Μια χώρα απαξιωμένη, μια κοινωνία
κουρέλι. Μια γειτονιά υποβαθμισμένη, πολυφωνική πια, φάτσες άγνωστες κι εκεί
ανάμεσα ο Ηλίας, ο Αρτέμης, ο φαρμακοποιός, ο Αριστείδης κι ο Λέανδρος.
Ένα χρόνο πριν από το σήμερα. Οι
παλιοί βλέπουν και δεν αναγνωρίζουν, ο κόσμος τρέχει, αλλάζει, το κακό σέρνεται
σαν το φίδι ύπουλα. Το κακό που ο Ηλίας βλέπει αλλά αγνοεί καθώς βγαίνει στο
φως, της ημέρας κι αυτό που του χαρίζει η πίστη του. Μεγάλη Εβδομάδα, κατάνυξη,
οικογενειακές συνήθειες, πώς να ομολογήσει όμως πως τίποτα δεν είναι το ίδιο;
Κι οι συζητήσεις με τον Αρτέμη; Κι οι κουβέντες αντιπαραθέσεις για πολιτική και
θρησκεία; Διαφωνίες, και νερό στο κρασί τους, άσε τα θαύματα για όσους
πιστεύουν, κι οι άλλοι να τα εξηγούν με τους νόμους της φυσικής. Ο χορός της
σταγόνας, το μαρτύριο της σταγόνας.
Να φύγει, να φύγει ο Ηλίας, όλα
σε αυτό συνηγορούν. Για ένα καλύτερο μέλλον για τις κόρες του, την Κατερίνα και
τη Μαρία του, για την Κούλα του, την σύντροφό του των είκοσι δύο χρόνων. Και να
αφήσει το πατρικό του σπίτι; Κι εκείνη την ανεμόσκαλα που μικρός ανέβαινε για
να πηδήσει ξανά στον κήπο;
Στην εκκλησία η εικόνα δακρύζει.
Ο πόνος της Παναγίας, το μαρτύριο του Θεανθρώπου. Μπα! Είναι τα κλιματιστικά
που δεν τα συντήρησε ο Αστέρης χρόνια. Το έκλεισε κι αυτός το μαγαζί. Έμπλεξε
με άλλους τρεις, συμμορία, φοβέρες, πταίσματα και μετά τα πλημμελήματα, μέχρι
το ύψιστο κακούργημα.
Ποιος μετακίνησε την ανεμόσκαλα;
Πού να πατήσει τώρα ο Ηλίας; Έφτασε στην κορυφή μόνος του για να δει πως όλα
ήταν ένα τίποτα. Έγιναν μηδέν, γιατί οι θεωρίες έπεσαν στον γκρεμό που έχασκε
από κάτω. Δεν θα στρέψει το μάγουλο. Όταν το κακό χτυπάει τη δική σου πόρτα, το
μυαλό σου γεμίζει εκδίκηση. Εκδίκηση για τον χαμό των άλλων, μα αυτός είναι
ένας Ιούδας. Πίστεψε και αμφισβήτησε, πρόδωσε. Κι η Βίβλος πεταμένη με μανία
στο πάτωμα, τα δικά του τριάντα αργύρια. «Με ανάγκασε να τον προδώσω, το θέλησε
να τον προδώσω». Το αποχαιρετιστήριο σε έναν πρώην Ελέω Θεού.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος,
αγκομαχούν κουβαλώντας τον δικό του σταυρό ο καθένας, έχοντας ασπαστεί τις
θεωρίες που έφτιαξαν ανεμικά σκαλοπάτια για τη σκάλα που χάνεται στα σύννεφα.
Τι υπάρχει εκεί; Ποιος ξέρει; Ομιχλώδες τοπίο, τόσο όσο ανάλογη ή αντίστροφα
ανάλογη είναι η πίστη και η έρευνα.
Η Ανεμόσκαλα είναι ένα
μυθιστόρημα πάνω στην πίστη σαν συνείδηση, σαν συνήθεια, σαν ελεγχόμενο προϊόν
σκέψης, σαν αυθεντία. Στο Tractatus,
ο Βιτγκενστάιν αναφέρεται στην ανεμόσκαλα στην οποία ανεβαίνει κανείς για να
την πετάξει μακριά. Το πράττει εκείνος που χρησιμοποιεί ως βοήθημα θεωρητικά
σχήματα που αξιώνουν τον βίο του, για να φθάσει στο σημείο όπου μπορεί να
εννοήσει χωρίς και πέρα από αυτά. Για όσα δεν γνωρίζουμε, πρέπει να σωπαίνουμε;
Μπορεί να σωπαίνει ο άνθρωπος; Η ελεύθερη βούληση του δίνει το δικαίωμα να
δέχεται ή να αμφισβητεί.
Στο κεφάλαιο Κοσμολογία και Ηθική
από το βιβλίο του «Δαίμονες και διάβολος στην Ελλάδα» ο κοινωνικός ανθρωπολόγος
Τσαρλς Στιούαρτ αναφέρεται στην πίστη που στοχεύει στη μείωση της απόστασης
ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, με πρότυπα ατομικής και κοινωνικής δράσης.
Αγάπη, αφοσίωση και υπακοή γίνονται ο συνεκτικός κρίκος για την οικογένεια.
Κατά επέκταση για τη θρησκεία και την πολιτική εξουσία. Ίσως εδώ κολλάει το
«Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που ειρωνικά αποδίδει ο Αρτέμης στον Ηλία,
μόνιμη αφορμή των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Και τον πιστό όμως Ηλία θα μιάνει
το μικρόβιο της αμφιβολίας, έως και την απόρριψη. Απόρριψη δύο φορές, με τη
διάπραξη και της αυτοχειρίας.
Πιστεύω πως το μυθιστόρημα του
Μιχάλη Σπέγγου είναι μια ανεμόσκαλα που καλούμαστε να ανέβουμε χωρίς άλλο
βοήθημα πέρα από την ευρηματική αφήγηση του συγγραφέα για να αναρωτηθούμε ποιες
είναι οι δυνάμεις που ορίζουν τη ζωή μας. Εγώ
είμαι για όλους ή εγώ είμαι για εμένα; Για ποιον πόλεμο ετοιμαζόμαστε, σε
ποιον αγώνα θα υπάρξουμε σταυροφόροι;
Ένα δημιούργημα γεμάτο βαθιά
νοήματα, μια γραφή που αναλύει τις ανησυχίες του ανθρώπου, μια κατάθεση πάνω
στα όρια του ορατού και του αόρατου, του υπαρκτού και του μεταφυσικού. Μια
μυθιστορηματική διαδρομή στη ζωή κάποιων που δεν διαφέρουν από αυτούς που περπατούν
δίπλα μας ή μήπως είμαστε εμείς οι ίδιοι, πίσω από τις κλειστές πόρτες του
σπιτιού μας, του ίδιου μας του εαυτού;
Στα συν του μυθιστορήματος: O τρόπος που ο συγγραφέας
καλύπτει και αποκαλύπτει μέσα από το πέπλο των διαφορετικών οπτικών αφήγησης. Η
ελευθερία στον αφηγηματικό χρόνο που κάνει πιο δραματική την αφήγηση. H χρήση της γλώσσας, τόσο
σκληρής και χειμαρρώδους ή τόσο γαλήνιας και ήπιας άλλοτε ώστε οι χαρακτήρες να
μείνουν ζωντανοί, χωρίς υπερβολές ή ανούσια κλισέ. Οι ευσεβείς, οι κουρασμένοι
επαναστάτες, οι κατά παρέκκλιση
παραβάτες, οι εν δυνάμει «νονοί», οι άνθρωποι και τα ανθρωπάκια, έχουν όλοι τη
θέση τους αποδίδοντας ανάγλυφα την εικόνα του σήμερα. Ενός σήμερα όπου κάθε
θύμα μπορεί να μετατραπεί σε θύτη στα μάτια του ανυποψίαστου τρίτου. Όπως
ανυποψίαστα ξεκινά να διαβάζει κανείς στην Ανεμόσκαλα τα αποσπάσματα των
εκκλησιαστικών κειμένων για τη Σταύρωση. Αθώα σαν να παρακολουθεί τη λειτουργία
των Παθών, θυμίζοντας τον χορό της σταγόνας ή όπως εύστοχα τονίζει ο Αρτέμης
στο τέλος, πως το μεγάλο μυστικό δεν είναι αν υπάρχει ή όχι η ανεμόσκαλα, αλλά
πού οδηγεί.
Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω
ακόμη μία φορά τον Μιχάλη Σπέγγο που κάθε φορά που τον διαβάζω μού δίνει τροφή
για περαιτέρω αναζητήσεις.
Η Ανεμόσκαλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου