Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό έβδομο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σε κάθε εποχή από την αρχή του κόσμου ανακαλύφθηκαν υπέροχα πράγματα. Τον τελευταίο καιρό ανακαλύφθηκαν ακόμα πιο εκπληκτικά πράγματα. Κι άλλα θαυμαστά θα έρθουν στην επιφάνεια. Στην αρχή, οι άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν πως μπορεί να γίνει κάτι καινούριο, μετά αρχίζουν να ελπίζουν ότι μπορεί να γίνει, μετά καταλαβαίνουν πως μπορεί να γίνει, μετά αυτό γίνεται και όλοι αναρωτιούνται γιατί να μην έχει γίνει αιώνες πριν. Ένα από τα καινούρια πράγματα που ανακάλυψαν οι άνθρωποι τον τελευταίο αιώνα είναι πως οι σκέψεις, απλά οι σκέψεις, είναι δυνατές σαν ηλεκτρικές μπαταρίες και κάνουν καλό όπως κάνει και το φως του ήλιου ή κάνουν κακό σαν το δηλητήριο. Το να επιτρέψεις σε μια κακή ή θλιβερή σκέψη να κατοικήσει στο μυαλό σου είναι τόσο επικίνδυνο όσο το να αφήσεις να μπει στο σώμα σου το μικρόβιο της οστρακιάς. Κι αν το αφήσεις να μείνει, μπορεί να μην το ξεπεράσεις ποτέ στη ζωή σου.
Όσο το κεφάλι της Αφέντρας της Μαίρης ήταν γεμάτο άσχημες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις αντιπάθειές της ή τις ξινισμένες απόψεις της για τους ανθρώπους καθώς και με το πείσμα της να μην την ευχαριστεί ή να μην την ενδιαφέρει το παραμικρό, το κορίτσι ήταν ένα ωχρό, αρρωστιάρικο, βαριεστημένο και κακομαθημένο παιδί. Τα πράγματα όμως της ήρθαν ευνοϊκά, κι ας μην το πήρε είδηση εκείνη. Αυτά που συνέβαιναν την ενεργοποίησαν για το καλό της. Όταν σταδιακά το κεφάλι της γέμισε με κοκκινολαίμηδες και αγροτόσπιτα γεμάτα παιδιά, με γεροπαράξενους κηπουρούς και απλές υπηρετριούλες του Γιορκσάιρ, με άνοιξη και μυστικούς κήπους που μέρα με τη μέρα θέριευαν κι ακόμα με ένα αγόρι του χερσότοπου και τα “πλασματάκια” του, τότε πια δεν υπήρχε άλλος κενός χώρος για δυσάρεστες σκέψεις που έβλαπταν το συκώτι και τη χώνεψή της και της έφερναν χλομάδα και κούραση.
Όσο ο Κόλιν ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του και σκεφτόταν μόνο τους φόβους, τις αδυναμίες και την αποστροφή του για εκείνους  που τον κοιτούσαν κι όσο σκεφτόταν όλη την ώρα τις καμπούρες και τον πρόωρο θάνατο, τόσο γινόταν ένας μισότρελος υστερικός και υποχόνδριος που δεν γνώριζε το παραμικρό από λιακάδα και άνοιξη κι επίσης δεν γνώριζε πως αν το προσπαθούσε, θα μπορούσε να γίνει καλά και να σταθεί στα πόδια του. Όταν οι νέες όμορφες σκέψεις άρχισαν να διώχνουν τις τρομακτικές προηγούμενες, ο Κόλιν άρχισε να ξανανιώνει, το αίμα να κυλάει υγιές στις φλέβες του και μια δύναμη να πλημμυρίζει το σώμα του. Το επιστημονικό του πείραμα ήταν αρκετά πρακτικό, απλό και καθόλου παράξενο. Πολύ πιο απροσδόκητα πράγματα μπορεί να συμβούν στον οποιονδήποτε που, με το που μια άσχημη ή απογοητευτική σκέψη τού έρχεται στο μυαλό, έχει τη γνώση να προλάβει και να τη διώξει μακριά βάζοντας στη θέση της μια ευχάριστη και ενθαρρυντική. Γιατί δύο αντίθετα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν στο ίδιο μέρος.
«Εκεί που καλλιεργείς μια τριανταφυλλιά, αγόρι μου, δεν μπορεί να φυτρώσει γαϊδουράγκαθο».
Κι ενώ ο μυστικός κήπος ζωντάνευε και δύο παιδιά ζωντάνευαν κι αυτά μαζί του, ένας άντρας περιπλανιόταν σε κάποια μακρινά όμορφα μέρη στα Νορβηγικά φιόρδ και στις πεδιάδες και τα βουνά της Ελβετίας . Ήταν ο ίδιος άντρας που για δέκα χρόνια γέμιζε το μυαλό του με σκοτεινές και σπαρακτικές σκέψεις. Δεν είχε υπάρξει θαρραλέος. Ποτέ του δεν προσπάθησε να βάλει άλλες σκέψεις στη θέση τους. Περιπλανιόταν σε γαλάζιες λίμνες και σκεφτόταν έτσι. Βρισκόταν σε βουνοπλαγιές με βαθυγάλαζες γεντιανές που άνθιζαν ολόγυρά του και μυρωδιές λουλουδιών που γέμιζαν τον αέρα κι εκείνος σκεφτόταν έτσι. Ενώ ήταν ευτυχισμένος, τον πλάκωσε μια τρομερή στενοχώρια και άφησε την ψυχή του να γεμίσει μαυρίλα και αρνήθηκε πεισματικά να δώσει έστω και λίγο χώρο στο φως να τη διαπεράσει. Ξέχασε και εγκατέλειψε και το σπίτι και τα καθήκοντά του. Στα ταξίδια του τον περιέβαλλε τέτοια μαυρίλα που η παρουσία του μόνο κακό έκανε στους άλλους, γιατί ήταν σαν να δηλητηρίαζε τον αέρα γύρω του με την κατήφεια του. Οι περισσότεροι ξένοι πίστευαν πως είτε ήταν μισότρελος είτε ένας άνθρωπος που την ψυχή του βάραινε κάποιο κρυφό κρίμα. Ήταν ψηλός με ταλαιπωρημένο πρόσωπο και κυρτούς ώμους και το όνομα με το οποίο υπέγραφε στους καταλόγους αφίξεων των ξενοδοχείων ήταν: “Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, Έπαυλη Μίσελθουέιτ, Γιορκσάιρ, Αγγλία”.
Αφότου δέχτηκε την Αφέντρα τη Μαίρη στο γραφείο του και της είπε πως μπορούσε να έχει “το δικό της κομμάτι γης”, ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς. Βρέθηκε στα πιο όμορφα μέρη της Ευρώπης, αν και πουθενά δεν έμενε παρά μερικές μέρες. Διάλεξε τα πιο ήσυχα κι απόμακρα μέρη. Βρέθηκε σε βουνοκορφές ανάμεσα στα σύννεφα και ατένισε την ώρα που τις άγγιζε η ανατολή του ήλιου κι ο τόπος έμοιαζε σαν να είχε μόλις γεννηθεί.
Το φως όμως ήταν σαν να μην τον έφτανε ποτέ, μέχρι τη μέρα που μετά από δέκα χρόνια πρώτη φορά κατάλαβε πως κάτι παράξενο είχε συμβεί. Βρισκόταν σε μια υπέροχη κοιλάδα στο Αυστριακό Τιρόλο και περπατούσε ολομόναχος μέσα σε τόση ομορφιά που θα μπορούσε να φωτίσει κάθε σκιά της ανθρώπινης ψυχής. Περπάτησε πολύ, όμως η δική του κατήφεια ήταν ακόμα μέσα του. Κάποια στιγμή κουράστηκε πια και κάθισε να ξεκουραστεί στο γρασίδι κοντά σε ένα καθάριο ρυάκι που κύλαγε χαρούμενο μέσα στη θαλερή υγρή πρασινάδα. Κάπου κάπου ο ήχος του θύμιζε χαμηλό γέλιο καθώς το νερό κυλούσε στις στρογγυλές πέτρες. Είδε πουλιά που ερχόντουσαν και βουτούσαν το κεφάλι τους για να πιουν και μετά τίναζαν τα φτερά τους και πετούσαν μακριά. Έμοιαζε σαν κάτι ζωντανό κι από την άλλη ο χαμηλός ήχος του έκανε πιο βαθιά τη σιωπή. Η κοιλάδα ήταν σιωπηλή, βουβή.
Καθώς κοιτούσε το καθάριο ρυάκι που κυλούσε, ο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν ένιωσε το μυαλό και το σώμα του να ησυχάζουν, όπως είχε ησυχάσει η κοιλάδα. Αναρωτήθηκε αν θα τον έπαιρνε ο ύπνος, όμως όχι. Κάθισε και κοίταξε το φωτεινό νερό και τα μάτια του άρχισαν να βλέπουν πράγματα που φύτρωναν στην άκρη του. Υπήρχε μια συστάδα από γαλάζια μη με λησμόνει που φύτρωναν τόσο κοντά στο ρυάκι ώστε τα φύλλα τους ήταν υγρά, κι έπιασε τον εαυτό του να τα παρατηρεί, γιατί θυμήθηκε πως αυτού του είδους τα λουλούδια τα είχε κοιτάξει χρόνια πριν. Η αλήθεια είναι πως σκεφτόταν με τρυφερότητα πόσο όμορφα ήταν και πόσες αποχρώσεις του μπλε είχαν τα μικρά λουλουδάκια τους. Δεν κατάλαβε πως αυτή η απλή σκέψη γέμιζε αργά αργά το μυαλό του, το γέμιζε κι όλο το γέμιζε, ώσπου οι άλλες σκέψεις παραμερίστηκαν. Ήταν λες και μια καθάρια πηγή είχε αρχίσει να αναβλύζει στα στάσιμα νερά, μέχρι που καθάρισε όλη τη θολούρα. Φυσικά δεν το σκέφτηκε από μόνος του αυτό. Το μόνο που ήξερε όπως ατένιζε την καθάρια ατμόσφαιρα ήταν ότι η κοιλάδα έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο ήσυχη. Δεν κατάλαβε πόση ώρα καθόταν και κοιτούσε και τι του συνέβαινε, στο τέλος όμως μετακινήθηκε σαν να είχε μόλις ξυπνήσει και σηκώθηκε αργά και στάθηκε στο γρασίδι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έκπληκτος με τον εαυτό του. Ένιωθε σαν κάτι να είχε λυθεί και να τον είχε απελευθερώσει αθόρυβα.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά και πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του. «Νιώθω σχεδόν σαν να ζωντάνεψα!»
Δεν ξέρω πολλά για το μεγαλείο των ανακαλύψεων ώστε να εξηγήσω πώς του συνέβη αυτό. Ούτε κανείς άλλος μπορεί προς το παρόν. Ούτε εκείνος το κατάλαβε, θα θυμόταν όμως ετούτη την παράξενη στιγμή μήνες μετά όταν θα βρισκόταν ξανά στο Μίσελθουέιτ και θα μάθαινε κατά τύχη ότι την ίδια μέρα ο Κόλιν φώναξε δυνατά μπαίνοντας στον μυστικό κήπο:
«Θα ζήσω για πάντα και για πάντα και για πάντα!»

Η μοναδική ηρεμία κράτησε όλο το απόγευμα κι έφερε έναν χαλαρωτικό ύπνο. Όμως η ηρεμία δεν διατηρήθηκε για πολύ, αφού αυτός δεν ήξερε ότι ήταν κάτι που μπορούσε να το διατηρήσει. Το επόμενο βράδυ άνοιξε ξανά τον δρόμο στις σκοτεινές σκέψεις κι αυτές γύρισαν ορμητικά στη θέση τους. Ο κύριος Κρέιβεν άφησε την κοιλάδα και συνέχισε τις περιπλανήσεις του. Όσο παράξενο όμως κι αν του φαινόταν, υπήρχαν στιγμές -μερικές φορές κρατούσαν ως και μισή ώρα- που, χωρίς να το καταλαβαίνει, το μαύρο πέπλο έμοιαζε να διαλύεται και τότε ένιωθε πως ήταν ζωντανός και όχι πεθαμένος. Αργά αργά, χωρίς να γνωρίζει την αιτία, “ζωντάνευε” παράλληλα με τον κήπο.
Καθώς το χρυσαφένιο καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο ακόμα πιο χρυσαφένιο φθινόπωρο, ο κύριος Κρέιβεν πήγε στη λίμνη Κόμο. Εκεί ήταν λες και βρέθηκε σε ένα γλυκό όνειρο. Περνούσε τις μέρες του στα κρυστάλλινα γαλάζια νερά της λίμνης ή έκανε πεζοπορία στους λόφους με την πυκνή βλάστηση, μέχρι που εξαντλούσε τον εαυτό του για να μπορέσει να κοιμηθεί. Ήδη όμως είχε αρχίσει να κοιμάται καλύτερα, το καταλάβαινε αυτό, και τα όνειρά του είχαν πάψει να τον τρομοκρατούν.
«Μπορεί το σώμα μου να δυναμώνει» σκέφτηκε.
Το σώμα του δυνάμωνε, το ίδιο όμως δυνάμωνε και η ψυχή του, κι αυτό οφειλόταν στις σπάνιες ώρες ηρεμίας όταν οι σκέψεις του άλλαζαν. Άρχισε να σκέφτεται το Μίσελθουέιτ και να αναρωτιέται μήπως έπρεπε να γυρίσει πίσω. Από καιρό σε καιρό αναρωτιόταν αόριστα για την τύχη του αγοριού του και ρωτούσε τον εαυτό του τι θα ένιωθε όταν θα πήγαινε και θα στεκόταν ξανά δίπλα στο κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και θα κοιτούσε το κοιμισμένο γωνιώδες χλωμό πρόσωπο και τις βαριές βλεφαρίδες που στεφάνωναν τα κλειστά μάτια. Κάθε φορά απόδιωχνε αυτές τις σκέψεις.
Μια θαυμαστή ημέρα περπάτησε τόσο που όταν επέστρεψε, το φεγγάρι βρισκόταν ψηλά στον ουρανό και η πλάση είχε το χρώμα της πορφύρας και του ασημιού. Ήταν τόσο απόλυτη η ησυχία της λίμνης, της όχθης και του δάσους, ώστε αποφάσισε να μην επιστρέψει στη βίλα όπου έμενε. Κατηφόρισε σε μια απόμερη ταρατσούλα στην άκρη του νερού, κάθισε σε ένα κάθισμα και ανάσανε όλες τις θεσπέσιες μυρωδιές της νύχτας. Ένιωσε να τον κυριεύει ξανά η παράξενη ηρεμία και να απλώνεται μέσα του μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Δεν κατάλαβε για πότε αποκοιμήθηκε και για πότε άρχισε να ονειρεύεται. Το όνειρό του ήταν τόσο αληθινό που δεν συνειδητοποίησε πως ονειρευόταν. Αργότερα θυμόταν πόσο ξύπνιος νόμιζε πως ήταν. Ένιωσε πως, καθώς καθόταν και ανάπνεε τη μυρωδιά των αργοπορημένων τριαντάφυλλων και άκουγε τον παφλασμό του νερού στα πόδια του, άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει. Ήταν μια φωνή γλυκιά, καθάρια, χαρούμενη, απόμακρη. Ακουγόταν τόσο μακρινή, όμως την άκουγε τόσο καθαρά σαν να ήταν δίπλα του.
«Άρτσι! Άρτσι! Άρτσι!» έλεγε ξανά και ξανά, πιο γλυκιά και καθαρή από πριν. «Άρτσι! Άρτσι!»
Ένιωσε πως σηκώθηκε απότομα χωρίς καν να τρομάξει. Ήταν τόσο αληθινή φωνή κι έμοιαζε τόσο φυσικό που την άκουγε.
«Λιλιάς! Λιλιάς!» απάντησε. «Λιλιάς! Πού είσαι;»
«Στον κήπο» του απάντησε η φωνή κι ακούστηκε σαν ήχος από χρυσή φλογέρα. «Στον κήπο!»
Και πάνω εκεί το όνειρο τελείωσε. Δεν ξύπνησε όμως. Κοιμήθηκε βαθιά και γλυκά όλη εκείνη την υπέροχη νύχτα. Κι όταν επιτέλους ξύπνησε ήταν περασμένο πρωί κι ένας υπηρέτης στεκόταν και τον κοιτούσε. Ήταν Ιταλός, κι όπως όλοι οι υπηρέτες της βίλας, ήταν συνηθισμένος να αποδέχεται χωρίς ερωτήσεις κάθε παραξενιά του ξένου κυρίου του. Κανείς τους δεν ήξερε πότε ο κύριός τους έμπαινε και πότε έβγαινε από το σπίτι ή πού θα του άρεσε να κοιμηθεί, αν θα γύριζε σαν το φάντασμα στον κήπο ή αν θα έμενε όλη τη νύχτα στη λίμνη μέσα στη βάρκα. Ο άνδρας κρατούσε έναν δίσκο με μερικά γράμματα και περίμενε ήσυχα έως ότου ο κύριος Κρέιβεν τα πάρει. Όταν ο υπηρέτης έφυγε, ο κύριος Κρέιβεν απόμεινε για λίγο με τα γράμματα στο χέρι και το βλέμμα στη λίμνη. Δεν είχε χάσει την παράξενη ηρεμία του, αλλά ένιωθε και κάτι ακόμα: μια ελαφρότητα λες και εκείνο το σπαρακτικό συμβάν δεν είχε γίνει όπως το θυμόταν, σαν κάτι να είχε αλλάξει. Θυμόταν το όνειρο, το τόσο αληθινό όνειρο.
«Στον κήπο!» είπε απορώντας με τον εαυτό του. «Στον κήπο! Όμως η πόρτα είναι κλειδωμένη και το κλειδί χωμένο βαθιά στη γη».
Όταν κάποιες στιγμές αργότερα κοίταξε τα γράμματα, είδε πως αυτό που ήταν πάνω πάνω ήταν από την Αγγλία, από το Γιορκσάιρ. Ήταν γραμμένο από το χέρι μιας απλής γυναίκας, δεν ήταν όμως γραφικός χαρακτήρας που αναγνώριζε. Το άνοιξε, χωρίς να αφιερώσει άλλη σκέψη στον αποστολέα, οι πρώτες λέξεις όμως τράβηξαν αμέσως την προσοχή του.
«Αγαπητέ Κύριε
Με λένε Σούζαν Σόουερμπάι και είμαι η γυναίκα που είχε την τόλμη να σας μιλήσει κάποτε στον χερσότοπο. Τότε σας είχα μιλήσει για τη Δεσποινίδα Μαίρη. Θα τολμήσω να σας μιλήσω ξανά. Σας παρακαλώ, κύριε, θα γύριζα στο σπίτι μου αν ήμουν στη θέση σας. Νομίζω πως θα χαιρόσασταν να γυρίσετε και, συγχωρείστε με κύριε, μα νομίζω πως η κυρία σας θα ήθελε να γυρίσετε αν ήταν εδώ.
Αφοσιωμένη στην υπηρεσία σας
Σούζαν Σόουερμπάι»
Ο κύριος Κρέιβεν διάβασε το γράμμα δύο φορές προτού το βάλει ξανά στον φάκελό του. Συνέχισε να σκέφτεται το όνειρο που είχε δει.
«Θα γυρίσω στο Μίσελθουέιτ. Ναι, θα γυρίσω αμέσως» είπε.
Και διέσχισε τον κήπο, μπήκε στη βίλα και διέταξε τον Πίλτσερ να ετοιμάσει τα πράγματα για την επιστροφή στην Αγγλία.
Σε λίγες μέρες ήταν ξανά στο Γιορκσάιρ, και στο μακρύ ταξίδι με το τρένο έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται το αγόρι του με έναν τρόπο που δεν το είχε σκεφτεί όλα αυτά τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει. Σε αυτά τα χρόνια το μόνο που ήθελε ήταν να ξεχάσει το παιδί. Τώρα, αν και δεν είχε σκοπό να το σκέφτεται, αναμνήσεις του αγοριού του πεταγόντουσαν ξαφνικά μπροστά του. Θυμήθηκε εκείνες τις μαύρες μέρες όταν έκανε σαν τρελός που το παιδί ήταν ζωντανό και η μητέρα νεκρή. Είχε αρνηθεί να το δει και όταν τελικά πήγε να του ρίξει μια ματιά, ήταν ένα τόσο δα μίζερο πλάσμα που όλοι ήταν σίγουροι πως θα πέθαινε σε λίγες μέρες. Προς έκπληξη όμως αυτών που το φρόντιζαν, οι μέρες περνούσαν και το παιδί ζούσε και μετά όλοι πίστεψαν πως θα γίνει στρεβλό κι ανάπηρο.
Δεν ήθελε να είναι κακός πατέρας, δεν ένιωθε όμως καθόλου σαν πατέρας. Είχε φέρει γιατρούς και νοσοκόμες και όλα τα καλά, όμως απόδιωξε κάθε σκέψη σχετικά με το αγόρι και βούλιαξε στη δική του μιζέρια. Την πρώτη φορά που επέστρεψε στο Μίσελθουέιτ μετά από απουσία ενός χρόνου και το μικρό μίζερο πλάσμα έστρεψε επάνω του τα μεγάλα γκρίζα μάτια του με τις βαριές βλεφαρίδες, -τόσο ίδια και ταυτόχρονα τόσο τρομερά διαφορετικά από εκείνα τα ευτυχισμένα μάτια που λάτρευε-, δεν μπόρεσε να το αντέξει και χλόμιασε του θανατά. Μετά από αυτό σπάνια έβλεπε το παιδί, εκτός κι αν ήταν κοιμισμένο, και το μόνο που γνώριζε γι’ αυτό ήταν ότι το έλεγαν ανάπηρο με έναν υστερικό, μισότρελο, άσχημο χαρακτήρα. Κι αν ήθελαν να μην το πιάνουν κρίσεις επικίνδυνες για την υγεία του θα έπρεπε να του κάνουν όλα τα χατίρια.
Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ευχάριστες αναμνήσεις. Καθώς όμως το τρένο περνούσε βουνά και χρυσές πεδιάδες, ο άνδρας που είχε αρχίσει να “ζωντανεύει” ξεκίνησε να σκέφτεται με έναν καινούριο τρόπο και σκεφτόταν για ώρα, σταθερά και σε βάθος.
«Ίσως και να είχα ολότελα άδικο αυτά τα δέκα χρόνια» μονολόγησε. «Δέκα χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Μπορεί να είναι πολύ αργά για να κάνω κάτι, πολύ πολύ αργά. Πού είχα το μυαλό μου!»
Φυσικά το να αρχίζεις να λες “πολύ αργά” ήταν το λάθος είδος Μαγείας. Ακόμα και ο Κόλιν θα μπορούσε να του το πει. Ο άνδρας όμως δεν ήξερε από Μαγεία, ούτε μαύρη ούτε λευκή. Αυτή την τελευταία έπρεπε να τη μάθει. Αναρωτιόταν αν η Σούζαν Σόουερμπάι πήρε το κουράγιο να του γράψει επειδή ως μητέρα είχε καταλάβει πως το παιδί είχε χειροτερέψει, πως ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Αν ο άνδρας δεν βρισκόταν ακόμα κάτω από τη μαγεία της παράξενης ηρεμίας που τον είχε κυριεύσει, θα ήταν σε άθλια κατάσταση. Η ηρεμία όμως του έφερε ένα είδος κουράγιου κι ελπίδας. Αντί να δώσει έδαφος στις χειρότερες σκέψεις, ο άνδρας κατάλαβε πως στην πραγματικότητα προσπαθούσε να πιστέψει σε κάτι καλύτερο.
«Μπορεί άραγε αυτή η γυναίκα να πιστεύει πως ίσως και να έκανα καλό στο παιδί, ίσως και να το έβαζα σε μια σειρά;» σκέφτηκε. «Θα περάσω να τη δω καθώς θα πηγαίνω στο Μίσελθουέιτ».
Μα όταν στο πέρασμά του από τον χερσότοπο σταμάτησε την άμαξα στο αγροτόσπιτο, επτά ή οκτώ παιδιά, που έπαιζαν μαζεμένα και έκαναν επτά ή οκτώ φιλικές και ευγενικές υποκλίσεις, του είπαν πως η μητέρα τους νωρίς το πρωί είχε πάει στην άλλη άκρη του χερσότοπου για να βοηθήσει μια γυναίκα με το νεογέννητό της. “Ο Ντίκον μας”, του είπαν πρόθυμα, ήταν στην Έπαυλη όπου δούλευε σε έναν από τους κήπους πολλές μέρες μέσα στη βδομάδα.
Ο κύριος Κρέιβεν παρατήρησε τα γεροδεμένα κορμάκια και τα ροδομάγουλα πρόσωπα, το καθένα με το δικό του ξεχωριστό χαμόγελο, και διαπίστωσε ότι ήταν ένα μάτσο υγιή και ευχάριστα παιδιά. Χαμογέλασε ανταποδίδοντας τα φιλικά τους χαμόγελα, έβγαλε μια χρυσή λίρα από την τσέπη του και την έδωσε στη “Λίζαμπεθ Έλεν”, που ήταν η μεγαλύτερη.
«Αν τη μοιράσεις στα οκτώ, ο καθένας σας θα πάρει μισή κορώνα» της είπε.
Κι ανάμεσα σε χαμόγελα και χάχανα και υποκλίσεις ο κύριος Κρέιβεν συνέχισε τον δρόμο του αφήνοντας πίσω του έκσταση, χοροπηδητά και χαρούμενα ξεφωνητά.
Το πέρασμα μέσα από το εξαίσιο τοπίο του χερσότοπου ήταν πολύ χαλαρωτικό. Πώς γινόταν και του δημιουργούσε μια αίσθηση επιστροφής, που ήταν σίγουρος πως δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, την αίσθηση της ομορφιάς της γης, του ουρανού και του πορφυρού ορίζοντα και μια ζεστασιά στην καρδιά όσο πλησίαζε το μεγάλο παλιό σπίτι που στέγαζε τους προγόνους του για εξακόσια χρόνια; Θυμήθηκε πώς έφυγε μακριά του την τελευταία φορά, τρέμοντας στη σκέψη των κλειστών δωματίων και του αγοριού που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και τις μπροκάρ κουρτίνες. Μπορούσε να ελπίζει ότι θα έβρισκε το παιδί λίγο καλύτερα και ότι θα καταπολεμούσε κάπως την αποστροφή του γι’ αυτό; Πόσο αληθινό έμοιαζε εκείνο το όνειρο, πόσο υπέροχη και καθάρια εκείνη η φωνή που τον καλούσε “στον κήπο, στον κήπο!”
«Θα προσπαθήσω να βρω το κλειδί» είπε. «Θα προσπαθήσω να βρω την πόρτα. Πρέπει, αν και δεν ξέρω τον λόγο».
Όταν έφτασε στην Έπαυλη, οι υπηρέτες, που τον υποδέχτηκαν όπως συνήθως, παρατήρησαν ότι έδειχνε καλύτερα και ότι δεν τράβηξε για τα απόμακρα διαμερίσματα όπου συνήθως ζούσε κάτω από τη φροντίδα του Πίλτσερ. Ο κύριος Κρέιβεν πήγε στη βιβλιοθήκη κι έστειλε να φωνάξουν την κυρία Μέντλοκ. Η γυναίκα εμφανίστηκε ανήσυχη, περίεργη και αναψοκοκκινισμένη.
«Πώς είναι ο Αφέντης Κόλιν, Μέντλοκ;» ζήτησε να μάθει.
«Λοιπόν, κύριε» απάντησε η κυρία Μέντλοκ «είναι κάπως διαφορετικός, θα έλεγε κανείς».
«Χειρότερα;» υπαινίχτηκε ο κύριος Κρέιβεν.
Η κυρία Μέντλοκ ήταν όντως σε έξαψη.
«Λοιπόν, κοιτάξτε, κύριε» προσπάθησε να εξηγήσει. «Ούτε ο γιατρός Κρέιβεν ούτε η νοσοκόμα ούτε εγώ μπορούμε να βγάλουμε άκρη».
«Και γιατί συμβαίνει αυτό;»
«Για να πω την αλήθεια, κύριε, ο Αφέντης Κόλιν μπορεί να είναι καλύτερα, μπορεί και χειρότερα. Η όρεξή του, κύριε, είναι ακατανόητη και η συμπεριφορά του…»
«Μήπως έγινε πιο… πιο περίεργος;» ρώτησε ο κύριός της σμίγοντας ανήσυχος τα φρύδια.
«Αυτό είναι, κύριε. Έχει γίνει πολύ περίεργος αν τον συγκρίνει κανείς με το πώς ήταν πριν. Παλιά δεν έτρωγε τίποτα και μετά ξαφνικά άρχισε να τρώει πάρα πολύ και μετά σταμάτησε ξανά στα ξαφνικά και το φαγητό γύριζε ανέπαφο στην κουζίνα. Μπορεί και να μην το ξέρετε αυτό, κύριε, αλλά ποτέ δεν ήθελε να τον βγάλουμε βόλτα έξω. Το τι είχαμε μηχανευτεί για να τον κάνουμε να σηκωθεί από το καροτσάκι του θα τρόμαζε και να το σκεφτεί κανείς. Κάθε φορά τον έπιανε τέτοια κρίση που ο γιατρός Κρέιβεν αποφάνθηκε πως δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη και να τον αναγκάσει. Λοιπόν, κύριε, από το πουθενά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, λίγο μετά από ένα από τα χειρότερα ξεσπάσματά του, το παιδί ξαφνικά επέμενε να βγαίνει έξω κάθε μέρα με τη Δεσποινίδα Μαίρη και το αγόρι της Σούζαν Σόουερμπάι, τον Ντίκον, που θα έσπρωχνε το καροτσάκι του. Τους συμπάθησε και τους δ΄θο, τη Δεσποινίδα Μαίρη και τον Ντίκον, κι ο Ντίκον έφερε τα ήμερα ζωάκια του, και, αν μπορείτε να το πιστέψετε, κύριε, τώρα το παιδί μένει έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ».
«Πώς είναι η όψη του;» ήταν η επόμενη ερώτηση.
«Αν έτρωγε φυσιολογικά το φαγητό του, κύριε, θα λέγατε ότι παχαίνει, φοβόμαστε όμως πως είναι κάτι σαν τυμπανισμός. Μερικές φορές γελάει παράξενα όταν είναι μόνος με τη Δεσποινίδα Μαίρη. Ποτέ του δεν γελούσε. Ο γιατρός Κρέιβεν έρχεται αμέσως να σας δει, αν του το επιτρέπετε. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο προβληματισμένος».
«Πού είναι τώρα ο Αφέντης Κόλιν;» ρώτησε ο κύριος Κρέιβεν.
«Στον κήπο, κύριε. Πάντα στον κήπο είναι, αν και κανείς δεν επιτρέπεται να πλησιάσει, γιατί φοβάται πως θα τον κοιτάζουν».
Ο κύριος Κρέιβεν μόλις που άκουσε τα τελευταία της λόγια.
«Στον κήπο» είπε και αφού έδωσε την άδεια στην κυρία Μέντλοκ να φύγει, σηκώθηκε και είπε ξανά και ξανά: «Στον κήπο!»
Μετά βίας κατάφερε να επαναφέρει τις σκέψεις του στον χρόνο και στο σημείο που βρισκόταν κι όταν ένιωσε πως είχε γυρίσει ξανά στη γη, βγήκε από το δωμάτιο. Όπως είχε κάνει και η Μαίρη, πήρε το μονοπάτι που ξεκινούσε από την πόρτα στους θάμνους, ανάμεσα στις δάφνες και τα παρτέρια του σιντριβανιού, που κελάρυζε τριγυρισμένο από παρτέρια γεμάτα λαμπερά φθινοπωρινά λουλούδια. Διέσχισε το γρασίδι και πήρε τη στροφή για τον Μεγάλο Περίπατο κοντά στους τοίχους με τον κισσό. Δεν περπατούσε γρήγορα αλλά αργά, και τα μάτια του ήταν στο μονοπάτι. Ένιωθε σαν κάτι να τον τραβούσε στο μέρος που για χρόνια είχε απαρνηθεί και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Καθώς πλησίαζε, τα βήματά του έγιναν ακόμα πιο αργά. Ήξερε πού ήταν η πόρτα παρόλο που ο κισσός κρεμόταν πυκνός πάνω της, δεν ήξερε όμως πού ακριβώς βρισκόταν το θαμμένο κλειδί.
Κι έτσι σταμάτησε και στάθηκε ακίνητος κοιτώντας γύρω του και σχεδόν λίγο μετά από τη στιγμή που σταμάτησε τινάχτηκε και αφουγκράστηκε ενώ αναρωτιόταν αν ζούσε μέσα σε ένα όνειρο.
Ο κισσός κρεμόταν πυκνός πάνω από την πόρτα, το κλειδί ήταν θαμμένο κάτω από τους θάμνους, κανένας άνθρωπος δεν διάβηκε το κατώφλι του κήπου δέκα χρόνια, κι όμως ακουγόντουσαν ήχοι μέσα από τον κήπο. Ήταν ήχοι ποδιών που έτρεχαν και σκουντούφλαγαν σαν να κυνηγιόντουσαν γύρω γύρω κάτω από τα δέντρα, ήταν παράξενοι ήχοι ψιθυριστών φωνών, πνιχτών κραυγών θαυμασμού και χαράς. Στην ουσία έμοιαζε με ήχο γέλιου παιδιών, αυτό το ασυγκράτητο γέλιο παιδιών που προσπαθούσαν να μην ακουστούν, όμως πάνω στην έξαψή τους σε λίγο θα γελούσαν ακράτητα. Τι ονειρευόταν, για όνομα του Θεού: Τι άκουγε, για όνομα του Θεού; Έχανε τα λογικά του κι άκουγε ήχους που δεν απευθύνονταν στα ανθρώπινα αυτιά; Αυτό να εννοούσε άραγε εκείνη η μακρινή φωνή;
Και τότε έφτασε η στιγμή, η ανεξέλεγκτη στιγμή όπου οι ήχοι δεν μπορούν να δαμαστούν. Τα πόδια έτρεχαν όλο και πιο γρήγορα, πλησίαζαν την πόρτα του κήπου, ακούστηκε μια γοργή δυνατή νεανική ανάσα και ένα πανδαιμόνιο από γέλια, φωνές που δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν και η πόρτα στον τοίχο άνοιξε διάπλατα, τα φύλλα του κισσού τραβήχτηκαν και ένα αγόρι βγήκε σαν βολίδα, και χωρίς να έχει δει τον παρείσακτο, έπεσε σχεδόν πάνω του.
Πάνω στην ώρα ο κύριος Κρέιβεν άπλωσε τα χέρια, ίσα ίσα να προλάβει το παιδί και να μην πέσει πάνω του με τη φούρια που είχε, κι όταν το κράτησε σε μια απόσταση να το κοιτάξει, έκπληκτος με την παρουσία του σε εκείνο ακριβώς το σημείο, τότε πραγματικά του κόπηκε η ανάσα.
Το αγόρι ήταν ψηλό και όμορφο. Έσφυζε από ζωή και το τρέξιμο είχε φέρει ένα λαμπερό χρώμα στο πρόσωπό του. Το αγόρι τίναξε από το μέτωπο τα πυκνά μαλλιά του και σήκωσε ένα ζευγάρι παράξενα γκρίζα μάτια, μάτια γεμάτα αγορίστικο γέλιο, μάτια με πυκνές βλεφαρίδες. Ήταν αυτά τα μάτια που έκοψαν την ανάσα του κυρίου Κρέιβεν.
«Ποιος… Τι….Ποιος!» τραύλισε.
Ο Κόλιν δεν τα είχε υπολογίσει έτσι τα πράγματα, δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι. Ποτέ του δεν του πέρασε από το μυαλό μια τέτοια συνάντηση. Κι όμως, το να βγει τρέχοντας από τον κήπο έχοντας μόλις κερδίσει μια κούρσα, ίσως να ήταν ακόμα καλύτερο. Ίσιωσε το σώμα του. Η Μαίρη, που έτρεχε μαζί του και είχε κι αυτή περάσει με φούρια την πόρτα, ήταν σίγουρη πως ο Κόλιν είχε καταφέρει να δείχνει πιο ψηλός από ποτέ, πόντους ψηλότερος.
«Πατέρα» είπε «είμαι ο Κόλιν. Δεν το πιστεύεις. Κι εγώ δυσκολεύομαι ώρες ώρες. Είμαι ο Κόλιν».
Όπως και η κυρία Μέντλοκ έτσι και ο Κόλιν δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο πατέρας του όταν είπε βιαστικά:
«Στον κήπο! Στον κήπο!»
«Ναι» συνέχισε με φούρια ο Κόλιν. «Στον κήπο οφείλεται και στη Μαίρη και στον Ντίκον και στα πλασματάκια του και στη Μαγεία. Κανείς δεν ξέρει. Το κρατούσαμε μυστικό για να στο πούμε όταν θα γύριζες. Είμαι καλά, μπορώ να νικήσω τη Μαίρη στο τρέξιμο. Θα γίνω αθλητής».
Τα είπε όλα αυτά με τον τρόπο ενός τόσο υγιούς αγοριού, -το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο, τα λόγια να μπερδεύονται μεταξύ τους από τη βιασύνη του-, που η ψυχή του κυρίου Κρέιβεν γέμισε απίστευτη χαρά.
Ο Κόλιν άπλωσε την παλάμη του και την ακούμπησε στο χέρι του πατέρα του.
«Δεν χαίρεσαι, πατέρα;» ρώτησε τελικά. «Δεν χαίρεσαι; Θα ζήσω για πάντα και για πάντα και για πάντα!»
Ο κύριος Κρέιβεν έβαλε τα χέρια στους ώμους του αγοριού και το κράτησε. Ήξερε πως δεν τολμούσε να πει ούτε και το παραμικρό εκείνη τη στιγμή.
«Πήγαινέ με στον κήπο, αγόρι μου» είπε τελικά. «Και διηγήσου μου ό,τι έγινε».
Κι έτσι τον έμπασαν στον κήπο.
Ο τόπος ήταν μια ζούγκλα από φθινοπωρινό χρυσάφι και πορφύρα και ιριδίζον μπλε και έντονο κόκκινο, και σε κάθε μεριά υπήρχαν συστάδες αργοπορημένων υάκινθων, σε λευκό ή λευκό και ρουμπινί. Ο κύριος Κρέιβεν θυμόταν πολύ καλά πότε φυτεύτηκε και ο τελευταίος από αυτούς, έτσι ώστε σε αυτή την εποχή του χρόνου να αποκαλύπτουν την αργοπορημένη λάμψη τους. Τα όψιμα τριαντάφυλλα που σκαρφάλωναν και κρεμόντουσαν και σχημάτιζαν μπουκέτα και οι ηλιαχτίδες που βάθαιναν την απόχρωση των δέντρων που κιτρίνιζαν σε έκαναν να νιώθεις πως στεκόσουν σε ένα σκεπαστό ιερό από χρυσάφι. Ο νεοφερμένος έστεκε σιωπηλός ακριβώς όπως είχαν κάνει τα παιδιά όταν αντίκρισαν τον κήπο μέσα στο γκρίζο του χρώμα. Δεν χόρταινε να κοιτάζει ολόγυρα.
«Νόμιζα πως ο κήπος θα ήταν νεκρός» είπε.
«Έτσι νόμιζε και η Μαίρη στην αρχή» είπε ο Κόλιν. «Αλλά ζωντάνεψε».
Και μετά όλοι τους κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, όλοι τους εκτός από τον Κόλιν, που ήθελε να είναι όρθιος καθώς έλεγε την ιστορία του.
Ήταν ό,τι πιο παράξενο είχε ακούσει ποτέ του, σκέφτηκε ο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, καθώς τα λόγια ξεχύνονταν με τον ορμητικό τρόπο ενός παιδιού: το Μυστήριο και η Μαγεία και τα άγρια πλασματάκια, η παράξενη μεσονύκτια συνάντηση, ο ερχομός της άνοιξης, το πάθος της πληγωμένης περηφάνιας που έκανε τον νεαρό Μαχαραγιά να σταθεί στα πόδια του και να αψηφήσει τον γέρο Μπεν Γουέδερσταφ, η παράξενη συντροφιά, το θέατρο που έπαιζαν, το μεγάλο μυστικό που φύλαγαν προσεκτικά. Ο ακροατής γελούσε μέχρι που του ερχόντουσαν δάκρυα στα μάτια και μερικές φορές του ερχόντουσαν δάκρυα στα μάτια κι όταν δεν γελούσε. Ο Αθλητής, ο Ομιλητής, ο Επιστημονικός Ερευνητής ήταν ένα κωμικό, αξιαγάπητο, υγιές νεαρό πλάσμα.
«Τώρα» είπε ο Κόλιν καθώς η ιστορία τελείωνε «δεν υπάρχει πια λόγος να είναι μυστικό. Θα έλεγα πως θα πάθουν συγκοπή όταν θα με δουν, όμως δεν έχω σκοπό να ξανακαθίσω στο καροτσάκι μου. Θα περπατήσω μέχρι το σπίτι δίπλα σου, πατέρα».
Τα καθήκοντα του Μπεν Γουέδερσταφ σπάνια τον έπαιρναν μακριά από τους κήπους, σε αυτή την περίπτωση όμως βρήκε σαν δικαιολογία ότι θα έφερνε μερικά λαχανικά στην κουζίνα, και μια και η κυρία Μέντλοκ τον είχε καλέσει στον θάλαμο των υπηρετών να πιει μια μπύρα, ήταν ακριβώς στην ώρα του, όπως ήλπιζε, όταν συνέβη το πιο δραματικό περιστατικό που η έπαυλη Μίσελθουέιτ έζησε στη σύγχρονη εποχή της.
Ένα από τα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή έδειχνε και σε ένα μέρος από το γρασίδι. Η κυρία Μέντλοκ, γνωρίζοντας ότι ο Μπεν είχε έρθει από τους κήπους, ήλπιζε ότι το μάτι του θα είχε πάρει έστω και φευγαλέα τον αφέντη του και ίσως κατά τύχη τη συνάντησή του με τον Αφέντη Κόλιν.
«Είδες κανέναν τους, Γουέδερσταφ;» τον ρώτησε.
Ο Μπεν κατέβασε το ποτήρι της μπύρας από τα χείλη του και τα σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του.
«Αμ πώς και δεν είδα» απάντησε με ύφος.
«Και τους δυο;» ρώτησε η κυρία Μέντλοκ.
«Και τους δυο» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Φχαριστώ, κυρία, δεν θα με πείραζε μια μπύρα ακόμη».
«Και τους δυο;» είπε η Κυρία Μέντλοκ, ξεχειλίζοντας το ποτήρι του μέσα στην ταραχή της.
«Και τους δυο, κυρία» είπε ο Μπεν και με μια γουλιά κατέβασε τη μισή μπύρα.
«Πού ήταν ο Αφέντης Κόλιν; Πώς ήταν; Τι είπαν μεταξύ τους;»
«Δεν άκουσα, κυρία» είπε ο Μπεν «γιατί στεκόμουν πάνω στη σκάλα στον τοίχο του κήπου. Θα σας πω όμως κατιτίς. Ένα σωρό έγιναν εκεί έξω που εσείς εδώ μέσα χαμπάρι δεν πήρατε. Κι ό,τι είναι να μάθετε, θα το μάθετε σύντομα».
Και δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά από τη στιγμή που κατέβασε και την υπόλοιπη μπύρα του, και τότε κούνησε το ποτήρι του με επισημότητα προς το παράθυρο που έδειχνε σε ένα κομμάτι του γρασιδιού ανάμεσα στους θάμνους.
«Για κοιτάτε εκεί κάτι παράξενο» είπε. «Κοιτάτε τι έρχεται».
Όταν η κυρία Μέντλοκ κοίταξε, σήκωσε τα χέρια ψηλά κι έβγαλε μια δυνατή φωνή, και όλοι οι υπηρέτες, άνδρες και γυναίκες, ξεχύθηκαν από το δωμάτιο υπηρεσίας και στάθηκαν κοιτώντας από το παράθυρο με γουρλωμένα μάτια.
Ο Αφέντης του Μίσελθουέιτ διέσχιζε το γρασίδι και κανείς δεν τον είχε δει ποτέ του έτσι. Και δίπλα του με το κεφάλι ψηλά και γελαστά μάτια περπατούσε τόσο σταθερά όσο οποιοδήποτε παιδί στο Γιορκσάιρ ο Αφέντης Κόλιν!

ΤΕΛΟΣ

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...