ΔΕΚΑΤΟ
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΑ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΟΡΓΗΣ
Η Μαίρη σηκώθηκε πολύ νωρίς το επόμενο πρωί και δούλεψε
πολύ στον κήπο κι έτσι κουράστηκε και νύσταξε, οπότε με το που της έφερε το δείπνο
της η Μάρθα, το έφαγε και πήγε στο κρεβάτι της ανακουφισμένη. Καθώς έγερνε το
κεφάλι της στο μαξιλάρι, μουρμούρισε:
«Θα βγω το πρωί πολύ πριν από το πρωινό φαγητό και θα
δουλέψω με τον Ντίκον και μετά, νομίζω, θα πάω να δω τον Κόλιν».
Μάλλον θα ήταν στη μέση της νύχτας, έτσι τουλάχιστον
σκέφτηκε η Μαίρη, όταν πετάχτηκε με τη μία από το κρεβάτι της καθώς ξύπνησε από
έναν τρομερό θόρυβο. Τι να ήταν, τι να ήταν; Αμέσως κατάλαβε τι ήταν. Άκουσε
πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν και βιαστικά βήματα στους διαδρόμους και
κάποιον να κλαίει και να φωνάζει ταυτόχρονα, να φωνάζει και να κλαίει
ανατριχιαστικά.
«Ο Κόλιν είναι» μονολόγησε. «Τον έπιασε ένα από αυτά τα
ξεσπάσματα που η νοσοκόμα λέει πως είναι υστερία. Πόσο απαίσια ακούγεται!»
Καθώς άκουγε τις φωνές τις ανάκατες με αναφιλητά,
κατάλαβε πολύ καλά γιατί όλοι φοβόντουσαν τόσο ώστε τελικά τον άφηναν να
περάσει το δικό του, αρκεί να μην τον ακούνε. Έβαλε τα χέρια στα αυτιά της κι
ένιωσε να την πιάνει ναυτία και τρέμουλο.
«Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω τι να κάνω» έλεγε και
ξαναέλεγε. «Δεν το αντέχω».
Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως και ο Κόλιν σταματούσε αν
πήγαινε να τον δει, και μετά θυμήθηκε τον τρόπο που την έκανε να φύγει από το
δωμάτιό του και σκέφτηκε πως μπορεί να γινόταν χειρότερα άμα την έβλεπε. Μα
ακόμα κι όταν πίεσε τα χέρια της πιο δυνατά στα αυτιά της, πάλι άκουγε τους
τρομερούς ήχους. Τους μισούσε τόσο αυτούς τους ήχους και την τρόμαζαν άλλο τόσο
που ένιωσε σαν να ήθελε κι αυτή να ξεσπάσει τον θυμό της και να φοβίσει τόσο
τον Κόλιν όσο τη φόβιζε κι εκείνος. Δεν είχε συνηθίσει να ακούει τα ξεσπάσματα
κανενός άλλου πέρα από τα δικά της. Έβγαλε τα χέρια από τα αυτιά της, πετάχτηκε
επάνω και χτύπησε θυμωμένα τα πόδια της στο πάτωμα.
«Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει! Κάποιος πρέπει να τον
κάνει να σταματήσει! Κάποιος πρέπει να τον πιάσει στο ξύλο!» τσίριξε.
Κι εκείνη μόλις τη στιγμή άκουσε βιαστικά βήματα στον διάδρομο
και μετά η πόρτα της άνοιξε και μπήκε η νοσοκόμα. Στα σίγουρα δεν γελούσε πια.
Μάλλον χλωμή έμοιαζε.
«Τον έπιασε η υστερία του» είπε βιαστικά. «Θα πάθει
κανένα κακό. Κανείς δεν μπορεί να τον κάνει καλά. Δεν πάτε να προσπαθήσετε εσείς,
σαν καλό παιδί που είστε; Εσάς σας συμπαθεί».
«Το πρωί με έδιωξε από το δωμάτιό του» είπε η Μαίρη
χτυπώντας θυμωμένα το πόδι της στο πάτωμα.
Ο θυμός της μάλλον ευχαρίστησε τη νοσοκόμα, που η αλήθεια
ήταν πως περίμενε να τη βρει να κλαίει και να έχει κρύψει το κεφάλι της κάτω
από τα σκεπάσματα.
«Μια χαρά. Έχετε τη σωστή διάθεση» της είπε. Πηγαίνετε να
του βάλετε μια κατσάδα, έτσι για να σκεφτεί κάτι άλλο. Άντε, πηγαίνετε
γρήγορα».
Πολύ αργότερα η Μαίρη κατάλαβε πως η κατάσταση ήταν τρομακτική,
ήταν όμως και αστεία. Το αστείο ήταν που όλοι οι μεγάλοι είχαν φοβηθεί τόσο που
πήγαν να παρακαλέσουν μια μικρούλα, υποθέτοντας πως ήταν τόσο κακότροπη όσο ο
Κόλιν.
Πέρασε τρέχοντας τους διαδρόμους και όσο πλησίαζε τη
φασαρία τόσο μεγάλωνε ο θυμός της. Μέχρι να φτάσει την πόρτα του Κόλιν, ένιωθε
ήδη διαβολικά κακή. Την άνοιξε απότομα με το χέρι και προχώρησε στα γρήγορα έως
το κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες.
«Σταμάτα!» φώναξε. «Σταμάτα! Σε μισώ! Όλοι σε μισούν!
Μακάρι να έφευγαν όλοι και να έμενες μόνος στο σπίτι να τσιρίζεις μέχρι να
πεθάνεις! Θα το καταφέρεις κι αυτό σε λίγο, και πολύ το εύχομαι!»
Ένα καλό και συμπονετικό παιδί ποτέ του δεν θα σκεφτόταν
ούτε και θα ξεστόμιζε τέτοια λόγια, κι όμως το σοκ που ένιωσε στο άκουσμά τους
ήταν ό,τι καλύτερο για αυτό το υστερικό αγόρι που κανείς δεν είχε τολμήσει ποτέ
να το δαμάσει ή να του φέρει αντίρρηση.
Ο Κόλιν ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και χτυπούσε τις
γροθιές στο μαξιλάρι του, μα στο άκουσμα της έξαλλης φωνής γύρισε με τη μία
ανάσκελα. Το πρόσωπό του έδειχνε χάλια, άσπρο και κόκκινο και πρησμένο, και του
είχε πιαστεί η ανάσα. Όμως η άπονη Μαιρούλα δεκάρα δεν έδινε.
«Αν τσιρίξεις έστω και λίγο ακόμα» του είπε «θα τσιρίξω
κι εγώ πιο δυνατά και θα σε κάνω να φοβηθείς!»
Η αλήθεια ήταν ότι ο Κόλιν είχε σταματήσει τις τσιρίδες,
γιατί είχε ξαφνιαστεί. Η τσιρίδα που ήταν έτοιμος να βάλει τώρα, του κάθισε
στον λαιμό και τον έπνιξε. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό του και έτρεμε
σύγκορμος.
«Δεν μπορώ να σταματήσω! Δεν μπορώ!» είπε
κοντανασαίνοντας με λυγμούς.
«Μπορείς!» φώναξε η Μαίρη. «Τα μισά από αυτά που σε
κάνουν να αρρωσταίνεις είναι υστερίες και θυμός. Υστερίες και μόνο υστερίες!»
Και κάθε φορά που έλεγε τη λέξη, χτύπαγε το πόδι της με θυμό στο πάτωμα.
«Το ένιωσα το εξόγκωμα, το ψηλάφισα» είπε πνιχτά ο Κόλιν.
«Το ήξερα πως θα το έβγαζα. Η πλάτη μου θα βγάλει καμπούρα και μετά θα πεθάνω»
είπε και ξανάρχισε τις υστερίες κι έχωσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι με λυγμούς
και κλάματα, τουλάχιστον όμως δεν τσίριζε.
«Δεν ψηλάφισες κανένα εξόγκωμα» τον αντέκρουσε η Μαίρη.
«Κι αν κάτι ψηλάφισες, ιδέα σου ήταν από τις υστερίες σου. Της φαντασίας σου
είναι. Δεν έχει τίποτα η παλιοπλάτη σου, μόνο υστερία! Γύρνα να τη δω!»
Της άρεσε της Μαίρης η λέξη “υστερία” και σαν να της
φάνηκε πως κάποια επίδραση είχε πάνω στον Κόλιν. Μάλλον ούτε αυτός θα είχε
ακούσει ξανά τη λέξη.
«Νοσοκόμα!» διέταξε η Μαίρη. «Έλα εδώ και δείξε μου
αμέσως την πλάτη του!»
Η νοσοκόμα, η κυρία Μέντλοκ και η Μάρθα στεκόντουσαν η
μία κοντά στην άλλη κοντά στην πόρτα και την κοιτούσαν με μισάνοιχτο στόμα. Και
οι τρεις τους άφησαν να τους ξεφεύγει μια φωνή τρόμου πάνω από μία φορά. Η
νοσοκόμα έκανε μερικά βήματα, έδειχνε όμως να φοβάται. Ο Κόλιν τρανταζόταν από
αναφιλητά που του έκοβαν την ανάσα.
«Μήπως δεν με αφήσει…» είπε διστακτικά η νοσοκόμα με
χαμηλή φωνή.
Ο Κόλιν την άκουσε όμως και ανάμεσα σε δυο λυγμούς είπε
με κομμένη ανάσα:
«Δει… δείξτης! Να δει, να το πιστέψει!»
Η νοσοκόμα γύμνωσε την πλάτη του Κόλιν, κι ήταν μια ισχνή
πλάτη όπου μπορούσες να μετρήσεις το κάθε πλευρό και τον κάθε κόμπο της
ραχοκοκαλιάς. Όμως η Αφέντρα η Μαίρη δεν μέτρησε ούτε τα πλευρά ούτε του
κόμπους, παρά έσκυψε και εξέτασε με σοβαρό και άπονο βλέμμα. Έδειχνε τόσο ξινή
και παλιομοδίτικη που η νοσοκόμα γύρισε το κεφάλι από την άλλη, ενώ το στόμα
της έκανε συσπάσεις για να μη γελάσει. Έγινε μια σύντομη σιωπή, -αφού ως κι ο
Κόλιν έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του καθώς η Μαίρη κοιτούσε πάνω κάτω την
πλάτη του, τόσο διεξοδικά λες και ήταν ο σπουδαίος γιατρός
από το Λονδίνο.
«Δεν βλέπω κανένα εξόγκωμα!» κατέληξε. «Δεν έχει εξόγκωμα
ούτε σαν τόσο δα μικρό κεφαλάκι καρφίτσας, μόνο οι κόμποι της ράχης σου είναι,
κι αυτοί φαίνονται γιατί είσαι αδύνατος. Κι οι δικοί μου φαινόντουσαν σαν τους
δικούς σου, μέχρι που άρχισα να παχαίνω, αν κι ακόμα φαίνονται λίγο, γιατί δεν
έχω παχύνει αρκετά. Ούτε ένα τόσο δα μικρούλι εξόγκωμα δεν έχεις! Κι αν το
ξαναπείς, θα βάλω τα γέλια!»
Μόνο ο Κόλιν κατάφερε να νιώσει το αντίκτυπο που είχαν
αυτά τα άκομψα παιδιάστικα λόγια επάνω του. Αν είχε κάποιον να εκμυστηρευτεί
τους κρυφούς του φόβους, αν είχε τολμήσει να ρωτήσει, αν είχε συντρόφους στην
ηλικία του και δεν περνούσε τον καιρό του ξαπλωμένος σε αυτό το τεράστιο
ασφυκτικό σπίτι, σε μια ατμόσφαιρα βαριά από τους φόβους όλων των ανθρώπων, οι
περισσότεροι από τους οποίους ήταν αδαείς και μπουχτισμένοι από τη συμπεριφορά
του, τότε θα είχε καταλάβει πως το μεγαλύτερο μέρος του τρόμου και της
αρρώστιας του το είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Αντί γι’ αυτό, καθόταν και
σκεφτόταν για ώρες, μέρες, μήνες και χρόνια τον εαυτούλη του, τα βάσανα και τις
αδιαθεσίες του. Και τώρα που ένα θυμωμένο άσπλαχνο κοριτσάκι επέμενε ξεροκέφαλα
πως δεν ήταν τόσο άρρωστος όσο νόμιζε, κοίτα να δεις που ο Κόλιν ένιωσε πως
ίσως και να ήταν αλήθεια.
«Δεν ήξερα πως πίστευε ότι έχει εξόγκωμα στην πλάτη»
τόλμησε να πει η νοσοκόμα. «Η πλάτη του είναι αδύναμη, γιατί δεν θέλει να
σηκώνεται. Αν με είχε ρωτήσει, μπορούσα να του πω πως δεν έχει κανένα
εξόγκωμα».
Ο Κόλιν ξεροκατάπιε και μισοστράφηκε κατά τη νοσοκόμα.
«Μπο… μπορούσες;» ρώτησε αδύναμα.
«Και βέβαια, κύριε».
«Ορίστε!» είπε η Μαίρη ξεροκαταπίνοντας κι αυτή.
Ο Κόλιν έστρεψε ξανά το πρόσωπο, και πέρα από τις
αργόσυρτες κοφτές του ανάσες, που ήταν ό,τι είχε απομείνει από το ξέσπασμά του,
έμεινε ακίνητος για λίγο, παρότι χοντρά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και
έβρεχαν το μαξιλάρι του. Αν και στην πραγματικότητα τα δάκρυα σήμαιναν την
ανακούφισή του. Τέλος, γύρισε ξανά κατά τη νοσοκόμα και το παράξενο ήταν πως το
ύφος του δεν έμοιαζε με ενός μαχαραγιά όταν της μίλησε.
«Πιστεύεις πως θα ζήσω;»
Η νοσοκόμα ούτε έξυπνη ούτε πονετική ήταν, μπορούσε όμως
να επαναλάβει κάποια από τα λόγια του Λονδρέζου γιατρού.
«Μάλλον, αν κάνετε ό,τι σας έχουν πει και δε θυμώνετε και
παίρνετε μπόλικο καθαρό αέρα».
Η ζοχάδα του Κόλιν είχε περάσει πια και τον είχε αφήσει
αδύναμο κι εξαντλημένο από το κλάμα, κι ίσως αυτό ήταν που τον έκανε να νιώθει
ηρεμία. Άπλωσε το χέρι του στη Μαίρη, και χαίρομαι που το λέω πως κι εκείνης
της είχε περάσει η ζοχάδα κι είχε μαλακώσει και του άπλωσε το χέρι της, και σαν
να τα βρήκαν ξανά.
«Θα… θα βγω έξω μαζί σου, Μαίρη» της είπε. «Θα μου αρέσει
ο καθαρός αέρας, αν έτσι βρούμε…» Μόλις που θυμήθηκε και κρατήθηκε και δεν είπε
«αν έτσι βρούμε τον μυστικό κήπο». Αντί γι’ αυτό, είπε: «Θα μου άρεσε να βγούμε
μαζί έξω, αν έρθει ο Ντίκον να σπρώξει την καρέκλα μου. Θέλω τόσο να δω τον
Ντίκον και την αλεπού και το κοράκι».
Η νοσοκόμα ξανάστρωσε το ακατάστατο κρεβάτι και τίναξε
και ίσιωσε τα μαξιλάρια. Μετά έκανε από ένα φλιτζάνι τσάι στον Κόλιν και στη
Μαίρη, κι αυτή η τελευταία άλλο που δεν ήθελε μετά από όλη αυτή την αναστάτωση.
Η κυρία Μέντλοκ και η Μάρθα ξεγλίστρησαν με ανακούφιση από το δωμάτιο, και αφού
όλα ήταν πια εντάξει και στη θέση τους, η νοσοκόμα κοίταξε με ένα ύφος που
μαρτυρούσε πως κι αυτή θα ξεγλιστρούσε με ευχαρίστηση από το δωμάτιο. Ήταν μια
γερή κοπέλα που ήθελε να γυρίσει στο κρεβατάκι της και δεν μπόρεσε να πνίξει το
χασμουρητό της καθώς κοιτούσε τη Μαίρη, που καθόταν σε ένα σκαμνί κοντά στο
κρεβάτι του Κόλιν και του κρατούσε το χέρι.
«Πρέπει να γυρίσετε στο κρεβάτι σας» είπε στη Μαίρη η
νοσοκόμα. «Και ο κύριος θα αποκοιμηθεί σε λίγο, αν είναι ολότελα ήρεμος. Και
μετά θα πάω κι εγώ δίπλα να ξαπλώσω».
«Θέλεις να σου τραγουδήσω εκείνο το τραγούδι που μου είχε
μάθει η Ινδή μου παραμάνα;» ψιθύρισε η Μαίρη στον Κόλιν.
Ο Κόλιν έσφιξε απαλά το χέρι της και τα κουρασμένα του
μάτια την κοίταξαν παρακλητικά.
«Ναι!» της απάντησε. «Είναι τόσο γλυκό τραγούδι. Θα με
πάρει ο ύπνος αμέσως».
«Θα τον κοιμίσω εγώ» είπε η Μαίρη στη νοσοκόμα, που
χασμουριόταν. «Αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».
«Καλά» είπε λίγο διστακτικά η νοσοκόμα. «Μα άμα δεν έχει
κοιμηθεί σε μισή ώρα, να με φωνάξετε».
«Εντάξει» απάντησε η Μαίρη.
Η νοσοκόμα βγήκε χωρίς άλλη κουβέντα και ο Κόλιν έσφιξε
ξανά το χέρι της Μαίρης.
«Παραλίγο να φανερώσω το μυστικό» της είπε. «Ευτυχώς τα
κατάφερα να σταματήσω. Δεν θα βγάλω κουβέντα και θα κοιμηθώ, εσύ όμως είπες πως
έχεις ένα σωρό ωραία πράγματα να μου διηγηθείς. Μήπως… μήπως βρήκες τρόπο να
μπεις στον μυστικό κήπο;»
Η Μαίρη κοίταξε το κουρασμένο προσωπάκι του και τα
πρησμένα από το κλάμα μάτια του και η καρδιά της μαλάκωσε.
«Ναι… νομίζω πως βρήκα. Κι αν κοιμηθείς τώρα, θα σου πω
αύριο».
Το χέρι του τρεμούλιασε.
«Αχ! Μαίρη. Αν κατάφερνα να μπω στον μυστικό κήπο, νομίζω
πως θα τα κατάφερνα να μην πεθάνω. Μήπως, αντί να μου τραγουδήσεις το τραγούδι
της παραμάνας σου, να μου πεις γλυκά, όπως εκείνη την πρώτη φορά, πώς
φαντάζεσαι πως θα είναι εκεί μέσα; Είμαι σίγουρος πως θα με νανουρίσει, αν το
ακούσω».
«Ναι» απάντησε η Μαίρη. «Κλείσε τα μάτια σου».
«Φαντάζομαι πως τον άφησαν τόσο καιρό αφρόντιστο, που όλα
εκεί μέσα θα είναι ένα όμορφο μπερδεμένο κουβάρι. Φαντάζομαι πως τα
τριαντάφυλλα θα έχουν σκαρφαλώσει και θα κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων
και στον τοίχο και στο χώμα, και θα μοιάζουν σαν μια παράξενη γκρίζα ομίχλη. Μπορεί
μερικές τριανταφυλλιές να έχουν ξεραθεί, οι περισσότερες όμως θα είναι ζωντανές
και όταν έρθει το καλοκαίρι, ο κήπος θα είναι γεμάτος τριαντάφυλλα. Το χώμα θα
είναι γεμάτο από κρίνους και χιονούλες και υάκινθους και ίριδες που θα
προσπαθούν να ξεφυτρώσουν από τη γη. Και τώρα που ήρθε η άνοιξη, ίσως…»
Το απαλό μουρμουρητό της φωνής της νανούριζε όλο και
περισσότερο τον Κόλιν. Η Μαίρη το πρόσεξε και συνέχισε.
«Μπορεί και να έχουν ξεπεταχτεί ήδη από το χώμα, και
μπορεί και να υπάρχουν ολόκληρα παρτέρια με χρυσαφιούς και βιολετί κρόκους,
ίσως κι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω. Ίσως τα φυλλαράκια να έχουν αρχίσει να
ξεδιπλώνονται μέσα από τα ματάκια και ίσως αντί για το γκρίζο που ήταν πριν,
τώρα να απλώνεται ένα πέπλο πράσινο και αραχνοΰφαντο στον κήπο και να σκεπάζει
τα πάντα παντού. Και τα πουλιά θα έρχονται και θα κοιτάζουν, γιατί θα είναι ένα
μέρος ήσυχο και σίγουρο. Κι ίσως, ίσως» συνέχισε πιο αργά και πιο γλυκά « ο
κοκκινολαίμης να βρήκε το ταίρι του και να χτίζει τη φωλιά του».
Και πάνω εκεί ο Κόλιν αποκοιμήθηκε.