Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό τρίτο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΜΑΓΕΙΑ

Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν τον γιατρό Κρέιβεν να περιμένει κάμποσο. Στην πραγματικότητα είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν θα ήταν φρόνιμο να στείλει κάποιον να κοιτάξει στα μονοπάτια του κήπου. Όταν έφεραν τον Κόλιν στο δωμάτιό του, ο καημένος ο άνθρωπος τον κοίταξε καλά καλά.
«Δεν έπρεπε να αργοπορήσεις τόσο» είπε. «Δεν κάνει καλό να παρακουράζεσαι».
«Δεν είμαι καθόλου κουρασμένος» είπε ο Κόλιν. «Ίσα ίσα νιώθω καλά. Αύριο θα βγω και το πρωί και το απόγευμα».
«Δεν είμαι σίγουρος πως θα το επιτρέψω» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. «Φοβάμαι πως δεν είναι σωστό».
«Δεν θα ήταν σωστό να προσπαθήσεις να με σταματήσεις» είπε σοβαρά ο Κόλιν. «Θα πάω».
Ακόμα και η Μαίρη είχε καταλάβει πως μία από τις βασικές παραξενιές του Κόλιν ήταν το ότι δεν κατανοούσε στο ελάχιστο πόσο ανάγωγος γινόταν με το να σκορπίζει διαταγές παντού. Είχε περάσει τη ζωή του σε ένα είδος ερημικού νησιού και, σαν να ήταν ο βασιλιάς σε εκείνον τον τόπο, είχε διαμορφώσει έναν χαρακτήρα που δεν μπορούσε να συγκρίνει με κανενός άλλου. Στην ουσία η Μαίρη ήταν κάποτε σαν τον Κόλιν και από τότε που ήρθε στο Μίσελθουέιτ ανακάλυψε σταδιακά πως οι τρόποι της δεν ήταν ούτε συνηθισμένοι ούτε δημοφιλείς. Κι αφού έκανε αυτή την ανακάλυψη, το θεώρησε φυσικά αρκετά ενδιαφέρον ώστε να το μοιραστεί με τον Κόλιν. Έτσι κάθισε και για λίγα λεπτά τον κοίταξε περίεργα όπως είχε κάνει και ο γιατρός Κρέιβεν. Ήθελε να τον κάνει να τη ρωτήσει γιατί τον κοιτούσε έτσι και φυσικά το κατάφερε.
«Γιατί με κοιτάζεις;» της είπε.
«Σκέφτομαι πως μάλλον τον λυπάμαι τον γιατρό Κρέιβεν».
«Κι εγώ» είπε ο Κόλιν με ηρεμία, αν και δεν έκρυψε μια κάποια ικανοποίηση. «Δεν θα αποκτήσει το Μίσελθουέιτ τώρα που δεν πρόκειται να πεθάνω».
«Φυσικά και τον λυπάμαι γι’ αυτό» είπε η Μαίρη «όμως μόλις σκεφτόμουν πως θα πρέπει να είναι πολύ φρικτό επί δέκα χρόνια να φέρεσαι ευγενικά σε ένα παιδί που είναι πάντα αγενές. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ μου να το κάνω».
«Είμαι αγενής;» θέλησε να μάθει ο Κόλιν χωρίς να ενοχληθεί από τα λόγια της.
«Αν ήσουν γιος του κι εκείνος ήταν τύπος που μοιράζει χαστούκια, τότε θα σε είχε χαστουκίσει» είπε η Μαίρη.
«Δεν τολμάει όμως» είπε ο Κόλιν.
«Όχι, δεν τολμάει» απάντησε η Αφέντρα η Μαίρη ενώ το σκεφτόταν χωρίς καμία προκατάληψη. «Κανένας δεν τόλμησε ποτέ του να κάνει κάτι που δεν θα σου άρεσε, γιατί θα πέθαινες και όλα τα υπόλοιπα. Ήσουν τόσο κακομοίρης!»
«Όμως» διατυμπάνισε πεισμωμένος ο Κόλιν «δεν πρόκειται να συνεχίσω να είμαι κακομοίρης. Δεν θα επιτρέψω να με σκέφτονται έτσι. Κατάφερα να σταθώ όρθιος σήμερα το απόγευμα».
«Έγινες τόσο ιδιότροπος γιατί πάντα περνούσε το δικό σου» συνέχισε δυνατά τις σκέψεις της η Μαίρη.
Ο Κόλιν έστρεψε κατσουφιασμένος το κεφάλι.
«Είμαι ιδιότροπος;» απαίτησε να μάθει.
«Ναι» απάντησε η Μαίρη. «Πολύ ιδιότροπος. Μη στραβώνεις όμως» πρόσθεσε αμερόληπτα, «γιατί κι εγώ είμαι ιδιότροπη, κι ο Μπεν Γουέδερσταφ είναι. Δεν είμαι τόσο ιδιότροπη όμως όσο ήμουν προτού αρχίσω να συμπαθώ κάποιους ανθρώπους και βρω τον κήπο».
«Δεν θέλω να είμαι ιδιότροπος» είπε ο Κόλιν. «Δεν θα γίνω ιδιότροπος» είπε ξανά κι έκανε μια γκριμάτσα που δήλωνε πως το είχε αποφασίσει.
Ήταν πολύ περήφανος. Απόμεινε σκεφτικός για λίγο και μετά η Μαίρη είδε το όμορφο χαμόγελό του να αλλάζει σταδιακά το πρόσωπό του.
«Θα πάψω να είμαι ιδιότροπος αν πηγαίνω στον κήπο κάθε μέρα» είπε. «Υπάρχει Μαγεία εκεί μέσα, καλή Μαγεία, το ξέρεις, Μαίρη. Είμαι σίγουρος πως υπάρχει».
«Κι εγώ» είπε η Μαίρη.
«Ακόμα κι αν δεν είναι αληθινή Μαγεία, μπορούμε να προσποιηθούμε πως είναι. Κάτι υπάρχει εκεί, κάτι!» είπε ο Κόλιν.
«Είναι Μαγεία, όχι όμως μαύρη. Είναι λευκή σαν το χιόνι» είπε η Μαίρη.
Έτσι έλεγαν συνέχεια, και πραγματικά σαν Μαγεία έμοιαζε τους μήνες που ακολούθησαν, τους υπέροχους μήνες, τους λαμπρούς, τους εκπληκτικούς. Αχ! Πόσα πράγματα έγιναν στον κήπο! Αν δεν είχατε ποτέ σας έναν κήπο, δεν μπορείτε να καταλάβετε, κι αν πάλι είχατε, θα ξέρετε πως χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να περιγράψεις όσα συνέβησαν εκεί μέσα. Στην αρχή έμοιαζε πως τα καινούρια φυτά δεν σταματούσαν να ξεφυτρώνουν από τη γη πάνω στο γρασίδι, στα παρτέρια, ακόμα και στις σχισμές των τοίχων. Μετά, τα καινούρια φυτά άρχισαν να βγάζουν μπουμπούκια και τα μπουμπούκια άρχισαν να ξεδιπλώνονται και να δείχνουν το χρώμα τους, κάθε απόχρωση του μπλε και του πορφυρού. Στις καλές μέρες του κήπου, έβρισκες λουλούδια σε κάθε γωνιά, κάθε τρυπούλα, κάθε σημείο. Ο Μπεν Γουέδερσταφ νοιάστηκε ιδιαίτερα και σκάλισε ανάμεσα στις ενώσεις των τούβλων του τοίχου ώστε να φτιάξει μικρές τρυπούλες γεμάτες χώμα για να μπορούν να αναπτυχθούν τα όμορφα αναρριχητικά. Ίριδες και λευκοί κρίνοι ξεφύτρωναν από το χώμα σε συστάδες και οι πράσινες εσοχές είχαν γεμίσει από φανταστικές στρατιές μπλε και λευκών ανθοστολισμένων σπαθιών από δελφίνια, καμπανούλες, κολομπίνες.
«Της άρεσαν πολύ, ναι, της άρεσαν» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Της άρεσαν που έδειχναν ψηλά στον γαλάζιο ουρανό, έτσι έλεγε. Δεν ήταν από αυτούς που κοιτούσαν τη γη. Της άρεσε η γη, μα έλεγε πως ο γαλάζιος ουρανός φαινόταν τόσο χαρούμενος».
Οι σπόροι που φύτεψαν ο Ντίκον και η Μαίρη μεγάλωσαν σαν να τους φρόντιζαν νεράιδες. Μεταξένιες παπαρούνες όλων των αποχρώσεων χόρευαν καθώς τις χάιδευε το αεράκι, χαρούμενα λουλούδια που φύτρωναν στον κήπο για χρόνια και, για να λέμε την αλήθεια, έμοιαζαν να αναρωτιούνται πώς έφτασαν εκεί τόσοι καινούριοι άνθρωποι. Και τα τριαντάφυλλα, τα τριαντάφυλλα! Ξεφύτρωναν από το γρασίδι, μπλεκόντουσαν στο ηλιακό ρολόι, έπλεκαν στεφάνια στους κορμούς των δέντρων, κρεμόντουσαν από τα κλαδιά τους, σκαρφάλωναν τους τοίχους και απλωνόντουσαν σε μακριές γιρλάντες που έπεφταν σαν καταρράκτης, ζωντάνευαν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Τρυφερά φυλλαράκια και μπουμπούκια, μια σταλιά στην αρχή, μετά όμως όλο φούσκωναν και μεγάλωναν καθώς η Μαγεία έκανε τη δουλειά της μέχρι που ξετυλίγονταν κι έμοιαζαν με μικρές κούπες γεμάτες άρωμα που ξεχυνόταν από τα χείλη τους και γέμιζε τον αέρα του κήπου.
Ο Κόλιν τα είδε όλα αυτά, καθώς παρακολουθούσε κάθε αλλαγή στον κήπο. Κάθε πρωί έβγαινε έξω με το καροτσάκι του και κάθε ώρα της κάθε ημέρας την περνούσε στον κήπο όταν δεν έβρεχε. Ακόμα και οι γκρίζες μέρες δεν του στερούσαν την ευχαρίστηση. Ξαπόσταινε στο γρασίδι “παρατηρώντας το καθετί να μεγαλώνει”, έλεγε. Αν παρατηρούσες για ώρα, διευκρίνιζε, μπορούσες να δεις τα μπουμπούκια να ξεδιπλώνονται. Μπορούσες ακόμα να πιάσεις γνωριμία με παράξενα πολυάσχολα έντομα που ζουζούνιζαν κάνοντας διάφορες άγνωστες μα προφανώς σοβαρές δουλειές, κουβαλώντας καμιά φορά μικροσκοπικά κομμάτια άχυρου ή φτερών ή τροφής ή πάλι καθώς σκαρφάλωναν στις λόγχες του γρασιδιού σαν να ήταν δέντρα που από την κορφή τους μπορούσαν να εξερευνήσουν την εξοχή. Ένας τυφλοπόντικας που κατάφερε φτυαρίζοντας το χώμα να ξεπροβάλει επιτέλους από το λαγούμι του με τις πατούσες του, που διέθεταν μακριά νύχια σαν χέρια ξωτικού, τον απορρόφησε ένα ολόκληρο πρωινό. Τα σουσούμια των μυρμηγκιών, των μελισσιών, των βατράχων, των πουλιών, των λουλουδιών τού άνοιγαν έναν καινούριο κόσμο που προσφερόταν για εξερεύνηση, και όταν ο Ντίκον του τα έμαθε όλα αυτά και πρόσθεσε και τα σουσούμια των αλεπούδων, των ενυδρίδων, των κουναβιών, των σκίουρων, των πεστρόφων, των νεροπόντικων και των ασβών δεν είχαν τελειωμό αυτά για τα οποία μπορούσες να μιλήσεις και να σκεφτείς.
Κι αυτά δεν ήταν ούτε η μισή από τη Μαγεία. Το γεγονός ότι για μία φορά κατάφερε να σταθεί όρθιος, έκανε τον Κόλιν να σκεφτεί στα σοβαρά, και όταν η Μαίρη τού είπε για το πώς κατάφερε να καταλάβει τα Μαγικά που γινόντουσαν, την άκουσε με ενδιαφέρον και συμφώνησε μαζί της. Όλο για αυτό μιλούσε.
«Σίγουρα πρέπει να υπάρχει πολλή Μαγεία στον κόσμο» είπε σοφά μια μέρα ο Κόλιν. «Οι άνθρωποι όμως δεν ξέρουν τι είναι ή πώς να καταφέρουν να κάνουν κάτι μαγικό. Η αρχή ίσως μπορεί να γίνει αν λες πως θα συμβεί κάτι καλό μέχρι που να το καταφέρεις να συμβεί. Θα προσπαθήσω να κάνω ένα πείραμα».
Το επόμενο πρωί με το που πήγαν στον μυστικό κήπο, ο Κόλιν έστειλε να φωνάξουν τον Μπεν Γουέδερσταφ. Ο Μπεν ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βρήκε τον Μαχαραγιά νε στέκεται μεγαλόπρεπα όρθιος κάτω από ένα δέντρο με ένα όμορφο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Καλημέρα, Μπεν Γουέδερσταφ» είπε. «Θέλω εσύ, ο Ντίκον και η Μαίρη να σταθείτε και να με ακούσετε, γιατί θα σας πω κάτι πολύ σημαντικό».
«Αμ πώς, κύριε!» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του, σαν να χαιρετούσε τον καπετάνιο του. (Μια από τις κρυφές χάρες του Μπεν Γουέδερσταφ ήταν ότι στα νιάτα του το είχε σκάσει κάποτε μέχρι τη θάλασσα και είχε κάνει ταξίδια. Κι έτσι μπορούσε να αποκριθεί σαν γνήσιος ναυτικός).
«Θα κάνω ένα επιστημονικό πείραμα» εξήγησε ο Μαχαραγιάς. «Όταν μεγαλώσω, θα κάνω μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις και θα ξεκινήσω ετούτη τη στιγμή με αυτό το πείραμα».
«Αμ πώς, κύριε!» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ αμέσως, αν και αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουγε για μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Ήταν η πρώτη φορά που και η Μαίρη άκουγε για αυτές, ακόμη όμως και σε αυτή τη φάση είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως όσο παράξενο κι αν φαινόταν, ο Κόλιν είχε διαβάσει πολύ και κατά κάποιον τρόπο ήταν ένα πολύ πειστικό αγόρι. Όταν σήκωνε το κεφάλι του και στύλωνε τα παράξενα μάτια του επάνω σου, έμοιαζε πως θα τον πίστευες θέλοντας και μη, παρόλο που ήταν μόνο δέκα προς τα έντεκα στην ηλικία .Ετούτη τη στιγμή ήταν ιδιαίτερα πειστικός, γιατί ξάφνου του ήρθε η επιθυμία να βγάλει λόγο, σαν να ήταν κάποιος μεγάλος σε ηλικία.
«Οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις που πρόκειται να κάνω» συνέχισε «αφορούν τη Μαγεία. Η Μαγεία είναι κάτι σπουδαίο, και σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει κάτι για αυτή εκτός από ελάχιστους ανθρώπους στα παλιά βιβλία. Κι η Μαίρη ξέρει κάτι λίγο, γιατί γεννήθηκε στην Ινδία όπου υπάρχουν φακίρηδες. Πιστεύω πως ο Ντίκον ξέρει κάμποση Μαγεία, ίσως όμως δεν ξέρει πως το ξέρει. Γητεύει και ζώα και ανθρώπους. Ποτέ μου δεν θα επέτρεπα να έρθει να με δει αν δεν ήταν γητευτής ζώων, που σημαίνει πως είναι και γητευτής αγοριών, γιατί ένα αγόρι είναι ζώο. Είμαι σίγουρος πως υπάρχει Μαγεία στο καθετί, μόνο που δεν έχουμε αρκετή σύνεση να την κρατήσουμε και να την καταφέρουμε να κάνει πράγματα για εμάς, όπως ο ηλεκτρισμός, τα άλογα και ο ατμός».
Ο λόγος έμοιαζε τόσο επιβλητικός που ο Μπεν Γουέδερσταφ ενθουσιάστηκε και δεν μπορούσε να σταθεί σε ησυχία.
«Αμ πώς, κύριε» είπε και στάθηκε ολόισια.
«Όταν η Μαίρη βρήκε αυτόν τον κήπο, έμοιαζε πως ήταν σχεδόν ξερός» συνέχισε ο ρήτορας. «Μετά κάτι άρχισε να σπρώχνει τα πράγματα έξω από το χώμα και να φτιάχνει πράγματα από το μηδέν. Τη μια μέρα δεν υπήρχε τίποτα και την άλλη υπήρχε. Πιο πριν ποτέ μου δεν παρατηρούσα γύρω μου και όλο αυτό μου άναψε την περιέργεια. Οι επιστήμονες είναι πάντα περίεργοι και εγώ θα γίνω επιστήμονας. Λέω συνέχεια στον εαυτό μου: “Τι να είναι; Τι να είναι;” Κάτι είναι. Δεν μπορεί να μην είναι τίποτα! Δεν ξέρω πώς το λένε, κι έτσι το ονομάζω Μαγεία. Δεν είδα ποτέ μου την ανατολή του ήλιου, η Μαίρη όμως και ο Ντίκον την είδαν και από ό,τι μου λένε, είμαι σίγουρος πως και αυτό είναι Μαγεία. Κάτι σπρώχνει τον ήλιο να ανατείλει, κάτι τον τραβάει. Από τότε που ήρθα στον κήπο, είναι κάτι στιγμές που κοιτάζω τον ουρανό ανάμεσα από τα δέντρα και έχω το παράξενο συναίσθημα της ευτυχίας, λες και κάτι πιέζει και τραβάει μέσα στο στήθος μου και με κάνει να αναπνέω γρήγορα. Η Μαγεία πάντα σπρώχνει και τραβάει και φτιάχνει πράγματα από το τίποτα. Το καθετί είναι φτιαγμένο από Μαγεία, τα φύλλα και τα δέντρα, τα λουλούδια και τα πουλιά, οι ασβοί και οι αλεπούδες, οι σκίουροι και οι άνθρωποι. Έτσι θα είναι και το καθετί γύρω μας. Σε αυτόν εδώ τον κήπο, παντού. Η Μαγεία στον κήπο με έκανε να σταθώ στα πόδια μου και να καταλάβω πως θα ζήσω και θα γίνω άντρας. Θα κάνω το επιστημονικό πείραμα, που θα είναι να προσπαθήσω να αποκτήσω λίγη Μαγεία και να τη βάλω μέσα μου και να την κάνω να με σπρώχνει και να με τραβάει και να με δυναμώσει. Δεν ξέρω πώς θα το κάνω, πιστεύω όμως πως αν συνεχίζεις να το σκέφτεσαι και να το μελετάς, ίσως και να σου συμβεί. Ίσως αυτός είναι ο πιο απλός τρόπος. Όταν ήταν να προσπαθήσω να σταθώ στα πόδια μου, εκείνη την πρώτη φορά η Μαίρη έλεγε συνέχεια στον εαυτό της όσο πιο γρήγορα μπορούσε: “Μπορείς να το κάνεις! Μπορείς να το κάνεις!” και το έκανα. Φυσικά προσπαθούσα κι εγώ, η Μαγεία της όμως με βοήθησε, όπως και η Μαγεία του Ντίκον. Κάθε πρωί, κάθε απόγευμα και όσο πιο συχνά μπορώ μέσα στη μέρα θα λέω: “Η Μαγεία είναι μέσα μου! Η Μαγεία με κάνει καλά! Θα γίνω δυνατός σαν τον Ντίκον, δυνατός σαν τον Ντίκον! Κι όλοι σας το ίδιο πρέπει να κάνετε. Αυτό είναι το πείραμά μου. Θα βοηθήσεις, Μπεν Γουέδερσταφ;»
«Αμ πώς, κύριε!» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Αμ πώς!»
«Αν το κάνεις κάθε μέρα, όπως κάνουν οι στρατιώτες τα γυμνάσια, θα δούμε τι θα συμβεί και θα ανακαλύψουμε αν θα πετύχει το πείραμα. Μαθαίνεις πράγματα με το να τα λες ξανά και ξανά και να τα σκέφτεσαι μέχρι να μείνουν χαραγμένα στη μνήμη σου, και πιστεύω πως το ίδιο θα γίνεται και με τη Μαγεία. Αν συνεχίζεις να την προσκαλείς να έρθει κοντά σου και να σε βοηθήσει, θα γίνει ένα κομμάτι σου και θα μείνει και θα κάνει πράγματα».
«Άκουσα κάποτε στην Ινδία έναν αξιωματικό να λέει στη μητέρα μου πως υπήρχαν φακίρηδες που έλεγαν τις ίδιες λέξεις χιλιάδες φορές» είπε η Μαίρη.
«Άκουσα τη γυναίκα του Τζεμ Φέτλγουόρθ να λέει το ίδιο πράγμα χιλιάδες φορές, να λέει τον Τζεμ μεθύστακα» είπε ξερά ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Όλο και κάτι βγαίνει από αυτό, στα σίγουρα. Της έριξε ένα μπερντάκι ξύλο και πήγε στο Μπλε Λιοντάρι να μπεκρουλιάσει».
Ο Κόλιν έσμιξε τα φρύδια και σκέφτηκε για λίγο. Μετά του ξαναήρθε η καλή διάθεση.
«Λοιπόν» είπε «κάτι βγήκε από όλο αυτό. Η γυναίκα χρησιμοποίησε λάθος Μαγεία, οπότε και τον κατάφερε να τη χτυπήσει. Αν χρησιμοποιούσε τη σωστή Μαγεία κι έλεγε κάτι όμορφο, ίσως εκείνος να μην μπεκρούλιαζε , ίσως και να της αγόραζε ένα καινούριο καπέλο».
Ο Μπεν Γουέδερσταφ χασκογέλασε και στα μικρά γέρικα μάτια του φάνηκε ο καθαρός θαυμασμός.
«Έξυπνο παλικάρι είσαι, Αφέντη Κόλιν, και σωστά τα λες» είπε ο Μπεν. «Την επόμενη φορά που θα δω την Μπες Φέτλγουόρθ, θα της δώσω μια ιδέα για το τι μπορεί να καταφέρει με τη Μαγεία. Θα το καταυχαριστηθεί αν το πιστημονικό σου πείραμα δουλέψει, κι ο Τζεμ το ίδιο».
Ο Ντίκον στεκόταν και άκουγε τη διάλεξη, και τα στρογγυλά του μάτια έλαμπαν με περιέργεια και ευχαρίστηση. Ο Καρύδης και ο Τσόφλης καθόντουσαν στους ώμους του και κρατούσε στα χέρια του ένα άσπρο κουνέλι με μεγάλα αυτιά και το χάιδευε συνέχεια απαλά ενώ αυτό είχε απλώσει τα αυτιά του στην πλάτη καταευχαριστημένο.
«Λες να πιάσει το πείραμα;» τον ρώτησε ο Κόλιν, που ήθελε να ακούσει τη γνώμη του. Αρκετά συχνά αναρωτιόταν τι να σκεφτόταν ο Ντίκον όταν τον έβλεπε να τον κοιτάζει ή να κοιτάζει κάποιο από τα “πλάσματά του” με το χαρούμενο πλατύ του χαμόγελο.
Ο Ντίκον τούυ χαμογέλασε και το χαμόγελό του ήταν πιο πλατύ από συνήθως.
«Αμ πώς!» απάντησε. «Και βέβαια. Θα δουλέψει όπως στους σπόρους όταν τους ζεσταίνει ο ήλιος. Στα σίγουρα θα δουλέψει. Να αρχίσουμε από τώρα;»
Ο Κόλιν ενθουσιάστηκε, το ίδιο και η Μαίρη. Έχοντας έμπνευση από τους φακίρηδες και τους θαυμαστές τους στις εικόνες των βιβλίων του, ο Κόλιν πρότεινε να καθίσουν όλοι σταυροπόδι κάτω από το δέντρο που σχημάτιζε ένα θόλο.
«Θα είναι σαν να καθόμαστε σε ένα ναό» είπε ο Κόλιν. «Κουράστηκα λίγο και θέλω να καθίσω».
«Ε!» είπε ο Ντίκον. «Δεν πρέπει να ξεκινάς και να λες πως είσαι κουρασμένος. Μπορεί να χαλάσει τη Μαγεία».
Ο Κόλιν στράφηκε και τον κοίταξε μέσα στα αθώα στρογγυλά του μάτια.
«Σωστά» είπε αργά. «Μόνο τη Μαγεία πρέπει να σκέφτομαι».
Έμοιαζε πολύ μεγαλόπρεπο και μυστηριώδες όταν κάθισαν όλοι τους καταγής σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο Μπεν Γουέδερσταφ ένιωθε σαν να τον είχαν κουβαλήσει σε μια συγκέντρωση της εκκλησίας. Κανονικά ήταν αμετάπειστα ενάντια σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις, ετούτη εδώ όμως ήταν υπόθεση του Μαχαραγιά, οπότε θεώρησε τιμή του που προσκλήθηκε να βοηθήσει. Η Αφέντρα η Μαίρη καταγοητεύτηκε. Ο Ντίκον κρατούσε το κουνέλι στα χέρια του και ίσως και να έκανε κάποιο νεύμα γητευτή, που όμως κανένας δεν είδε, γιατί όταν κάθισε καταγής, σταυροπόδι όπως και οι υπόλοιποι, το κοράκι, η αλεπού, οι σκίουροι και το αρνάκι πλησίασαν αργά και έγιναν μέρος του κύκλου, και το κάθε ζωάκι βολεύτηκε στη θέση του, σαν να το έκανε από δική του θέληση.
«Τα “πλάσματα” ήρθαν» είπε ο Κόλιν. «Θέλουν να μας βοηθήσουν».
Η Μαίρη σκέφτηκε πως ο Κόλιν πραγματικά έδειχνε αρκετά όμορφος. Κρατούσε ψηλά το κεφάλι του σαν να είχε το ρόλο κάποιου ιερέα και τα παράξενά του μάτια φαινόντουσαν υπέροχα. Το φως του ήλιου διαπερνούσε τον θόλο του δέντρου και τον φώτιζε.
«Τώρα θα αρχίσουμε» είπε. «Λες να πρέπει να κουνηθούμε μπρος πίσω σαν να είμαστε δερβίσηδες, Μαίρη;»
«Δεν μπορώ να τραμπαλίσω πέρα δώθε» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Έχω ρευματικά».
«Η Μαγεία θα τα εξαφανίσει» είπε ο Κόλιν με φωνή υψηλόβαθμου ιερέα, «δεν θα ταλαντευτούμε όμως προτού γίνει αυτό. Μόνο θα ψάλλουμε».
«Δεν μπορώ να ψάλλω» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ λίγο τσαντισμένος. «Με πέταξαν έξω από τη χορωδία της εκκλησίας τη μια και μόνη φορά που το προσπάθησα».
Κανένας δεν έσκασε ένα χαμόγελο. Ήταν όλοι τους σοβαροί. Το πρόσωπο του Κόλιν παρέμεινε ανέκφραστο. Σκεφτόταν μόνο τη Μαγεία.
«Τότε θα ψάλλω εγώ» είπε ο Κόλιν. Και ξεκίνησε, μοιάζοντας σαν ένα παράξενο πνεύμα αγοριού. «Ο ήλιος λάμπει, ο ήλιος λάμπει. Αυτή είναι η Μαγεία. Τα λουλούδια μεγαλώνουν, οι ρίζες αναταράζονται. Αυτή είναι η Μαγεία. Η Μαγεία είναι να είσαι ζωντανός, η Μαγεία είναι να είσαι δυνατός. Η Μαγεία είναι μέσα μου, η Μαγεία είναι μέσα μου. Μέσα μου, μέσα μου. Μέσα στον καθένα μας. Είναι στην πλάτη του Μπεν Γουέδερσταφ. Μαγεία! Μαγεία! Έλα να μας βοηθήσεις!»
Το είπε πολλές φορές, όχι χιλιάδες, αλλά αρκετές. Η Μαίρη παρακολουθούσε μαγεμένη. Ένιωθε σαν να ήταν παράξενο και συνάμα όμορφο όλο αυτό, κι ήθελε να μη σταματήσει ο Κόλιν. Ο Μπεν Γουέδερσταφ άρχισε να ησυχάζει, σαν να ήταν μέσα σε ένα αρκετά ευχάριστο όνειρο. Το ζουζούνισμα των μελισσών στα λουλούδια ανακατευόταν με τη φωνή που έψελνε και έφερνε μια αίσθηση χαλάρωσης. Ο Ντίκον καθόταν σταυροπόδι με το κουνέλι του να έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του και το χέρι του στον λαιμό του αρνιού του. Ο Καπνιάς είχε κάνει πέρα τον ένα σκίουρο και είχε αποκοιμηθεί στον ώμο του Ντίκον. Τέλος, ο Κόλιν σταμάτησε.
«Τώρα θα περπατήσω γύρω γύρω στον κήπο» ανακοίνωσε.
Το κεφάλι του Μπεν Γουέδερσταφ είχε χαμηλώσει νυσταγμένα και τινάχτηκε σαν να ξύπνησε απότομα.
«Σε πήρε ο ύπνος» είπε ο Κόλιν.
«Μπα!» μουρμούρισε ο Μπεν. «Καλή η λειτουργία, δε θα κάτσω όμως για τον έρανο».
Δεν είχε καλοξυπνήσει.
«Δεν είσαι στην εκκλησία» είπε ο Κόλιν.
«Δεν είμαι» είπε ο Μπεν ισιώνοντας το σώμα του. «Ποιος είπε πως είμαι; Τα άκουσα όλα. Είπες πως η Μαγεία είναι στη πλάτη μου. Ο γιατρός τα λέει ρευματικά».
Ο Μαχαραγιάς κούνησε το χέρι.
«Εκείνη ήταν λάθος Μαγεία» είπε. «Θα καλυτερέψεις. Σου δίνω την άδεια να γυρίσεις στη δουλειά σου. Να έρθεις πάλι αύριο».
«Θα μ’ άρεσε να σε δω να γυροφέρνεις τον κήπο» μούγκρισε ο Μπεν.
Δεν ήταν εχθρικό μούγκρισμα, ήταν όμως ένα μούγκρισμα. Στην πραγματικότητα, επειδή ήταν πεισματάρης και δεν πολυπίστευε στη Μαγεία, το είχε πάρει απόφαση πως αν τον έστελναν πίσω στη δουλειά του, θα ανέβαινε στη σκάλα του να κοιτάξει πάνω από τον τοίχο, ώστε να είναι έτοιμος να κουτσοπερπατήσει μέχρι τον κήπο αν ο Κόλιν σκόνταφτε κάπου.
Ο Μαχαραγιάς δεν έφερε αντίρρηση, κι έτσι σχηματίστηκε η πομπή. Πραγματικά έμοιαζε με πομπή. Επικεφαλής ήταν ο Κόλιν με τον Ντίκον από τη μία και τη Μαίρη από την άλλη. Ο Μπεν Γουέδερσταφ περπατούσε πίσω του και τα “πλάσματα” ακολουθούσαν, το αρνάκι και η αλεπουδίτσα κοντά στον Ντίκον, το άσπρο κουνέλι χοροπηδώντας ή σταματώντας να μασουλίσει κάτι και ο Καπνιάς ακολουθώντας με τη σοβαρότητα κάποιου που ένιωθε πως έκανε κουμάντο.
Ήταν μια πομπή που προχωρούσε αργά αλλά με αξιοπρέπεια. Κάθε λίγα μέτρα σταματούσαν για να ξαποστάσουν. Ο Κόλιν έγερνε στον ώμο του Ντίκον, και του Μπεν Γουέδερσταφ δεν του ξέφευγε τίποτα, μα κάπου κάπου ο Κόλιν έπαιρνε το χέρι του από τον ώμο του Ντίκον και προχωρούσε μερικά βήματα μοναχός του. Είχε το κεφάλι ψηλά όλη την ώρα κι έμοιαζε πολύ μεγαλόπρεπος.
«Η Μαγεία είναι μέσα μου!» έλεγε συνέχεια. «Η Μαγεία με κάνει δυνατό! Τη νιώθω! Τη νιώθω!»
Σίγουρα κάτι τον στήριζε και τον ξεσήκωνε. Κάθισε στα καθίσματα των εσοχών και μια δυο φορές κάθισε στο γρασίδι. Αρκετές φορές σταμάτησε στη διαδρομή κι έγειρε πάνω στον Ντίκον, δεν το έβαλε όμως κάτω μέχρι να κάνει τον γύρο όλου του κήπου. Όταν επέστρεψε στον θόλο του δέντρου, τα μάγουλά του ήταν αναψοκοκκινισμένα και είχε το ύφος θριαμβευτή.
«Τα κατάφερα! Η Μαγεία έκανε τη δουλειά της!» φώναξε. «Αυτή είναι η πρώτη μου επιστημονική ανακάλυψη».
«Τι θα πει ο γιατρός Κρέιβεν;» πετάχτηκε η Μαίρη.
«Δεν θα πει τίποτα» απάντησε ο Κόλιν «γιατί δεν θα το μάθει. Αυτό θα είναι το πιο μεγάλο μυστικό. Κανένας δεν θα μάθει το παραμικρό μέχρι να δυναμώσω τόσο που να μπορώ να περπατάω και να τρέχω σαν όλα τα αγόρια. Θα έρχομαι καθημερινά εδώ με το καροτσάκι μου και θα γυρίζω πίσω πάνω σε αυτό. Δεν θέλω να έχω τους άλλους να ψιθυρίζουν και να ρωτάνε, και δεν θα αφήσω να το μάθει ο πατέρας μου μέχρι να πετύχει το πείραμα. Τότε κάποια στιγμή, όταν θα έχει επιστρέψει στο Μίσελθουέιτ, θα μπω στο γραφείο του και θα του πω: «Εδώ είμαι. Είμαι σαν όλα τα άλλα παιδιά. Είμαι μια χαρά και θα ζήσω να γίνω άντρας. Το πέτυχα με ένα επιστημονικό πείραμα».
«Θα νομίζει πως ονειρεύεται» φώναξε η Μαίρη. «Δεν θα πιστεύει στα μάτια του».
Ο Κόλιν αναψοκοκκίνισε έχοντας ένα ύφος θριάμβου. Έκανε τον εαυτό του να πιστέψει πως θα γινόταν καλά, κι έτσι, χωρίς να το αντιληφθεί, είχε καταφέρει να κερδίσει πάνω από τη μισή μάχη. Και η σκέψη που του έδινε το μεγαλύτερο κίνητρο ήταν το ότι φανταζόταν πώς θα αντιδρούσε ο πατέρας του όταν έβλεπε πως είχε ένα γιο ευθυτενή και δυνατό σαν τους γιους άλλων πατεράδων. Μια από τις μεγαλύτερες στενοχώριες του σε όλο εκείνο το νοσηρό παρελθόν ήταν ότι απεχθανόταν να είναι ένα αρρωστιάρικο αγόρι με ασθενική πλάτη που ο πατέρας του φοβόταν να το κοιτάξει.
«Θα αναγκαστεί να το πιστέψει στα μάτια του» είπε ο Κόλιν. « Ένα από τα πράγματα που πρόκειται να κάνω, μόλις η Μαγεία κάνει τη δουλειά της και προτού ξεκινήσω άλλα επιστημονικά πειράματα, είναι να γίνω αθλητής».
«Σε βλέπω να κάνεις μποξ σε μια δυο βδομάδες» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Θα κερδίσεις τη ζώνη και θα γίνεις πρωταθλητής της Αγγλίας».
Ο Κόλιν τον κοίταξε αυστηρά.
«Γουέδερσταφ» του είπε. «Αυτό δείχνει έλλειψη σεβασμού. Δεν πρέπει να παίρνεις θάρρος επειδή μοιράζεσαι το μυστικό. Όσο κι αν η Μαγεία κάνει τη δουλειά της, δεν πρόκειται να γίνω πρωταθλητής. Θα γίνω ένας Επιστημονικός Εξευρευνητής».
«Συγγνώμη, κύριε, συγγνώμη» απάντησε ο Μπεν φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο σαν να χαιρετούσε. «Έπρεπε να το καταλάβω πως δεν ήταν αστείο». Τα μάτια του όμως λαμπύριζαν κι έμοιαζε πολύ ευχαριστημένος. Καθόλου δεν τον πείραζε που τον πρόσβαλε ο Κόλιν, μια και η προσβολή σήμαινε πως το αγόρι δυνάμωνε στο σώμα και το πνεύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...