Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Μια εκκολαπτόμενη ηθοποιός (Μέρος πρώτο)

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για μία νέα κοπέλα να εκπληρώσει τη φιλοδοξία της όταν αυτό που καλείται να κάνει, τη φέρνει σε αμηχανία;

Στην «ακριβή ανάσα του νερού» η Μαρίτα αντιμετωπίζει τις εξετάσεις που θα της επιτρέψουν την είσοδό της στη θεατρική σχολή με τρόμο και δέος. Δε μπορεί να αποδώσει ούτε καν να συντονιστεί και σε αυτό το σημείο θα επέμβει ο «σκηνοθέτης της καρδιάς της».

Ο Μίρο θα της προτείνει ένα κομμάτι από το θεατρικό του Τενεσί Ουίλιαμς «Λεωφορείο ο πόθος». Το έργο αναφέρεται στη σύγκρουση αρσενικού και θηλυκού και τα πάθη που επισείει αυτή στις φτωχογειτονιές της Νέας Ορλεάνης. Η ευγενής αλλά ξεπεσμένη Μπλανς, ναυάγιο της ζωής, έρχεται αντιμέτωπη με τον αγροίκο Στάνλευ που την προκαλεί με κάθε τρόπο. Και από την άλλη υπάρχει ο Μιτς που πλησιάζει τα δεδομένα της Μπλανς, ίσως για να ενώσουν τις μοναξιές τους.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι το σημείο όπου ο Μίρο ωθεί τη Μαρίτα να αναλύσει τα συναισθήματα των θεατρικών ηρώων.

….«Είμαι η Μπλανς. Είμαι μόνη, απελπισμένη, νοσταλγώ» είπε διστακτικά η Μαρίτα.

«Τι άλλο;» επέμεινε ο Μίρο.

«Βλέπω το χρόνο να χάνεται χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό».

«Και;»

«Θέλω μια αγκαλιά να με προστατέψει, να ανοίξει και να χωθώ μέσα της».

«Μόνο αυτό;»

«Ζηλεύω την αδελφή μου. Ποθώ και απεχθάνομαι τον άντρα της».

«Ακόμα κάτι!» πρόσταξε ο Μίρο.

«Ζηλεύω τα νιάτα μου, απεχθάνομαι την εικόνα μου τώρα!» κατέληξε η Μαρίτα, νιώθοντας μια ανείπωτη κούραση.

«Είμαι ο Μιτς λοιπόν! Πείτε μου όλα αυτά που αισθάνεστε, επιδιώκοντας να κερδίσετε την αγάπη και τη συμπάθειά μου!»

Η Μαρίτα έκανε μια ακόμη προσπάθεια.

Ο Μίρο ούτε καν την κοιτούσε. Άνοιξε το δικό του κείμενο και έφτασε στην ίδια σκηνή.

«Ο Μιτς την αγκαλιάζει, της φιλάει το μέτωπο, τα μαλλιά, το στόμα. Εγώ όμως βρίσκομαι καρφωμένος στη θέση μου, Μαρίτα! Που σημαίνει πως δε με αγγίξατε καν. Ο καημένος ο Μιτς! Θα περιμένει πολύ ή στο ενδιάμεσο μπορεί να βαρεθεί και να βρει κάποια άλλη;»….

Η ακριβή ανάσα του νερού, εκδόσεις Μίνωας, σελ. 108

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Στέφανος Λίβος: Όσα χωράει μια στιγμή

Ένα από τα ομορφότερα κομμάτια, κι αυτό αποτέλεσε και μια αφορμή για να διαβάσω ξανά το «Όσα χωράει μια στιγμή» ήταν κάτι που θέλεις δε θέλεις, σε κάνει να σταθείς. Σε κάποιο σημείο μία από τις ηρωίδες μιλάει για μια εικόνα που φαντάζεται: «Βγαίνοντας» από το σώμα της να πετάει ψηλά για να παρατηρήσει τον κόσμο από εκεί πάνω και να διακρίνει τα αόρατα νήματα που συνδέουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλους τους ανθρώπους. Φαντάστηκα λοιπόν ένα τεράστιο ιστό αράχνης που το διάφανο μετάξι του φαίνεται στο φως και από απόσταση και που μέσα εκεί υπάρχει όλος ο κόσμος δεμένος με αυτό τον τρόπο.

Το φως και η απόσταση είναι αυτά που ψάχνει ο Βασίλης, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Ο ρομαντικός νεαρός Βασίλης που μέχρι λίγο πριν την ενηλικίωσή του αγαπάει τα βιβλία και τη θάλασσα ατενίζοντας το φάρο από το σπίτι της παραλίας χωρίς να γνωρίζει ότι σηκώνει στους ώμους του το βάρος ενός σκοτεινού μυστικού. Ίσως όμως όσα φέρνει μια στιγμή να είναι πάρα πολλά. Γιατί του χρειάζεται μια στιγμή και η επίσκεψη σε μια αραχνιασμένη σοφίτα για να κατανοήσει τι είναι αυτό που έχει στερηθεί, τι είναι αυτό που ενδόμυχα ψάχνει.

Πώς είναι αλήθεια να μαθαίνεις ότι η τύχη σου είναι ίδια με αυτή των απολεσθέντων και αζήτητων αντικειμένων που περιμένουν υπομονετικά σε κάποια θυρίδα ενός σταθμού; Πώς είναι να μεγαλώνεις και να φτάνεις στο σημείο που από έφηβος περνάς στην ενήλική ζωή νοιώθοντας ξένος; Ο Βασίλης θα υποκαταστήσει ένα μέρος της στέρησης με τον έρωτα στο πρόσωπο της Έλλης, με φιλίες που νομίζει ισχυρές, όπως επίσης και με την ανέλπιστη γνωριμία με ένα πρόσωπο του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε επί χρόνια.

Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σαν για να επιβεβαιωθεί το ότι όλα τα καλά πράγματα έχουν ένα τέλος, μια προδοσία και το γκρέμισμα μιας φιλίας χτυπάει την πόρτα του και τον αναγκάζει να φύγει κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του. Γιατί αλήθεια να κοιτάξει πίσω αφού το μόνο που θα βρει είναι ό,τι άφησε ή ό,τι τον άφησε να φύγει;

Κάνει μια νέα αρχή περνώντας σε γρήγορους ρυθμούς, απολαμβάνοντας την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και τον πλούτο των μικρών στιγμών. Η ζωή τον περιμένει για να ταξιδέψει μαζί της ψάχνοντας όσα χωράει μόνο μια στιγμή. Η Ελλάδα είναι πίσω του, δεν του φέρνει νοσταλγία αλλά πόνο. Κάποια χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο Λονδίνο, η μοίρα ή μήπως αυτοί οι αόρατοι σύνδεσμοι μεταξύ των ανθρώπων, θα φέρουν κοντά του μια τυχαία γνωριμία του ταξιδιού της φυγής του και ο έρωτας θα τρυπώσει στη ζωή του από εκείνη τη χαραμάδα που εκούσια είχε αφήσει ανοιχτή. Απελπισμένος και αβέβαιος έρωτας, ένα γράμμα σε κάποιο γραμματοκιβώτιο, δυο προτάσεις που τον κάνουν να μετανιώνει, να παραλογίζεται, να το ξανασκέφτεται, να απογοητεύεται, η καρδιά του όμως δεν παύει να χτυπά καθώς εκείνος προσπαθεί να θυμηθεί τι χρώμα έχει ένα ζευγάρι γυναικεία μάτια.

Κάθε στιγμή, κανείς μας δεν ξέρει τι θα συμβεί, κάθε στιγμή χωράει τόσα πολλά και τόσα λίγα μαζί. Τριάντα ένα κεριά που αργολιώνουν το ένα μετά το άλλο σηματοδοτούν μια νύχτα έρωτα που το πάθος της δεν εκτονώνεται και μία σχέση όπου η ένωση των σωμάτων είναι απλά το φυσικό επακόλουθο της ένωσης των ψυχών.

Μια στιγμή, χρόνια μετά, θα ανατρέψει τα πάντα. Μια στιγμή που κανένας δε θα προλάβει. Αυτή η μοναδική στο χρόνο στιγμή που θέλεις να ακολουθήσεις την αγαπημένη ψυχή που φτερούγισε δίπλα σου την ώρα που είχες κλείσει τα μάτια. Τόσο χρόνο έχει ο Βασίλης για να επιλέξει το δικό του δρόμο, όσο χρειάζεται η ζωή για να περάσει ακριβώς σαν μια στιγμή από μπροστά του.

Αν οι λέξεις έχουν τη δική τους δύναμη και δυναμική, η πένα του συγγραφέα είναι αυτή που καθορίζει την εξίσωση. Με μια φωνή ξεκάθαρη, ευαίσθητη, ανθρώπινη ο Στέφανος Λίβος αφηγείται μια πανέμορφη ιστορία μιας στιγμής και μιας ζωής. Άλλοτε ρομαντικός, τρυφερός, ευάλωτος, άλλοτε πεισμωμένος σαν μικρό παιδί και απόλυτος, άλλοτε ανέμελος, άλλοτε με τη σοφία της ωριμότητας, ο ήρωας βιώνει τη ζωή και την απώλεια ξανά και ξανά μέχρι τη στιγμή που θα μάθει πού χάνονται οι υποσχέσεις και τα όνειρα, τα λόγια και τα φιλιά.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, κράτησα μαζί μου τη στιγμή που κλείνει το τέλος του μυθιστορήματος. Και εδώ κάνω μια μικρή παρένθεση για να πω ότι η εικόνα με τα τριάντα ένα κεριά που έλιωναν αργά το ένα μετά το άλλο, στην οποία και αναφέρθηκα πιο πάνω αποτέλεσε άλλο ένα πολύ όμορφο σημείο στο οποίο στάθηκα και κάτι με έκανε να υποψιαστώ. Χάρηκα που δεν έπεσα έξω, το τέλος του μυθιστορήματος δικαίωσε αυτό που σαν αλληγορία είχε μπει στο μυαλό μου, χάρηκα και γιατί ο συγγραφέας δεν επέλεξε την εύκολη λύση, αλλά επιβεβαίωσε ότι το ταλέντο γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο και ωριμάζει όχι με το χρόνο αλλά με την ψυχή του εκφραστή του.

Η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα βγαίνουν αβίαστα σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος. Το «όσα χωράει μια στιγμή» είναι σαν μια εξομολόγηση που μας αφήνει μια αίσθηση λύτρωσης και πληρότητας, η εκμυστήρευση αυτής της στιγμής που είναι αρκετή για να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή.

Το βιβλίο εκδόθηκε σε πλατφόρμα αυτοέκδοσης και διατίθεται είτε ως e-book (δωρεάν), είτε ως χαρτόδετη έκδοση, κατόπιν παραγγελίας στην ιστοσελίδα Lulu.com. Το εξώφυλλο είναι ένα κολλάζ με περισσότερες από εκατό φωτογραφίες του συγγραφέα. Η μακέτα και η επιμέλεια έγιναν από τον ίδιο.

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...