Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο έβδομο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΑ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΟΡΓΗΣ

Η Μαίρη σηκώθηκε πολύ νωρίς το επόμενο πρωί και δούλεψε πολύ στον κήπο κι έτσι κουράστηκε και νύσταξε, οπότε με το που της έφερε το δείπνο της η Μάρθα, το έφαγε και πήγε στο κρεβάτι της ανακουφισμένη. Καθώς έγερνε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, μουρμούρισε:
«Θα βγω το πρωί πολύ πριν από το πρωινό φαγητό και θα δουλέψω με τον Ντίκον και μετά, νομίζω, θα πάω να δω τον Κόλιν».
Μάλλον θα ήταν στη μέση της νύχτας, έτσι τουλάχιστον σκέφτηκε η Μαίρη, όταν πετάχτηκε με τη μία από το κρεβάτι της καθώς ξύπνησε από έναν τρομερό θόρυβο. Τι να ήταν, τι να ήταν; Αμέσως κατάλαβε τι ήταν. Άκουσε πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν και βιαστικά βήματα στους διαδρόμους και κάποιον να κλαίει και να φωνάζει ταυτόχρονα, να φωνάζει και να κλαίει ανατριχιαστικά.
«Ο Κόλιν είναι» μονολόγησε. «Τον έπιασε ένα από αυτά τα ξεσπάσματα που η νοσοκόμα λέει πως είναι υστερία. Πόσο απαίσια ακούγεται!»
Καθώς άκουγε τις φωνές τις ανάκατες με αναφιλητά, κατάλαβε πολύ καλά γιατί όλοι φοβόντουσαν τόσο ώστε τελικά τον άφηναν να περάσει το δικό του, αρκεί να μην τον ακούνε. Έβαλε τα χέρια στα αυτιά της κι ένιωσε να την πιάνει ναυτία και τρέμουλο.
«Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω τι να κάνω» έλεγε και ξαναέλεγε. «Δεν το αντέχω».
Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως και ο Κόλιν σταματούσε αν πήγαινε να τον δει, και μετά θυμήθηκε τον τρόπο που την έκανε να φύγει από το δωμάτιό του και σκέφτηκε πως μπορεί να γινόταν χειρότερα άμα την έβλεπε. Μα ακόμα κι όταν πίεσε τα χέρια της πιο δυνατά στα αυτιά της, πάλι άκουγε τους τρομερούς ήχους. Τους μισούσε τόσο αυτούς τους ήχους και την τρόμαζαν άλλο τόσο που ένιωσε σαν να ήθελε κι αυτή να ξεσπάσει τον θυμό της και να φοβίσει τόσο τον Κόλιν όσο τη φόβιζε κι εκείνος. Δεν είχε συνηθίσει να ακούει τα ξεσπάσματα κανενός άλλου πέρα από τα δικά της. Έβγαλε τα χέρια από τα αυτιά της, πετάχτηκε επάνω και χτύπησε θυμωμένα τα πόδια της στο πάτωμα.
«Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει! Κάποιος πρέπει να τον κάνει να σταματήσει! Κάποιος πρέπει να τον πιάσει στο ξύλο!» τσίριξε.
Κι εκείνη μόλις τη στιγμή άκουσε βιαστικά βήματα στον διάδρομο και μετά η πόρτα της άνοιξε και μπήκε η νοσοκόμα. Στα σίγουρα δεν γελούσε πια. Μάλλον χλωμή έμοιαζε.
«Τον έπιασε η υστερία του» είπε βιαστικά. «Θα πάθει κανένα κακό. Κανείς δεν μπορεί να τον κάνει καλά. Δεν πάτε να προσπαθήσετε εσείς, σαν καλό παιδί που είστε; Εσάς σας συμπαθεί».
«Το πρωί με έδιωξε από το δωμάτιό του» είπε η Μαίρη χτυπώντας θυμωμένα το πόδι της στο πάτωμα.
Ο θυμός της μάλλον ευχαρίστησε τη νοσοκόμα, που η αλήθεια ήταν πως περίμενε να τη βρει να κλαίει και να έχει κρύψει το κεφάλι της κάτω από τα σκεπάσματα.
«Μια χαρά. Έχετε τη σωστή διάθεση» της είπε. Πηγαίνετε να του βάλετε μια κατσάδα, έτσι για να σκεφτεί κάτι άλλο. Άντε, πηγαίνετε γρήγορα».
Πολύ αργότερα η Μαίρη κατάλαβε πως η κατάσταση ήταν τρομακτική, ήταν όμως και αστεία. Το αστείο ήταν που όλοι οι μεγάλοι είχαν φοβηθεί τόσο που πήγαν να παρακαλέσουν μια μικρούλα, υποθέτοντας πως ήταν τόσο κακότροπη όσο ο Κόλιν.
Πέρασε τρέχοντας τους διαδρόμους και όσο πλησίαζε τη φασαρία τόσο μεγάλωνε ο θυμός της. Μέχρι να φτάσει την πόρτα του Κόλιν, ένιωθε ήδη διαβολικά κακή. Την άνοιξε απότομα με το χέρι και προχώρησε στα γρήγορα έως το κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες.
«Σταμάτα!» φώναξε. «Σταμάτα! Σε μισώ! Όλοι σε μισούν! Μακάρι να έφευγαν όλοι και να έμενες μόνος στο σπίτι να τσιρίζεις μέχρι να πεθάνεις! Θα το καταφέρεις κι αυτό σε λίγο, και πολύ το εύχομαι!»
Ένα καλό και συμπονετικό παιδί ποτέ του δεν θα σκεφτόταν ούτε και θα ξεστόμιζε τέτοια λόγια, κι όμως το σοκ που ένιωσε στο άκουσμά τους ήταν ό,τι καλύτερο για αυτό το υστερικό αγόρι που κανείς δεν είχε τολμήσει ποτέ να το δαμάσει ή να του φέρει αντίρρηση.
Ο Κόλιν ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και χτυπούσε τις γροθιές στο μαξιλάρι του, μα στο άκουσμα της έξαλλης φωνής γύρισε με τη μία ανάσκελα. Το πρόσωπό του έδειχνε χάλια, άσπρο και κόκκινο και πρησμένο, και του είχε πιαστεί η ανάσα. Όμως η άπονη Μαιρούλα δεκάρα δεν έδινε.
«Αν τσιρίξεις έστω και λίγο ακόμα» του είπε «θα τσιρίξω κι εγώ πιο δυνατά και θα σε κάνω να φοβηθείς!»
Η αλήθεια ήταν ότι ο Κόλιν είχε σταματήσει τις τσιρίδες, γιατί είχε ξαφνιαστεί. Η τσιρίδα που ήταν έτοιμος να βάλει τώρα, του κάθισε στον λαιμό και τον έπνιξε. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό του και έτρεμε σύγκορμος.
«Δεν μπορώ να σταματήσω! Δεν μπορώ!» είπε κοντανασαίνοντας με λυγμούς.
«Μπορείς!» φώναξε η Μαίρη. «Τα μισά από αυτά που σε κάνουν να αρρωσταίνεις είναι υστερίες και θυμός. Υστερίες και μόνο υστερίες!» Και κάθε φορά που έλεγε τη λέξη, χτύπαγε το πόδι της με θυμό στο πάτωμα.
«Το ένιωσα το εξόγκωμα, το ψηλάφισα» είπε πνιχτά ο Κόλιν. «Το ήξερα πως θα το έβγαζα. Η πλάτη μου θα βγάλει καμπούρα και μετά θα πεθάνω» είπε και ξανάρχισε τις υστερίες κι έχωσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι με λυγμούς και κλάματα, τουλάχιστον όμως δεν τσίριζε.
«Δεν ψηλάφισες κανένα εξόγκωμα» τον αντέκρουσε η Μαίρη. «Κι αν κάτι ψηλάφισες, ιδέα σου ήταν από τις υστερίες σου. Της φαντασίας σου είναι. Δεν έχει τίποτα η παλιοπλάτη σου, μόνο υστερία! Γύρνα να τη δω!»
Της άρεσε της Μαίρης η λέξη “υστερία” και σαν να της φάνηκε πως κάποια επίδραση είχε πάνω στον Κόλιν. Μάλλον ούτε αυτός θα είχε ακούσει ξανά τη λέξη.
«Νοσοκόμα!» διέταξε η Μαίρη. «Έλα εδώ και δείξε μου αμέσως την πλάτη του!»
Η νοσοκόμα, η κυρία Μέντλοκ και η Μάρθα στεκόντουσαν η μία κοντά στην άλλη κοντά στην πόρτα και την κοιτούσαν με μισάνοιχτο στόμα. Και οι τρεις τους άφησαν να τους ξεφεύγει μια φωνή τρόμου πάνω από μία φορά. Η νοσοκόμα έκανε μερικά βήματα, έδειχνε όμως να φοβάται. Ο Κόλιν τρανταζόταν από αναφιλητά που του έκοβαν την ανάσα.
«Μήπως δεν με αφήσει…» είπε διστακτικά η νοσοκόμα με χαμηλή φωνή.
Ο Κόλιν την άκουσε όμως και ανάμεσα σε δυο λυγμούς είπε με κομμένη ανάσα:
«Δει… δείξτης! Να δει, να το πιστέψει!»
Η νοσοκόμα γύμνωσε την πλάτη του Κόλιν, κι ήταν μια ισχνή πλάτη όπου μπορούσες να μετρήσεις το κάθε πλευρό και τον κάθε κόμπο της ραχοκοκαλιάς. Όμως η Αφέντρα η Μαίρη δεν μέτρησε ούτε τα πλευρά ούτε του κόμπους, παρά έσκυψε και εξέτασε με σοβαρό και άπονο βλέμμα. Έδειχνε τόσο ξινή και παλιομοδίτικη που η νοσοκόμα γύρισε το κεφάλι από την άλλη, ενώ το στόμα της έκανε συσπάσεις για να μη γελάσει. Έγινε μια σύντομη σιωπή, -αφού ως κι ο Κόλιν έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του καθώς η Μαίρη κοιτούσε πάνω κάτω την πλάτη του, τόσο διεξοδικά λες και ήταν ο σπουδαίος γιατρός από το Λονδίνο.
«Δεν βλέπω κανένα εξόγκωμα!» κατέληξε. «Δεν έχει εξόγκωμα ούτε σαν τόσο δα μικρό κεφαλάκι καρφίτσας, μόνο οι κόμποι της ράχης σου είναι, κι αυτοί φαίνονται γιατί είσαι αδύνατος. Κι οι δικοί μου φαινόντουσαν σαν τους δικούς σου, μέχρι που άρχισα να παχαίνω, αν κι ακόμα φαίνονται λίγο, γιατί δεν έχω παχύνει αρκετά. Ούτε ένα τόσο δα μικρούλι εξόγκωμα δεν έχεις! Κι αν το ξαναπείς, θα βάλω τα γέλια!»
Μόνο ο Κόλιν κατάφερε να νιώσει το αντίκτυπο που είχαν αυτά τα άκομψα παιδιάστικα λόγια επάνω του. Αν είχε κάποιον να εκμυστηρευτεί τους κρυφούς του φόβους, αν είχε τολμήσει να ρωτήσει, αν είχε συντρόφους στην ηλικία του και δεν περνούσε τον καιρό του ξαπλωμένος σε αυτό το τεράστιο ασφυκτικό σπίτι, σε μια ατμόσφαιρα βαριά από τους φόβους όλων των ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αδαείς και μπουχτισμένοι από τη συμπεριφορά του, τότε θα είχε καταλάβει πως το μεγαλύτερο μέρος του τρόμου και της αρρώστιας του το είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Αντί γι’ αυτό, καθόταν και σκεφτόταν για ώρες, μέρες, μήνες και χρόνια τον εαυτούλη του, τα βάσανα και τις αδιαθεσίες του. Και τώρα που ένα θυμωμένο άσπλαχνο κοριτσάκι επέμενε ξεροκέφαλα πως δεν ήταν τόσο άρρωστος όσο νόμιζε, κοίτα να δεις που ο Κόλιν ένιωσε πως ίσως και να ήταν αλήθεια.
«Δεν ήξερα πως πίστευε ότι έχει εξόγκωμα στην πλάτη» τόλμησε να πει η νοσοκόμα. «Η πλάτη του είναι αδύναμη, γιατί δεν θέλει να σηκώνεται. Αν με είχε ρωτήσει, μπορούσα να του πω πως δεν έχει κανένα εξόγκωμα».
Ο Κόλιν ξεροκατάπιε και μισοστράφηκε κατά τη νοσοκόμα.
«Μπο… μπορούσες;» ρώτησε αδύναμα.
«Και βέβαια, κύριε».
«Ορίστε!» είπε η Μαίρη ξεροκαταπίνοντας κι αυτή.
Ο Κόλιν έστρεψε ξανά το πρόσωπο, και πέρα από τις αργόσυρτες κοφτές του ανάσες, που ήταν ό,τι είχε απομείνει από το ξέσπασμά του, έμεινε ακίνητος για λίγο, παρότι χοντρά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και έβρεχαν το μαξιλάρι του. Αν και στην πραγματικότητα τα δάκρυα σήμαιναν την ανακούφισή του. Τέλος, γύρισε ξανά κατά τη νοσοκόμα και το παράξενο ήταν πως το ύφος του δεν έμοιαζε με ενός μαχαραγιά όταν της μίλησε.
«Πιστεύεις πως θα ζήσω;»
Η νοσοκόμα ούτε έξυπνη ούτε πονετική ήταν, μπορούσε όμως να επαναλάβει κάποια από τα λόγια του Λονδρέζου γιατρού.
«Μάλλον, αν κάνετε ό,τι σας έχουν πει και δε θυμώνετε και παίρνετε μπόλικο καθαρό αέρα».
Η ζοχάδα του Κόλιν είχε περάσει πια και τον είχε αφήσει αδύναμο κι εξαντλημένο από το κλάμα, κι ίσως αυτό ήταν που τον έκανε να νιώθει ηρεμία. Άπλωσε το χέρι του στη Μαίρη, και χαίρομαι που το λέω πως κι εκείνης της είχε περάσει η ζοχάδα κι είχε μαλακώσει και του άπλωσε το χέρι της, και σαν να τα βρήκαν ξανά.
«Θα… θα βγω έξω μαζί σου, Μαίρη» της είπε. «Θα μου αρέσει ο καθαρός αέρας, αν έτσι βρούμε…» Μόλις που θυμήθηκε και κρατήθηκε και δεν είπε «αν έτσι βρούμε τον μυστικό κήπο». Αντί γι’ αυτό, είπε: «Θα μου άρεσε να βγούμε μαζί έξω, αν έρθει ο Ντίκον να σπρώξει την καρέκλα μου. Θέλω τόσο να δω τον Ντίκον και την αλεπού και το κοράκι».
Η νοσοκόμα ξανάστρωσε το ακατάστατο κρεβάτι και τίναξε και ίσιωσε τα μαξιλάρια. Μετά έκανε από ένα φλιτζάνι τσάι στον Κόλιν και στη Μαίρη, κι αυτή η τελευταία άλλο που δεν ήθελε μετά από όλη αυτή την αναστάτωση. Η κυρία Μέντλοκ και η Μάρθα ξεγλίστρησαν με ανακούφιση από το δωμάτιο, και αφού όλα ήταν πια εντάξει και στη θέση τους, η νοσοκόμα κοίταξε με ένα ύφος που μαρτυρούσε πως κι αυτή θα ξεγλιστρούσε με ευχαρίστηση από το δωμάτιο. Ήταν μια γερή κοπέλα που ήθελε να γυρίσει στο κρεβατάκι της και δεν μπόρεσε να πνίξει το χασμουρητό της καθώς κοιτούσε τη Μαίρη, που καθόταν σε ένα σκαμνί κοντά στο κρεβάτι του Κόλιν και του κρατούσε το χέρι.
«Πρέπει να γυρίσετε στο κρεβάτι σας» είπε στη Μαίρη η νοσοκόμα. «Και ο κύριος θα αποκοιμηθεί σε λίγο, αν είναι ολότελα ήρεμος. Και μετά θα πάω κι εγώ δίπλα να ξαπλώσω».
«Θέλεις να σου τραγουδήσω εκείνο το τραγούδι που μου είχε μάθει η Ινδή μου παραμάνα;» ψιθύρισε η Μαίρη στον Κόλιν.
Ο Κόλιν έσφιξε απαλά το χέρι της και τα κουρασμένα του μάτια την κοίταξαν παρακλητικά.
«Ναι!» της απάντησε. «Είναι τόσο γλυκό τραγούδι. Θα με πάρει ο ύπνος αμέσως».
«Θα τον κοιμίσω εγώ» είπε η Μαίρη στη νοσοκόμα, που χασμουριόταν. «Αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».
«Καλά» είπε λίγο διστακτικά η νοσοκόμα. «Μα άμα δεν έχει κοιμηθεί σε μισή ώρα, να με φωνάξετε».
«Εντάξει» απάντησε η Μαίρη.
Η νοσοκόμα βγήκε χωρίς άλλη κουβέντα και ο Κόλιν έσφιξε ξανά το χέρι της Μαίρης.
«Παραλίγο να φανερώσω το μυστικό» της είπε. «Ευτυχώς τα κατάφερα να σταματήσω. Δεν θα βγάλω κουβέντα και θα κοιμηθώ, εσύ όμως είπες πως έχεις ένα σωρό ωραία πράγματα να μου διηγηθείς. Μήπως… μήπως βρήκες τρόπο να μπεις στον μυστικό κήπο;»
Η Μαίρη κοίταξε το κουρασμένο προσωπάκι του και τα πρησμένα από το κλάμα μάτια του και η καρδιά της μαλάκωσε.
«Ναι… νομίζω πως βρήκα. Κι αν κοιμηθείς τώρα, θα σου πω αύριο».
Το χέρι του τρεμούλιασε.
«Αχ! Μαίρη. Αν κατάφερνα να μπω στον μυστικό κήπο, νομίζω πως θα τα κατάφερνα να μην πεθάνω. Μήπως, αντί να μου τραγουδήσεις το τραγούδι της παραμάνας σου, να μου πεις γλυκά, όπως εκείνη την πρώτη φορά, πώς φαντάζεσαι πως θα είναι εκεί μέσα; Είμαι σίγουρος πως θα με νανουρίσει, αν το ακούσω».
«Ναι» απάντησε η Μαίρη. «Κλείσε τα μάτια σου».
«Φαντάζομαι πως τον άφησαν τόσο καιρό αφρόντιστο, που όλα εκεί μέσα θα είναι ένα όμορφο μπερδεμένο κουβάρι. Φαντάζομαι πως τα τριαντάφυλλα θα έχουν σκαρφαλώσει και θα κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων και στον τοίχο και στο χώμα, και θα μοιάζουν σαν μια παράξενη γκρίζα ομίχλη. Μπορεί μερικές τριανταφυλλιές να έχουν ξεραθεί, οι περισσότερες όμως θα είναι ζωντανές και όταν έρθει το καλοκαίρι, ο κήπος θα είναι γεμάτος τριαντάφυλλα. Το χώμα θα είναι γεμάτο από κρίνους και χιονούλες και υάκινθους και ίριδες που θα προσπαθούν να ξεφυτρώσουν από τη γη. Και τώρα που ήρθε η άνοιξη, ίσως…»
Το απαλό μουρμουρητό της φωνής της νανούριζε όλο και περισσότερο τον Κόλιν. Η Μαίρη το πρόσεξε και συνέχισε.
«Μπορεί και να έχουν ξεπεταχτεί ήδη από το χώμα, και μπορεί και να υπάρχουν ολόκληρα παρτέρια με χρυσαφιούς και βιολετί κρόκους, ίσως κι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω. Ίσως τα φυλλαράκια να έχουν αρχίσει να ξεδιπλώνονται μέσα από τα ματάκια και ίσως αντί για το γκρίζο που ήταν πριν, τώρα να απλώνεται ένα πέπλο πράσινο και αραχνοΰφαντο στον κήπο και να σκεπάζει τα πάντα παντού. Και τα πουλιά θα έρχονται και θα κοιτάζουν, γιατί θα είναι ένα μέρος ήσυχο και σίγουρο. Κι ίσως, ίσως» συνέχισε πιο αργά και πιο γλυκά « ο κοκκινολαίμης να βρήκε το ταίρι του και να χτίζει τη φωλιά του».
Και πάνω εκεί ο Κόλιν αποκοιμήθηκε.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο έκτο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!» ΕΙΠΕ Η ΜΑΙΡΗ

Είχαν πολλά να κάνουν εκείνο το πρωινό και η Μαίρη άργησε να γυρίσει στο σπίτι. Και μετά είχε τέτοια βιασύνη να επιστρέψει στη δουλειά της που μόλις που θυμήθηκε τον Κόλιν την τελευταία στιγμή.
«Πες στον Κόλιν πως δεν μπορώ να πάω να τον δω προς το παρόν. Έχω πολλή δουλειά στον κήπο» είπε στη Μάρθα.
Η Μάρθα πήρε ένα κάπως φοβισμένο ύφος.
«Α, δεσποινίς Μαίρη, μπορεί να ξινίσει τα μούτρα άμα του το πω».
Η Μαίρη όμως δεν φοβόταν τον Κόλιν όπως έκαναν οι άλλοι και δεν ήξερε τι πάει να πει αυτοθυσία.
«Πρέπει να φύγω, με περιμένει ο Ντίκον» είπε κι έφυγε τρέχοντας.
Το απόγευμα ήταν ακόμη πιο όμορφο και πολυάσχολο από το πρωινό. Είχαν ξεριζώσει σχεδόν όλα τα αγριόχορτα από τον κήπο και είχαν κλαδέψει και σκαλίσει σχεδόν όλες τις τριανταφυλλιές και τα δέντρα. Ο Ντίκον είχε φέρει το δικό του φτυάρι και είχε δείξει στη Μαίρη πώς να χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της, κι έτσι παρόλο που το όμορφο ατίθασο μέρος δεν θα γινόταν ποτέ “κήπος κηπουρού”, προτού περάσει η άνοιξη θα μεταμορφωνόταν σε μια ζούγκλα γεμάτη λουλούδια και δέντρα που μεγάλωναν.
«Οι μηλιές και οι κερασιές θα γεμίσουν μπουμπούκια» είπε ο Ντίκον δουλεύοντας με όρεξη. «Και εκεί στον τοίχο θα είναι ροδακινιές και δαμασκηνιές, και το χορτάρι θα είναι σαν χαλί από λουλούδια».
Το αλεπουδάκι και το κοράκι ήταν τόσο χαρούμενα και απασχολημένα όσο και τα παιδιά, και ο κοκκινολαίμης και το ταίρι του πετούσαν από δω κι από κει σαν μικροσκοπικές αστραπές. Κάπου κάπου το κοράκι άνοιγε τα μαύρα φτερά του και πετούσε μακριά στις κορυφές των δέντρων του πάρκου. Και πάλι ξαναγύριζε και κούρνιαζε δίπλα στον Ντίκον και έκραζε σαν να διαλαλούσε τις περιπέτειές του, κι ο Ντίκον τού μιλούσε όπως έκανε με τον κοκκινολαίμη. Κάποια στιγμή που ο Ντίκον ήταν τόσο απασχολημένος που δεν του απάντησε αμέσως, ο Καπνιάς πέταξε στους ώμους του και τσίμπησε απαλά το αυτί του με το μακρύ του ράμφος. Όταν η Μαίρη θέλησε να ξεκουραστεί για λίγο, ο Ντίκον κάθισε μαζί της κάτω από ένα δέντρο και μια φορά έβγαλε τη φλογέρα από την τσέπη του και έπαιξε έναν παράξενο γλυκό σκοπό και δύο σκίουροι φάνηκαν πάνω στον τοίχο και κοιτούσαν κι είχαν στήσει αυτί.
«Σαν να φαίνεσαι πιο δυνατή από τα πριν» είπε ο Ντίκον καθώς κοιτούσε τη Μαίρη που έσκαβε. «Στα σίγουρα, φαίνεσαι διαφορετική».
Η Μαίρη έλαμπε από την άσκηση κι από την καλή διάθεση.
«Μέρα με τη μέρα παχαίνω περισσότερο» είπε ενθουσιασμένη. «Η κυρία Μέντλοκ θα πρέπει να μου αγοράσει μεγαλύτερα φορέματα. Η Μάρθα λέει πως τα μαλλιά μου πυκνώνουν. Δεν είναι τόσο λεπτά και άχαρα».
Ο ήλιος άρχιζε να δύει και να στέλνει χρυσαφιές ακτίνες που περνούσαν μέσα από τα δέντρα καθώς τα δυο παιδιά αποχωρίστηκαν.
«Θα κάνει καλό καιρό αύριο» είπε ο Ντίκον. «Θα έχω πιάσει δουλειά με το ξημέρωμα».
«Κι εγώ» είπε η Μαίρη.
Έτρεξε μέχρι το σπίτι όσο πιο γρήγορα την πήγαιναν τα πόδια της. Ήθελε να πει στον Κόλιν για το αλεπουδάκι του Ντίκον και για το κοράκι και για την ομορφιά που σκόρπιζε γύρω ο ανοιξιάτικος καιρός. Ήταν σίγουρη πως θα του άρεσε να τα μάθει όλα αυτά. Κι έτσι δεν το βρήκε και πολύ ευχάριστο όταν, ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου της, βρήκε τη Μάρθα να την περιμένει με το πρόσωπό της μέσα στη στενοχώρια.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Τι είπε ο Κόλιν όταν του είπες πως δεν μπορούσα να πάω να τον δω;»
«Αχ!» έκανε η Μάρθα. «Μακάρι να είχες πάει. Μόνο που δεν τον έπιασε ξανά η ζοχάδα του. Μου έφαγε όλο το απόγευμα να τον κάνω καλά. Όλο το ρολόι κοιτούσε».
Η Μαίρη δάγκωσε τα χείλη της. Όπως και ο Κόλιν, έτσι κι αυτή δεν ήταν συνηθισμένη να νοιάζεται για τους άλλους και δεν έβλεπε το λόγο που ένα κακομαθημένο παιδί θα έπρεπε να γίνει εμπόδιο σε κάτι που της άρεσε περισσότερο από καθετί να κάνει. Δεν ήξερε το παραμικρό για το πόσο αξιοθρήνητοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν αδιάθετοι και νευρικοί και που δεν ήξεραν να δαμάσουν τον θυμό τους και να μην κάνουν και τους άλλους να νιώθουν αδιάθετοι και νευρικοί. Όταν την έπιανε πονοκέφαλος στην Ινδία, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να πιάσει και όλους τους υπόλοιπους πονοκέφαλος ή κάτι εξίσου άσχημο. Και το θεωρούσε απόλυτα δικαιολογημένο. Φυσικά όμως τώρα ένιωθε πως ο Κόλιν δεν ήταν καθόλου σωστός.
Ο Κόλιν δεν ήταν στον καναπέ του όταν η Μαίρη πήγε στο δωμάτιό του. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ούτε που γύρισε το κεφάλι του όταν εκείνη μπήκε μέσα. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό ξεκίνημα και η Μαίρη τον πλησίασε ξινισμένη.
«Γιατί δεν σηκώθηκες;» του είπε.
«Σηκώθηκα το πρωί νομίζοντας πως θα ερχόσουν» απάντησε χωρίς να την κοιτάζει. «Τους έβαλα να με ξαναπάνε στο κρεβάτι μου το απόγευμα. Πονούσε η πλάτη μου και το κεφάλι μου, και ήμουν κουρασμένος. Γιατί δεν ήρθες;»
«Δούλευα στον κήπο με τον Ντίκον» είπε η Μαίρη.
Ο Κόλιν μούτρωσε και καταδέχτηκε να την κοιτάξει.
«Δεν θα επιτρέψω σε αυτό το αγόρι να έρχεται και να σε κάνει να κάθεσαι μαζί του αντί να έρχεσαι και να μιλάς με εμένα» της είπε.
Τη Μαίρη την έπιασαν τα νεύρα της. Μπορούσε να το κάνει χωρίς να πει το παραμικρό. Απλά ξίνιζε τα μούτρα και μουλάρωνε και ούτε που την ένοιαζε τι θα γινόταν μετά.
«Αν διώξεις τον Ντίκον, δεν θα ξανάρθω ποτέ στο δωμάτιό σου!» του απάντησε απότομα.
«Άμα το θέλω, θα έρθεις» είπε ο Κόλιν.
«Με τίποτα!» είπε η Μαίρη.
«Θα σε κάνω να έρθεις» είπε ο Κόλιν. «Θα βάλω να σε φέρουν με το ζόρι».
«Για να τολμήσουν, κύριε Μαχαραγιά!» είπε άγρια η Μαίρη. «Μπορούν να με φέρουν με το ζόρι, δεν μπορούν όμως και να με κάνουν να μιλήσω. Θα κάθομαι και θα τρίζω τα δόντια μου και δεν θα σου πω το παραμικρό. Ούτε που θα σε κοιτάξω. Θα κοιτάζω το πάτωμα!»
Καθώς κοιτούσαν έντονα ο ένας τον άλλον, μια χαρά ταίρι ήταν και οι δυο τους. Αν ήταν τίποτα αλανάκια, θα έστηναν καλή κλοτσοπατινάδα. Όπως είχαν τα πράγματα, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν.
«Είσαι εγωίστρια!» φώναξε ο Κόλιν.
«Μπα, κι εσύ τι είσαι;» ανταπόδωσε η Μαίρη. « Οι εγωιστές το λένε πάντα αυτό. Όποιος δεν κάνει αυτό που θέλουν, είναι εγωιστής. Εσύ είσαι περισσότερο εγωιστής από εμένα. Είσαι ο πιο εγωιστής από όλα τα αγόρια».
«Δεν είμαι!» ξέσπασε ο Κόλιν. «Δεν είμαι τόσο εγωιστής όσο ο καλός σου ο Ντίκον! Σε κρατάει να παίζετε στις βρωμιές ενώ εγώ είμαι μόνος μου. Είναι εγωιστής, άμα σου αρέσει!»
Τα μάτια της Μαίρης πέταξαν σπίθες.
«Είναι καλύτερος από όλα τα άλλα αγόρια!» είπε. Είναι… είναι σαν άγγελος!» Έμοιαζε λίγο ανόητο έτσι όπως το είπε, δεν την ένοιαζε όμως.
«Καλός άγγελος!» Ο Κόλιν κάγχασε. «Ένα χωριατόπαιδο σαν όλα τα άλλα είναι, από τη μεριά του χερσότοπου!»
«Καλύτερος από έναν συνηθισμένο Μαχαραγιά! Χίλιες φορές καλύτερος» ανταπάντησε η Μαίρη.
Μια και ήταν η πιο δυνατή από τους δυο τους, άρχιζε να παίρνει το πάνω χέρι. Η αλήθεια ήταν πως ο Κόλιν δεν είχε ποτέ του λογομαχήσει με κάποιον στα δικά του μέτρα και, όπως και να το πούμε, καλό του έκανε, παρότι ούτε εκείνος ούτε η Μαίρη το είχαν πάρει χαμπάρι. Το αγόρι γύρισε το κεφάλι του κατά το μαξιλάρι, έκλεισε τα μάτια και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Άρχιζε να νιώθει αξιολύπητα και στενοχωριόταν για τον εαυτό του, όχι για κανέναν άλλον.
«Δεν είμαι τόσο εγωιστής όσο εσύ, γιατί εγώ είμαι πάντα άρρωστος, και σίγουρα κάποιο εξόγκωμα θα έχει βγει στην πλάτη μου» είπε. «Κι εξάλλου θα πεθάνω».
«Δεν θα πεθάνεις!» τον κόντραρε ασυγκίνητη η Μαίρη.
Ο Κόλιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια αγανακτισμένος. Ούτε που είχε ξανακούσει να του λένε κάτι τέτοιο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κι ήταν έξαλλος μα και λίγο ευχαριστημένος, αν κάποιος μπορούσε να νιώθει και τα δυο συναισθήματα ταυτόχρονα.
«Δεν θα πεθάνω;» τσίριξε. «Θα πεθάνω! Το ξέρεις πως θα πεθάνω! Όλοι το λένε».
«Δεν το πιστεύω!» έκανε στριφνά η Μαίρη. «Το λες για να σε λυπούνται. Νομίζω πως το καμαρώνεις κιόλας. Δεν το πιστεύω! Αν ήσουν καλό παιδί, μπορεί και να ήταν αλήθεια, όμως είσαι πολύ κακός!»
Παρά την ασθενική πλάτη του, ο Κόλιν ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του γεμάτος δίκαιη οργή.
«Να φύγεις από το δωμάτιο!» φώναξε κι έπιασε το μαξιλάρι και το πέταξε κατά τη μεριά της. Δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να το πετάξει μακριά κι έτσι έπεσε στα πόδια της, όμως το πρόσωπο της Μαίρης μπλάβιασε.
«Φεύγω» είπε. «Κι ούτε που πρόκειται να ξανάρθω!»
Πήγε μέχρι την πόρτα και όταν την έφτασε, γύρισε ξανά προς τη μεριά του και είπε:
«Είχα να σου πω ένα σωρό όμορφα πράγματα. Ο Ντίκον έφερε μαζί του την αλεπού του και το κοράκι του και σκόπευα να σου μιλήσω για όλα αυτά. Τώρα δεν θα σου πω τίποτα!»
Βγήκε αποφασιστικά και έκλεισε την πόρτα ξοπίσω της, κι εκεί, προς μεγάλη της έκπληξη, βρήκε την εκπαιδευμένη νοσοκόμα να στέκεται σαν να τα είχε ακούσει όλα, και το πιο περίεργο ήταν ότι γελούσε, Ήταν μια μεγαλόσωμη ομορφογυναίκα που δεν της ταίριαζε καθόλου η δουλειά της, αφού ούτε τους ανάπηρους μπορούσε να αντέξει και όλο και έβρισκε δικαιολογίες για να αφήνει τον Κόλιν στη φροντίδα της Μάρθας ή οποιουδήποτε έπαιρνε τη θέση της. Η Μαίρη δεν τη χώνεψε ποτέ κι απλά έμεινε εκεί και την κοιτούσε καθώς εκείνη στεκόταν χαχανίζοντας μέσα στο μαντήλι της.
«Γιατί γελάς;» τη ρώτησε.
«Γελάω με εσάς τους δυο» είπε η νοσοκόμα. «Δεν θα μπορούσε να τύχει τίποτα καλύτερο σε αυτόν τον κακομαθημένο παρά να τον βάλει στη θέση του κάποιος το ίδιο κακομαθημένος» και γέλασε ξανά μέσα στο μαντήλι της. «Αν είχε μια στρίγκλα αδερφή για να μαλώνει μαζί της, τότε θα ήταν μια χαρά».
«Θα πεθάνει;»
«Ούτε που ξέρω ούτε και με νοιάζει» είπε η νοσοκόμα. «Αυτός τρέφεται μα την υστερία και τη ζοχάδα του».
«Τι είναι η υστερία;» ρώτησε η Μαίρη.
«Θα μάθετε αν τον πιάσει το κακό του μετά από όλα αυτά, πάντως τον κουρδίσατε καλά για να πάθει το υστερικό του, και πολύ το χαίρομαι».
Η Μαίρη γύρισε στο δωμάτιό της, δεν ένιωθε όμως όπως όταν είχε μόλις γυρίσει από τον κήπο. Την είχε πιάσει η στριμάδα της και απογοήτευση, δεν λυπόταν όμως τον Κόλιν. Ανυπομονούσε να του πει τόσα πράγματα και προσπαθούσε να αποφασίσει για το αν θα μπορούσε να του εμπιστευτεί το μεγάλο μυστικό. Είχε μισοκαταλήξει να τον εμπιστευτεί, τώρα όμως είχε αλλάξει γνώμη. Ποτέ δεν θα του έλεγε το παραμικρό και καλά θα έκανε να μείνει στο δωμάτιό του και να μην ξαναβγεί στον καθαρό αέρα κι άμα το ήθελε τόσο, ας πέθαινε! Μια χαρά θα του ταίριαζε! Ένιωθε τόσο ξινή και άσπλαχνη που για λίγο σχεδόν ξέχασε τον Ντίκον και το πράσινο πέπλο που απλωνόταν στη φύση και το απαλό αεράκι που ερχόταν από τον χερσότοπο.
Η Μάρθα την περίμενε και η ανησυχία στο πρόσωπό της είχε προσωρινά μεταμορφωθεί σε ενδιαφέρον και περιέργεια. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα ξύλινο κουτί ξεκαπάκωτο και ήταν γεμάτο τακτοποιημένα πακετάκια.
«Στο έστειλε ο κύριος Κρέιβεν» είπε η Μάρθα. «Σαν να έχει βιβλία με εικόνες μέσα».
Η Μαίρη θυμήθηκε τι την είχε ρωτήσει ο κύριος Κρέιβεν όταν είχε πάει στο δωμάτιό του. “Θέλεις κάτι: Κούκλες, παιχνίδια, βιβλία;” Άνοιξε το πακέτο ενώ αναρωτιόταν αν της είχε στείλει μια κούκλα, και αν ήταν πράγματι κούκλα, τι θα την έκανε; Δεν της έστειλε όμως κούκλα, αλλά πολλά όμορφα βιβλία σαν εκείνα που είχε ο Κόλιν, και μάλιστα δύο από αυτά ήταν για κήπους και γεμάτα εικόνες. Είχε και δυο τρία παιχνίδια κι επίσης μια όμορφη μικρή θήκη για να γράφει, που είχε πάνω ένα χρυσό μονόγραμμα και μια χρυσή πένα και ένα μελανοδοχείο.
Ήταν όλα τόσο όμορφα που η χαρά της άρχισε να παραμερίζει τον θυμό από το μυαλό της. Δεν το περίμενε να τη θυμηθεί ο κύριος Κρέιβεν, και η σκληρή καρδούλα της πήρε να μαλακώνει.
«Μπορώ να γράφω καλύτερα με μικρά γράμματα παρά με κεφαλαία» είπε «και το πρώτο που θα γράψω με αυτή εδώ την πένα θα είναι για να του πω πως νιώθω πολύ υποχρεωμένη».
Αν ήταν φίλη με τον Κόλιν, θα μπορούσε να πάει τρέχοντας και να του δείξει τα δώρα της, και οι δυο τους θα κοιτούσαν τις εικόνες και θα διάβαζαν από τα βιβλία κηπουρικής και ίσως και να έπαιζαν με τα παιχνίδια, κι ο Κόλιν θα το διασκέδαζε τόσο που ούτε μια φορά δεν θα σκεφτόταν πως θα πέθαινε ή θα ψηλάφιζε με το χέρι την πλάτη του για να δει αν έχει φυτρώσει κανένα εξόγκωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν κάτι που συνήθιζε να το κάνει, κι η Μαίρη δεν μπορούσε να το αντέξει. Την έκανε να νιώθει άβολα και φοβισμένη, γιατί ο Κόλιν έδειχνε κι εκείνος να φοβάται. Της είχε πει πως αν έβρισκε έστω κι ένα μικρό εξόγκωμα, θα ήξερε πως η καμπούρα του θα άρχιζε να μεγαλώνει. Αυτή την πεποίθηση την είχε αποκτήσει μετά από κάτι που είχε ακούσει την κυρία Μέντλοκ να ψιθυρίζει στη νοσοκόμα και το σκεφτόταν μοναχός του και του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Η κυρία Μέντλοκ είχε πει πως η πλάτη του πατέρα του είχε αρχίσει να κυρτώνει από τότε που εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Ο Κόλιν δεν το είχε πει ποτέ σε κανέναν άλλον εκτός από τη Μαίρη, ότι δηλαδή τα “ξεσπάσματά του”, όπως συνήθιζαν να τα λένε, οφείλονταν στον κρυφό υστερικό του φόβο. Η Μαίρη τον λυπήθηκε όταν της το είπε.
«Πάντα του το σκέφτεται όταν είναι θυμωμένος ή κουρασμένος» μονολόγησε. «Και σήμερα θύμωσε. Μπορεί και να το σκεφτόταν όλο το απόγευμα».
Απόμεινε ακίνητη να κοιτάζει σκεφτική το χαλί.
«Είπα πως δεν θα ξαναπατήσω στο δωμάτιό του» είπε διστακτικά σμίγοντας τα φρύδια της, «ίσως όμως, λέω ίσως, και να πάω να τον δω, αν θέλει, αύριο το πρωί. Μπορεί να προσπαθήσει να μου ξαναπετάξει το μαξιλάρι του, όμως, έτσι λέω, θα πάω».

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: ο μυστικός κήπος (Δέκατο πέμπτο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ

Μετά από μία ακόμα εβδομάδα βροχής ο ορίζοντας ξαναέγινε γαλάζιος και ο ήλιος έκαιγε. Παρότι η Αφέντρα η Μαίρη δεν είχε την ευκαιρία να δει ούτε τον Ντίκον ούτε τον μυστικό κήπο, πέρασε όμορφα τον καιρό της. Η εβδομάδα δεν της φάνηκε μεγάλη. Περνούσε κάποιες ώρες τη μέρα με τον Κόλιν στο δωμάτιό του, κουβεντιάζοντας για Ινδούς πρίγκιπες ή για κήπους ή τον Ντίκον και το χωριατόσπιτο στον χερσότοπο. Κοίταξαν τα υπέροχα βιβλία και τις ζωγραφιές και κάποιες φορές διάβαζε στον Κόλιν και άλλες πάλι της διάβαζε λιγάκι εκείνος. Όταν ο Κόλιν περνούσε καλά και ενδιαφερόταν για κάτι, η Μαίρη ένιωθε πως δεν έμοιαζε καθόλου ανήμπορος, εκτός από το ότι το πρόσωπό του ήταν άχρωμο και περνούσε τον καιρό του στον καναπέ.
«Είσαι τόσο πονηρή που και δεν ακούς και κάνεις του κεφαλιού σου μέσα στη νύχτα» είπε κάποια στιγμή η κυρία Μέντλοκ. «Δεν μπορώ να πω πάντως πως δεν ήταν για καλό όλο αυτό. Από τότε που γίνατε φίλοι, ο Κόλιν δεν έχει ξεσπάσματα ούτε τον έχει πιάσει το υστερικό του. Η νοσοκόμα σκόπευε να υποβάλει παραίτηση, τόσο που είχε μπουχτίσει, λέει όμως πως δεν την νοιάζει πια τώρα που έχεις αναλάβει κι εσύ υπηρεσία». Αυτό το είπε γελώντας λίγο.
Όταν κουβέντιαζε με τον Κόλιν, η Μαίρη είχε προσπαθήσει να είναι προσεκτική με το θέμα του μυστικού κήπου. Είχε αρκετά πράγματα να τον ρωτήσει, κατάλαβε όμως πως καλό θα ήταν να τα μάθαινε ρωτώντας τον πλαγίως. Πρώτα πρώτα, καθώς άρχισε να τον συμπαθεί, θέλησε να βρει αν ήταν ο τύπος του αγοριού που θα μπορούσε να κρατήσει μυστικό. Δεν έμοιαζε καθόλου στον Ντίκον, ήταν όμως τόσο ολοφάνερα χαρούμενος με την ιδέα του κήπου που κανείς δεν γνώριζε, ώστε αυτό την έκανε να πιστεύει πως μπορεί και να τον εμπιστευόταν. Το δεύτερο πράγμα που ήθελε να βρει ήταν το εξής: αν ήταν άτομο εμπιστοσύνης, θα μπορούσε να τον πάει στον κήπο χωρίς να το μάθει κανείς; Ο σπουδαίος γιατρός είχε πει πως έπρεπε να βγαίνει στον καθαρό αέρα και ο Κόλιν είχε πει πως δεν θα τον πείραζε να βρίσκεται στον καθαρό αέρα του μυστικού κήπου. Ίσως αν έπαιρνε πολύ καθαρό αέρα και γνώριζε τον Ντίκον και τον κοκκινολαίμη και έβλεπε τα πράγματα που μεγάλωναν, ίσως και να μην σκεφτόταν τόσο τον θάνατο. Η Μαίρη είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη μερικές φορές τώρα τελευταία και είχε αντιληφθεί ότι φαινόταν εντελώς διαφορετική από όταν είχε πρωτοέρθει από την Ινδία. Έμοιαζε καλύτερη. Ακόμη και η Μάρθα είχε διαπιστώσει τη διαφορά.
«Ο αγέρας από τον χερσότοπο σα να σε έσιαξε» είχε πει. «Μήτε τόσο κιτρινιάρα μήτε τόσο κοκκαλιάρα είσαι πια. Ακόμα και τα μαλλιά σου δεν είναι πατικωμένα σαν τα άχυρα. Σαν να ζωντάνεψαν κάτι τις».
«Είναι που γίνομαι πιο δυνατή και γεμίζω. Σίγουρα θα γίνουν ακόμα καλύτερα» είπε η Μαίρη.
«Έτσι φαίνεται» είπε η Μάρθα και της έστρωσε τα μαλλιά γύρω από το πρόσωπό της. «Δεν είσαι κι άσχημη, και σαν να κοκκίνισαν και λίγο τα μάγουλά σου».
Αν οι κήποι κι ο καθαρός αέρας τής είχαν κάνει καλό, τότε μπορεί να έκαναν καλό και στον Κόλιν. Από την άλλη όμως, αν δεν του άρεσε να τον βλέπουν οι άνθρωποι, τότε ίσως και να μην ήθελε να δει τον Ντίκον.
«Γιατί θυμώνεις όταν σε κοιτάζουν;» τον ρώτησε μια μέρα.
«Ποτέ δεν μου άρεσε, ακόμα κι όταν ήμουν πολύ μικρός» της απάντησε. «Μετά, όταν με πήγαν σε εκείνο το παραθαλάσσιο μέρος και περνούσα τη μέρα μου ξαπλωμένος στην άμαξά μου, όσοι περνούσαν κοιτούσαν, και οι κυρίες σταματούσαν για να μιλήσουν με τη νοσοκόμα μου και μετά άρχιζαν να ψιθυρίζουν και το ήξερα τότε πως έλεγαν πως δεν θα ζήσω για να μεγαλώσω. Και μετά κάποιες φορές οι κυρίες μού χάιδευαν το μάγουλο και έλεγαν “Καημένο παιδί!” Μια φορά με το που με χάιδεψε μια κυρία, έβαλα τις τσιρίδες και της δάγκωσα το χέρι. Φοβήθηκε τόσο που το έβαλε στα πόδια».
«Θα νόμιζε πως λύσσαξες σαν τα σκυλιά» είπε η Μαίρη κάπως απαξιωτικά.
«Σκοτίστηκα τι νόμιζε!» είπε ο Κόλιν σμίγοντας τα φρύδια του.
«Αναρωτιέμαι, πώς και δεν τσίριξες και δεν με δάγκωσες όταν μπήκα στο δωμάτιό σου» είπε η Μαίρη. Και μετά ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.
«Νόμιζα πως ήσουν ή φάντασμα ή όνειρο» της απάντησε. «Δεν μπορείς να δαγκώσεις ένα φάντασμα ή κάτι που βλέπεις στον ύπνο σου, κι αν τσιρίξεις, πολύ που σκοτίστηκαν».
«Αν κάποιο άλλο αγόρι σε κοιτούσε, ούτε αυτό θα σου άρεσε;» ρώτησε διστακτικά η Μαίρη.
Ο Κόλιν έγειρε πίσω στα μαξιλάρια και σκέφτηκε σοβαρά.
«Είναι ένα αγόρι» είπε αρκετά αργά, σαν να σκεφτόταν προσεκτικά την κάθε λέξη, «είναι ένα αγόρι που νομίζω πως δεν θα με πείραζε. Είναι εκείνο το αγόρι που ξέρει πού μένουν οι αλεπούδες, ο Ντίκον».
«Είμαι σίγουρη πως δεν θα σε ένοιαζε να σε κοιτάξει» συμφώνησε και η Μαίρη.
«Αφού δεν πειράζει τα πουλιά και τα άλλα ζώα, ίσως να μην πρέπει να πειράζει κι εμένα» είπε καθώς το κλωθογύριζε ακόμα στο μυαλό του. «Ο Ντίκον είναι κάτι σαν γητευτής των ζώων, κι εγώ είμαι ένα ανθρώπινο ζωάκι».
Και μετά έβαλε τα γέλια, και γέλασε κι η Μαίρη. Για την ακρίβεια κι οι δυο τους ξεκαρδίστηκαν και βρήκαν την ιδέα ενός ανθρώπινου μικρού ζώου που κρυβόταν στην τρύπα του πολύ αστεία.
Αυτό που ένιωσε η Μαίρη μετά από όλα αυτά ήταν το ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τον Ντίκον.
Το πρώτο πρωινό που ο ουρανός έγινε ξανά γαλανός, η Μαίρη ξύπνησε από νωρίς. Ο ήλιος τρύπωνε στο δωμάτιο από τις περσίδες και την έκανε να νιώσει τόση ευθυμία που πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο παράθυρο. Τράβηξε τις περσίδες και άνοιξε το παράθυρο και τότε ανάσανε τον μυρωδάτο καθαρό αέρα. Ο χερσότοπος είχε μια γαλαζωπή απόχρωση και όλος ο κόσμος έμοιαζε σαν να του είχε συμβεί Μαγεία. Εδώ κι εκεί ακουγόντουσαν απαλοί ήχοι σαν από φλογέρα, λες και ένα σμήνος πουλιά κούρδιζαν τις φωνές τους για να ξεκινήσουν μια συναυλία. Η Μαίρη έβγαλε το χέρι της έξω από το παράθυρο να το δει ο ήλιος.
«Ζέστανε ο καιρός, ζέστανε!» είπε. «Θα κάνει τις πράσινες κορυφές να ξεπεταχτούν περισσότερο και τους βολβούς και τις ρίζες να παλεύουν με όλη τους τη δύναμη κάτω από τη γη».
Γονάτισε κι έγειρε στο παράθυρο όσο πιο πολύ μπορούσε παίρνοντας βαθιές ανάσες και ρουθουνίζοντας στον αέρα μέχρι που την έπιασαν τα γέλια καθώς θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του Ντίκον για την άκρη της μύτης του που τρεμούλιαζε σαν του λαγού.
«Θα είναι πολύ νωρίς μάλλον» είπε μοναχή της. «Τα συννεφάκια είναι ρόδινα. Ποτέ μου δεν είδα τέτοιον ουρανό. Κανένας δεν έχει ξυπνήσει ακόμη. Ούτε τα παιδιά των στάβλων δεν ακούω».
Μια ξαφνική σκέψη την έκανε να πεταχτεί όρθια.
«Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θα πάω να δω τον κήπο!»
Είχε πια μάθει να ντύνεται μόνη της κι έβαλε τα ρούχα της μέσα σε πέντε λεπτά. Ήξερε πού ήταν ένα παραπόρτι που μπορούσε να ξεκλειδώσει και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες μόνο με τις κάλτσες κι έβαλε τα παπούτσια της όταν έφτασε στον χολ. Έβγαλε την αλυσίδα και τον σύρτη και ξεκλείδωσε την πόρτα και όταν την άνοιξε, πετάχτηκε έξω με έναν πήδο και βρέθηκε στο χορτάρι, που φαινόταν να έχει πρασινίσει, κι ο ήλιος την έλουζε και την τύλιγαν ζεστές και γλυκές μυρωδιές και τιτιβίσματα και κελαηδήματα που ερχόντουσαν από τους θάμνους και τα δέντρα. Έσφιξε τα χέρια της γεμάτη χαρά και κοίταξε τον ουρανό, κι ήταν τόσο γαλανός και ροδαλός και λαμπερός και καθαρός και γεμάτος από το ανοιξιάτικο φως που η Μαίρη ένιωσε πως ήθελε κι αυτή να τραγουδήσει δυνατά και κατάλαβε γιατί οι τσίχλες και οι κοκκινολαίμηδες και οι κορυδαλλοί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Έτρεξε ανάμεσα στους θάμνους και τα μονοπάτια τραβώντας κατά τον μυστικό κήπο.
«Είναι όλα τόσο διαφορετικά πια» είπε. «Το χορτάρι είναι πιο πράσινο και οι κορυφούλες έχουν ξεμυτίσει παντού και ξεδιπλώνουν και τα ματάκια με τα φυλλαράκια σκάσανε μύτη κι αυτά. Σίγουρα ο Ντίκον θα έρθει το απόγευμα».
Η διαρκής ζεστή βροχή είχε κάνει το θαύμα της στα χλοερά παρτέρια που συνόρευαν με το μονοπάτι του πιο κοντινού τοίχου. Πραγματάκια ξεφύτρωναν και σπρώχνονταν γύρω από τις ρίζες των φυτών, και εδώ κι εκεί το μάτι σου μπορούσε να δει πορφυρές και κίτρινες τουφίτσες να ξετυλίγονται γύρω από τους μίσχους των κρόκων. Έξι μήνες πριν, η Αφέντρα η Μαίρη ούτε που θα ενδιαφερόταν να δει πώς ξυπνούσε η φύση, τώρα όμως δεν της ξέφευγε το παραμικρό.
Όταν έφτασε εκεί που η πόρτα κρυβόταν κάτω από τον κισσό, αναπήδησε τρομαγμένη από έναν δυνατό ήχο. Ήταν το κρα-κρα του κορακιού και ερχόταν από την κορφή του τοίχου, και όταν η Μαίρη κοίταξε ψηλά, είδε πως καθόταν εκεί ένα μεγάλο πουλί με μαύρο και μπλε φτέρωμα και την παρατηρούσε προσεκτικά. Δεν είχε δει ποτέ της από τόσο κοντά κοράκι και ένιωσε κάπως νευρική, την επόμενη στιγμή όμως το κοράκι άπλωσε τα φτερά του και πέταξε πιο μακριά στη μέσα μεριά του κήπου. Η Μαίρη είχε την ελπίδα πως το κοράκι δεν θα έμενε εκεί μέσα και άνοιξε την πόρτα ενώ αναρωτιόταν αν τελικά θα έμενε ή όχι. Όταν πια μπήκε στον κήπο, είδε πως το κοράκι μάλλον σκόπευε να μείνει εκεί μέσα, γιατί είχε στρατοπεδεύσει σε μια χαμηλή μηλιά, και κάτω από το δεντράκι ήταν ξαπλωμένο ένα μικρό κοκκινωπό ζωάκι με μια φουντωτή ουρά, και τα δυο τους παρακολουθούσαν το γυρτό σώμα και το κόκκινο κεφάλι του Ντίκον, που γονατιστός στο χώμα δούλευε με πάθος.
Η Μαίρη έτρεξε στη μεριά του.
«Α, Ντίκον! Ντίκον!» φώναξε. «Πώς κατάφερες να έρθεις τόσο νωρίς; Πώς; Μόλις που βγήκε ο ήλιος!»
Ο Ντίκον σηκώθηκε γελώντας και το πρόσωπό του είχε μια λάμψη και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Τα μάτια του ήταν σαν ένα κομμάτι ουρανού.
«Μπα! Σηκώθηκα πολύ πριν από το ξημέρωμα. Πώς να έμενα στο κρεβάτι! Όλα τα καλά ξεκινάνε από πρωί να δουλεύουν, να κελαηδάνε, να σκαλίζουν το χώμα, να χτίζουν φωλιές, να μυρίζουν ολόγυρα. Οπότε θα βγεις, δεν θα μείνεις ξαπλωμένος. Όταν ο ήλιος έσκασε μύτη, όλος ο χερσότοπος τρελάθηκε από τη χαρά του, κι εγώ ήμουν ανάμεσα στα ρείκια και έτρεχα σαν τον τρελό φωνάζοντας και τραγουδώντας. Κι ήρθα κατευθείαν εδώ. Αφού ο κήπος περίμενε!»
Η Μαίρη έβαλε τα χέρια της στο στήθος ανασαίνοντας λαχανιασμένη, σαν να ήταν αυτή που είχε τρέξει.
«Α, Ντίκον, Ντίκον! Είμαι τόσο χαρούμενη, που μόλις που μπορώ να ανασάνω!»
Βλέποντάς τον να μιλά στο ξένο κορίτσι, το μικρόσωμο ζωάκι με τη φουντωτή ουρά σηκώθηκε από τη θέση του κάτω από το δέντρο και πλησίασε τον Ντίκον, και το κοράκι, κράζοντας μια φορά, πέταξε από το κλαδί του και ήρθε και κάθισε στον ώμο του αγοριού.
«Αυτό είναι το αλεπουδάκι» είπε ο Ντίκον χαϊδεύοντας το κοκκινωπό κεφαλάκι του ζώου. «Το όνομά του είναι Καπετάνιος. Κι αυτός εδώ είναι ο Καπνιάς. Ο Καπνιάς πέταγε από πάνω μου σε όλον τον χερσότοπο κι ο Καπετάνιος έτρεχε ξοπίσω μου σαν να τον κυνηγούσαν κυνηγόσκυλα. Και οι δυο τους ένιωθαν ό,τι κι εγώ».
Κανένα από τα δυο πλάσματα δεν έδειξε να φοβάται τη Μαίρη. Όταν ο Ντίκον άρχισε να τριγυρίζει στον κήπο, ο Καπνιάς έμεινε στον ώμο του και ο Καπετάνιος ακολουθούσε ήσυχα από δίπλα του.
«Δες εδώ!» είπε ο Ντίκον. «Κοίτα αυτά που ξεφύτρωσαν εδώ, κι εδώ κι εκεί! Α, κοίτα αυτά εδώ πέρα!»
Γονάτισε και η Μαίρη τον μιμήθηκε. Είχαν βρει μιαν ολόκληρη συστάδα από κρόκους που ξετύλιγαν τα πορφυρά, πορτοκαλί και χρυσά τους πέταλα. Η Μαίρη έσκυψε από πάνω τους και τους έδινε φιλιά.
«Ποτέ δεν φιλάς έναν άνθρωπο έτσι» είπε όταν σήκωσε το κεφάλι της. «Τα λουλούδια είναι τόσο διαφορετικά».
Ο Ντίκον χαμογέλασε, αν και δεν την πολυκατάλαβε.
«Μπα! Έτσι φιλάω τη μητέρα μου όταν έρχομαι από τον χερσότοπο κι έχω λείψει ολημερίς και τη βλέπω να περιμένει στην πόρτα κάτω από τον ήλιο και να μοιάζει τόσο χαρούμενη κι άνετη».
Έτρεξαν από τη μια στην άλλη μεριά του κήπου και βρήκαν τόσα θαυμαστά πράγματα που με το ζόρι συγκρατούσαν τον εαυτό τους να μη φωνάζουν παρά να ψιθυρίζουν ή να μιλάνε χαμηλόφωνα. Ο Ντίκον τής έδειξε τα φουσκωμένα ματάκια στα κλαδιά των τριανταφυλλιών που πιο πριν φαίνονταν ξερές. Της έδειξε δέκα χιλιάδες πράσινες μυτούλες που ξεπετάγονταν μέσα από τα βρύα. Κι οι δυο τους έσκυβαν κάθε τόσο και μύριζαν τη ζεστή ανοιξιάτικη γη. Κι έσκαβαν και ξερίζωναν αγριόχορτα και σιγογελούσαν εκστατικά μέχρι που τα μαλλιά της Αφέντρας της Μαίρης ανακατεύτηκαν τόσο όσο του Ντίκον και τα μάγουλά της κοκκίνισαν σχεδόν σαν τα δικά του.
Εκείνο το πρωινό ο κήπος ήταν γεμάτος με όλες τις χαρές του κόσμου και μέσα σε όλα τα υπέροχα, ήρθε και το πιο υπέροχο από όλα. Στα ξαφνικά κάτι πέταξε σαν τη σφαίρα από τη μεριά του τοίχου και προσγειώθηκε σε μια κοντινή γωνιά, κι είδαν τη λάμψη ενός κοκκινολαίμη που κάτι κρεμόταν από το ράμφος του.
«Στάκα ακίνητη» της ψιθύρισε ο Ντίκον στη βαριά διάλεκτό του. «Μη βγάλεις κιχ. Το ξέρα εγώ πως γύρευε ταίρι τελευταία που τον είδα. Είναι ο κοκκινολαίμης του Μπεν Γουέδερσταφ. Χτίζει τη φωλιά του. Θα μείνει εδώ πέρα αν δεν τον τρομάξουμε».
Κάθισαν στο γρασίδι κι έμειναν ακίνητοι.
«Δεν κάνει να δείχνουμε πως τον κατασκοπεύουμε» είπε ο Ντίκον. «Δε θα μας ξανάδινε σημασία αν έπαιρνε χαμπάρι πως χώνουμε τη μύτη μας στις δουλειές του. Μέχρι να τελειώσει το χτίσιμο θα είναι διαφορετικός. Στήνει το σπιτικό του. Θα είναι πιο ντροπαλός και θα τρομάζει πιο εύκολα. Δεν έχει καιρό για επισκέψεις και κουτσομπολιά τώρα. Τώρα εμείς πρέπει να μείνουμε ακίνητοι σαν να είμαστε ένα με το γρασίδι, τα δέντρα και τους θάμνους. Μετά, όταν συνηθίσει που είμαστε εδώ, θα του τερετίσω κάτι λίγο και θα καταλάβει πως δεν θέλουμε να τον ενοχλήσουμε».
Η Αφέντρα η Μαίρη δεν ήταν καθόλου σίγουρη πως ήξερε πώς να καταφέρει να γίνει ένα με το γρασίδι, τα δέντρα και τους θάμνους. Ο Ντίκον όμως το είπε σαν να ήταν το πιο απλό και φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, και ένιωσε πως του ήταν πολύ εύκολο να το κάνει, και πράγματι, για λίγα λεπτά, τον παρατήρησε προσεκτικά, ενώ αναρωτιόταν αν ήταν ποτέ δυνατόν το αγόρι να πρασινίσει έτσι απλά και να βγάλει κλαδιά και φύλλα. Εκείνος όμως καθόταν απλά εντελώς ακίνητος, κι όταν μίλησε η φωνή του ήταν τόσο σιγανή και απαλή που η Μαίρη παραξενεύτηκε πώς κατάφερε να τον ακούσει.
«Το χτίσιμο της φωλιάς γίνεται την άνοιξη» της είπε. «Βάζω στοίχημα πως κάθε άνοιξη γίνεται το ίδιο, από τότε που φτιάχτηκε ο κόσμος. Τα πουλιά και τα ζώα έχουν δικό τους τρόπο να σκέφτονται, και οι άνθρωποι είναι καλό να μην ανακατεύονται. Την άνοιξη είναι πιο εύκολο να τα χάσεις από φίλους αν είσαι περίεργος».
«Αφού μιλάμε γι’ αυτόν, δεν μπορώ να μη τον κοιτάζω» είπε η Μαίρη όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε. «Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι άλλο. Θέλω να σου πω κάτι».
«Κι αυτουνού θα του αρέσει να μιλήσουμε για κάτι άλλο» είπε ο Ντίκον. «Τι θέλεις να μου πεις;»
«Να… ξέρεις για τον Κόλιν;» ψιθύρισε.
Γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Τι ξέρεις για λόγου του;» τη ρώτησε.
«Τον είδα. Πήγαινα και του μιλούσα κάθε μέρα όλη αυτή την εβδομάδα. Θέλει να πηγαίνω να τον βλέπω. Λέει πως τον κάνω να ξεχνάει πως είναι άρρωστος και πεθαίνει» απάντησε η Μαίρη.
Ο Ντίκον, με το που καταλάγιασε η έκπληξη στο πρόσωπό του, φάνηκε ανακουφισμένος.
«Χαίρομαι» είπε με ζέση. «Πολύ το χαίρομαι. Με κάνει να νιώθω καλύτερα. Ήξερα πως δεν έπρεπε να μιλήσω για κείνον και δεν μου αρέσει να κρύβω πράγματα».
«Δεν σου αρέσει που κρατάς μυστικό τον κήπο;» είπε η Μαίρη.
«Ποτέ δε θα το πω σε κανέναν» της απάντησε. Λέω όμως στη μητέρα μου: “Μητέρα, έχω ένα μυστικό που πρέπει να κρατήσω. Δεν είναι κάτι κακό, το ξέρεις, Δεν είναι κακό, όπως δεν είναι κακό το να μη λες πού έχει τη φωλιά του ένα πουλί. Δεν σε πειράζει, έτσι;”»
Στη Μαίρη άρεσε να ακούει για τη μητέρα.
«Και τι σου είπε;» ρώτησε, γιατί πολύ ήθελε να μάθει.
Ο Ντίκον χαμογέλασε καλοσυνάτα.
«Αυτό που θα περίμενες να ακούσεις. Μου χάιδεψε το κεφάλι, γέλασε και λέει: “Α, αγόρι μου, έχε όσα μυστικά θέλεις. Σε ξέρω δώδεκα χρόνια”».
«Από πού έμαθες για τον Κόλιν;» ρώτησε η Μαίρη.
«Όποιος ξέρει για τον Αφέντη Κρέιβεν, ξέρει πως έχει κι ένα αγοράκι που είναι σακάτικο και ξέρει πως στον Αφέντη τον Κρέιβεν δεν αρέσει να το κουβεντιάζουν. Ο κόσμος τον λυπάται τον Αφέντη τον Κρέιβεν, γιατί η κυρία Κρέιβεν ήταν τόσο όμορφη κυρία και αγαπιόντουσαν οι δυο τους. Η κυρία Μέντλοκ κάνει μια στάση στο σπιτικό μας όποτε πάει στο Θουέιτ και δεν την πειράζει να μιλάει με τη μητέρα μπροστά μας, γιατί ξέρει πως έχουμε μάθει να είμαστε πιστοί. Πώς κι έμαθες για τον Κόλιν; Η Μάρθα ήταν πολύ φορτωμένη την τελευταία φορά που ήρθε σπίτι. Είπε πως τον άκουσε που ήταν ανήσυχος και πως της έκανε ερωτήσεις και πως αυτή δεν ήξερε τι να του απαντήσει».
Η Μαίρη τού είπε την ιστορία της για τότε που ο αέρας λυσσομανούσε τα μεσάνυχτα και την είχε ξυπνήσει, και για τους απόμακρους ήχους μιας φωνής όλο παράπονο, που την έκανε να πάρει ένα κερί και να τριγυρίζει στους σκοτεινούς διαδρόμους, και που έφτασε να ανοίξει την πόρτα που έβγαζε σε ένα δωμάτιο με χαμηλό φως, κι είχε εκεί ένα κρεβάτι με τέσσερις κολώνες. Όταν περιέγραψε το μικρό ωχρό πρόσωπο με τα παράξενα μάτια και τις πυκνές μαύρες βλεφαρίδες, ο Ντίκον κούνησε το κεφάλι του.
«Έχει τα ίδια μάτια με τη μητέρα του, μοναχά που εκείνης γελούσαν συνέχεια, έτσι λένε» της είπε. «Λένε πως ο κύριος Κρέιβεν δεν αντέχει να τον βλέπει όταν είναι ξύπνιος, κι αυτό γιατί τα μάτια του είναι τόσο ίδια με της μητέρας του αλλά δείχνουν τόσο διαφορετικά στο μίζερό του πρόσωπο».
«Νομίζεις πως ο πατέρας του θέλει να πεθάνει;» ψιθύρισε η Μαίρη.
«Όχι, θα ευχόταν όμως να μην έχει γεννηθεί ποτέ. Η μητέρα λέει πως αυτό είναι ό,τι χειρότερο για ένα παιδί. Αυτός που νιώθει πως δεν τον θέλουν, δεν έχει προκοπή. Ο Αφέντης ο Κρέιβεν μπορεί να αγοράσει με τα λεφτά του ό,τι θα γύρευε το καημένο το παιδί, από την άλλη όμως προτιμάει να ξεχνάει πως υπάρχει. Και το κάνει, γιατί φοβάται πως θα έρθει μια μέρα που το παιδί θα έχει μεγαλώσει κι αυτός θα το κοιτάξει και θα δει πως έγινε καμπούρης».
«Κι ο Κόλιν το ίδιο φοβάται και μάλιστα τόσο, που δεν θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι» είπε η Μαίρη. «Λέει πως πάντα του σκέφτεται πως αν νιώσει να βγαίνει κανένα εξόγκωμα, θα τρελαθεί και θα βάλει τις φωνές και δεν θα σταματάει».
«Α, μα δεν πρέπει να κάθεται και να σκέφτεται τέτοια πράγματα» είπε ο Ντίκον. «Ποιο παιδί μπορεί να γίνει καλά αν σκέφτεται τέτοια;»
Η αλεπού ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι κοντά του και πότε πότε τον κοιτούσε ζητώντας χάδια, κι ο Ντίκον έσκυβε και της έτριβε απαλά τον λαιμό και μετά έμενε σιωπηλός για λίγο και σκεφτόταν. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ολόγυρά του τον κήπο.
«Όταν πρωτοήρθαμε εδώ» είπε «όλα ήταν γκρίζα. Κοίταξε γύρω σου τώρα και πες μου αν έχει διαφορά».
Η Μαίρη κοίταξε και σαν να της πιάστηκε η ανάσα.
«Πωπω!» φώναξε. «Ο γκρίζος τοίχος αλλάζει. Μοιάζει λες και μια πράσινη ομίχλη σέρνεται επάνω του. Μοιάζει σαν ένα διάφανο πράσινο πέπλο».
«Έτσι είναι» είπε ο Ντίκον. «Κι όλο και θα πρασινίζει, μέχρι που το γκρίζο θα εξαφανιστεί. Μαντεύεις τι σκεφτόμουνα;»
«Κάτι καλό» είπε πρόθυμα η Μαίρη. «Μάλλον κάτι για τον Κόλιν».
«Σκεφτόμουν πως αν ερχόταν εδώ, δεν θα ασχολιόταν όλη την ώρα με το αν θα να φύτρωνε κάτι στην πλάτη του. Θα έψαχνε τα μπουμπούκια στις τριανταφυλλιές και μάλλον θα του έκανε καλό» εξήγησε ο Ντίκον. «Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να τον κάνουμε να έρθει μέχρι εδώ και να κάτσει κάτω από τα δέντρα με το καρότσι του».
«Αυτό αναρωτιόμουν κι εγώ. Κάθε φορά που μιλούσαμε, αυτό σκεφτόμουν» είπε η Μαίρη. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να κρατήσει μυστικό και αν θα καταφέρναμε να τον φέρουμε εδώ χωρίς να μας δει κανείς. Σκέφτηκα πως ίσως και να μπορούσες εσύ να σπρώξεις το καροτσάκι του. Ο γιατρός είπε πως πρέπει να πάρει καθαρό αέρα, κι αν ο Κόλιν θέλει να τον βγάλουμε έξω, κανένας δεν θα τολμήσει να τον παρακούσει. Αν οι άλλοι του πουν να βγει, δεν θα τους κάνει το χατίρι, κι ίσως πάλι κι εκείνοι να θέλουν να βγει μαζί μας. Θα μπορούσε να διατάξει τους κηπουρούς να φύγουν, για να μην το καταλάβουν πως βγαίνει έξω».
Ο Ντίκον σκεφτόταν στα σοβαρά ενώ έξυνε τη ράχη του Καπετάνιου.
«Σίγουρα θα του κάνει καλό» είπε. «Εμείς δεν σκεφτόμαστε πως θα ήταν καλύτερα να μην είχε γεννηθεί. Εμείς θα είμαστε δύο παιδιά που βλέπουν έναν κήπο να μεγαλώνει, κι αυτός θα είναι άλλο ένα παιδί. Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που κοιτάζουν την άνοιξη. Στο υπογράφω πως θα είναι καλύτερο κι από συνταγή γιατρού».
«Είναι τόσο καιρό στο κρεβάτι κλεισμένος στο δωμάτιό του και φοβάται τόσο πολύ για την πλάτη του, που έγινε παράξενος» είπε η Μαίρη. «Έχει μάθει πολλά μέσα από τα βιβλία του, αλλά δεν ξέρει τίποτα άλλο. Λέει ότι ήταν πολύ άρρωστος για να ασχοληθεί με τα πράγματα γύρω του και ότι δεν του αρέσει να βγαίνει έξω και ότι δεν του αρέσουν οι κήποι και οι κηπουροί. Του αρέσει όμως να ακούει για αυτόν εδώ τον κήπο, γιατί είναι μυστικό. Δεν τόλμησα να του πω πολλά πράγματα, είπε όμως πως ήθελε να τον δει».
«Θα τον φέρουμε εδώ κάποια στιγμή, αυτό είναι σίγουρο» είπε ο Ντίκον. «Μια χαρά θα έσπρωχνα το καροτσάκι του. Παρατήρησες πώς δουλεύει ο κοκκινολαίμης με το ταίρι του, όση ώρα καθόμαστε εδώ; Κοίτα τον πώς έχει κουρνιάσει σε κείνο το κλαδί κι αναρωτιέται πού είναι καλύτερα να βάλει το κλαδάκι που έχει στο ράμφος του».
Ο Ντίκον έκανε ένα χαμηλό σφύριγμα, και ο κοκκινολαίμης γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε εξεταστικά, κρατώντας ακόμη το κλαδάκι στο ράμφος του. Ο Ντίκον τού μίλησε όπως έκανε κι ο Μπεν Γουέδερσταφ, αλλά το ύφος του Ντίκον ήταν σαν να συμβούλευε φιλικά το πουλί.
«Όπου κι αν το βάλεις, καλά θα είναι» είπε. «Ακόμα δεν είχες σκάσει από το αυγό κι ήξερες πώς να φτιάξεις φωλιά. Άντε, προχώρα τη δουλειά σου. Δεν έχεις καιρό για χάσιμο».
«Αχ! Πώς μ’ αρέσει να σε ακούω να του μιλάς!» είπε η Μαίρη γελώντας χαρούμενη. «Ο Μπεν Γουέδερσταφ τον μαλώνει και τον κοροϊδεύει, κι αυτός χοροπηδάει και κοιτάζει λες κι έχει καταλάβει τα πάντα, και ξέρω πως του αρέσει. Ο Μπεν Γουέδερσταφ λέει πως είναι τόσο φαντασμένος που καλύτερα θα το είχε να του πετάνε πέτρες παρά να μην του δίνουν σημασία».
Ο Ντίκον γέλασε κι αυτός και συνέχισε:
«Ξέρεις πως δεν θα σου γίνουμε μπελάς» είπε στον κοκκινολαίμη. «Σα να είμαστε κι εμείς ζούδια, ένα πράμα. Σα να φτιάχνουμε κι εμείς φωλιά. Κοίτα μη μας μαρτυρήσεις»
Και παρόλο που ο κοκκινολαίμης δεν απάντησε, γιατί είχε απασχολημένο το ράμφος του, η Μαίρη κατάλαβε πως όταν πέταξε στη γωνιά του με το κλαδάκι του, η σοβαρή ματιά του σήμαινε πως δεν θα αποκάλυπτε το μυστικό τους με τίποτα.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο τέταρτο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΙΝΔΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Το επόμενο πρωί η ομίχλη είχε σκεπάσει τον χερσότοπο και η βροχή δεν είχε σταματήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει έξω η Μαίρη. Και η Μάρθα ήταν τόσο απασχολημένη που το μικρό κορίτσι δεν είχε ευκαιρία να της μιλήσει, το απόγευμα όμως της ζήτησε να έρθει και να της κάνει παρέα στο παιδικό δωμάτιο. Η Μάρθα ήρθε φέρνοντας μαζί της και τις κάλτσες που έπλεκε όταν δεν είχε κάποια άλλη δουλειά να κάνει.
«Τι σε έπιασε;» τη ρώτησε με το που κάθισε. «Σαν να χεις κάτι να μου πεις».
«Έχω. Βρήκα τι ήταν το κλάμα που άκουγα» είπε η Μαίρη.
Η Μαίρη άφησε το πλεκτό της να πέσει στα γόνατά της και την κοίταξε τρομαγμένη.
«Αποκλείεται!» φώναξε.
«Το άκουσα τη νύχτα» συνέχισε η Μαίρη. «Κι έτσι σηκώθηκα και πήγα να δω από πού ερχόταν. Ήταν ο Κόλιν. Τον βρήκα».
Το πρόσωπο της Μάρθας μπλάβιασε από την τρομάρα.
«Α! Δεσποινίς Μαίρη!» είπε μισοκλαίγοντας. Δεν έπρεπε να το κάνεις, δεν έπρεπε. Θα με βάλεις σε μπελάδες. Εγώ δεν σου είπα ποτές μου για το αγόρι… μα θα βρω μπελά. Θα χάσω τη δουλειά μου και τι θα κάνει η μητέρα!»
«Δεν θα χάσεις τη δουλειά σου» είπε η Μαίρη. «Ο Κόλιν χάρηκε που πήγα. Κουβεντιάσαμε ώρα και μου είπε πως χάρηκε που πήγα».
«Αλήθεια;» φώναξε η Μάρθα. «Στα σίγουρα; Δεν ξέρεις πώς είναι όταν τον πιάνει το κακό του. Είναι μεγάλος για να κλαίει σαν το μωρό, αλλά όταν τον πιάνει, θα μπήξει τις φωνές μόνο και μόνο να μας τρομάξει. Ξέρει πως είμαστε υπηρέτες».
«Δεν τον είχε πιάσει το κακό του» είπε η Μαίρη. «Τον ρώτησα αν έπρεπε να φύγω και μου είπε να μείνω. Με ρωτούσε διάφορα κι εγώ είχα κάτσει σε ένα μεγάλο σκαμνί και του μιλούσα για την Ινδία και για τον κοκκινολαίμη και τους κήπους. Δεν ήθελε να φύγω. Με άφησε να δω τον πίνακα της μητέρας του. Προτού φύγω, του τραγούδησα για να τον νανουρίσω».
Το στόμα της Μάρθας έχασκε από την έκπληξη.
«Δεν σε πιστεύω!» διαμαρτυρήθηκε. «Είναι σαν να μπήκες κατευθείαν στο λημέρι ενός λιονταριού. Αν ήταν όπως τις περισσότερες φορές, θα τον έπιανε τέτοιος θυμός που θα ξεσήκωνε το σπίτι. Δεν θέλει να τον χαζεύουν οι ξένοι».
«Εμένα με άφησε. Τον κοίταζα συνέχεια και με κοίταζε κι εκείνος. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον» είπε η Μαίρη.
«Δεν ξέρω τι να κάνω!» φώναξε νευρικά η Μάρθα. «Αν το μάθει η κυρία Μέντλοκ, θα νομίζει ότι παράκουσα τις εντολές και στα είπα όλα και θα με στείλει πακέτο πίσω στη μητέρα μου».
«Ο Κόλιν δεν θα πει τίποτα στην κυρία Μέντλοκ, για την ώρα τουλάχιστον. Στην αρχή θα το έχουμε σαν μυστικό» είπε η Μαίρη με σοβαρότητα. «Και λέει ακόμα πως όλοι είναι υποχρεωμένοι να του κάνουν τα χατίρια».
«Α, όσο γι’ αυτό, τι κακό παιδί!» αναστέναξε η Μάρθα σκουπίζοντας το μέτωπό της με την ποδιά της.
«Λέει πως η κυρία Μέντλοκ πρέπει να του κάνει τα χατίρια. Κι ότι με θέλει να πηγαίνω και να του μιλάω κάθε μέρα. Κι εσύ θα μου λες πότε θέλει να πάω να τον δω».
«Εγώ!» έσκουξε η Μάρθα. «Θα χάσω τη δουλειά μου, στα σίγουρα θα τη χάσω!»
«Δεν θα τη χάσεις αν κάνεις ό,τι θέλει, κι όλοι έχουν διαταγή να τον υπακούουν» είπε η Μαίρη.
«Θέλεις να πεις» φώναξε η Μάρθα με τα μάτια ορθάνοιχτα «πως ήταν καλός μαζί σου!»
«Νομίζω πως με συμπάθησε κάπως» απάντησε η Μαίρη.
«Τότε θα τον μάγεψες!» έβγαλε το συμπέρασμα η Μάρθα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Θέλεις να πεις Μαγεία;» ζήτησε να μάθει η Μαίρη. «Άκουσα να λένε για τη Μαγεία στην Ινδία, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω Μαγεία. Απλά πήγα στο δωμάτιό του και πήρα τέτοια έκπληξη όταν τον είδα, που στεκόμουν εκεί και τον κοιτούσα. Και τότε γύρισε στη μεριά μου και με κοίταξε. Και νόμιζε πως ήμουν φάντασμα ή όνειρο, κι εγώ πάλι νόμιζα πως εκείνος μπορεί να ήταν φάντασμα ή όνειρο. Κι ήταν τόσο παράξενο που ήμασταν μόνοι μας εκεί πέρα στη μέση της νύχτας και δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Κι αρχίσαμε να κάνουμε ερωτήσεις ο ένας στον άλλον. Κι όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να φύγω, είπε πως όχι».
«Πάει, χάλασε ο κόσμος!» έκανε έκπληκτη η Μάρθα.
«Τι πρόβλημα έχει;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κανένας δεν ξέρει στα σίγουρα» είπε η Μάρθα. «Ο κύριος Κρέιβεν έχασε τα μυαλά του όταν γεννήθηκε το αγόρι. Οι γιατροί έλεγαν πως έπρεπε να μπει σε άσυλο. Κι ήταν επειδή είχε πεθάνει η κυρία Κρέιβεν κατά πώς σου είπα. Δεν ήθελε να δει καν το μωρό. Τον είχε πιάσει κρίση κι έλεγε πως θα γινόταν άλλος ένας καμπούρης σαν εκείνον και πως καλύτερα να πέθαινε».
«Είναι καμπούρης ο Κόλιν;» ρώτησε η Μαίρη. «Δεν μου έμοιαζε για τέτοιος».
«Δεν έχει γίνει ακόμα» είπε η Μάρθα. «Στραβογεννήθηκε όμως. Η μητέρα είπε πως είχε τόση φωνή κι αντάρα το σπίτι που σε κανένα παιδί δεν θα έβγαινε σε καλό. Φοβόντουσαν πως η πλάτη του ήταν αδύναμη και όλο τον φρόντιζαν, να είναι πάντα ξαπλωμένος, να μην περπατάει. Κάποτε τον έκαναν να φορέσει ένα στήριγμα για την πλάτη του, μα έκανε τόση φασαρία το παιδί που αρρώστησε με τη μία. Μετά ήρθε ένας σπουδαίος γιατρός και τους είπε να βγάλουν το στήριγμα. Μίλησε πολύ απότομα στον άλλον γιατρό, ευγενικά όμως. Είπε πως παραήταν πολλά τα γιατρικά για το παιδί και πως όλοι το είχαν κακομάθει».
«Πιστεύω πως είναι πολύ κακομαθημένος» είπε η Μαίρη.
«Το χειρότερο παιδί!» είπε η Μάρθα. «Δεν λέω, ήταν καιρός που ήταν στ’ αλήθεια άρρωστος. Δυο τρεις φορές πήρε τέτοιο κρύωμα που κόντεψε να πεθάνει. Μια φορά έπαθε ρευματικό πυρετό κι άλλη μια τύφο. Α, μια τρομάρα που πήρε η κυρία Μέντλοκ τότε! Το αγόρι είχε χάσει τα μυαλά του, κι εκείνη μιλούσε στη νοσοκόμα, νομίζοντας πως δεν καταλάβαινε το παιδί, και της έλεγε: “ Αυτή τη φορά θα πεθάνει στα σίγουρα, κι αυτό θα είναι το καλύτερο και γι’ αυτό και για όλους μας”. Και το κοίταξε, κι αυτό είχε τα μεγάλα του μάτια ορθάνοιχτα και την κοιτούσε σοβαρά. Η κυρία Μέντλοκ δεν ήξερε τι να πει, το παιδί όμως συνέχισε να την κοιτάζει και κάποια στιγμή της λέει: “Φέρε μου λίγο νερό και πάψε να μιλάς”».
«Λες να πεθάνει;» ρώτησε η Μαίρη.
«Η μητέρα λέει πως δεν έχει λόγο να ζήσει ένα παιδί όταν δεν παίρνει καθαρό αέρα και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μένει ξαπλωμένο και να διαβάζει βιβλία με ζωγραφιές και να παίρνει φάρμακα. Είναι αδύναμος και δεν του αρέσει όλη αυτή η φασαρία μέχρι να βγει έξω και αρπάζει τόσο εύκολα κρύωμα που λέει ότι τον αρρωσταίνει».
Η Μαίρη κάθισε και κοίταξε τη φωτιά.
«Αναρωτιέμαι» είπε αργά «αν θα του έκανε καλό να πάει έξω στον κήπο και να κοιτάζει τα πράγματα καθώς μεγαλώνουν. Εμένα μου έκανε καλό».
«Μια από τις χειρότερες κρίσεις που έπαθε» είπε η Μάρθα «ήταν όταν τον πήγαν εκεί που είναι τα τριαντάφυλλα δίπλα στο σιντριβάνι. Είχε διαβάσει πως οι άνθρωποι μπορούσαν να πάθουν κάτι που το έλεγαν ‘κρύωμα από τα τριαντάφυλλα” κι άρχισε να φταρνίζεται και να λέει πως αυτό έπαθε, και τότε πέρασε από εκεί ένας καινούριος κηπουρός που δεν ήξερε τους κανονισμούς και το κοίταξε με περιέργεια. Το αγόρι το έπιασαν τα νεύρα του και είπε πως ο κηπουρός το κοιτούσε γιατί θα γινόταν καμπούρης. Τελικά έκλαψε τόσο πολύ που ανέβασε πυρετό και ήταν άρρωστο όλη τη νύχτα».
«Αν ποτέ του μου θυμώσει, ούτε που θα πάω να τον ξαναδώ» είπε η Μαίρη.
«Άμα θέλει, θα πας» είπε η Μάρθα. «Καλά θα κάνεις να το ξέρεις από την αρχή αυτό».
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα κουδούνι, και η Μάρθα μάζεψε το πλεκτό της.
«Μου φαίνεται πως η νοσοκόμα θέλει να μείνω μαζί του για λίγο» είπε. «Ελπίζω να είναι στα καλά του».
Έλειψε κοντά στα δέκα λεπτά και μετά ήρθε πίσω με μια παραξενεμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
«Για δες, τον έχεις μαγέψει!» είπε. «Κάθεται στον καναπέ του με τα βιβλία του με τις ζωγραφιές. Είπε στη νοσοκόμα του να λείψει μέχρι τις έξι. Εγώ περίμενα στο διπλανό δωμάτιο. Με το που έφυγε η νοσοκόμα, με φώναξε και μου λέει: “ Θέλω να έρθει η Μαίρη Λένοξ και να κάτσει να κουβεντιάσουμε, και θυμήσου να μην το πεις σε κανέναν άλλον”. Καλά θα κάνεις να πας όσο πιο γρήγορα».
Άλλο που δεν ήθελε η Μαίρη. Δεν επιθυμούσε να δει τον Κόλιν τόσο όσο τον Ντίκον, όμως ήθελε πολύ.
Όταν μπήκε στο δωμάτιό του, μια χαρούμενη φωτιά έκαιγε στο τζάκι, και στο φως της ημέρας είδε πως το δωμάτιο ήταν πραγματικά όμορφο. Τα χαλιά, οι κουρτίνες, οι πίνακες και τα βιβλία στους τοίχους είχαν φωτεινά χρώματα που το έκαναν να μοιάζει λαμπερό και άνετο ακόμα και μέσα στη βροχή και τον γκρίζο ουρανό έξω. Ο Κόλιν έμοιαζε κι αυτός σαν ζωγραφιά. Ήταν τυλιγμένος με μια βελούδινη ρόμπα και καθόταν ακουμπισμένος σε ένα μεγάλο μπροκάρ μαξιλάρι. Τα μάγουλά του ήταν ροδοκόκκινα.
«Έλα μέσα» της είπε. «Σε σκεφτόμουν όλο το πρωί».
«Κι εγώ σε σκεφτόμουν» απάντησε η Μαίρη. «Δεν ξέρεις πόσο τρόμαξε η Μάρθα. Λέει πως η κυρία Μέντλοκ θα νομίζει πως αυτή μου μίλησε για σένα και θα τη διώξει».
Ο Κόλιν μούτρωσε.
«Πες της να έρθει εδώ» είπε. «Είναι στο διπλανό δωμάτιο».
Η Μαίρη πήγε κι έφερε τη Μάρθα. Η καημένη η Μάρθα έτρεμε ολόκληρη. Ο Κόλιν ήταν ακόμα μουτρωμένος.
«Κάνεις ό,τι επιθυμώ ή όχι;» απαίτησε να μάθει.
«Κάνω ό,τι επιθυμείτε, κύριε» τραύλισε η Μάρθα, αναψοκοκκινισμένη.
«Η Μέντλοκ κάνει ό,τι επιθυμώ;»
«Όλοι κάνουν ό,τι επιθυμείτε, κύριε» είπε η Μάρθα.
«Ωραία, λοιπόν. Αν εγώ σε διατάξω να μου φέρεις τη Δεσποινίδα Μαίρη, πώς μπορεί να σε διώξει η Μέντλοκ αν το μάθει;»
«Σας παρακαλώ, κύριε, μην την αφήσετε να το μάθει» παρακάλεσε η Μάρθα.
«Αυτήν θα διώξω αν τολμήσει να πει κάτι τέτοιο» είπε ο Αφέντης Κρέιβεν μεγαλόπρεπα. «Κι αυτό δεν θα της άρεσε καθόλου, να είσαι σίγουρη».
«Σας ευχαριστώ, κύριε, εγώ θέλω να κάνω το καθήκον μου» είπε η Μάρθα κάνοντας μιαν υπόκλιση.
«Οι επιθυμίες μου είναι καθήκον σου» είπε ο Κόλιν ακόμα πιο μεγαλόπρεπα. «Θα φροντίσω την περίπτωσή σου. Πήγαινε τώρα».
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τη Μάρθα, ο Κόλιν είδε την Αφέντρα τη Μαίρη να τον κοιτάζει σαν να την είχε βάλει σε σκέψεις.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» τη ρώτησε. «Τι σκέφτεσαι;»
«Σκέφτομαι δύο πράγματα».
«Και ποια είναι αυτά; Έλα κάτσε και πες μου».
«Το πρώτο είναι αυτό» είπε η Μαίρη ενώ καθόταν στο μεγάλο σκαμνί. «Κάποτε στην Ινδία είδα ένα αγόρι που ήταν πρίγκιπας. Ήταν στολισμένο με ρουμπίνια και σμαράγδια και διαμάντια από πάνω μέχρι κάτω. Μιλούσε στους ανθρώπους του όπως μίλησες εσύ στη Μάρθα. Όλοι έπρεπε να κάνουν ό,τι τους έλεγε, στο λεπτό. Νομίζω πως θα τους σκότωναν αν δεν το έκαναν».
«Θα μου πεις για τον πρίγκιπα, πρώτα όμως πες μου ποιο είναι το δεύτερο».
«Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικός είσαι από τον Ντίκον» είπε η Μαίρη.
«Ποιος είναι ο Ντίκον;» τη ρώτησε. «Τι παράξενο όνομα!»
Η Μαίρη σκέφτηκε πως δεν θα ήταν κακό να του πει. Μπορούσε να του μιλήσει για τον Ντίκον χωρίς να αναφέρει τον μυστικό κήπο. Κι αυτής της άρεσε πολύ όταν της μιλούσε η Μάρθα για τον αδελφό της. Κι εξάλλου ήθελε πολύ να μιλήσει για τον Ντίκον. Έτσι θα ήταν σαν να τον είχε κοντά της.
«Είναι ο αδελφός της Μάρθας. Είναι δώδεκα χρονών» εξήγησε. «Δεν μοιάζει με κανέναν άλλον στον κόσμο. Μπορεί να μαγέψει αλεπούδες και σκίουρους και πουλιά όπως μαγεύουν τα φίδια οι ιθαγενείς στην Ινδία. Παίζει έναν πολύ απαλό σκοπό στη φλογέρα του και αυτά έρχονται και στήνουν αυτί».
Πάνω στο τραπέζι ο Κόλιν είχε κάτι μεγάλα βιβλία και ξαφνικά τράβηξε ένα προς το μέρος του.
«Έχει μια εικόνα ενός γητευτή φιδιών εδώ μέσα» φώναξε ενθουσιασμένος. «Έλα να δεις».
Το βιβλίο ήταν όμορφο με υπέροχες χρωματιστές εικόνες και ο Κόλιν έδειξε μία από αυτές.
«Μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο;» ρώτησε με ενθουσιασμό.
«Έπαιξε τη φλογέρα του κι αυτά άκουγαν» εξήγησε η Μαίρη. «Δεν λέει όμως πως είναι Μαγεία. Λέει πως αυτό γίνεται γιατί ζει στον χερσότοπο τόσο καιρό και ξέρει τους τρόπους τους. Λέει πως είναι φορές που κι ο ίδιος νιώθει σαν να είναι πουλί ή λαγός, τόσο πολύ τα συμπαθεί. Νομίζω πως μιλούσε με τον κοκκινολαίμη και του έκανε ερωτήσεις. Φαινόταν σαν να μιλούσαν μεταξύ τους κάνοντας χαμηλά τιτιβίσματα.
Ο Κόλιν έγειρε ξανά στο μαξιλάρι του και τα μάτια του έμοιαζαν ακόμη πιο μεγάλα και τα μάγουλά του σαν να έκαιγαν.
«Πες μου κι άλλα γι’ αυτόν» είπε.
«Ξέρει τα πάντα για τις φωλιές και τα αυγά» συνέχισε η Μαίρη. «Και ακόμα ξέρει πού ζουν οι αλεπούδες και τα κουνάβια και οι βίδρες. Το κρατάει κρυφό όμως, για να μην βρουν τα λαγούμια τους τα άλλα παιδιά και τα φοβίσουν. Ξέρει τα πάντα για όσα ζουν ή φυτρώνουν στον χερσότοπο».
«Του αρέσει ο χερσότοπος;» ρώτησε ο Κόλιν. «Πώς γίνεται να του αρέσει, αφού ο χερσότοπος είναι ένα τεράστιο, γυμνό, τρομερό μέρος;»
«Είναι το πιο όμορφο μέρος» διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη. «Χιλιάδες όμορφα πράγματα φυτρώνουν εκεί και έχει χιλιάδες πλασματάκια που έχουν τόση δουλειά φτιάχνοντας φωλιές και λαγούμια και λημέρια και κελαηδούν ή κράζουν το ένα στο άλλο. Είναι τόσο απασχολημένα και περνάνε τόσο καλά κάτω από τη γη ή πάνω στα δέντρα ή μέσα στα ρείκια. Είναι ο κόσμος τους».
«Κι εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε ο Κόλιν καθώς στράφηκε και κοίταξε τη Μαίρη.
«Στην πραγματικότητα, δεν έχω πάει ποτέ μου εκεί» είπε η Μαίρη σκαλίζοντας τις αναμνήσεις της. «Πέρασα μόνο μια φορά νύχτα. Μου φάνηκε απαίσιο μέρος. Πρώτη μου μίλησε η Μάρθα, και μετά ο Ντίκον. Όταν μιλάει ο Ντίκον για τον χερσότοπο, νιώθεις σαν να τα είδες και να τα άκουσες όλα αυτά και σαν να στεκόσουν ανάμεσα στα ρείκια με τον ήλιο να λάμπει επάνω σου και οι θάμνοι να μοσχοβολάνε μέλι και ο τόπος να είναι γεμάτος μέλισσες και πεταλούδες».
«Όταν είσαι άρρωστος, δεν μπορείς να δεις τίποτα» είπε ο Κόλιν ανήσυχος. Έμοιαζε σαν κάποιον που ακούει έναν μακρινό ήχο και αναρωτιέται τι να ήταν.
«Δεν μπορείς να τα δεις αν μένεις μέσα» είπε η Μαίρη.
«Δεν θα μπορούσα να πάω στον χερσότοπο» είπε με πίκρα.
Η Μαίρη έμεινε σιωπηλή για λίγο και μετά είπε κάτι τολμηρό.
«Μπορεί και να πας… κάποτε».
Ο Κόλιν κουνήθηκε σαν να τρόμαξε.
«Να πάω στον χερσότοπο; Και πώς θα έκανα κάτι τέτοιο; Εγώ θα πεθάνω».
«Πώς το ξέρεις;» είπε η Μαίρη χωρίς ίχνος συμπόνιας. Δεν της άρεσε όπως της μιλούσε για το που θα πέθαινε. Δεν τον συμπονούσε, μάλλον σαν να κοκορευόταν της έμοιαζε.
«Α! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό ακούω» της απάντησε στριφνά. «Όλο γι’ αυτό ψιθυρίζουν και νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω. Δεν το λένε μόνο, το εύχονται κιόλας».
Η Αφέντρα η Μαίρη ένιωσε πως ήταν ώρα να πάρει το πάνω χέρι. Δάγκωσε τα χείλη της και μετά είπε.
«Αν κάποιος ευχόταν να πεθάνω, δεν θα το έκανα με τίποτα. Ποιος εύχεται να πεθάνεις;»
«Οι υπηρέτες και φυσικά ο γιατρός Κρέιβεν, γιατί θα κληρονομήσει το Μίσελθούειτ και θα αποκτήσει πλούτη ενώ τώρα είναι φτωχός. Δεν τολμάει να το πει, πάντα του όμως είναι καλοδιάθετος όταν εγώ χειροτερεύω. Όταν είχα τύφο, το πρόσωπό του είχε παχύνει. Νομίζω πως κι ο πατέρας μου αυτό εύχεται».
«Δεν το πιστεύω» είπε η Μαίρη με πείσμα.
Αυτά της τα λόγια έκαναν τον Κόλιν να στραφεί και να την ξανακοιτάξει.
«Δεν το πιστεύεις;» τη ρώτησε.
Και μετά έγειρε πάλι στο μαξιλάρι του ακίνητος, σαν να σκεφτόταν. Κι έγινε μια μεγάλη σιωπή. Ίσως κι οι δυο τους να σκεφτόντουσαν παράξενα πράγματα, πράγματα που δεν συνηθίζουν να σκέφτονται τα παιδιά.
«Μου αρέσει ο σπουδαίος γιατρός από το Λονδίνο, γιατί τους έκανε να βγάλουν το σιδερένιο πράγμα που φορούσες» είπε τελικά η Μαίρη. «Εκείνος είπε ότι θα πεθάνεις;»
«Όχι».
«Και τι είπε;»
«Δεν μίλησε ψιθυριστά» απάντησε ο Κόλιν. «Ίσως και να ήξερε πως σιχαινόμουν να μου ψιθυρίζουν. Τον άκουσα που είπε κάτι αρκετά δυνατά. Είπε: “Το παιδί θα ζήσει αν το θέλει το ίδιο. Κάντε το να θελήσει”. Ακουγόταν σαν να είχε θυμώσει».
«Θα σου πω εγώ ποιος μπορεί να σε κάνει να το θελήσεις» είπε σκεφτική η Μαίρη. Ένιωθε πως η κατάσταση έπρεπε να ρυθμιστεί με κάποιον τρόπο. «Ο Ντίκον μπορεί. Πάντα του μιλάει για όλα τα ζωντανά πράγματα. Δεν μιλάει για πεθαμένα ή άρρωστα. Πάντα του κοιτάζει τον ουρανό για να δει τα πουλιά που πετάνε ή κοιτάζει κάτω στη γη για να δει κάτι να μεγαλώνει. Έχει μεγάλα στρογγυλά μάτια, γιατί πάντα του κοιτάζει κάτι γύρω του. Και γελάει τόσο πολύ με το πλατύ του στόμα και τα μάγουλά του είναι κόκκινα σαν τα κεράσια».
Τράβηξε το σκαμνί της πιο κοντά στον καναπέ και η έκφρασή της άλλαξε κάπως καθώς θυμήθηκε το πλατύ στόμα και τα πελώρια μάτια.
«Κοίτα!» είπε. «Ας μη μιλάμε για θανάτους, δεν μου αρέσει. Ας μιλήσουμε για τη ζωή. Ας μιλήσουμε για τον Ντίκον. Και μετά θα κοιτάξουμε τις ζωγραφιές στα βιβλία σου».
Και ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να πει. Το να μιλάει για τον Ντίκον σήμαινε ότι μιλούσε για τον χερσότοπο και το αγροτόσπιτο και τους δεκατέσσερις νοματαίους που ζούσαν εκεί για δεκάξι σελίνια τη βδομάδα, για τα παιδιά που πάχαιναν με το χορτάρι του χερσότοπου σαν τα άγρια αλογάκια. Και για τη μητέρα του Ντίκον, και για το σκοινάκι, και για τον χερσότοπο που τον ζεσταίνει ο ήλιος, και για τις αχνοπράσινες κορυφούλες που ξεπεταγόντουσαν από το σκούρο χώμα. Και ήταν τόσο ολοζώντανα όλα μπροστά της που η Μαίρη μιλούσε όσο δεν είχε ποτέ μιλήσει στη ζωή της μέχρι τότε, κι ο Κόλιν μιλούσε κι άκουγε και μιλούσε κι εκείνος όσο δεν είχε ακούσει και μιλήσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Κι άρχισαν κι οι δυο τους να γελάνε με το παραμικρό, όπως κάνουν τα παιδιά όταν διασκεδάζουν το ένα με την παρέα του άλλου. Και γελούσαν τόσο πολύ που στο τέλος έκαναν τόση φασαρία όση κάνουν δυο συνηθισμένα υγιή δεκάχρονα παιδιά και όχι σαν ένα δύστροπο αντιπαθητικό κορίτσι κι ένα ασθενικό αγόρι που πίστευε πως θα πεθάνει.
Και το διασκέδαζαν τόσο που ξέχασαν τις ζωγραφιές στα βιβλία και ξέχασαν και την ώρα που περνούσε. Γέλασαν πολύ με τον Μπεν Γουέδερσταφ και τον κοκκινολαίμη του, και ο Κόλιν είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι, σαν να είχε για την ώρα ξεχάσει την αδύναμη πλάτη του, όταν ξαφνικά θυμήθηκε κάτι.
«Ξέρεις τι δεν σκεφτήκαμε μέχρι τώρα;» είπε στη Μαίρη. «Είμαστε ξαδέλφια».
Ήταν τόσο παράδοξο το ότι μιλούσαν τόση ώρα και δεν θυμήθηκαν ούτε μια στιγμή το πιο απλό πράγμα, ώστε άρχισαν να γελάνε περισσότερο από πριν, γιατί είχαν φτάσει πια στο σημείο να γελάνε με το παραμικρό. Και πάνω εκεί στη μέση όλης αυτής της διασκέδασης, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο γιατρός Κρέιβεν και η κυρία Μέντλοκ.
Ο γιατρός Κρέιβεν έκανε ένα βήμα πίσω αναστατωμένος και η κυρία Μέντλοκ παραλίγο να σωριαστεί στο πάτωμα, γιατί ο γιατρός κατά λάθος κουτούλησε επάνω της.
«Χριστός κι Απόστολος!» αναφώνησε η κυρία Μέντλοκ ενώ τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω. «Χριστός κι Απόστολος!»
«Τι είναι όλα αυτά; « είπε ο γιατρός Κρέιβεν κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;»
Και τότε ήρθε στο μυαλό της Μαίρης πάλι η εικόνα του νεαρού Ινδού πρίγκιπα. Ο Κόλιν απάντησε λες και η αναστάτωση του γιατρού και η τρομάρα της κυρίας Μέντλοκ δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Αυτός ούτε αναστατώθηκε ούτε φοβήθηκε, λες κι είχαν μπει μέσα στο δωμάτιο ένα γέρικο γατί κι ένα σκυλί.
«Από εδώ η ξαδέλφη μου, η Μαίρη Λένοξ» είπε. «Της ζήτησα να έρθει και να μου κάνει παρέα. Τη συμπαθώ. Θα πρέπει να έρχεται να μου κάνει παρέα όποτε το επιθυμώ».
Ο γιατρός Κρέιβεν στράφηκε αποδοκιμαστικά προς την κυρία Μέντλοκ.
«Αχ, κύριε!» είπε αυτή με κομμένη ανάσα. «Δεν ξέρω πώς συνέβη. Κανένας υπηρέτης δεν θα τολμούσε να μιλήσει, όλοι έχουν αυστηρές διαταγές».
«Δεν της είπε κανείς τίποτα» είπε ο Κόλιν. «Με άκουσε που έκλαιγα και με βρήκε μόνη της. Χαίρομαι που ήρθε. Μην είσαι ανόητη, Μέντλοκ».
Η Μαίρη είδε ότι ο γιατρός Κρέιβεν δεν έδειχνε ευχαριστημένος, ήταν όμως φανερό ότι δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση στον ασθενή του. Κάθισε δίπλα στον Κόλιν και έπιασε τον σφυγμό του.
«Φοβάμαι πως παραήσουν ανήσυχος. Η ανησυχία δεν σου κάνει καλό, αγόρι μου» είπε.
«Θα ήμουν ανήσυχος αν η Μαίρη έφευγε» απάντησε ο Κόλιν και τα μάτια του είχαν πάρει μια επικίνδυνη λάμψη. «Είμαι καλύτερα. Με κάνει να νιώθω καλύτερα. Η νοσοκόμα να φέρει μαζί με το τσάι μου και τσάι για τη Μαίρη. Θα πιούμε το τσάι μας μαζί».
Η κυρία Μέντλοκ και ο γιατρός Κρέιβεν έριξαν ο ένας στον άλλον μια ανήσυχη ματιά. Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν διαφορετικά.
«Φαίνεται κάπως καλύτερα, γιατρέ» τόλμησε να εκφράσει η κυρία Μέντλοκ. «Μα φαινόταν καλύτερα το πρωί, προτού έρθει το κορίτσι» ανασκεύασε.
«Η Μαίρη ήρθε χθες το βράδυ. Περάσαμε ώρα μαζί. Μου τραγούδησε ένα νανούρισμα στα Χιντού και αποκοιμήθηκα» είπε ο Κόλιν. Ένιωθα καλύτερα όταν ξύπνησα. Ήθελα να φάω πρωινό. Τώρα θέλω το τσάι μου. Πες το στη νοσοκόμα, Μέντλοκ».
Ο γιατρός Κρέιβεν δεν έμεινε για πολύ. Μίλησε για λίγο στη νοσοκόμα όταν εκείνη μπήκε στο δωμάτιο και είπε λίγα προειδοποιητικά λόγια στον Κόλιν. Πως δηλαδή δεν θα έπρεπε να μιλάει πολύ, να μη ξεχνούσε πως ήταν άρρωστος, να μη ξεχνούσε πως κουραζόταν εύκολα. Η Μαίρη σκέφτηκε πως παραήταν πολλά τα πράγματα που δεν έπρεπε να ξεχάσει ο Κόλιν.
Ο Κόλιν φάνηκε ενοχλημένος και είχε όλη την ώρα τα παράξενα μάτια του με τις πυκνές μαύρες βλεφαρίδες καρφωμένα στο πρόσωπο του γιατρού Κρέιβεν.
«Θέλω να το ξεχάσω είπε τελικά. «Η Μαίρη με κάνει να το ξεχνάω. Γι’ αυτό τη θέλω κοντά μου».
Ο γιατρός Κρέιβεν δεν έμοιαζε καθόλου χαρούμενος την ώρα που έβγαινε από το δωμάτιο. Έριξε μια αινιγματική ματιά στο κοριτσάκι που καθόταν στο σκαμνί. Η Μαίρη είχε γίνει άκαμπτη και σιωπηλή από την ώρα που ο γιατρός είχε μπει στο δωμάτιο κι αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έβρισκε ο Κόλιν. Η αλήθεια ήταν πως το αγόρι φαινόταν πιο ευδιάθετο, σκέφτηκε ο γιατρός και αναστενάζοντας κάπως βαριά βγήκε στον διάδρομο.
«Πάντα τους θέλουν να τρώω αυτά που εγώ δεν θέλω» είπε ο Κόλιν στη Μαίρη, καθώς η νοσοκόμα ακουμπούσε τον δίσκο με το τσάι δίπλα από τον καναπέ. «Βέβαια αν φας εσύ, θα φάω κι εγώ. Αυτά τα αχνιστά κεκάκια μοιάζουν καλά. Πες μου για τους Ινδούς πρίγκιπες».

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...