Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό τέταρτο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

“ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΝΑ ΓΕΛΑΝΕ”

Ο Ντίκον δεν δούλευε μόνο στον μυστικό κήπο. Γύρω από το αγροτόσπιτο στον χερσότοπο υπήρχε ένα κομμάτι γης περικλεισμένο από έναν χαμηλό τοίχο από τραχιά πέτρα. Νωρίς το πρωί και αργά το σούρουπο και όλες τις μέρες που δεν τον έβλεπαν ο Κόλιν και η Μαίρη, ο Ντίκον δούλευε εκεί φυτεύοντας ή φροντίζοντας πατάτες και λάχανα, γογγύλια, καρότα και μυρωδικά για τη μητέρα του. Παρέα με τα ζωάκια του έκανε θαύματα εκεί πέρα και, όπως έδειχνε, ποτέ του δεν κουραζόταν να δουλεύει. Όσο έσκαβε ή ξεβοτάνιζε, σφύριζε ή τραγουδούσε τραγούδια του χερσότοπου του Γιορκσάιρ ή μιλούσε με τον Καπνιά ή τον Καπετάνιο ή με τους αδελφούς και τις αδελφές του που τους είχε μάθει να τον βοηθάνε.
«Δεν θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς τον κήπο του Ντίκον» έλεγε η κυρία Σόουερμπάι. «Κάνει τα πάντα να μεγαλώνουν. Οι πατάτες και τα λάχανά του είναι δυο φορές μεγαλύτερα από όλων των άλλων και η γεύση τους δεν συγκρίνεται».
Όταν είχε μια στιγμή ελεύθερη, πήγαινε να τον βρει και να του μιλήσει. Μετά το δείπνο είχε ακόμα αρκετό φως, και αυτή ήταν η καλή της ώρα. Καθόταν στον χαμηλό τοίχο και άκουγε τα νέα της ημέρας. Της άρεσε αυτή η ώρα. Δεν είχε μόνο λαχανικά ο κήπος. Ο Ντίκον από καιρό σε καιρό αγόραζε φτηνούς σπόρους λουλουδιών και φύτευε διάφορα μοσχομυριστά λουλουδάκια ανάμεσα στα λαγοκέρασα και τα λάχανα. Κι ακόμα έφτιαχνε παρτέρια με ρεζεντά, γαρύφαλλα, πανσέδες και άλλα που μπορούσε να φυλάξει τους σπόρους τους για την επόμενη χρονιά ή που οι ρίζες τους ξανάνιωναν κάθε άνοιξη και πολλαπλασιάζονταν. Ο χαμηλός τοίχος ήταν ένα από τα πιο όμορφα σημεία στο Γιορκσάιρ, γιατί σε κάθε βαθούλωμά του ο Ντίκον είχε χωρέσει δακτυλίτιδες του χερσότοπου, φτέρες, κάρδαμα και θαμνάκια κι ήταν όλα τόσο πυκνά που δύσκολα κατάφερνες να δεις τις πέτρες ανάμεσά τους.
«Το μόνο που έχεις να κάνεις για να μεγαλώσουν, είναι να είσαι φίλος τους» έλεγε ο Ντίκον. «Είναι σαν τα ζωάκια. Αν διψάνε, τους δίνεις να πιουν, κι αν πεινάνε, τους δίνεις κάτι τις να φάνε. Θέλουν να ζήσουν, όπως θέλουμε κι εμείς. Κι αν πεθάνουν, θα το ‘χω βάρος, σαν να ήμουνα κακός και σκληρόκαρδος».
Ήταν μια τέτοια ώρα του σούρουπου που η κυρία Σόουερμπάι άκουσε για όλα όσα έγιναν στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ. Στην αρχή έμαθε μόνο πως ο “Αφέντης Κόλιν” θέλησε να βγει έξω με τη Δεσποινίδα Μαίρη και πως αυτό του έκανε καλό. Λίγο μετά όμως τα δυο παιδιά συμφώνησαν πως μπορούσε να “μάθει το μυστικό” και η μητέρα του Ντίκον. Δεν είχαν καμία αμφιβολία πως μπορούσαν να την εμπιστευτούν.
Κι έτσι ένα όμορφο απογευματάκι ο Ντίκον τής είπε όλη την ιστορία, με όλες τις συναρπαστικές λεπτομέρειες για το θαμμένο κλειδί και τον κοκκινολαίμη και το γκρίζο πέπλο που κάλυπτε τον κήπο και έμοιαζε ξερό και για το μυστικό που η Αφέντρα η Μαίρη δεν είχε σκοπό να φανερώσει. Κι ακόμη για τον ερχομό του Ντίκον στον κήπο και το πώς η Μαίρη τού φανέρωσε το μυστικό, για τον δισταγμό του Αφέντη Κόλιν και για την τελική σκηνή του δράματος όταν τον έμπασαν στο κρυφό βασίλειο. Κι όλα αυτά, σε συνδυασμό με το στιγμιότυπο όπου το θυμωμένο πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ έκανε την εμφάνισή του πάνω από τον τοίχο του κήπου και την ξαφνική ορμητική δύναμη του Αφέντη Κόλιν, έκαναν το όμορφο πρόσωπο της κυρίας Σόουερμπάι να αλλάξει χρώμα αρκετές φορές.
«Τι μου λες! Ευτυχώς που η μικρούλα ήρθε στην Έπαυλη» είπε η κυρία Σόουερμπάι. «Κι εκείνη έγινε καλύτερη, κι εκείνος σώθηκε. Μα να σταθεί στα πόδια του! Κι όλοι μας να νομίζουμε πως το καημένο το παιδί ήταν μισότρελο και ανάπηρο!»
Έκανε πολλές ερωτήσεις και τα μπλε της μάτια ήταν πολύ σκεφτικά.
«Και τι λένε στην Έπαυλη που είναι τόσο καλά κι είναι χαρούμενος και δεν παραπονιέται ποτέ του;» ζήτησε να μάθει.
«Δε βρίσκουν άκρη» απάντησε ο Ντίκον. «Κάθε μέρα που περνάει, το πρόσωπό του δείχνει διαφορετικό. Γεμίζει και δεν δείχνει πια να έχει τόσες γωνίες. Φεύγει και η χλομάδα του. Παραπονιέται όμως κάτι λίγο» είπε χαμογελώντας.
«Για όνομα του Θεού! Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η κυρία Σόουερμπάι.
Ο Ντίκον χασκογέλασε.
«Το κάνει για να μην μαντέψουν οι άλλοι τι έχει συμβεί. Αν ο γιατρός ήξερε πως μπορεί να σταθεί στα πόδια του, θα το έγραφε στον Αφέντη Κρέιβεν. Ο Αφέντης Κόλιν το κρατάει μυστικό να το πει αυτός στον πατέρα του. Θα κάνει Μαγικά στα πόδια του κάθε μέρα μέχρι που να γυρίσει ο πατέρας του, και τότε θα ορμήξει στο δωμάτιό του και θα του δείξει πως είναι ολόισιος σαν όλα τα άλλα παιδιά. Και αυτός όμως και η Δεσποινίς Μαίρη λένε πως καλύτερα είναι να κάνει πως παραπονιέται και να μουρμουρίζει καμιά φορά για να μην τον μυριστούν οι άλλοι».
Προτού καν ο Ντίκον αποσώσει τα λόγια του, η κυρία Σόουερμπάι γελούσε με την ψυχή της.
«Α!» είπε. «Ετούτοι οι δυο έχουν βρει το ταίρι τους, στο λέω στα σίγουρα. Καλά το διασκεδάζουν με το θέατρο που παίζουν, και δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για τα παιδιά από αυτό το παιχνίδι. Για να ακούσουμε τι κάνουν, Ντίκον μου».
Ο Ντίκον σταμάτησε το ξεβοτάνισμα και κάθισε στις φτέρνες του για να της διηγηθεί. Το βλέμμα του έδειχνε πως το διασκέδαζε.
«Ο Αφέντης Κόλιν πηγαίνει με το καροτσάκι του κάθε φορά που βγαίνει έξω» εξήγησε. «Και τα ψέλνει στον Τζον, τον υπηρέτη, όταν δεν τον κουβαλάει αρκετά προσεκτικά. Παριστάνει όσο πιο πολύ μπορεί πως είναι αδύναμος και δεν σηκώνει το κεφάλι του παρά μόνο όταν δεν φαινόμαστε πια από το σπίτι. Και μουγκρίζει και είναι όσο πιο ανήσυχος μπορεί όταν τον βάζουν στο καροτσάκι του. Και αυτός και η Δεσποινίς Μαίρη το καταδιασκεδάζουν κι όταν γκρινιάζει και παραπονιέται, η Μαίρη λέει: “Καημένε Κόλιν! Τόσο πολύ πονάει; Τόσο αδύναμος νιώθεις, καημένε Κόλιν;” Το πρόβλημα είναι που μερικές φορές μόλις που συγκρατούν τα γέλια τους. ¨Όταν βρισκόμαστε πια ασφαλείς στον κήπο, γελάνε μέχρι να τους κοπεί η ανάσα. Και πρέπει να κρύψουν τα πρόσωπά τους στα μαξιλάρια του Αφέντη Κόλιν για να μην τους ακούσουν οι κηπουροί, αν είναι κανείς τους εκεί γύρω».
«Όσο πιο πολύ γελάνε, τόσο το καλύτερο για τα παιδιά!» είπε η κυρία Σόουερμπάι, γελώντας ακόμα κι αυτή. «Ένα γερό παιδικό γέλιο είναι πάντα το καλύτερο φάρμακο. Εκείνοι οι δυο θα αφρατέψουν στα σίγουρα».
«Όλο και αφρατεύουν» είπε ο Ντίκον. «Έχουν τέτοια πείνα που δεν ξέρουν πώς να την κρύψουν για να μην αρχίσουν τα κουτσομπολιά. Ο Αφέντης Κόλιν λέει πως αν συνεχίσει να ζητάει κι άλλο φαγητό, κανένας δεν θα πιστεύει πια πως είναι ανήμπορος. Η Δεσποινίς Μαίρη λέει πως θα τον αφήνει να τρώει το μερτικό της, εκείνος όμως λέει πως αν πεινάσει, θα αδυνατίσει και πρέπει να παχύνουν κι οι δυο τους τον ίδιο καιρό».
Η κυρία Σόουερμπάι γέλασε τόσο πολύ όταν έμαθε το πρόβλημα των παιδιών που η μπλε της κάπα πήγαινε πέρα δώθε, και ο Ντίκον γέλασε κι αυτός.
«Θα σου πω τι θα γίνει, παιδί μου» είπε η κυρία Σόουερμπάι όταν βρήκε τη φωνή της. «Βρήκα έναν τρόπο να βοηθήσω. Όταν πας να τους συναντήσεις το πρωί, θα πάρεις μια καρδάρα φρεσκοαρμεγμένο γάλα και μια ξεροψημένη φρατζόλα ή μερικά τσουρεκάκια με σταφίδες, σαν αυτά που σας αρέσουν. Τίποτα δεν είναι καλύτερο από το φρέσκο γάλα και το ψωμί. Κι έτσι θα καταλαγιάσουν την πείνα τους όσο είναι στον κήπο και όταν πάνε στο σπίτι, το καλό φαγητό θα γεμίσει το στομάχι τους».
«Α, μητέρα!» είπε με θαυμασμό ο Ντίκον. «Είσαι αστέρι! Πάντα βρίσκεις λύση σε όλα. Εκείνοι οι δυο είχαν ανησυχήσει πολύ χθες. Δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη πώς να παραγγείλουν να τους φέρουν κι άλλο φαγητό, τόσο που πεινούσαν ακόμη».
«Είναι μικρά και τα δυο τους και μεγαλώνουν γρήγορα. Το σώμα τους ξαναδυναμώνει. Στην ηλικία τους τα παιδιά είναι σαν τα λυκάκια, και το φαγητό είναι απαραίτητο» είπε η κυρία Σόουερμπάι. Μετά χαμογέλασε ολόιδια με τον Ντίκον. «Μα πολύ το διασκεδάζουν, στα σίγουρα» πρόσθεσε.
Δίκιο είχε η υπέροχη μητέρα και ειδικά στο σημείο που είπε πως η χαρά των παιδιών ήταν που έπαιζαν ένα συγκεκριμένο ρόλο. Ο Κόλιν και η Μαίρη πραγματικά το έβρισκαν μια από τις καλύτερες διασκεδάσεις τους. Η ιδέα να μη κινήσουν υποψίες γεννήθηκε από τα λόγια της προβληματισμένης νοσοκόμας και μετά από τον ίδιο τον γιατρό Κρέιβεν.
«Η όρεξή σας μεγάλωσε, Αφέντη Κόλιν» είπε μια μέρα η νοσοκόμα. «Δεν τρώγατε τίποτα πιο παλιά και πολλά πράγματα σας πείραζαν».
«Τίποτα δεν με πειράζει πια» απάντησε ο Κόλιν, καθώς όμως είδε τη νοσοκόμα να τον κοιτάζει παραξενεμένη, θυμήθηκε ξαφνικά πως ίσως και να μην έπρεπε να φανεί από τώρα υγιής. «Δηλαδή δεν με πειράζει κάτι τόσο συχνά. Φταίει ο καθαρός αέρας».
«Μάλλον» είπε η νοσοκόμα έχοντας ακόμα μια παραξενεμένη έκφραση. «Πρέπει όμως να το πω στον γιατρό Κρέιβεν».
«Πώς σε κοίταζε!» του είπε η Μαίρη όταν η νοσοκόμα έφυγε. «Σαν να υπήρχε κάτι που έπρεπε να το ανακαλύψει».
«Δεν έχει να ανακαλύψει τίποτα» είπε ο Κόλιν. «Κανένας δεν πρέπει να καταλάβει κάτι από τώρα».
Εκείνο το πρωί, όταν ήρθε ο γιατρός Κρέιβεν, κι εκείνος φάνηκε προβληματισμένος. Έκανε ένα σωρό ερωτήσεις κι αυτό ενόχλησε πολύ τον Κόλιν.
«Περνάς πολύ χρόνο στον κήπο» υπαινίχτηκε. «Πού πηγαίνεις;»
Ο Κόλιν πήρε το συνηθισμένο του ύφος που δήλωνε αξιοπρεπή αδιαφορία.
«Δεν θα μάθει κανείς πού πηγαίνω» απάντησε. «Πηγαίνω κάπου που μου αρέσει. Όλοι έχουν εντολές να μη με ενοχλούν. Δεν θα κάτσω να με παρακολουθούν και να με κοιτάζουν. Το ξέρεις!»
«Φαίνεται να λείπεις όλη μέρα, δεν βλέπω όμως να σε βλάπτει. Η νοσοκόμα λέει πως τώρα τρως περισσότερο από πριν».
«Μπορεί…» είπε ο Κόλιν με ξαφνική έμπνευση «μπορεί να είναι αφύσικη όρεξη».
«Δεν νομίζω, γιατί το φαγητό δεν σε πειράζει» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. «Παίρνεις βάρος και το χρώμα σου είναι καλύτερο».
«Ίσως έχω φούσκωμα και πυρετό» είπε ο Κόλιν με μια δήθεν κατήφεια. «Οι άνθρωποι που θα πεθάνουν είναι συχνά διαφορετικοί».
Ο γιατρός Κρέιβεν κούνησε το κεφάλι του. Κρατούσε τον καρπό του Κόλιν και του σήκωσε το μανίκι για να ψηλαφίσει το χέρι του.
“Δεν έχεις πυρετό» είπε σκεφτικά «και το λίπος στο σώμα σου δείχνει υγεία. Αν συνεχίσουμε έτσι, αγόρι μου, δεν θα ξαναπούμε για θανάτους. Ο πατέρας σου θα χαρεί πολύ να μάθει αυτή την αξιοσημείωτη καλυτέρευση».
«Δεν θέλω να του το πουν!» ξέσπασε έντονα ο Κόλιν. «Θα τον κάνει να απογοητευτεί αν χειροτερέψω ξανά. Μπορεί να χειροτερέψω απόψε το βράδυ. Μπορεί να έχω ψηλό πυρετό. Νιώθω σαν να με πιάνει τώρα. Δεν θέλω να πάρει γράμματα ο πατέρας μου, δεν θέλω, δεν θέλω! Με κάνεις να θυμώνω και ξέρεις πως αυτό δεν μου κάνει καλό. Νιώθω ήδη ζεστός. Μισώ να γράφουν γράμματα και να μιλάνε για μένα όσο μισώ και το να με κοιτάζουν!»
«Ησύχασε, αγόρι μου!» προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο γιατρός Κρέιβεν. «Κανείς δεν θα γράψει γράμμα αν δεν το θέλεις εσύ. Είσαι πολύ ευαίσθητος σε κάποια πράγματα. Δεν πρέπει να γκρεμίσεις ό,τι καλό έχει γίνει πάνω σου».
Δεν είπε τίποτα άλλο σχετικά με το γράμμα στον κύριο Κρέιβεν και όταν είδε τη νοσοκόμα, την προειδοποίησε στα κρυφά να μην ξανααναφερθεί κάτι για γράμματα στον ασθενή.
«Το αγόρι είναι απροσδόκητα καλύτερα» είπε. «Η πρόοδός του μοιάζει αφύσικη. Βέβαια τώρα κάνει με τη θέλησή του αυτά που εμείς δεν μπορούσαμε να τον καταφέρουμε να κάνει νωρίτερα. Πάντως ερεθίζεται ακόμα πολύ εύκολα, γι’ αυτό να μη του λέτε τίποτα που να του φέρνει ενόχληση».
Η Μαίρη και ο Κόλιν θορυβήθηκαν αρκετά και όλο το κουβέντιαζαν ανήσυχα. Και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν να “παίζουν θέατρο”.
«Ίσως και να πρέπει να παραστήσω πως με πιάνει ένα από τα ξεσπάσματά μου» είπε ο Κόλιν στενοχωρημένος. «Δεν το θέλω και δεν νιώθω τόσο στενόχωρα ώστε να τα καταφέρω να το παραστήσω αρκετά πιστευτά. Ίσως και να μην το κάνω. Δεν με πιάνει πια εκείνος ο κόμπος στον λαιμό και σκέφτομαι συνέχεια ευχάριστα και όχι θλιβερά πράγματα. Όμως αν πουν πάλι για γράμματα στον πατέρα μου, πρέπει κάτι να κάνω».
Αποφάσισε να τρώει λιγότερο, δυστυχώς όμως δεν γινόταν να βάλει σε εφαρμογή αυτή τη λαμπρή ιδέα αφού κάθε πρωί ξυπνούσε με αχαλίνωτη όρεξη και το τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ του είχε σερβιρισμένο πρωινό με σπιτικό ψωμί, φρέσκο βούτυρο, κάτασπρα αυγά, μαρμελάδα βατόμουρο και κρέμα γάλακτος. Η Μαίρη έπαιρνε πάντα το πρωινό της μαζί του και όταν καθόντουσαν στο τραπέζι, ειδικά όταν υπήρχαν και λεπτές φέτες τσιγαριστού χοιρομεριού, που κάτω από το ζεστό ασημένιο τους κάλυμμα ανέδιδαν δελεαστικές μυρωδιές, τα παιδιά κοιτιόντουσαν με απελπισμένο βλέμμα.
«Νομίζω πως πρέπει να τα φάμε όλα σήμερα, Μαίρη» κατέληγε πάντα να λέει ο Κόλιν. «Μπορούμε να στείλουμε πίσω στην κουζίνα λίγο από το μεσημεριανό και κάτι παραπάνω από το βραδινό φαγητό».
Δεν τα κατάφερναν όμως ποτέ να στείλουν πίσω στην κουζίνα το παραμικρό και τα πιάτα τους, που τα είχαν γλύψει στην κυριολεξία, προκαλούσαν πολλά σχόλια.
«Τι καλά να ήταν πιο παχιές οι φέτες του χοιρομεριού… και ένα μικρό κέικ για τον καθένα μας δεν φτάνει» έλεγε επίσης ο Κόλιν.
«Είναι αρκετά για κάποιον του θανατά, όχι όμως για κάποιον που σκοπεύσει να ζήσει» απάντησε η Μαίρη όταν το πρωτάκουσε. «Είναι φορές που νιώθω πως μπορώ να φάω τρία μαζί όταν μπαίνουν από το παράθυρο αυτές οι υπέροχες φρέσκες μυρωδιές από τα ρείκια και τα σκίνα του χερσότοπου».
Ένα πρωί που χαιρόντουσαν τον κήπο επί δύο ώρες, ο Ντίκον πήγε πίσω από μια τριανταφυλλιά κι έφερε δύο τενεκεδένια κουβαδάκια. Το ένα ήταν γεμάτο παχύ γάλα με κρούστα επάνω του και το άλλο είχε σπιτικά τσουρεκάκια με σταφίδες, τυλιγμένα σε μια ασπρογάλαζη πετσέτα τόσο προσεκτικά που κρατιόντουσαν ακόμα ζεστά. Το θέαμα προκάλεσε ένα ξέσπασμα ευχάριστης έκπληξης. Τι καλά που το σκέφτηκε η κυρία Σόουερμπάι! Τι καλή κι έξυπνη γυναίκα! Πόσο καλά ήταν τα τσουρεκάκια! Τι νόστιμο φρέσκο γάλα!
«Έχει Μαγεία μέσα της όπως έχει και ο Ντίκον» είπε ο Κόλιν. «Την κάνει να σκέφτεται τρόπους για να καταφέρει καλά πράγματα. Είναι ένας Μαγικός άνθρωπος. Πες της, Ντίκον, πως είμαστε υποχρεωμένοι, καταϋποχρεωμένοι».
Ο Κόλιν το συνήθιζε να χρησιμοποιεί πολύ μεγαλίστικες εκφράσεις ώρες-ώρες. Του άρεσε. Του άρεσε τόσο που το τραβούσε όλο και πιο πολύ.
«Να της πεις πως υπήρξε πολύ μεγαλόκαρδη και πως η ευγνωμοσύνη μας είναι τεράστια».
Και μετά, λησμονώντας τη μεγαλοπρέπεια, έπεσε με τα μούτρα στα τσουρεκάκια και μπουκώθηκε και ήπιε το γάλα από το κουβαδάκι με μεγάλες γουλιές με τον τρόπο κάθε πεινασμένου μικρού που δούλεψε πολύ και ανάσανε τον αέρα του χερσότοπου και που είχε να φάει πάνω από δύο ώρες.
Αυτό ήταν η αρχή μιας σειράς παρόμοιων ευχάριστων περιστατικών. Πάντως τα παιδιά κατάλαβαν πως μια και η κυρία Σόουερμπάι είχε να θρέψει δεκατέσσερα άτομα, μπορεί και να μην της έφταναν τα λεφτά για να χορτάσει δύο ακόμα στόματα καθημερινά. Έτσι της ζήτησαν να τους αφήσει να της στείλουν μερικά από τα σελίνια τους για να κάνει ψώνια.
Ο Ντίκον έκανε μια ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, ότι δηλαδή στο δάσος του πάρκου έξω από τον κήπο, εκεί που η Μαίρη τον είχε πρωτοβρεί να παίζει φλογέρα στα ζωάκια του, υπήρχε ένα βαθούλωμα όπου μπορούσες να φτιάξεις κάτι σαν μικρό φούρνο με πέτρες και να ψήσεις πατάτες και αυγά. Τα ψητά αυγά ήταν μια πολυτέλεια άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή και οι καυτές πατάτες με αλάτι και φρέσκο βούτυρο ταίριαζαν σε ένα βασιλιά του δάσους, κι εξάλλου ήταν μια χορταστική νοστιμιά. Μπορούσες να αγοράσεις και τις πατάτες και τα αυγά και να φας όσο τραβούσε η ψυχή σου χωρίς να νιώθεις πως έπαιρνες την μπουκιά από το στόμα δεκατεσσάρων νοματαίων.
Κάθε όμορφο πρωινό η Μαγεία συνέχιζε τη δουλειά της στον μυσταγωγικό κύκλο κάτω από τη δαμασκηνιά που εξασφάλιζε σκιά καθώς τα φύλλα της είχαν πυκνώσει με το τέλος της ανθοφορίας. Μετά την τελετουργία ο Κόλιν έκανε πάντα την περιπατητική του άσκηση και στη διάρκεια της μέρας δοκίμαζε ανά διαστήματα τη δύναμη που είχε αποκτήσει. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δυνατός και μπορούσε να περπατήσει πιο σταθερά και για περισσότερη ώρα. Και κάθε μέρα η πίστη του στη Μαγεία δυνάμωνε και αυτή. Ο Κόλιν δοκίμαζε το ένα πείραμα μετά το άλλο καθώς αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη, μέχρι που ο Ντίκον τού έδειξε το καλύτερο απ’ όλα.
«Χθες» είπε ο Ντίκον, που είχε λείψει μια μέρα, «πήγα στο Θουάιτ για θελήματα της μητέρας και κοντά στο Πανδοχείο της Μπλε Γελάδας απάντησα τον Μπομπ Χάουαρθ. Είναι ο πιο δυνατός τύπος στον χερσότοπο. Είναι πρωταθλητής στην πάλη και μπορεί να πηδήξει πιο ψηλά από τον καθένα και να πετάξει μακρύτερα από τον καθένα το σφυρί. Χρόνια γύριζε όλη τη Σκωτία για τα αθλητικά. Με ξέρει από τα μικράτα μου και είναι φιλικός τύπος, οπότε και τον τάραξα στις ερωτήσεις. Ο καλός κόσμος τον λέει αθλητή, και σε σκέφτηκα, αφέντη Κόλιν, και του λέω: “Πώς κατάφερες κι έχεις τόσο μεγάλα μούσκουλα, Μπομπ; Τι παραπάνω έκανες για να δυναμώσεις τόσο πολύ;” Και μου λέει: “Λοιπόν, παλικάρι μου, κάτι έκανα. Ένας δυνατός άντρας που ήρθε στο Θουάιτ για μια επίδειξη κάποτε μου έδειξε πώς να εξασκώ τα χέρια και τα πόδια μου και όλα μου τα μούσκουλα”. Και του λέω εγώ: “Μπορεί ένας αδύναμος να δυναμώσει με αυτές τις ασκήσεις, Μπομπ;” Γέλασε και μου λέει: “Εσύ είσαι ο αδύναμος;” Και του λέω: “Όχι, ξέρω όμως έναν νεαρό κύριο που πέρασε μεγάλη αρρώστια και μακάρι να είχα να του πω κάποια κόλπα”. Δεν είπα ονόματα ούτε και με ρώτησε. Στο είπα που είναι φιλικός, γι’ αυτό και στάθηκε και μου έδειξε με καλή διάθεση, κι εγώ έκανα ό,τι μου έδειχνε μέχρι που τα έμαθα νεράκι».
Ο Κόλιν άκουγε συνεπαρμένος.
«Θα μου δείξεις;» είπε δυνατά.
«Στα σίγουρα» απάντησε ο Ντίκον και σηκώθηκε. «Λέει όμως πως πρέπει στην αρχή να μη ζοριστείς και να προσέξεις να μη κουραστείς. Να σταματάς στο ενδιάμεσο και να παίρνεις βαθιές ανάσες και να μην το παρακάνεις».
«Θα προσέχω» είπε ο Κόλιν. «Δείξε μου! Δείξε μου! Ντίκον, είσαι το πιο Μαγικό αγόρι στον κόσμο!»
Ο Ντίκον στάθηκε στα πόδια του στο γρασίδι και του έδειξε αργά μια σειρά από πρακτικές αλλά εύκολες ασκήσεις για τα μούσκουλα. Ο Κόλιν παρακολουθούσε με διάπλατα μάτια. Μπορούσε να κάνει κάποιες καθιστός. Για την ώρα έκανε μερικές σε αργό ρυθμό όρθιος στα πόδια του, που ήταν πια αρκετά σταθερά. Η Μαίρη άρχισε να τις κάνει κι εκείνη. Ο Καπνιάς, που παρακολουθούσε το θέαμα, ενοχλήθηκε, άφησε το κλαδί του κι άρχισε να χοροπηδάει ανήσυχος, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τις ασκήσεις.
Από εκείνη τη στιγμή οι ασκήσεις έγιναν μέρος των καθηκόντων της ημέρας, όπως ήταν και η Μαγεία. Ο Κόλιν και η Μαίρη έκαναν όλο και πιο πολλές ασκήσεις κάθε φορά, και η όρεξη για φαγητό που είχαν μετά ήταν τόση που δεν θα ήξεραν πώς να χορτάσουν αν δεν υπήρχε το καλάθι που ο Ντίκον έβαζε πίσω από τον θάμνο κάθε πρωί. Όμως ο μικρός φούρνος στο βαθούλωμα στο δασάκι και τα καλούδια της κυρίας Σόουερμπάι χόρταιναν τόσο τα δυο παιδιά που η κυρία Μέντλοκ, η νοσοκόμα και ο γιατρός Κρέιβεν άρχισαν ξανά να απορούν. Αν το στομάχι σου πάει να σκάσει γεμάτο από ψητά αυγά και πατάτες και πλούσιο σε κρέμα γάλα και κεκάκια βρώμης και τσουρεκάκια και ρεικόμελο και κρέμα γάλακτος, τότε χασομεράς μη θέλοντας να φας το πρωινό σου και αποδιώχνεις το βραδινό σου
«Δεν τρώνε τίποτα σχεδόν» είπε η νοσοκόμα. «Θα πεθάνουν από την ασιτία αν δεν φάνε κάτι δυναμωτικό. Κι όμως, για δειτε την όψη τους».
«Μα πια!» φώναξε αγανακτισμένη η κυρία Μέντλοκ. «Με έχουν σκάσει. Είναι ένα ζευγάρι διαβολάκια. Τη μια μέρα τρώνε του σκασμού και την άλλη ξινίζουν τη μύτη στα καλύτερα φαγητά που φτιάχνει η Μαγείρισσα για να τα δελεάσει. Χθες δεν έφαγαν ούτε μια μπουκιά από το νόστιμο κυνήγι με τη σάλτσα. Και η καημένη η γυναίκα έφτιαξε μια καινούρια συνταγή πουτίγκας και τη γύρισαν στην κουζίνα αφάγωτη. Μόνο που δεν έκλαιγε. Φοβάται πως εκείνη θα κατηγορήσουν αν τα παιδιά πεθάνουν από ασιτία».
Ήρθε ο γιατρός Κρέιβεν και κοίταξε τον Κόλιν αργά και προσεκτικά. Η έκφρασή του έγινε πολύ ανήσυχη όταν του μίλησε η νοσοκόμα και του έδειξε τον σχεδόν ανέγγιχτο δίσκο του πρωινού, που είχε βάλει στην άκρη για να τον δει ο γιατρός. Η έκφρασή του έγινε όμως ακόμα πιο ανήσυχη όταν κάθισε στον καναπέ κι εξέτασε τον Κόλιν. Ο γιατρός έλειπε για δουλειές στο Λονδίνο και είχε δύο βδομάδες να δει το αγόρι. Όταν τα μικρά παιδιά καλυτερεύουν στην υγεία τους, το κάνουν πολύ γρήγορα. Το δέρμα του Κόλιν δεν είχε πια κερένιο χρώμα, αντίθετα είχε μια όμορφη ροδαλή όψη. Τα όμορφά του μάτια ήταν καθάρια και τα βαθουλώματα κάτω από αυτά όπως και στα μάγουλα είχαν γεμίσει. Οι κάποτε σκούρες βαριές του μπούκλες έμοιαζαν να απλώνονται υγιείς στο μέτωπό του και ήταν απαλές και ολοζώντανες. Τα χείλη του είχαν γεμίσει και είχαν ένα φυσιολογικό χρώμα. Η αλήθεια είναι πως αποτελούσε μια καθόλου πειστική απομίμηση ασθενικού παιδιού. Ο γιατρός Κρέιβεν έμεινε σκεφτικός με το χέρι στο πηγούνι.
«Λυπάμαι που μαθαίνω πως δεν τρως τίποτα» είπε. «Δεν πρέπει. Θα χάσεις όλο το βάρος που κέρδισες, και η αλήθεια είναι πως κέρδισες αρκετό. Έτρωγες τόσο καλά λίγο καιρό πριν!»
«Στο είπα πως ήταν μια εντελώς αφύσικη όρεξη» απάντησε ο Κόλιν.
Η Μαίρη καθόταν στο σκαμνάκι της παραδίπλα και έβγαλε ξαφνικά έναν πολύ παράξενο ήχο, που προσπάθησε τόσο βιαστικά να καλύψει ώστε παραλίγο να πνιγεί.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο γιατρός Κρέιβεν γυρίζοντας να την κοιτάξει.
Η Μαίρη σοβάρεψε.
«Με έπιασε κάτι ανάμεσα σε φτάρνισμα και βήχα» απάντησε απαξιωτικά. «Σαν να μου κάθισε κάτι στον λαιμό».
«Όμως» είπε αργότερα στον Κόλιν «δεν μπορούσα να κρατηθώ. Μου ξέφυγε, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκα την τελευταία μεγάλη πατάτα που έφαγες και πώς μασούλαγες καθώς δάγκωνες εκείνη τη μεγάλη φέτα ψωμί με τη μαρμελάδα και την κρέμα από πάνω».
«Υπάρχει κάποιος τρόπος να βρίσκουν φαγητό αυτά τα παιδιά χωρίς να το καταλάβουμε;» ζήτησε να μάθει από την κυρία Μέντλοκ ο γιατρός Κρέιβεν.
«Απολύτως κανένας, εκτός κι αν το ξεθάβουν από το χώμα ή το μαζεύουν από τα δέντρα» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Κάθονται έξω όλη τη μέρα μοναχά τους. Κι αν θέλουν να φάνε κάτι διαφορετικό, δεν έχουν παρά να το ζητήσουν».
«Τότε» είπε ο γιατρός Κρέιβεν «όσο δεν έχουν πρόβλημα που δεν τρώνε, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Το αγόρι μοιάζει άλλος άνθρωπος».
«Και το κορίτσι» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Άρχισε να ομορφαίνει με το που πήρε βάρος κι έχασε εκείνη την ξινισμένη όψη που είχε. Τα μαλλιά της πύκνωσαν και δυνάμωσαν και το χρώμα της ζωήρεψε. Ήταν το πιο σκυθρωπό κακότροπο πλάσμα και τώρα αυτή και ο Αφέντης Κόλιν γελάνε μαζί σαν ένα ζευγαράκι τρελών. Ίσως αυτό είναι που τα παχαίνει».
«Μπορεί» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. «Αφήστε τα να γελάνε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...