Σε όλα τα
χρόνια του Λυκείου ήταν ερωτευμένη με τον Άγγελο. Δεν του το είχε πει ποτέ. Και
αυτός ζούσε στον κόσμο του. Ήταν η εποχή του ροκ όταν ακόμη η Πλάκα έβριθε από
στέκια ψυχεδέλειας.
Στη μεγάλη
αγοροπαρέα η Νόρα παρότι η μόνη κοπέλα, είχε ενσωματωθεί απόλυτα με το σύνολο:
άσπρο πουκάμισο, τζιν παντελόνι, σανδάλια, ποδαρόδρομος μέχρι να φτάσουν στην
Πλάκα. Οι υπόλοιποι δεν της έδιναν ιδιαίτερη σημασία, βασικά δεν την έβλεπαν
σαν εκπρόσωπο του αντίθετου φύλου. Οι κουβέντες συνεχίζονταν, καθαρά
αγορίστικες ή αντρικές όπως κοκορεύονταν οι φίλοι μεταξύ τους. Ποιο βινύλιο αγόρασαν
ή έψαχναν να βρουν, μήπως πήγαιναν τελικά Κύτταρο
να ακούσουν τους Σόκρατες, αν
είχαν δει όλοι τους το Κουαντροφίνια
και άλλα τέτοια.
Τρίτη Λυκείου
και τα μυαλά της Νόρας δεν εστίαζαν στις τελικές εξετάσεις, αλλά στα πράσινα
μάτια του Άγγελου και τη σταράτη επιδερμίδα που έκανε τόση αντίθεση με την
λευκή πουκαμίσα του. Ακόμη και μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του Ράδιο Σίτυ όταν πήγαν στην προβολή του Καλιγούλα, αφού με τα πολλά απέσπασε την
γονική άδεια. Αν είχε τα μάτια της στην οθόνη, η Νόρα σίγουρα θα κοκκίνιζε από
αμηχανία. Δεν το απέφυγε βέβαια, καθώς το βλέμμα της ακολουθώντας και
παρακολουθώντας τον Άγγελο τής έφερνε σκέψεις που μπόλιαζαν ντροπή και δέος το
σώμα της.
Και δυστυχώς
τον Άγγελο ήταν καταδικασμένη να τον βλέπει συχνά. Καταδικασμένη ήταν και η μόνη λέξη που περιέγραφε την κατάσταση.
Άδοξα και ατελέσφορα τα αισθήματά της, κρυμμένα για πάντα. Δεν της πήγαινε να
εκφράσει το παραμικρό, ο Άγγελος ήταν κολλητός των ξαδερφιών της, άρα έπρεπε να
νιώθει πως ήταν και δικός της ξάδελφος, ήτοι συγγενής, ήτοι άκυρο.
Τέλος του
Λυκείου και η Νόρα βρέθηκε στη Νομική, ενώ ο Άγγελος ακολούθησε το δρόμο προς
τη Σχολή της Αστυνομίας. Αυτό ήταν και το πρώτο σοκ. Τι δουλειά είχε αλήθεια με
την τάξη, κάποιος που αυτή την έννοια την διέγραφε καθημερινά από το λεξιλόγιό
του;
Η παρέα
σκόρπισε, όπως γίνεται πάντα όταν ο καθένας μπαίνει σε άλλο κύκλο ζωής. Η Νόρα
έπαψε να βλέπει τον Άγγελο, τον σκεφτόταν όμως. Έντονα στην αρχή, ώσπου η νέα
κατάσταση των πραγμάτων μετακίνησε τα ενδιαφέροντά της. Στο τρίτο έτος τον είδε
από μακριά. Είχε κόψει το μαλλί αρκετά κοντό, κατά τα άλλα ήταν ο ίδιος, άντρας
πια. Εκείνο το βράδυ ξενύχτησε με τη σκέψη του. Ώρες αναρωτιόταν τι να έκανε,
αν είχε σχέση, αν… Δεν τολμούσε να ρωτήσει το παραμικρό τα ξαδέλφια της. Δεν
ήθελε ούτε να ελπίσει ούτε να απογοητευτεί. Κι έτσι διάλεξε να διατηρεί
μονομερώς τη φλόγα ενός αδιέξοδου έρωτα.
Λίγο πριν το
πτυχίο, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άγγελο, σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Φασαρίες στη Νομική και οι δυνάμεις της Αστυνομίας επαγρυπνούσες σε απόσταση
αναπνοής. Η Νόρα δεν συνήθιζε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Τι μύγα την τσίμπησε
αυτή τη φορά και μπήκε μπροστά; Επίτηδες προκαλούσε την τύχη της κι εκείνον που
βρισκόταν ανάμεσα στους φύλακες της τάξης και της ηθικής. Τι θα έκανε άραγε; Θα
την συλλάμβανε; Θα αντιδρούσε με οποιονδήποτε τρόπο στην παρουσία της;
Την αναγνώρισε
αμέσως. Μέσα στο γενικό χαμό, την έπιασε βίαια από το χέρι τραβολογώντας την
σχεδόν λίγα μέτρα πέρα από τον πανικό.
«Είσαι ηλίθια;»
ήταν οι πρώτες λέξεις που της απηύθυνε κοιτάζοντάς την με ένα έντονα απαξιωτικό
βλέμμα. «Φύγε! Για πρώτη και τελευταία φορά σου την χαρίζω!» συνέχισε μαλακώνοντας
το ύφος του.
Η Νόρα
ντράπηκε για την τροπή μιας γνωριμίας χρόνων. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως οι
δυο τους τραβούσαν αλλού.
Το περιστατικό
κλειδώθηκε στη μνήμη της, μαζί με την εικόνα του Άγγελου. Της ήταν αδύνατον
έτσι κι αλλιώς να συνδυάσει την αστυνομική στολή με το νεαρό που γνώριζε.
Σχεδόν τρία χρόνια
μετά, τον συνάντησε ξανά. Επεισόδια στα γήπεδα κι αυτή έκανε το διδακτορικό της
σχετικά με την επιθετική συμπεριφορά κάτω από ειδικές συνθήκες. Οι δυνάμεις
περιφρούρησης πάντα εκεί. Τα αίματα είχαν ανάψει και η Νόρα κατέγραφε
αντιδράσεις των οπαδών και των κρατούντων. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στη δίνη
των γεγονότων, περικλεισμένη από φανατικούς με κασκόλ επιδιδόμενους στην
ανταλλαγή γρονθοκοπημάτων.
Μια δυνατή
σπρωξιά κι ο κύκλος άνοιξε, ένα χέρι έπιασε το δικό της, δυο ζευγάρια πόδια
έτρεξαν μαζί έξω από τα καπνογόνα και τις φωτιές. Λαχανιασμένοι ο Άγγελος κι η
Νόρα κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου μέχρι που εκείνος πρώτος τής άφησε το
χέρι και με ένα απλό «Να προσέχεις!»
γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Τα χρόνια
πέρασαν όπως πάνε κι έρχονται για όλον τον κόσμο. Η Νόρα έχτιζε την καριέρα της
με μικρά αλλά σίγουρα βήματα. Μαχητική και πάντα πρόθυμη να αναλάβει
περιπτώσεις καμένες από χέρι, είχε
πετύχει να βρίσκεται το όνομά της πολύ συχνά στο στόχαστρο των ΜΜΕ.
Εκείνη την
ημέρα στην Ευελπίδων, ο συνωστισμός και η ένταση αυξάνονταν στιγμή τη στιγμή
ενώ ταυτόχρονα οι κάμερες και οι φωτογραφικές μηχανές εστίαζαν σε ένα
συγκεκριμένο σημείο. Όλοι περίμεναν τους εμπλεκόμενους σε μια υπόθεση
σεξουαλικής κακοποίησης και χρόνιας αντιδικίας καθώς από την έκβαση του
δικαστηρίου θα κρίνονταν περιουσίες και ονόματα. Συγγενείς και από τις δύο
μεριές εξαπέλυαν απειλές, ύβρεις και κατάρες.
Ήταν τόσο
τεταμένη η ατμόσφαιρα που ακόμη και η Νόρα έμεινε έκπληκτη από την ενισχυμένη
αστυνομική δύναμη. Και πάλι ο Άγγελος μπροστά της. Τον είδε που έκανε δυο
βήματα προς το μέρος της και ξανά πίσω στη θέση του σαν να το σκέφτηκε δεύτερη
φορά. Το βλέμμα του δεν την άφησε στιγμή.
Η Νόρα αμήχανη,
στράφηκε στην πελάτισσά της για να σιγουρευτεί πως ήταν όλα εντάξει. Το ψυχικό
κόστος είχε υπάρξει πολύ μεγαλύτερο από τα σωματικά τραύματα. Η δικάσιμος δεν
σήκωνε άλλη αναβολή, ο ψυχολογικός πόλεμος από την μεριά του αντίδικου έπρεπε
κάπου να τελειώσει μία και καλή.
Δεν πρόλαβε να
ολοκληρώσει τις σκέψεις της όταν κάποιος την έσπρωξε τόσο δυνατά που έπεσε στο
τσιμέντο σκίζοντας το γόνατό της. Ακολούθησε η αναμενόμενη σε αυτές τις
περιπτώσεις αναμπουμπούλα και νέες χειροδικίες. Οι αστυνομικοί επενέβησαν. Και
όπως τόσα χρόνια πριν, το χέρι του Άγγελου ήταν αυτό που την τράβηξε και την
σήκωσε.
«Είσαι καλά;»
τη ρώτησε.
Δε μπορούσε να
μιλήσει. Όχι από το σοκ του τραυματισμού, αλλά γιατί έβλεπε από τόσο κοντά τα καταπράσινα
μάτια του που πετούσαν φλόγες θυμού. Του απάντησε με ένα απλό νεύμα κατάφασης.
Εκείνος την οδήγησε στο φαρμακείο και επέμενε πως έπρεπε να της κάνουν
αντιτετανικό ορό. Κάθισε μαζί της δέκα λεπτά κρατώντας της το χέρι κι όταν
βεβαιώθηκε πως ήταν καλά, την άφησε για να γυρίσει στην υπηρεσία του.
Τριάντα πέντε
χρονών η Νόρα, συνέχιζε να αναλώνει τη φαιά ουσία και την ψυχή της στην
υπηρεσία του πόνου των άλλων. Δεν είχε συναντήσει ξανά τον Άγγελο, το μόνο που
είχε μάθει ήταν πως παντρεύτηκε. Της το είπαν τα ξαδέλφια της που πήγαν στο
γάμο. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να την προσκαλέσει. Αντιπαρήλθε το γεγονός
καθώς δεν ήξερε αν έπρεπε να στενοχωρηθεί ή να χαρεί. Η δική της προσωπική ζωή σχεδόν
δεν υπήρχε.
Μια
επαγγελματική ημέρα ίδιας ρουτίνας με τις προηγούμενες, η Νόρα δέχτηκε μια νέα
γυναίκα στο γραφείο της. Το όνομα δεν της έλεγε τίποτα. Η γυναίκα την
πληροφόρησε πως την είχε συστήσει παλιά της πελάτισσα.
Κοιτάζοντάς
την εξεταστικά, διαπίστωσε πως ήταν χαμηλών τόνων, από εκείνες τις εκπροσώπους
του ασθενούς φύλου που δικαιολογούν αυτό το χαρακτηρισμό. Εμφανίσιμη, αν και με
κάποιο είδος αρρωστημένης ομορφιάς. Η γυναίκα μπιμπελό, το άτομο που θα δεχόταν
αγόγγυστα το κάθε τι για να μπορεί μετά να παίξει το ρόλο του οσιομάρτυρα.
Δεν έπεσε έξω.
Ο άνδρας της ζητούσε διαζύγιο. Ούτε χρόνο δεν είχαν κλείσει παντρεμένοι, της
εξομολογήθηκε κλαίγοντας ακατάπαυστα. Και το κλάμα έγινε πιο γοερό όταν
πρόσθεσε πως ήταν έγκυος.
«Εκείνος το
ξέρει;» ρώτησε η Νόρα.
«Δεν του το
είπα! Δεν ήθελα να νομίζει πως τον εκβιάζω!» απάντησε η Λίνα, όπως της είχε
συστηθεί.
Η Νόρα κούνησε
απλά το κεφάλι. Είχε ξαναζήσει παρόμοιες ιστορίες οικογενειακών δραμάτων.
Αναρωτήθηκε αν ο νεόκοπος σύζυγος ήταν το πραγματικό θύμα. Τη ρώτησε με τρόπο.
«Δεν μπορούμε
να ζήσουμε σαν φυσιολογικό ζευγάρι. Η δουλειά του τον αγχώνει. Και το ωράριό
του είναι ακατάστατο. Ο Άγγελος μού είχε πει πως θα στρώσουν τα πράγματα…»
Ένα καμπανάκι
κινδύνου σήμανε στο μυαλό της Νόρας, και ήταν τόσο εκκωφαντικός ο ήχος που
κάλυψε όλες τις επόμενες κουβέντες της παραπονούμενης συζύγου. Πιέζοντας τον
εαυτό της να φανεί αδιάφορη, έκανε την ερώτηση που την έκαιγε.
«Ο άνδρας σου
είναι αστυνομικός Λίνα;»
Η επιβεβαίωση
δεν της προξένησε καμία παραπάνω εντύπωση. Αν δεν κινδύνευε να χαλάσει την
εικόνα της σοβαρής δικηγόρου που με κόπους χρόνων είχε εδραιώσει, θα γελούσε
μέχρι δακρύων ψάχνοντας την απάντηση στο περίφημο «πώς τα φέρνει η ζωή».
Και η ζωή τα
έφερε να έρθει ο Άγγελος στο γραφείο της για μια κατ’ ιδίαν συζήτηση, κοινώς
για να τον συνετίσει. Θα μπορούσε να ζητήσει να είναι και η Λίνα παρούσα, η
Νόρα όμως ήθελε να τον δει μόνη της. Αναρωτήθηκε αν όλα αυτά είχαν συμβεί για
να δοκιμαστεί ή αν ήταν η δική της ευκαιρία να εκμυστηρευτεί έναν απωθημένο
έρωτα.
Ο Άγγελος την
πρόλαβε. Της είπε όλα όσα εκείνη θεωρούσε μόνο δικές της σκέψεις και αισθήματα.
Κοινώς, την κατέλαβε εξ απροόπτου. Για μία ακόμη φορά βρέθηκαν τόσο κοντά, με
εκείνον να της κρατάει το χέρι. Μόνο που τα δεδομένα είχαν αλλάξει, η Νόρα
καταλάβαινε πως κάτι πολύ δυνατό πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Τι πικρή ειρωνεία
αλήθεια!
Τι μπορούσε να
του πει; Αυτό που έπρεπε ή αυτό που φώναζε τόσα χρόνια η καρδιά της; Κι εκείνος
δεν ήξερε καν ότι η γυναίκα του περίμενε παιδί. Δεν ήταν δυνατόν μία σχέση να
χαλάσει από ένα πείσμα και των δύο. Ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδανικά,
πάντα υπήρχε τρόπος. Αρκεί η θέληση να συναντούσε την ειλικρίνεια.
Τι θέση είχε η
δική της θέληση και ειλικρίνεια σε όλα αυτά;
Η Νόρα κοίταξε
τα πράσινα μάτια του Άγγελου που της ανταπέδιδαν το ίδιο βλέμμα μετά από αυτήν
την ετεροχρονισμένη ερωτική εξομολόγηση. Μετά κοίταξε τα χείλη του, αυτά που τόσα
χρόνια λαχταρούσε να φιλήσει, εξερεύνησε το σώμα που ήθελε να αγκαλιάσει και να
γίνει ένα μαζί του.
Και μετά
θυμήθηκε. Τρεις φορές είχε βρεθεί κοντά της σαν αυτόκλητος φύλακας άγγελος. Ας άφηνε λοιπόν τη θέληση και την ειλικρίνεια να
λειτουργήσουν μονομερώς και ας μην ανταπέδιδε. Του χρωστούσε κι εκείνος
χρωστούσε στη νέα του οικογένεια.
«Άγγελε,
πιστεύω πως όλα αυτά τα περνούν τα ζευγάρια. Ακούγεται κοινότοπο, αλλά πίστεψε
τουλάχιστον την επαγγελματική εμπειρία που έχω να καταθέσω. Θα δεις πως ένα παιδί
θα αλλάξει τα πράγματα. Μια νέα ζωή για τη δική σας διαφορετική ζωή!»
Την κοίταξε
χωρίς να καταλαβαίνει ενώ το βλέμμα του έδειχνε την απογοήτευση αυτού που άλλα
περιμένει να ακούσει.
«Η Λίνα είναι
έγκυος» συμπλήρωσε η Νόρα, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στον εαυτό της.
Η αντίδρασή
του την έκανε να καταλάβει πως λειτούργησε σωστά. Η αρχική του έκπληξη
μετατράπηκε σε κάτι που μπορούσε να ερμηνευτεί σαν ατομική επιβεβαίωση.
«Κι εμείς;» τη
ρώτησε κοιτώντας την έντονα.
Δεν του
απάντησε. Σηκώθηκε από τη θέση της και τον οδήγησε στην πόρτα. Λίγο πριν
χαθούν, ίσως και για πάντα αυτή τη φορά, τον φίλησε απαλά στα χείλη. Ήξερε πως
θα καταλάβαινε.
Μόνη της πια
στο γραφείο, η Νόρα κοιτούσε με άδειο βλέμμα.
«Τάξη και
ηθική! Εσύ είσαι η τάξη Άγγελλε κι εγώ η ηθική!» μονολόγησε και με ένα
αναστεναγμό γύρισε πίσω στις δικογραφίες της σαν να γύριζε μία άλλη σελίδα και
στη δική της ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου