|
Γκυστάβ Μορώ: "Ο χορός της Σαλώμης"
1876 |
Εγώ κι ο Μηνάς ήμασταν φίλοι
αδερφικοί. Γεννηθήκαμε μαζί, μαζί και στο σχολείο, και στο στρατό πάλι μαζί.
Όλη η ζωή μας μια πλάκα! Τα χρόνια που πέρασαν μας άφησαν αδιόρθωτους. Γιατί τα
παλιά χούγια δεν κόβονται.
Εγώ κι ο Μηνάς είχαμε μια
αδυναμία -οι άλλοι την έλεγαν ελάττωμα-, τα στοιχήματα.
Εγώ κι ο Μηνάς το βλέπαμε
διαφορετικά. Δεν ήμασταν τζογαδόροι. Δεν ποντάραμε σε άλογα, σε ρουλέτες, σε
ομάδες ποδοσφαίρου. Ποντάραμε σε ανθρώπινες συμπεριφορές.
Δεν με καταλαβαίνετε; Είναι
απλό! Βλέπαμε κάποιον στο δρόμο και στοιχηματίζαμε αν θα στρίψει αριστερά ή
δεξιά. Στο εστιατόριο, ξεχωρίζαμε έναν στην τύχη κι αναρωτιόμαστε ποιο φαγητό
θα διαλέξει. Στο λεωφορείο, το στοίχημα για τον εκλεκτό μας ήταν σε ποια στάση
θα κατέβει. Είχαμε όμως στοιχηματίσει ακόμα και για τον τύπο του άνδρα που θα
διάλεγε η κοινή μας φίλη η Ερμιόνη, για το αν θα γεννήσει αγόρι ή κορίτσι η
Μαίρη, για το αν και πότε θα πάρει προαγωγή ο Γεράσιμος.
Οι γνωστοί μας κουνούσαν το
κεφάλι και μας αποκαλούσαν πορωμένους. Δεν ενοχλούσαμε κανέναν, το παιχνίδι
ήταν ιδιωτικό.
Ώσπου κάναμε την εξαίρεση
και μπάσαμε κι άλλον στα δικά μας. Καλύτερα όμως να σας πω την ιστορία από την
αρχή.
Την Αμαλία τη γνωρίσαμε στο
πάρτι κάποιου παλιού συμμαθητή. Δεν ξέρω πώς έγινε, ήταν ξημερώματα κι είχαμε μείνει
οι τρεις μας να μιλάμε ενώ ο παλιός συμμαθητής κατάκοπος έσερνε τα πόδια του
μαζεύοντας ποτήρια και τασάκια. Κολλήσαμε. Γίναμε μια παρέα. Μεταξύ αστείου και
σοβαρού, της εκμυστηρευτήκαμε το πάθος μας.
Στην αρχή μας κοίταξε
δύσπιστα. Μετά έβαλε τα γέλια.
«Έλα μωρέ, με κοροϊδεύετε!»
«Στο είπα!» έκανε
μουτρωμένος ο Μηνάς.
«Σοβαρολογούμε» επέμεινα
εγώ.
Δε ξέρω τι θέλαμε να
παραστήσουμε. Ή μάλλον ξέρω! Τσιμπηθήκαμε και οι δυο μαζί της, με το που την
είδαμε. Δεν λέω έρωτας κεραυνοβόλος, αυτά είναι λόγια γυναικεία. Είχε όμως αυτή
η κοπέλα κάτι που σε έκανε να τη θέλεις συνέχεια δίπλα σου, κι εννοώ όχι μόνο
ως φίλη.
Να το χαρακτηρίσω επίδειξη
δεν πάει, άλλος θα το έλεγε χαζομάρα. Πάντως, της τα είπαμε όλα λες και ήταν
ένα παιχνίδι συναρπαστικό και πρωτόγνωρο. Καμιά φορά τα λόγια περνάνε
απαρατήρητα, το πώς τα λες όμως μένει. Εν προκειμένω, ο τρόπος μας έδωσε στην
Αμαλία να καταλάβει πως την είχαμε πατήσει μαζί της, όσο για τα λόγια μας,
εντυπώθηκαν τόσο στο μυαλό της που έγιναν η αιτία των κατοπινών μας δεινών.
Τα γατίσια μάτια της μας
κοίταξαν περιπαιχτικά.
«Μπαίνω κι εγώ στο
παιχνίδι!» είπε ανέμελα.
«Τι εννοείς;» τη ρώτησα.
«Στοιχήματα δεν βάζετε; Αυτή
τη φορά, θα είσαστε αντίπαλοι. “Ποιος θα με κερδίσει”, αυτό θα είναι το
στοίχημα κι εγώ το έπαθλο!»
«Τι κυνισμός!» ειρωνεύτηκα,
από μέσα μου όμως είπα πως τούτη εδώ σκεφτόταν σαν άντρας.
Λάθος εκτίμηση… Γιατί η
Αμαλία σκεφτόταν αποκλειστικά και μόνο σαν γυναίκα.
Ο Μηνάς, τύπος πιο ανέμελος,
δεν κάθισε να το φιλοσοφήσει και πολύ. «Εγώ είμαι μέσα» ανακοίνωσε γλαρωμένος,
γιατί μη ξεχνιόμαστε, ήταν και ξημερώματα.
Δεν είχα παρά να δεχτώ κι
εγώ. Ξεπέρασα τις όποιες υποψίες για το λάκκο που είχε η φάβα κι είπα το ναι.
«Με κάνετε περήφανη!» είπε η
Αμαλία σαν μάνα που ξεπροβοδίζει τα παιδιά της για τον πόλεμο κι εγώ δεν ήξερα
αν μας δούλευε ή όχι.
Ο έρωτας είναι τυφλός.
Τυφλοί κι εμείς, γίναμε υποχείρια της Αμαλίας.
Ο Μηνάς με βεβαίωσε πως ήταν
μόνο ένα παιχνίδι.
«Έλα μωρέ! Πώς κάνεις έτσι;
Λες και σε πάνε για εκτέλεση! Εγώ το βρίσκω πολύ ερεθιστικό».
Δεν ήθελα να μαλώσουμε. Όσα
χρόνια γνωριζόμασταν, δεν είχαμε ανταλλάξει πικρή κουβέντα. Θα μου πείτε τώρα,
τι ήθελα και δέχτηκα; Όμως το παιχνίδι απαιτούσε δύο παίκτες, όρος απαράβατος.
Και για να μιλήσουμε ειλικρινά, ντρέπομαι που το λέω, την ήθελα την Αμαλία, σαν
κολασμένος την ήθελα.
Στην αρχή, όλα ήταν αθώα. Τα
στοιχήματα ήταν της τάξης όσων βάζαμε μέχρι τότε. Απλές επιβεβαιώσεις των
κανόνων της στατιστικής, όπως πόσες φορές θα ανοίξει η πόρτα της καφετέριας που
καθόμασταν, τι θα φάει η απέναντι παρέα στο εστιατόριο, πόσο θα πληρώσει. Η
Αμαλία, μαζί μας πάντα, έβγαζε ένα δερμάτινο σημειωματάριο, μας κοίταζε για
λίγο πονηρά και σαν τους καθηγητές στο σχολείο, σημείωνε τις επιδόσεις μας. Και
κάθε φορά, αυτός που κέρδιζε πόντους στα χαρτιά της, κέρδιζε -έτσι έλεγε- και στην
καρδιά της. Και του χάριζε ένα χάδι ή ένα πεταχτό φιλί ενώ ο άλλος έμενε να
ξεροψήνεται και να κοιτάζει σαν λιγούρης.
Τότε ήταν που αρχίσαμε να
ψυχραινόμαστε με τον Μηνά. Και δεν στενοχωριέμαι τόσο γι’ αυτό όσο για το που
δεν την κάναμε πέρα την Αμαλία όσο ήταν ακόμη καιρός. Εμείς ήμασταν πάντα
αχώριστοι, κι είχε έρθει αυτή να μπει στη μέση. Αυτά όμως ήταν φωτεινά
διαλείμματα του ταλαιπωρημένου μου μυαλού, μια και τον περισσότερο καιρό
βρισκόμουν σε κωματώδη κατάσταση περιμένοντας την επόμενη παραξενιά της
Αμαλίας.
Τα πράγματα ξέφυγαν όταν το
παιχνίδι άλλαξε όρους.
«Πόσο βαρετά είναι όλα!»
ξεφύσηξε μια μέρα η καλή μας. «Με απογοητεύετε! Πώς θα διαλέξω, όταν και οι δύο
είσαστε τόσο προβλέψιμοι;»
Απορημένοι ζητήσαμε
εξηγήσεις. Δηλαδή σαν τι έπρεπε να κάνουμε για να εξυψωθούμε στους άρπαγες
οφθαλμούς της;
Μας κοίταξε αινιγματικά. Στο
τέλος αποφάνθηκε.
«Θα κινδυνεύατε για χάρη
μου;» ρώτησε αθώα.
«Τι εννοείς;» αντιγύρισα.
«Ας πούμε, να κλέβατε κάτι
για μένα» έσκασε η βόμβα.
«Δεν είσαι στα καλά σου!»
αντέδρασα.
«Κακό παιδί! Τι ζήτησα;»
είπε δήθεν απογοητευμένη. «Ενώ ο Μηνάς, ξέρω πως θα κάνει ό,τι του ζητήσω». Και
λέγοντας αυτά, η ξεδιάντροπη πήγε και τρίφτηκε σαν γάτα πάνω του.
Ο Μηνάς αναψοκοκκίνισε.
«Ε, δεν είναι και σοβαρό!
Άλλοι κλέβουν για την πλάκα τους» υπερψήφισε την απαίτηση της Αμαλίας που είχε μετατραπεί ξάφνου σε άλλη Σαλώμη χωρίς τα επτά πέπλα και τον χορό της.
Ακόμα και τώρα απορώ με τον
εαυτό μου που ακολούθησα, όταν την επόμενη μέρα μάς έσυρε στο πολυκατάστημα της
περιοχής. Το ότι υπήρχαν φρουροί δεν αποτελούσε εμπόδιο για την Αμαλία, ίσα-ίσα
που έκανε το στοίχημα πιο ζουμερό.
«Αχ Πέτρο! Καθόλου δεν με
θέλεις!» γουργούρισε βλέποντας πως είχα εκνευριστεί. «Ενώ ο Μηνάς θα έκανε τα
πάντα για μένα! Κι εγώ, τι ζητάω; Κάτι μικρό κι ασήμαντο, για να μου αποδείξετε
πως με αγαπάτε».
Τι εξευτελισμός! Έπρεπε εκεί
μέσα στον κόσμο να της αστράψω ένα χαστούκι να συνέρθει. Άμα ήταν έτσι, ας την
έπαιρνε ο Μηνάς!
«Εγώ δεν φοβάμαι», είπε ο
Μηνάς. «Θα δοκιμάσω! Τι στο καλό, άλλοι το κάνουν επάγγελμα».
Δεν κοκκινίζω εύκολα, όμως
το πρόσωπό μου είχε πάρει το χρώμα του παντζαριού καθώς έβλεπα τον Μηνά να
πλησιάζει ένα πάγκο με μικροσκοπικά μπλουζάκια και να ψάχνει αδιάφορα. Μια
κοπέλα της ασφάλειας κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Έγινα ακόμα πιο κόκκινος
και νευρικός λες και πήγαινα εγώ να κλέψω! Της χαμογέλασα εντελώς ηλίθια. Ήτανε
κι όμορφη, πανάθεμά την!
Από απέναντι, η Αμαλία
παρακολουθούσε περιπαιχτικά. Την κοίταξα, κοίταξα ξανά την κοπέλα της ασφάλειας
και να σας πω κάτι; Μία δεν έπιανε η Αμαλία μπροστά της! Τι ήταν άλλωστε; Ένα
κακομαθημένο παλιοκόριτσο που επειδή είχε λεφτά κι εμφάνιση, νόμιζε πως τους
έπαιζε όλους στα χέρια της.
Τότε ήταν που ένα παιδάκι
άρχισε να τσιρίζει.
«Μαμά! Μαμά! Αυτός ο κύριος
κλέβει! Κοίτα! Να, κοίτα!» κι όλο τράβαγε τη μητέρα του από το μανίκι.
«Σταμάτα Ηλία! Δεν σου είπα
να είσαι φρόνιμος;»
Ο μικρός όμως επέμενε.
«Αφού σου λέω τον είδα!
Βούτηξε ένα μπλουζάκι!»
«Θα φας μιαν ανάστροφη! Δεν
σου είπα να μαζεύεις τη γλώσσα σου;»
Ο Μηνάς κατευθυνόταν
βιαστικός στην έξοδο. Η κοπέλα της ασφάλειας μιλούσε τώρα στο ασύρματο. Γύρισε
και με κοίταξε απογοητευμένη, λες και ήξερε πως εμένα και τον Μηνά κάτι μας
έδενε. Τα υπόλοιπα έγιναν σε δευτερόλεπτα. Προτού κάνω βήμα, δυο άλλοι της
ασφάλειας είχαν προλάβει τον Μηνά και του ζητούσαν διακριτικά να τους
ακολουθήσει. Η Αμαλία είχε γίνει άφαντη.
Η συνέχεια σ’ αυτές τις
περιπτώσεις είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Δεν θα μιλήσω για το ρεζιλίκι, αυτό
είναι το λιγότερο. Με την αγωνία του Μηνά στενοχωριόμουν, που όλο περίμενε να
εμφανιστεί η Αμαλία, αυτή όμως πουθενά.
Ευτυχώς ο Μηνάς γλίτωσε τη
δίωξη. Ο υπεύθυνος του πολυκαταστήματος, ένα καλό παλικάρι, παραδόξως με
πίστεψε. Γιατί βέβαια δεν μου πήγαινε να αφήσω τον Μηνά στην τύχη του. Τι σόι
φίλοι ήμασταν; Μοιράστηκα την ντροπή μου με τον ξένο άνθρωπο και του εξήγησα
πώς είχαμε φτάσει μέχρι εκεί. Ίσως ο πόνος κι η πίκρα στη φωνή μου, ίσως το
παράπονο, να άγγιξαν κάποιο ευαίσθητο σημείο. Χαλάλι του τού Μηνά!
Τώρα θα μου πείτε τι μου
φταίτε που σας ζαλίζω τόση ώρα!
Για μένα αυτή η ιστορία είχε
καλό τέλος αφού ήταν η αφορμή να γνωρίσω τη Χριστίνα, τη φρουρό ντε! Είμαστε
κοντά ένα εξάμηνο μαζί. Είμαστε καλά! Δε ξέρω πού θα μας βγει, νοιώθω όμως
άλλος άνθρωπος, τέρμα τα στοιχήματα.
Να μπορούσα να πω το ίδιο
και για τον Μηνά! Το φαντάζεστε; Εμείς που ήμασταν αχώριστοι, έχουμε να ιδωθούμε
σχεδόν δίμηνο. Βλέπετε η Αμαλία τον πιλατεύει ακόμα. Κι αυτός τρέχει ξοπίσω της
σαν ηλίθιος.
Προχτές με πήρε τηλέφωνο. Ο
Μηνάς! Να μου πει για το τελευταίο βίτσιο της καλής του. Τι σκαρφίστηκε η άτιμη;
Του ζήτησε να παραστήσει τον ζητιάνο. Για μια ωρίτσα μόνο, για χάρη της! Κι
έπειτα αυτή θα είναι δική του.
«Λες ρε φίλε να την
κερδίσω;» με ρώτησε όλο αγωνία ο Μηνάς.
Κι εγώ ακόμα ψάχνω να του
απαντήσω κάτι.