ΕΙΚΟΣΤΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΤΑΝ ΕΔΥΣΕ Ο ΗΛΙΟΣ
Όταν δεν έβλεπαν πια το κεφάλι του Μπεν, ο Κόλιν στράφηκε
στη Μαίρη.
«Πήγαινε να τον βρεις» είπε. Και η Μαίρη πήγε τρέχοντας
στο γρασίδι μέχρι την πόρτα κάτω από τον κισσό.
Ο Ντίκον δεν άφηνε τα μάτια του από τον Κόλιν. Είδε τα
κοκκινισμένα του μάγουλα και πόσο υπέροχος φαινόταν και πως δεν έμοιαζε να έχει
κίνδυνο να πέσει.
«Μπορώ και στέκομαι» είπε ο Κόλιν μεγαλόπρεπα και με το
κεφάλι ψηλά.
«Στο είπα πως θα το κατάφερνες με το που θα έπαυες να
φοβάσαι» απάντησε ο Ντίκον. «Κι έπαψες να φοβάσαι».
«Ναι, έπαψα» είπε ο Κόλιν.
Μετά θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που είχε πει η Μαίρη.
«Κάνεις Μαγικά;» τον ρώτησε κοφτά.
Το στόμα του Ντίκον σχημάτισε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εσύ κάνεις Μαγικά» είπε. «Είναι η ίδια Μαγεία που έκανε
αυτά εδώ να ξεπεταχτούν από τη γη» και ακούμπησε τη χοντρή του μπότα σε μια
συστάδα κρόκων στο γρασίδι.
Ο Κόλιν κοίταξε τα λουλούδια.
«Πράματις, πού να ματαγίνει τέτοια Μαγεία».
Και όρθωσε ακόμα πιο ίσιο το ανάστημά του.
«Θα περπατήσω μέχρι εκείνο εκεί το δέντρο» είπε κι έδειξε
ένα δέντρο λίγο πιο πέρα. «Θα στέκομαι όρθιος όταν έρθει ο Μπεν Γουέδερσταφ. Κι
αν θέλω, μπορώ να ξεκουραστώ ακουμπώντας πάνω του. Θα κάτσω μόνο όταν θελήσω,
όχι πιο πριν. Φέρε ένα κιλίμι από το καροτσάκι».
Ο Κόλιν περπάτησε μέχρι το δέντρο και παρότι ο Ντίκον τού
κρατούσε το χέρι, ήταν στητός καμαρωτός. Όταν ακούμπησε στο δέντρο, δεν
καλοφαινόταν ότι στηριζόταν πάνω του, και συνέχιζε να στέκεται τόσο στητός που
φαινόταν ψηλός.
Όταν ο Μπεν Γουέδερσταφ μπήκε από την πόρτα στον τοίχο,
είδε τον Κόλιν να στέκεται εκεί και τη Μαίρη να λέει κάτι μέσα από τα δόντια
της.
«Τι τσαμπουνάς;» ρώτησε μάλλον τσαντισμένος, γιατί δεν
ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του από το αδύνατο ολόρθο αγόρι με το περήφανο
πρόσωπο.
Η Μαίρη όμως δεν του είπε. Αυτό που είπε ήταν το εξής:
«Τα κατάφερες! Στο είπα πως θα τα καταφέρεις! Μπορείς!
Και βέβαια μπορείς!»
Το έλεγε στον Κόλιν, γιατί ήθελε να κάνει Μαγικά και να
τον κάνει να μείνει έτσι στητός στα πόδια του. Δεν ήθελε να το σκέφτεται πως μπορεί
και να μην τα κατάφερνε μπροστά στον Μπεν Γουέδερσταφ. Τα κατάφερε όμως. Ένιωσε
να ξαλαφρώνει καθώς της φάνηκε όμορφος, κι ας ήταν αδύνατος. Ο Κόλιν κάρφωσε το
βλέμμα του στον Μπεν Γουέδερσταφ με ένα αστείο αυτοκρατορικό ύφος.
«Κοίταξέ με!» τον διέταξε. «Κοίταξέ με από πάνω μέχρι
κάτω! Είμαι καμπούρης; Έχω στραβά πόδια;»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ δεν είχε ξαναβρεί τα συγκαλά του, είχε
όμως συνέλθει κάπως και απάντησε σχεδόν όπως συνήθιζε.
«Μπα! Ούτε να το σκέφτεσαι. Τι καμωνόσουν και κρυβόσουν
κι άφηνες τον κόσμο να λογάει πως ήσουν σακάτης και μισόχαζος;»
«Μισόχαζος!» είπε θυμωμένα ο Κόλιν. «Ποιος τα λέει αυτά;»
«Ένα μάτσο βλάκες» είπε ο Μπεν. «Ο κόσμος είναι γεμάτος
βλάκες που γκαρίζουν ένα μάτσο ψευτιές. «Γιατί πήγες και κλείστηκες στους
τέσσερις τοίχους;»
«Όλοι τους νόμιζαν πως θα πεθάνω. Δεν θα πεθάνω όμως!»
είπε κοφτά ο Κόλιν.
Και το είπε με τέτοια αποφασιστικότητα που ο Μπεν
Γουέδερσταφ τον κοίταξε εξεταστικά.
«Να πεθάνεις!» είπε θριαμβολογώντας στυγνά. «Ούτε για
αστείο! Έχεις πολύ ζουμί ακόμα. Σα σε είδα που πάτησες καταγής στο πιτς φυτίλι,
ήξερα πως ήταν όλα καλά. Κάτσε λιγουλάκι, μικρέ μου Κύρη και πρόσταξέ με».
Ο τρόπος του ήταν ένα παράξενο μείγμα από άτσαλη
τρυφερότητα και οξυδέρκεια. Η Μαίρη του τα είχε πει όλα βιαστικά στην επιστροφή
τους από τον Μεγάλο Περίπατο. Το πιο σημαντικό που έπρεπε να θυμάται, του είχε
πει, ήταν πως ο Κόλιν όλο και καλυτέρευε. Κι αυτό οφειλόταν στον κήπο. Κανένας
δεν έπρεπε να του ξαναθυμίσει τις καμπούρες και τα θανατικά.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς καταδέχτηκε να καθίσει πάνω στο κιίμι
κάτω από το δέντρο.
«Τι δουλειά κάνεις στους κήπους, Γουέδερσταφ;» ζήτησε να
μάθει.
«Ό,τι μου πουν να κάνω» απάντησε ο γέρο Μπεν. «Μου κάνουν
χάρη που με κρατάνε, γιατί με συμπαθούσε εκείνη».
«Εκείνη;» είπε ο Κόλιν.
«Η μητέρα σου» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ.
«Η μητέρα μου;» είπε ο Κόλιν και κοίταξε ολόγυρα με
προσοχή. «Ο κήπος της ήταν, έτσι;»
«Πράγματις!» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ κοιτάζοντας κι αυτός
γύρω γύρω. «Πολύ τον αγαπούσε».
«Τώρα είναι ο δικός μου κήπος, τον αγαπάω πολύ και εγώ.
Θα έρχομαι κάθε μέρα» ανακοίνωσε ο Κόλιν. «Θα είναι όμως μυστικό. Οι διαταγές
μου είναι να μη μαθευτεί από κανέναν πως ερχόμαστε εδώ. Ο Ντίκον και η ξαδέλφη
μου δούλεψαν και τον έκαναν να ζωντανέψει. Θα σε φωνάζω να έρχεσαι να τους
βοηθάς, κανένας όμως δεν πρέπει να σε δει».
Το πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ χαράχτηκε από ένα ίχνος
χαμόγελου. «Ερχόμουν εδώ σαν δεν με βλέπανε» είπε.
«Πώς; Πότε;» είπε με έκπληξη ο Κόλιν.
«Η τελευταία φορά ήταν δυο χρόνια πριν» είπε ο Μπεν
τρίβοντας το πηγούνι του και κοιτάζοντας γύρω.
«Μα κανένας δεν μπήκε εδώ και δέκα χρόνια. Δεν υπήρχε
πόρτα!» φώναξε ο Κόλιν.
«Εγώ δεν είμαι ο κανένας» είπε ξερά ο Μπεν. «Και δεν ήρθα
από την πόρτα αλλά από τον τοίχο. Τα ρευματικά μου δε με άφησαν να έρθω τα
τελευταία δυο χρόνια».
«Ήρθες και συμμάζεψες λίγο κλαδεύοντας» είπε δυνατά ο
Ντίκον. «Κι έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω».
«Τον αγαπούσε τον κήπο της, πολύ!» είπε αργά ο Μπεν
Γουέδερσταφ. «Κι ήταν τόσο όμορφη κι εκείνη. Μου λέει μια μέρα γελώντας: “Μπεν,
αν ποτέ μου αρρωστήσω ή λείψω, να φροντίζεις τα τριαντάφυλλά μου”. Κι όταν
έφυγε, οι διαταγές ήταν να μην πατήσει ποτέ κανείς εδώ μέσα. Εγώ όμως ήρθα»
συμπλήρωσε με πείσμα. «Σκαρφάλωνα από τον τοίχο, μέχρι που με σταμάτησαν τα
ρευματικά, και δούλευα κάτι λίγο τον κήπο μια φορά τον χρόνο. Εκείνη με είχε
διατάξει».
«Ο κήπος δεν θα ήταν τόσο τσακμάκι αν δεν το είχες κάνει»
είπε ο Ντίκον. «Κι αναρωτιόμουνα πώς κι είχε γίνει έτσι».
«Χαίρομαι που δούλεψες τον κήπο, Γουέδερσταφ» είπε ο
Κόλιν. «Θα ξέρεις πώς να κρατήσεις το μυστικό».
«Πράγματις, κύριε» απάντησε ο Μπεν. «Και θα είναι πιο
εύκολο να έρχομαι από την πόρτα, μια κι έχω τα ρευματικά μου».
Η Μαίρη είχε αφήσει το φτυάρι της στο γρασίδι κοντά στο
δέντρο. Ο Κόλιν άπλωσε το χέρι και το σήκωσε. Το πρόσωπό του πήρε μια παράξενη
έκφραση κι άρχισε να σκαλίζει το χώμα. Το αδύνατό του χέρι δεν είχε μεγάλη
δύναμη, αλλά καθώς οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τι έκανε, κι η Μαίρη ανάμεσά
τους κρατούσε την ανάσα της κοιτώντας με ενδιαφέρον, ο Κόλιν έχωσε το φτυάρι
στο χώμα και το ανασκάλισε.
«Μπορείς να το κάνεις! Μπορείς!» έλεγε από μέσα της η
Μαίρη.
Τα ολοστρόγγυλα μάτια του Ντίκον ήταν γεμάτα περιέργεια,
δεν έβγαλε όμως λέξη. Ο Μπεν Γουέδερσταφ κοιτούσε με περιέργεια.
Ο Κόλιν συνέχιζε να παλεύει με το φτυάρι. Κι αφού
κατάφερε να φτυαρίσει κάμποσο, γύρισε στον Ντίκον και είπε θριαμβευτικά όσο πιο
καλά μπορούσε στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ.
«Είπες πως θα με έκανες να περπατήσω και να φτυαρίσω σαν
όλους τους νοματαίους. Νόμιζα πως το έλεγες έτσι, για να μου κάνεις το κέφι.
Σήμερα πρωτοπερπάτησα και να που σκάβω κιόλα».
Το στόμα του Μπεν Γουέδερσταφ άνοιξε μια πιθαμή από την
έκπληξη καθώς άκουγε τον Κόλιν, μα κατέληξε να κρυφογελάσει.
«Α!» είπε. «Σαν να ήρθες στα συγκαλά σου. Στα σίγουρα
είσαι γέννημα του Γιορκσάιρ. Σκάβεις κιόλας. Τι θα λεγες να φυτέψεις και λιγουλάκι;
Μπορώ να σου φέρω μια τριανταφυλλιά σε γλάστρα».
«Άντε φέρτη!» είπε ο Κόλιν σκάβοντας ενθουσιασμένος.
«Γρήγορα! Γρήγορα!»
Και πράγματι, η δουλειά έγινε στα γρήγορα. Ο Μπεν
Γουέδερσταφ έτρεξε ξεχνώντας τα ρευματικά του. Ο Ντίκον έπιασε το φτυάρι του
και έκανε τον λάκκο πιο βαθύ και πιο πλατύ από όσο μπορούσε να τον κάνει ένας
καινούριος σκαφτιάς με άμαθα χέρια. Η Μαίρη ξεγλίστρησε τρέχοντας και
ξαναγύρισε με ένα ποτιστήρι. Όταν ο Ντίκον βάθυνε τον λάκκο, ο Κόλιν συνέχισε
να σκαλίζει το μαλακό χώμα. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, αναψοκοκκινισμένος και
λάμποντας από την παράξενη νέα εξάσκηση, όσο ελαφριά κι αν ήταν.
«Θέλω να τελειώσω τη δουλειά προτού χαθεί ο ήλιος» είπε.
Η Μαίρη σκέφτηκε πως ο ήλιος μάλλον καθυστέρησε λίγα
λεπτά τη δύση του επίτηδες. Ο Μπεν Γουέδερσταφ έφερε την τριανταφυλλιά σε μια
γλάστρα από το θερμοκήπιο. Κουτσαίνοντας πάνω στο γρασίδι τούς πλησίασε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε. Είχε αρχίσει κι αυτός να ενθουσιάζεται. Γονάτισε στον λάκκο
και έσπασε τη γλάστρα βγάζοντας την τριανταφυλλιά.
«Πάρε, παλικάρι μου» είπε δίνοντας το φυτό στον Κόλιν.
«Βάλτο μοναχός σου στη γη, όπως κάνει ο βασιλιάς όταν πάει σε άλλα μέρη».
Τα ισχνά λευκά χέρια τρεμούλιασαν λίγο και η έξαψη του
Κόλιν μεγάλωσε καθώς έβαζε στον λάκκο την τριανταφυλλιά και ο γέρο Μπεν πατίκωνε
το χώμα. Ο λάκκος γέμισε, το χώμα πιέστηκε και σταθεροποιήθηκε. Η Μαίρη έσκυβε
μπροστά στα χέρια και στα πόδια. Ο Καπνιάς πέταξε από το δέντρο και χοροπήδησε
κοντά τους να δει τι γινόταν. Ο Καρύδης και ο Τσόφλης το κουβέντιαζαν
σκαρφαλωμένοι στην κερασιά.
«Φυτεύτηκε!» είπε τελικά ο Κόλιν. «Κι ο ήλιος μόλις έχει
γείρει. Βοήθησέ με, Ντίκον. Θέλω να είμαι όρθιος την ώρα που θα χάνεται. Είναι
μέρος της Μαγείας».
Κι ο Ντίκον τον βοήθησε, και η Μαγεία, ή ό,τι κι αν ήταν,
του έδωσε τόση δύναμη που όταν ο ήλιος χάθηκε και το παράξενο υπέροχο απόγευμα τελείωσε,
ο Κόλιν στεκόταν όρθιος και γελούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου