Ατέλειωτα τηλεφωνήματα,
ατέλειωτες βόλτες. Κυριακή μεσημέρι κι ο Δημήτρης στο τηλέφωνο με ρωτάει για τα
βασανιστήρια και τους δεσμοφύλακες στον Μεσαίωνα. Αργά το βράδυ Τετάρτης,
χειμώνας στους δρόμους της Αθήνας, και μου μιλάει για την τρίτη εκδοχή του Άρη,
του κεντρικού του ήρωα. Τηλέφωνο μεταμεσονύκτιο, και ο Δημήτρης μού ανακοινώνει
ότι του ήρθε ξαφνικά μέσα στο τρόλεϊ μια ιδέα, κατέβηκε δεν ξέρω πόσες στάσεις
νωρίτερα από το σπίτι του και κάθισε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας για να
γράψει. Κάποιο απόγευμα, μιλάμε για τον Παράδεισο και την Κόλαση και ξέρω πως
όσα μου λέει, θα τα διαβάσω κάπου μέσα στο μυθιστόρημα.
Αυτά κι άλλα πολλά, θα μπορούσα
να αναφέρω σαν μικρά περιστατικά, στιγμές στον χρόνο της γραφής του
μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα.
Μιλώντας για το «σημασία έχει
μονάχα η ζωή» θα ξεκινήσω από τη… γεωμετρία.
Λέμε πως στη ζωή όλα είναι ένας
κύκλος και το κάθε τι έχει αρχή και τέλος. Δεν ξεφεύγεις, είναι σαν να ξεκινάς
από ένα σημείο κι αφού διανύσεις την πορεία, φτάνεις ξανά εκεί. Αρχή και τέλος,
ζωή και θάνατος. Η ζωή λοιπόν κάνει τον κύκλο της, μια σχέση διανύει επίσης τον
δικό της κύκλο. Ακόμη και τα βιβλία κάνουν τον κύκλο τους και το περιεχόμενό
τους πάλι ένας κύκλος είναι, όσες ανατροπές κι αν έχει. Ο ήρωας θα κάνει αυτά
που του αντιστοιχούν κατά επιταγή του χαρακτήρα του ή ακόμα και του ίδιου του
συγγραφέα του.
Κι έρχεται το «Σημασία έχει
μονάχα η ζωή» να ταράξει τη γεωμετρική σχέση. Η ζωή των ηρώων του κινείται σε
ένα τρίγωνο. Στην αρχή ήταν ο Άρης, μια μικρή κάθετη γραμμή. Κάθετος στις
απόψεις του, θα επαναστατήσει ενάντια στον βάναυσο πατέρα του, θα φύγει από το
σπίτι και θα πορευτεί μόνος του. Η γραμμή μεγάλωνε, αγγίζοντας όμως πάντα μια
άλλη, αυτήν της Πηνελόπης, της παιδικής του φίλης. Μαζί στα δύσκολα, εύκολα δεν
υπήρχαν για κανέναν από τους δύο. Η εύθραυστη υγεία της Πηνελόπης και η φυσική
ιδιομορφία της τη δείχνουν αν όχι τέρας, πάντως παράταιρη στα μάτια της πάντα
κρίνουσας κοινωνίας. Όχι όμως και στα μάτια του Άρη που την αγκαλιάζουν με
αγάπη. Κι αυτή με τη σειρά της είναι η μόνη που ξεκλειδώνει το αδιαπέραστό του
βλέμμα. Ο αληταράς Άρης, ετοιμοπόλεμος θεός, μονόχνοτος, αυτοκαταστροφικός,
χαμένος ανάμεσα σε ματαιωμένα όνειρα και εφιάλτες. Και η πιστή Πηνελόπη, δίπλα
του, κοντά του. Μια παρτίδα ντόμινο θα φέρει την Έλλη στην παρέα τους. Μια
οπτασία με μακριά μαύρα μαλλιά, δυναμική κι αδύναμη μαζί. Τρίτη γραμμή και το
τρίγωνο αποκτά το σκαληνό σχήμα. Άνισες όλες οι πλευρές, με μεγαλύτερη της
Έλλης. Μπαίνει στη ζωή τους προσφέροντας αυτό που έχει ανάγκη ο καθένας τους.
Φιλία που για τον Άρη γίνεται έρωτας, φιλία που για την Πηνελόπη γίνεται άλλοτε
μητρικό χάδι κι άλλοτε ζήλεια για αυτό που η ίδια δεν μπορεί να προσεγγίσει.
Τα πάθη ανομολόγητα, υποβόσκουν,
κρύβονται πίσω από μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία. Και η ζωή μειώνεται, μαζεύεται,
γίνεται ένα μικρό κουβάρι ασπρόμαυρα ξέφτια που κάπου ανάμεσά τους προβάλει κι
ένα κουρελάκι πολύχρωμο.
Σαν αυτή την Κυριακή… Μια Κυριακή
που θέλουν να είναι ντυμένη με διαφορετικά χρώματα. Δεν ζητούν τίποτα
περισσότερο παρά να ξεφύγουν από μια πόλη που το γκρίζο της κάνει αφόρητη την
καθημερινότητά τους.
Ο Άρης, η Έλλη, η Πηνελόπη. Δεν
έχουν τίποτα, μονάχα ο ένας τον άλλον, αυτό όμως είναι αρκετό για μια
διαφορετική Κυριακή.
Μια εκδρομή σε ένα τοπίο που τους
γοητεύει. Μια φάρσα που ξεκινάει σαν αθώο αστείο, ένα παιχνίδι για να
καλοπιάσουν τη μέρα τους, να την ξεγελάσουν. Ύβρις; Τι άλλο, όταν ξαφνικά τα χρώματα αλλάζουν κι ο χρόνος
παγώνει και αυτός; Δεν της αρέσουν της ζωής τα αστεία των άλλων, μόνο τα δικά
της ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Τέσσερις εικόνες.
Εικόνα πρώτη: Μια γυναικεία
τσάντα γεμάτη τσαλακωμένα όνειρα, η απότομη αλλαγή της διάθεσης, το νευρικό
βλέμμα της Έλλης καρφωμένο στην οθόνη ενός κινητού. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Κι
εκεί, στα κοφτερά βράχια, τρεις φίλοι παίζουν μια παρτίδα ντόμινο. Δεν έχουν
υπολογίσει ότι με μια κίνηση ο ένας θα παρασύρει τον άλλον και θα πέσουν όλοι
μαζί, σαν τις πλάκες του παιχνιδιού. Σαν τη μυθική συνονόματή της, η Έλλη θα
γκρεμιστεί ματαιώνοντας τη διαφυγή της.
Μια Κυριακή κι οι τρεις γίνονται
δύο. Ένα αστείο, μια απρόβλεπτη αντίδραση και η πτώση. Η ζωή γελάει δυνατά,
τους κρατάει γερά τώρα, στήνει ξανά το παιχνίδι και τους προτείνει μια
τελευταία παρτίδα. Για τους δύο που έμειναν πίσω δεν υπάρχει το τεκμήριο της
αθωότητας ούτε το περιβόητο κανένα
έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο. Η δικαιοσύνη στην περίπτωσή τους είναι
πραγματικά τυφλή.
Εικόνα δεύτερη: Μαύρα ρούχα,
βόλτες στη σκοτεινή πλευρά της πόλης. Εφιαλτικές παραισθήσεις, δαιμόνια που
βασανίζουν αγίους, άγγελοι που βασανίζουν δαίμονες. Σκίτσα που ζωγραφίζουν
όνειρα, ατέλειωτα σενάρια σε μια τελειωμένη πραγματικότητα. Ασπρόμαυρες γραμμές
πλασμένες από μια επιθυμία που γίνεται αφόρητη. Ένα τρομαγμένο πρόσωπο που
απεικονίζεται στο εξώφυλλο ενός δίσκου. Ένα ξυράφι με περίτεχνη λαβή. «Κι η σύγχυση θα γίνει ο επιτάφιός μου καθώς
σέρνομαι σ’ ένα ραγισμένο, σπασμένο μονοπάτι». Το τέλος για τον Άρη.
Εικόνα τρίτη: Ένα αφιλόξενο σπίτι
κι ένα αφιλόξενο σώμα. Κλωστές που σπάνε, κλυδωνίζοντας την ισορροπία. Δρόμοι,
ζάλη, η νύχτα στα όρια, ύπνος σε ένα παγκάκι. Σκοτάδι και φως, υγρασία και
θαλπωρή, ξανά η παράξενη λευκοντυμένη γυναίκα. Ήρθε να κάνει μια συμφωνία. Ο
νόμος, η έρευνα, το αστυνομικό τμήμα. Σαν έκθεμα σε μουσείο, αξιοπερίεργο της
φύσης και της αυθεντίας των ανθρώπων. Ένα κελί κι η τελευταία επιθυμία σφαδάζει
γραμμένη με αίμα στον τοίχο. Οι συγγνώμες των άλλων είναι πάντα άκαιρες. Το
τέλος για την Πηνελόπη.
Εικόνα τέταρτη: Λευκά φώτα,
ακινησία. Ο χρόνος που τρέχει, ο χρόνος που σταμάτησε. «Λυπήσου αυτούς, που μια φορά με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν, και δεν
τους μένει άλλη χαρά, παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…» Όχι! Είναι όμορφοι
αυτοί οι στίχοι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, κατάρα όμως κουβαλούν. Μια ακόμη
μάχη. Οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν. Μια παρτίδα ντόμινο στήνεται ξανά. Μα
γιατί κανείς τους δεν είχε σκεφτεί την κίνηση που λέγεται αγάπη;
Ο Δημήτρης Νίκου γράφει ένα
μυθιστόρημα αφιερωμένο στην ίδια τη ζωή, καμωμένο με τα δικά του όνειρα,
σκέψεις, ελπίδες. Το ντύνει μουσικά με Ραχμάνινοφ και Κίνγκ Κρίμσον, το στολίζει
με σκίτσα από κόμικς και ζωγραφικούς πίνακες. Το νησί των νεκρών, οι πειρασμοί
του Αγίου Αντωνίου, ένα πορτρέτο του Χέμινγουέι. Παίζει με το κολασμένο μαύρο
και το παραδεισένιο λευκό, χρώματα του ντόμινο, την ασπρόμαυρη πλευρά της ζωής,
για να οδηγήσει τον αναγνώστη στη συνείδηση του κόκκινου. Η ροή του αίματος, η
ταχύτητα και η ακινησία του, έναρξη ζωής και παύση θανάτου είναι μια πρώτη
ερμηνεία. Είναι όμως και το πάθος, η προσπάθεια, η αγάπη, από και για τον εαυτό
μας, από και για τους άλλους. Να αγαπήσουμε τις πληγές μας για να τις θρέψουμε,
να βιώσουμε κάθε στιγμή σαν δοκιμασία που κι αν τσαλακώσει τα φτερά μας, θα μας
κάνει πιο επίμονους να βρούμε τον τρόπο να πετάξουμε ξανά προς τα όνειρά μας.
Η γραφή του Δημήτρη Νίκου
ξεφεύγει από τα στεγανά που ορίζει η κατηγοριοποίηση. Ερωτοτροπεί ανάμεσα στο
ψυχολογικό θρίλερ και το δοκίμιο. Ακολουθεί άλλοτε τα σκοτεινά μονοπάτια και
τις απότομες στροφές του δρόμου που με αγωνία διανύουν οι ήρωες. Κι άλλοτε
ακουμπάει σε εκείνα τα απρόσμενα σημεία ξεκούρασης που κάθε δύσκολη πορεία
προσφέρει σαν ανάπαυλα. Εκεί που το ζοφερό, η αγωνία και το σπάραγμα
κορυφώνονται, έρχεται πεισματικά το όνειρο, η ανάγκη της ψυχής να ξεπεράσει τα
στεγανά της περίκλειστης σάρκας. Και στον κίνδυνο της απώλειας ο συγγραφέας
αντιπαραθέτει την δοκιμασία της αγάπης μέχρις ότου η μονομερής, ατελής γνώση
γίνει συνολική και τέλεια.
Έχοντας παρακολουθήσει από την
αρχή του τη δημιουργία αυτού του μυθιστορήματος, την πάλη ανάμεσα στις ιδέες
και τα όνειρα, τα θέλω και τα πρέπει της συγγραφικής νομοτέλειας, θεωρώ πως ο
Δημήτρης Νίκου κατόρθωσε να δείξει στον αναγνώστη ότι «σημασία έχει μονάχα η
ζωή», η ζωή που ως δώρο και όχι ως βάρος μάς δόθηκε. Ο δρόμος που έχει να
διανύσει ο καθένας μας είναι δύσκολος, όμως «αγάπα
και όλα ανατρέπονται» όπως θα διαβάσουμε λίγο πριν το τέλος.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Δημήτρη
Νίκου, συνοδοιπόρο μου στο φως και το σκοτάδι, που μου έκανε την τιμή να
μοιραστεί τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του στο ταξίδι της γραφής.
Πολυχώρος Αίτιον, Αθήνα, Σάββατο
16 Νοεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου