Στην πιο στενή μεριά του ποταμού.
Παφλασμός από κοριτσίστικα πόδια. Η Διαμάντω κι η Μαρίνα, κάπου στη δεκαετία
του τριάντα. Σγουρά και ίσια μαλλιά και στα χέρια τους κρατούν τις κούκλες που
έχει καμωμένες γι’ αυτές ο καπετάνιος. Τα παιδικά μάτια βλέπουν το ποτάμι
παιχνίδι τους μέχρι που θα τα αλλάξει όλα ο αγέρας που κουβαλάει μαζί του ο
Θωμάς. Κι ο παφλασμός θα πετάξει νερά που θα παγώσουν τις καρδιές. Τα μάγια θα
ενωθούν με τον αχνό που σηκώνει το ποτάμι. Θα καλύψουν τις γλυκές αναμνήσεις,
θα αποτραβήξουν τις σκέψεις.
Τη διάλεξε άραγε η Διαμάντω τη
ζωή της; Τι σημασία έχει η απάντηση αλήθεια; Πού πήγαν τα όνειρα; Στα δικά της
παιδιά, την Αμαλία και την Αντιγόνη. Ένα μελαχρινό κι ένα ξανθό κεφάλι σκυμμένα
πάνω από το ποτάμι. Αγάπη; Αχώριστες, σιαμαίες μέχρι που ο μάγος έρχεται ξανά
κι ας κατηγορεί άλλη για μάγισσα. Ζωές με δανεικά. Κι ας είναι μια ζακέτα κι ας
είναι ένα παιδί.
Ποιος θα σπρώξει άραγε τα
πλατανόφυλλα στο ποτάμι; Ποιος θα παρακολουθήσει τα μυρμήγκια πειθαρχημένη
στρατιά στην όχθη; Πάντα κάτι υπάρχει που αγριεύει τα νερά, μυστικά και
κρίματα, χαμένα όνειρα, ζωές μέσα στη σιωπή, γεμάτες ψυχαναγκασμό.
Για άλλους τα πράγματα μένουν
όπως τα βρήκαν. Η Φιλιώ, εγγονή της Διαμάντως, τόσο όμοια εξωτερικά με αυτήν,
θα βρει το θάρρος να επαναστατήσει. Αφορμή κάποιες πολυκαιρισμένες ιατρικές
εξετάσεις.
Πώς είναι να χάνεις τη ζωή μέσα
από τα χέρια σου; Πώς είναι να σου δίνεται η ευκαιρία κι εσύ να γυρίζεις την
πλάτη, να χάνεις τη μία και μοναδική στιγμή, γιατί δεν είπες μία λέξη, γιατί
παρανόησες αυτό που κρυβόταν πίσω από ένα βλέμμα;
Η Μαρία Χίου μάς μεταφέρει σε ένα
νησί του Αιγαίου διανύοντας μια χρονική περίοδο εβδομήντα χρόνων. Λόγος
στρωτός, καμωμένος από συναίσθημα και ανθρωπιά, αναδεικνύει τον ψυχισμό των
ηρώων σε αυτό το κεντίδι των λέξεων όπου οι φωνές μπλέκονται με τις σκέψεις,
εκεί που τα άψυχα προσωποποιούνται, κρίνουν και κατακρίνουν. Κι αν η ζωή είναι δύσκολη,
γι’ αυτό γεννιέται κανείς. Για να αρπάξει χρώματα και να βάψει τις καρέκλες
ενός καφενείου, για να δει πως ακόμη κι οι αλεπούδες
φέρονται έτσι, γιατί φοβούνται και πονούν κι αυτές.
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η
γραφή της Μαρίας Χίου κι αυτό όχι μόνο για τον τρόπο που έπλασε τον μύθο της,
αλλά και γιατί ανέδειξε την πραγματική τέχνη του να γράφεις, το να μπορείς
δηλαδή να κατανοήσεις και να μεταφέρεις ατόφιο τον ψυχισμό των ηρώων σου,
κάνοντάς τους υπαρκτές φιγούρες. Γιατί η ζωή δεν είναι σαν μυθιστόρημα, αλλά το
μυθιστόρημα είναι η ίδια η ζωή.
Μη μπορώντας να αντισταθώ στη μαγεία των λέξεων και σκέψεων που ρέουν μέσα στη "σιωπή του ποταμού",
παραθέτω ένα σύντομο κομμάτι, από τα πολλά που με εντυπωσίασαν, μερικές
προτάσεις σαν απόσταγμα σοφίας.
Οι άνθρωποι περνούσαν και ξαναπερνούσαν το ρυάκι και τίποτα δεν τους
χώριζε πια! Νεράκι γάργαρο, δροσιστικό. Και το ποτάμι ήταν πια μακριά, είχε
χαθεί ολόκληρο στη θάλασσα. Θυσιάστηκε για χάρη τους, γέμισε με αμαρτίες,
κακίες, μυστικά, μολύνθηκε τόσο που σκέφτηκε να φύγει από κείνα τα μέρη! Ποιος
να το κατηγορήσει; Χρόνια και χρόνια ξέπλενε την ανοησία τους!
«Η σιωπή του ποταμού» κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Μίνωας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου