Εμένα μου λες πως η ζωή στην επαρχία είναι ωραία; Αυτά είναι παραμύθια
που ξεφουρνίζουν οι πρωτευουσιάνοι. Και τι να το κάνω εγώ το οξυγόνο και την
πρασινάδα; Σάμπως είναι οι γυναίκες σκαρφαλωμένες στα δέντρα και περιμένουν να
τις μαζέψεις ή σάμπως διασκεδάζουμε με τον καθαρό αέρα;
Αυτά κι άλλα πολλά συνέθεταν
τις απόψεις του Χρυσόστομου περί της ζωής στην επαρχία. Αποσπάσματα διατριβής
του εικοσιπενταετούς βίου του με αποδέκτες τα γερόντια που γέμιζαν τα
τραπεζάκια του επαρχιακού καφενείου.
Το πρόβλημα του Χρυσόστομου,
πρόβλημα τόσων νέων ανθρώπων που κατέληξαν να βράζουν στο καζάνι της
πρωτεύουσας. Ο ίδιος, παρά τα παράπονά του, έμενε πιστός οπαδός της βουκολικής
ζωής. Και ίσως ενδόμυχα έψαχνε για ένα ειδύλλιο σαν αυτό του Τάσου με την Γκόλφω.
Η βοσκοπούλα του όμως δεν έλεγε να φανεί. Κι αν, αραιά και πού εμφανιζόταν
καμιά, ούτε που γύριζε να τον κοιτάξει. Γιατί οι εν λόγω κόρες ήταν φοιτήτριες
που επέστρεφαν Χριστούγεννα και Πάσχα για να τηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα της
πατρίδας ή πάλι κάτι καταξιωμένες επαγγελματίες που περιέφεραν το κοινωνικό
τους γίγνεσθαι στη γη των προγόνων για τυπικούς και μόνο λόγους.
Ο Χρυσόστομος δεν ήταν και
κανένας παίδαρος, δεν του έλειπε όμως το κάτι
τις του. Άλλο ήταν το πρόβλημά του: του έλειπαν οι παρέες της ηλικίας του.
Όλοι σχεδόν οι συνομήλικοί του είχαν φύγει για την Αθήνα, ενώ αυτός είχε μείνει
πίσω να μιλάει στα γίδια του. Α, ξέχασα! Και στην οθόνη της τηλεόρασης. Γιατί,
σαν σύγχρονος βοσκός διέθετε και βίντεο κι έπνιγε τον πόνο του στις ταινίες.
Ειδικά ο ελληνικός κινηματογράφος του πενήντα κι εξήντα ήταν η μεγάλη του
αδυναμία. Κι εκείνο το “Κορίτσια στον
ήλιο” η αγαπημένη του ταινία. Είχε αγοράσει μια κόπια, άσε που την είχε
βάλει και σε περίοπτη θέση απ’ όπου την έβγαζε τρις εβδομαδιαίως για να εντρυφήσει
στο περιεχόμενό της.
Καμιά λεπτομέρεια του έπους του δεν του είχε ξεφύγει και
μπορούσε να σου επαναλάβει όλους τους διαλόγους χωρίς να χάσει ατάκα. Καθώς
κοίταζε τον ήλιο που χανόταν στη δύση του, έπαιρνε την Άναμπελ από το χέρι και
την πήγαινε στο ποτάμι να της δείξει τις καβουρομάνες και τα βατράχια ή τα
κατακίτρινα σπάρτα που φύτρωναν μέχρι κάτω τις όχθες.
Κι ύστερα το όνειρο έσκαζε
σαν σαπουνόφουσκα κι ερχόταν αντιμέτωπος με τη ζοφερή πραγματικότητα.
«Δεν υπάρχει Άναμπελ ούτε
καν Γκόλφω» μονολογούσε κι αναστέναζε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που
ο Χρυσόστομος συλλογιζόταν τα χρόνια που τον περίμεναν. Αν δεν έπαιρνε δραστικά
μέτρα, η ζωή του όλη θα περνούσε με τα όνειρα, το βίντεο και τους δεκάρικους
λόγους του καφενέ. Σε λίγο έμπαινε ο χειμώνας, ένας χειμώνας για ψυχές
μοναχικές, για ανθρώπους κυκλοθυμικούς. Αυτός όμως ήταν ζωντανός, γερός και
περήφανος για τον εαυτό του.
Ορφανός από μικρός, δεν
κάθισε να γράψει το δράμα της ζωής του. Δούλεψε σκληρά κι έτσι είχε σήμερα μια
μικρή περιουσία. Κι ό,τι έμαθε, δεν το χρωστούσε στην κρατική θαλπωρή. Από κει
πήρε τα βασικά. Αγαπούσε όμως τα βιβλία και διάβαζε ό,τι του τύχαινε. Έτσι, για να πηγαίνει κι ο νους παραπέρα,
όπως έλεγε.
Εκείνο το φθινόπωρο λοιπόν,
ο Χρυσόστομος πήρε μια μεγάλη και συνάμα παράξενη απόφαση. Να μάθει κολύμπι.
Ντροπή του να μη ξέρει! Θα έκανε όμως εξάσκηση στο ποτάμι, σάμπως και γίνει
ρεζίλι αν κατέβαινε με την πρώτη στην παραλία της γειτονικής πόλης. Και μετά,
μέσα στο καλοκαίρι, όλο και κάποια θα τον πρόσεχε! Δηλαδή, οι άλλοι τι παραπάνω
είχαν από αυτόν; Τίποτα! Κι από αυτοπεποίθηση, μπόλικη.
Στην αρχή, όλα φαινόντουσαν
εύκολα. Το ζήτημα είναι να συνηθίσεις,
έλεγε. Αρχές Οκτωβρίου κι ο καιρός ακόμα γλυκός. Το ποταμίσιο νερό βέβαια δεν
είχε καμιά σχέση με αυτό της θάλασσας. Σε ορισμένα σημεία του, εκεί που τα
δέντρα σχημάτιζαν πυκνή συστάδα, ήλιος δεν έφτανε σχεδόν. Είχε να υπολογίσει
και τα ρεύματα. Παρά τις όποιες ταλαιπωρίες του όμως, όσο το φθινόπωρο
κρατούσε, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από το να ξαπλώνει στις μπλεγμένες ρίζες
του τεράστιου πλάτανου με τα πόδια του να βυθίζονται στην ψιλή άσπρη άμμο.
Με το που μπήκε ο Νοέμβριος,
τα πράγματα άλλαξαν. Έπιασε απότομο κρύο και η επιφάνεια του νερού κρυστάλλωσε
τόπους-τόπους. Παρ’ όλα αυτά ο Χρυσόστομος δεν το έβαλε κάτω. Συνέχιζε το
κολύμπι καθημερινά σχεδόν. Τον Δεκέμβριο όμως το νερό είχε πια παγώσει. Κι
εσκιμώος να ήταν δεν θα μπορούσε να αντέξει!
Έφτασαν κι οι μέρες των
Χριστουγέννων κι έφεραν μαζί το κοπάδι των παλιών συμμαθητριών. Ο Χρυσόστομος
το σκέφτηκε καλά το πράγμα. Αυτή τη φορά θα εντυπωσίαζε. Αφού οι βοσκοί δεν
είχαν πέραση, θα ακολουθούσε κι αυτός τη μόδα. Άμ’ έπος, άμ’ έργον! Γύρισε από
την πόλη φορτωμένος. Άλλαξε ρούχα, άλλαξε παπούτσια, άλλαξε μαλλί. Γενικά,
έγινε ένας σοφιστικέ κτηνοτρόφος. Αγόρασε και κινητό.
Παραμονή Χριστουγέννων και
να σου τον στο πιο πολυσύχναστο καφέ της αρκαδικής μεγαλούπολης. Βρήκε τις
συμμαθήτριες στριμωγμένες στον γωνιακό καναπέ, να ανταλλάσσουν τα τελευταία
κουτσομπολιά. Κάθισε σ’ ένα κοντινό τραπέζι, ασφαλής πίσω από γυαλιά ηλίου. Με
την καπαρντίνα, το κινητό αφημένο ανέμελα πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην
ασημένια θήκη των τσιγάρων του, μόνο μια οικονομική εφημερίδα τού έλειπε για να
ολοκληρώσει την εικόνα του επιτυχημένου σύγχρονου επιχειρηματία. Οικονομική
εφημερίδα δεν είχε, έπινε όμως δήθεν αδιάφορα τον εσπρέσσο του ενώ παράλληλα
είχε στήσει αυτί. Έμαθε για τον Σάκη, τον Μάκη, τον Τάκη της κάθε μιας, για το
Βαρελάδικο, το Σκυλάδικο και όλα τα συναφή κέντρα υψηλόβαθμης διασκέδασης. Από
τη μια ζήλεψε, από την άλλη συγχύστηκε. Ζήλεψε για τη ζωή που έκαναν, και για
τον ίδιο λόγο συγχύστηκε.
Μ’ εκείνα και με τούτα, ούτε
που κατάλαβε για πότε έφτασαν τα Φώτα. Οι γιορτές ήρθαν κι έφυγαν.
«Παραμονή Θεοφανίων»
σκέφτηκε ο Χρυσόστομος. «Αύριο θα ρίξουν τον σταυρό». Κι αυτό του έγινε έμμονη
ιδέα. Η ώρα που ο σταυρός θα χανόταν στο νερό του ποταμού και κάποιοι θαρραλέοι
θα βούταγαν να τον πιάσουν. Η μέρα που μαζευόταν τόσος κόσμος που δεν είχες
τόπο να σταθείς.
Στα πιο πολλά μέρη, έριχναν
το σταυρό δεμένο με σκοινί και τον τραβούσαν ξανά. Στα μέρη του Χρυσόστομου
όμως, το έθιμο έμενε αναλλοίωτο. Κι όσο κι αν αυτό φαινόταν παράξενο και για
πολλούς αναχρονιστικό, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αψηφούσαν το κρύο και, υπό
τις ιαχές της μαρίδας, προσπαθούσαν να ανασύρουν το αγιασμένο σύμβολο.
Ανήμερα Φώτα. Επιτέλους! Ο
Χρυσόστομος το είχε πάρει πια απόφαση, θα έπεφτε να πιάσει τον σταυρό. Τι το
μάθαινε το κολύμπι; Τι βούταγε βδομάδες ολόκληρες στα παγωμένα νερά; Το γνώριζε
πια απ’ έξω κι ανακατωτά το ποτάμι. Μπορούσε να συναγωνιστεί ως κι εκείνον τον
Αλέξη, το γιο του δάσκαλου -μικρά παιδιά ήτανε φίλοι κολλητοί- εκείνον ντε που
είχε πάρει και χάλκινο μετάλλιο στους περσινούς πανελλήνιους αγώνες.
«Εσύ πιο γρήγορος, εγώ πιο
έξυπνος» σκεφτόταν καθώς πίσω από ένα δέντρο έβλεπε τον κόσμο να μαζεύεται
μυρμηγκομάνι στο ποτάμι, ενώ οι υποψήφιοι βουτηχτές είχαν φορέσει τα μαγιό τους
και περίμεναν με το δέρμα τσιτωμένο σαν του κοτόπουλου, το παράγγελμα για να
πέσουν στα νερά.
Ο Χρυσόστομος, αθέατος στην
κρυψώνα του, άρχισε να ξεντύνεται όλο φούρια. Τον είχε ζώσει η αγωνία κι
ένοιωθε το στομάχι του στο στόμα. Η φωνή του αρχιμανδρίτη ενωνόταν με αυτές των
τριών παπάδων κι έφτανε μπερδεμένη στα αυτιά του. Ολόγυμνος με το μαγιό στο
χέρι, κάνει να σηκώσει το πόδι του να το φορέσει κι εκεί γίνεται το κακό!
Παραπατάει στις κροκάλες της όχθης και πέφτει μονομιάς στο νερό.
«Αμάν, ρεζίλι θα γίνω» ήταν
ό,τι πρόλαβε να σκεφτεί ο Χρυσόστομος, καθώς άκουσε τον παφλασμό του σταυρού
που χανόταν μέσα στο ποταμίσιο νερό.
Και μετά δεν σκέφτηκε τίποτα
άλλο, καθώς βούταγε και ξαναβούταγε μέχρι τον αμμουδερό βυθό, καθώς ξέμπλεκε
τις ρίζες των αιωνόβιων δέντρων που ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί.
«Κάτι γυαλίζει! Θεέ μου,
κάνε να είναι ο σταυρός!» χιλιοπαρακάλεσε ο Χρυσόστομος μέχρι που βεβαιώθηκε
πως τα χέρια του άγγιξαν το γνώριμο σχήμα, μέχρι που αναδύθηκε στην επιφάνεια
κι ένιωσε όλες τις αχτίνες του ήλιου που μόλις είχε ξεπροβάλει από τα σύννεφα,
να στραφταλίζουν πάνω στο χρυσάφι του σταυρού.
«Τον βρήκα! Τον βρήκα!»
φώναξε να τον ακούσουν όλοι καθώς φίλαγε τον σταυρό.
Το πλήθος αναταράχτηκε,
πολλοί έσκιασαν τα μάτια να δουν καλύτερα.
«Ποιος είναι;» ρωτούσαν ο
ένας τον άλλο.
«Ο Χρυσόστομος! Ο
Χρυσόστομος της Παναγούλας!»
Ο Χρυσόστομος είχε φτάσει
πια το πλήθος κι ετοιμαζόταν να βγει. Είχε ξεχάσει ως και τη γύμνια του, έβλεπε
μόνο τον παπα Φώτη, τον παιδικό του εξομολογητή που με δάκρυα στα μάτια τού
φώναζε: «Ευλογημένο να είσαι τέκνο μου!»
Τότε ακούστηκε η πρώτη φωνή
που σκεπάστηκε από άλλες αντρικές, γυναικείες, παιδικές.
«Είναι γυμνός!»
«Καλέ, αυτός είναι
τσίτσιδος!»
«Μπράβο σώμα ο Χρυσόστομος!»
θαύμασαν οι παλιές συμμαθήτριες. «Κοίτα γραμμώσεις, κοίτα κοιλιακούς!»
Ο Αλέξης ο κολυμβητής τον κοίταζε σκυλιασμένος
από το κακό του.
«Μια πετσέτα, χριστιανοί!»
φώναξε ο παπα Φώτης.
Σχεδόν αμέσως, ο Χρυσόστομος
αισθάνθηκε ένα χνουδάτο ρούχο να τον σκεπάζει, ενώ ο αρχιμανδρίτης ξεπερνώντας
την έκπληξή του τον ευλογούσε.
Κανένας δεν ρώτησε ποτέ πώς
ο Χρυσόστομος βρέθηκε γυμνός στο ποτάμι. Αυτός που έπιανε τον σταυρό έχαιρε
γενικής και αναμφισβήτητης εκτίμησης. Και σαν η επιφοίτηση να ήρθε ξαφνικά να
φωλιάσει στα κεφάλια και την καρδιά των μέχρι πρότινος αδιάφορων εκπροσώπων του
γυναικείου φύλου, ο Χρυσόστομος έγινε το μήλο της έριδος στα χέρια των παλιών
συμμαθητριών.
Τώρα που τελειώνω αυτές τις
γραμμές, ο ταχυδρόμος μού χτύπησε την πόρτα. Μέσα στα γράμματα βρήκα κι ένα
προσκλητήριο. Ο Χρυσόστομος παντρεύεται στα μέσα του ερχόμενου μήνα μια
κοντοχωριανή του που ζούσε χρόνια στην πρωτεύουσα. Το αξιομνημόνευτο είναι πως
η μέλλουσα νύφη, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επιστροφή στις ρίζες της,
μαζί με τους όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης που θα ανταλλάξει με τον
Χρυσόστομο, δέχτηκε να ανταλλάξει και τη ζωή στην Αθήνα με την επάνοδο στη γη
των προγόνων. Άβυσσος η γυναικεία ψυχή!