Είναι πολλές
οι παραμονές των Χριστουγέννων που με βρίσκουν δίπλα στο τζάκι παρέα με ένα
βιβλίο. Και πολλές οι φορές που μου έρχεται στο νου μια συγκεκριμένη παραμονή.
Ήταν κάποτε
ένα μικρό κορίτσι που βρέθηκε σε ένα εξίσου μικρό χωριό έξω από τη Δράμα. Δεν
είχε ξαναπάει, παρότι ζούσαν συγγενείς του πατέρα της εκεί. Αυτό που θυμάται
από το ταξίδι είναι η ομίχλη που τύλιγε τον δρόμο αποφασισμένη να ακολουθήσει
την οικογένεια στον προορισμό της.
Ζούσε σε πόλη η
μικρή και το χωριουδάκι τής έκανε εντύπωση. Μα πιο πολύ το σπίτι, γιατί η αυλή
ήταν στη μέση και τα δωμάτια γύρω-γύρω. Τα κάτω και τα επάνω που επικοινωνούσαν
με δύο σκάλες κι όταν τις ανέβαινες, έβλεπες από κάθε μεριά την αυλή, γεμάτη
πολύχρωμες γλάστρες.
Χειμώνας
βαρύς, είχε χιονίσει κάμποσο και το κοριτσάκι σκάλιζε το χιόνι στις γλάστρες
έχοντας πάντα μαζί το βιβλίο που τη συντρόφευε. Μικρές κυρίες, της Λουΐζας Άλκοτ. Περίμενε πώς και πώς τη στιγμή
που θα καθόταν δίπλα στο τζάκι και θα ξεκινούσε το διάβασμα. Έκανε υπομονή όλες
τις προηγούμενες ημέρες, μέχρι να φτάσουν στο χωριό και να απολαύσει το δώρο
της για τα Χριστούγεννα.
Είχε αγωνία κι
όλο μπαινόβγαινε στην κουζίνα που ήταν και καθιστικό μαζί και κοιτούσε το τζάκι
λογαριάζοντας πού θα έβαζε το σκαμνάκι και πότε επιτέλους θα άναβε η φωτιά, να
καθίσει εκεί με το αγαπημένο της βιβλίο. Μα η ώρα περνούσε κι η θεία (που στην
ουσία ήταν η αδελφή της γιαγιάς της, αλλά έτσι την έλεγε) καθάριζε κι όλο
καθάριζε το τζάκι. Αφού είδε κι αποείδε, γιατί η θεία όλο την μάλωνε να
παραμερίσει μη τυχόν και την πιάσει βήχας από τις στάχτες, τόλμησε η μικρή να
ρωτήσει γιατί καθάριζε με τέτοια μανία.
Κι η θεία τής
απάντησε πως το τζάκι έπρεπε να είναι καθαρό χωρίς ίχνος στάχτης. Γι’ αυτό κι
είχε πάρει το μακρύ κοντάρι με ένα πανί στην άκρη και με βιάση βάλθηκε να
καθαρίζει ως και τα τοιχώματα της καμινάδας. Κι όλα αυτά γινόντουσαν για να μη
βρουν πατήματα οι καλικάντζαροι και κατέβουν από εκεί μέσα στο σπίτι.
Σιγά που την
πίστεψε το κορίτσι. Μόλις όμως ο θείος έφερε ένα μεγάλο κούτσουρο και το
απίθωσε εκεί σιμά, χάρηκε μια και σε λίγο το τζάκι θα άναβε κι εκείνη θα ξεκινούσε
επιτέλους το βιβλίο της.
Το τζάκι άναψε
τελικά εκείνο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, γιατί ήταν το έθιμο,
αυτό το χοντρό ξύλο, το Χριστόξυλο όπως
το έλεγαν, να καίει δώδεκα ημέρες, μέχρι τα φώτα δηλαδή, για να ζεσταίνεται ο
Χριστός στη φάτνη.
Κι εγώ
ξεκίνησα επιτέλους να διαβάζω τις περιπέτειες της οικογένειας Μαρτς,
εντυπωσιασμένη από την Τζο, το αγοροκόριτσο που έγραφε ιστορίες. Ίσως από τότε
να άρπαξα το μικρόβιο της γραφής. Ποιος ξέρει; Ανήμερα Χριστούγεννα πάντως για
καλό και για κακό, κοίταξα προσεκτικά τις στάχτες στο τζάκι μη κι έβλεπα
πατημασιές από τίποτα καλικάντζαρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου