγότερη εντύπωση. Στο προστατευμένο
περιβάλλον που ζούσα, δε χωρούσαν φαντάσματα με άλογα και πολεμοχαρείς
καβαλάρηδες.
Οι ιστορίες
της γιαγιάς έγιναν μακρινός απόηχος όταν μάς άφησε χρόνους. Τα δικά μου χρόνια
εξάλλου, είχαν γίνει κι αυτά αρκετά. Μεγάλωσα, σπούδασα, παντρεύτηκα και μου
έμεινε προίκα η πατρογονική μονοκατοικία, που πεισματικά αρνιόμουν να δώσω
αντιπαροχή. Ο κήπος -που μου φαινόταν τεράστιος όσο ήμουν μικρή- είχε γίνει
τόσος δα, ενώ τα μεγαθήρια που με τον καιρό υψώθηκαν ολόγυρα, κόντευαν να
καλύψουν το σπίτι.
Πεισματάρα
ήμουν, αυτό το είχα κληρονομήσει από τη γιαγιά μου, το ίδιο διατεινόταν και ο
άντρας μου, κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ του εκείνη στην οποία χρωστούσα το
πείσμα και το βαφτιστικό μου όνομα.
Δύσκολα τα
φέρναμε βόλτα, αλλά λένε πάντα πως ο έρωτας όλα τα ξεπερνάει. Δεν φέρνω
αντίρρηση, αν όμως υπήρχαν και κάποια παραπάνω χρήματα, η ζωή μας θα ανάσαινε
καλύτερα. Εγώ ψευτοδούλευα με κάτι ιδιαίτερα μαθήματα και τα βράδια σκάρωνα
ιστορίες που καμιά φορά έβλεπα τυπωμένες στην τοπική φυλλάδα.
Ο καιρός
περνούσε, το σπίτι όμως ρήμαζε, καθώς οι δεκαετίες φορτώνονταν στο πέτρινο
σκαρί του. Πότε τα κεραμίδια ακολουθούσαν την ιδιοτροπία του χειμώνα και των
απανωτών βροχών, πότε ένα ράγισμα ερχόταν από το πουθενά να στολίσει ακόμη έναν
τοίχο, πότε οι σωληνώσεις, πότε το ένα, πότε το άλλο, σε δουλειά να
βρισκόμαστε.
«Μα κι εσύ βρε κορίτσι μου, άντε να το
δώσεις αντιπαροχή, να μπούμε σε ένα διαμέρισμα, να ξέρουμε πως δε θα πέσει να
μας πλακώσει!» έλεγε ξανά και ξανά ο άντρας μου, όμως εγώ ακλόνητη,
άτεγκτη, απαθής.
Βλέπετε, η
εικόνα που είχα ήταν αυτή της παιδικής μου ηλικίας. Το σπίτι ήταν οι αναμνήσεις
μου, ο παράδεισός μου και κληρονομιά της γιαγιάς μου που πλάκα στην πλάκα,
χρόνια από το θάνατό της, ήταν σαν να ζούσε ακόμη εκεί. Η μόνη τροποποίηση που
είχα κάνει εξάλλου στο χώρο ήταν να ρίξω ένα μέρος του τοίχου, για να ενώσω
εκείνο το περιβόητο δωμάτιο-γκαρσονιέρα.
Κι έφτασε η
στιγμή της κρίσης όπως συμβαίνει πάντα και παντού. Ο κόμπος στο χτένι που λένε,
κι εσύ πρέπει να βγάλεις επιτέλους το φίδι από την τρύπα. Πολλή λαϊκή σοφία έπεφτε,
καθώς κάθε τρεις και λίγο μου έρχονταν κι άλλες παροιμίες κατά νου, για να με
ωθήσουν ένα βήμα πιο κοντά στην απόφαση να θυσιάσω το καμάρι μου. Η αλήθεια είναι βέβαια πως το εν λόγω καμάρι είχε πάρει όψη ασθενούς που
διάγει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
Εκείνο το
βράδυ, με το που έκλεισα τα μάτια, ο Μορφέας με δωροδόκησε με εφιάλτες. Λες και
το σπίτι εκτόξευε μύδρους παραπόνων εναντίον μου. Λες και εγώ ήμουν ο φταίχτης
για όλα τα δεινά που ταλάνιζαν πέτρες, ντουβάρια, αποχετεύσεις και πάει
λέγοντας. Αφού είχα πεταχτεί έντρομη καμιά δεκαριά φορές, εκεί προς το
ξημέρωμα, απόκαμα και είπα πως ήταν ώρα να σηκωθώ. Μάλλον κοιμήθηκα ξανά κι
αυτή τη φορά η επισκέπτρια στο όνειρο ήταν η γιαγιά Ευανθία.
«Ευάνθη!» Έτσι με φώναζε και με
εκνεύριζε ακόμη περισσότερο, αυτό το όνομα στο στομάχι μού καθόταν. «Ένα γλυκό δε μου έφτιαξες!»
Μου ήρθε να
της απαντήσω πως δεν έβρισκα καμία σκοπιμότητα, μια και οι ανεπιστρεπτί μεταστάντες
έχουν εγκαταλείψει αμετάκλητα και τη βρώση, συνήθεια που χαρακτηρίζει τους ζώντες.
Η γιαγιά όμως επέμενε και μάλιστα ήθελε ρυζόγαλο.
«Αφού ξέρεις πως ό,τι και να κάνω, δεν το
πετυχαίνω το ρυζόγαλο», απάντησα στον ύπνο μου.
«Να βάλεις και μια πρέζα αλάτι μέσα!»
είπε σοφά εκείνη κι εγώ τινάχτηκα κοιτάζοντας το ξυπνητήρι που έδειχνε πως η
ώρα ήταν ακόμη έξη.
Κατακαλόκαιρο
κι η ζέστη ανυπόφορη. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να κάτσω να γράψω
τίποτα μήπως και πάρω το Πούλιτζερ και σωθώ. Ο άνδρας μου μού θύμισε πως ήταν
Κυριακή, ας πηγαίναμε να μας φυσήξει ο θαλασσινός αέρας. Αρνήθηκα επίμονα,
γιατί ήξερα πως θα άρχιζε τις γαλιφιές για το φλέγον ζήτημα της κατεδάφισης του
σπιτιού.
«Άστο πουλάκι μου να το γκρεμίσει ο
εργολάβος προτού πέσει από μόνο του!» θα έλεγε.
«Άμα πέσει, θα γλυτώσουμε και την άδεια
κατεδάφισης!» θα απαντούσα.
«Τις ζωές μας δε θα γλυτώσουμε!» θα
συνέχιζε εκείνος, και δε θα του έδινα άδικο βέβαια.
Αρνήθηκα την
έξοδο να με φυσήξει ο μπάτης.
«Η γιαγιά θέλει ρυζόγαλο!» ανακοίνωσα
στον Αριστείδη -όχι τον γνωστό δίκαιο, αλλά τον σύζυγό μου- τη σκέψη που με
βασάνιζε.
«Με δουλεύεις;»
Του είπα για
το όνειρο.
«Θα παράφαγες φαίνεται χθες. Η γιαγιά σου
όλο παραμύθια ήταν όσο ζούσε, παραμύθι σου έλεγε και στον ύπνο σου».
Να ήταν λοιπόν
η καούρα για ρυζόγαλο, άλλο ένα παραμύθι της γιαγιάς;
Κούνησα το
κεφάλι μου χωρίς να έχω πειστεί, αλλά κάτι με έτρωγε.
«Άσε να βάλω το φαγητό να ψηθεί και πάμε
βόλτα μετά».
Ο Αριστείδης
άραξε στην αυλή κι εγώ άνοιξα τα ντουλάπια έχοντας πάρει την απόφασή μου.
Επιθεώρησα το ρύζι, το γάλα, το κορν φλάουερ, τη ζάχαρη, τα λεμόνια και
στρώθηκα στο έργο.
Ανακάτευα κι
ανακάτευα, το μείγμα φούσκωνε και κόχλαζε, θυμήθηκα και την πρέζα το αλάτι, το
έριξα κι αυτό μέσα για καλό και για κακό, κι αφού είδα κι αποείδα, κατέβασα το
κατσαρόλι από τη φωτιά. Πήρα την κουτάλα της σούπας, να βάλω το ρυζόγαλο σε
μπολάκια, έλα όμως που μέχρι να γυρίσω την πλάτη μου, αυτό είχε μισοπήξει.
«Να δεις που
το αλάτι θα έφταιγε!» μονολόγησα βλέποντας με τρόμο το ρυζόγαλο να έχει
πετρώσει στον αέρα κάπου ανάμεσα στην κουτάλα και το μπολ, σαν αυτοκίνητο που
έμεινε από λάστιχο.
«Άντε, πέσε!»
παρακαλούσα και τίναζα την κουτάλα απελπισμένα.
Στην πέμπτη
στη σειρά προσπάθεια, ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος που σίγουρα δεν
προερχόταν από το σκεύος που είχε δεχτεί το κατασκεύασμά μου. Σαν μουγκρητό μού
φάνηκε, λες κι είχε έρθει ο Εγκέλαδος να μας κάνει επίσκεψη. Κοίταξα γύρω μου
έντρομη. Το φωτιστικό δεν κουνιόταν, τα τεντζερέδια στη θέση τους κι αυτά.
«Ευανθία, τρέξε! Το ταβάνι!» φώναξε ο
Αριστείδης.
Μέχρι να κάνω
τρία βήματα, με είχε πνίξει η σκόνη που έβγαινε σαν πανικόβλητο πλήθος από το
πρώην δωμάτιο της γιαγιάς και νυν καθιστικό.
«Τι έγινε;» ρώτησα ανόητα, βήχοντας σαν
ασθενική φιγούρα της λογοτεχνίας.
Ο Αριστείδης
δεν μπήκε καν στον κόπο να μου απαντήσει καθώς νέα κρίση βήχα μάς άφησε κυριολεκτικά
άφωνους. Κανένα πεντάλεπτο αργότερα, η σκόνη είχε επιτέλους κατακαθίσει και
μπορούσα πια να μπω στον τόπο του μαρτυρίου για να αποτιμήσω το μέγεθος της
καταστροφής.
«Είσαι με τα καλά σου;» με σταμάτησε ο
άντρας μου. «Ποιος ξέρει τι άλλο θα πέσει
στο κεφάλι μας!» συμπλήρωσε τραβώντας με πέρα.
«Άσε με χριστιανέ μου. Ό,τι έγινε, έγινε!»
είπα και σαν ηρωική Σουλιώτισσα κατευθύνθηκα στο προσωπικό μου Ζάλογγο.
Κι εκεί, ανάμεσα
στους σοβάδες, τη σκόνη, τα χώματα, κοίταξα καλύτερα. Αυτόματα, τα μάτια μου
στράφηκαν έκπληκτα στο ταβάνι, όπου έχασκαν τα χιαστί ξύλα γυμνά πια από την
επένδυσή τους. Και ξανά στο πάτωμα, σαν να μη πίστευα αυτό που έβλεπα μπροστά
στα πόδια μου.
«Αριστείδη! Τρέχα! Η γιαγιά!» φώναξα
μέσα στην παράκρουση.
Ποιος ξέρει τι
φαντάστηκε κι αυτός ο δύσμοιρος! Ήρθε κάθιδρος νομίζοντας πως το πνεύμα της
γιαγιάς είχε αποφασίσει να γυρίσει στην επίγεια κατοικία του.
«Λίρες!» είπε ξέπνοα γουρλώνοντας τα
μάτια.
«Λίρες!» συμφώνησα κι εγώ σκουπίζοντας
στη φούστα μου το αντικείμενο που μάζεψα από το πάτωμα.
Κοίταξα ξανά
το ταβάνι, το πάτωμα, τον Αριστείδη, τη λίρα στο χέρι μου και τα αδερφάκια της
που είχαν σκορπίσει από δω κι από εκεί.
«Η γιαγιά! Το ρυζόγαλο!» είπα
σκουπίζοντας τη σκόνη μαζί με τα δάκρυα από τα μάτια μου.
Οι ιστορίες
της γιαγιάς δεν ήταν καθόλου παραμύθια τελικά. Ο θησαυρός που έλεγε, υπήρχε
πάντα στο σπίτι. Πώς και πότε καταχωνιάστηκε στο ταβάνι, σε ένα κουτί που είχε
στερεωθεί στις σανίδες, δεν ήταν κάτι που μπορούσα να εξηγήσω. Η γιαγιά μου
ήταν παράξενος άνθρωπος. Τσιγκούνα, παραμυθατζού, αλλά και πολυμήχανη. Μπορεί
κι η ίδια να το ξέχασε, μπορεί να λιγουρεύτηκε στα αλήθεια γλυκό, εκεί που βρισκόταν
ή δε βρισκόταν, μπορεί να λυπήθηκε το σπιτικό της που θα ρήμαζε κι αποφάσισε
την ύστατη στιγμή να το σώσει.
Έτσι όπως πάω
θα φτιάξω το δικό μου παραμύθι. Δε βαριέσαι! Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη
ζωή, ακόμη και τα παραμύθια μιας υποχόνδριας γιαγιάς.
Το σπίτι θα
επισκευαστεί.
Μαζί με τις
λίρες, βρήκα ένα βραχιόλι κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια που τα φοράω πια με δόξα
και τιμή.