Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: ο μυστικός κήπος (Δέκατο πέμπτο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ

Μετά από μία ακόμα εβδομάδα βροχής ο ορίζοντας ξαναέγινε γαλάζιος και ο ήλιος έκαιγε. Παρότι η Αφέντρα η Μαίρη δεν είχε την ευκαιρία να δει ούτε τον Ντίκον ούτε τον μυστικό κήπο, πέρασε όμορφα τον καιρό της. Η εβδομάδα δεν της φάνηκε μεγάλη. Περνούσε κάποιες ώρες τη μέρα με τον Κόλιν στο δωμάτιό του, κουβεντιάζοντας για Ινδούς πρίγκιπες ή για κήπους ή τον Ντίκον και το χωριατόσπιτο στον χερσότοπο. Κοίταξαν τα υπέροχα βιβλία και τις ζωγραφιές και κάποιες φορές διάβαζε στον Κόλιν και άλλες πάλι της διάβαζε λιγάκι εκείνος. Όταν ο Κόλιν περνούσε καλά και ενδιαφερόταν για κάτι, η Μαίρη ένιωθε πως δεν έμοιαζε καθόλου ανήμπορος, εκτός από το ότι το πρόσωπό του ήταν άχρωμο και περνούσε τον καιρό του στον καναπέ.
«Είσαι τόσο πονηρή που και δεν ακούς και κάνεις του κεφαλιού σου μέσα στη νύχτα» είπε κάποια στιγμή η κυρία Μέντλοκ. «Δεν μπορώ να πω πάντως πως δεν ήταν για καλό όλο αυτό. Από τότε που γίνατε φίλοι, ο Κόλιν δεν έχει ξεσπάσματα ούτε τον έχει πιάσει το υστερικό του. Η νοσοκόμα σκόπευε να υποβάλει παραίτηση, τόσο που είχε μπουχτίσει, λέει όμως πως δεν την νοιάζει πια τώρα που έχεις αναλάβει κι εσύ υπηρεσία». Αυτό το είπε γελώντας λίγο.
Όταν κουβέντιαζε με τον Κόλιν, η Μαίρη είχε προσπαθήσει να είναι προσεκτική με το θέμα του μυστικού κήπου. Είχε αρκετά πράγματα να τον ρωτήσει, κατάλαβε όμως πως καλό θα ήταν να τα μάθαινε ρωτώντας τον πλαγίως. Πρώτα πρώτα, καθώς άρχισε να τον συμπαθεί, θέλησε να βρει αν ήταν ο τύπος του αγοριού που θα μπορούσε να κρατήσει μυστικό. Δεν έμοιαζε καθόλου στον Ντίκον, ήταν όμως τόσο ολοφάνερα χαρούμενος με την ιδέα του κήπου που κανείς δεν γνώριζε, ώστε αυτό την έκανε να πιστεύει πως μπορεί και να τον εμπιστευόταν. Το δεύτερο πράγμα που ήθελε να βρει ήταν το εξής: αν ήταν άτομο εμπιστοσύνης, θα μπορούσε να τον πάει στον κήπο χωρίς να το μάθει κανείς; Ο σπουδαίος γιατρός είχε πει πως έπρεπε να βγαίνει στον καθαρό αέρα και ο Κόλιν είχε πει πως δεν θα τον πείραζε να βρίσκεται στον καθαρό αέρα του μυστικού κήπου. Ίσως αν έπαιρνε πολύ καθαρό αέρα και γνώριζε τον Ντίκον και τον κοκκινολαίμη και έβλεπε τα πράγματα που μεγάλωναν, ίσως και να μην σκεφτόταν τόσο τον θάνατο. Η Μαίρη είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη μερικές φορές τώρα τελευταία και είχε αντιληφθεί ότι φαινόταν εντελώς διαφορετική από όταν είχε πρωτοέρθει από την Ινδία. Έμοιαζε καλύτερη. Ακόμη και η Μάρθα είχε διαπιστώσει τη διαφορά.
«Ο αγέρας από τον χερσότοπο σα να σε έσιαξε» είχε πει. «Μήτε τόσο κιτρινιάρα μήτε τόσο κοκκαλιάρα είσαι πια. Ακόμα και τα μαλλιά σου δεν είναι πατικωμένα σαν τα άχυρα. Σαν να ζωντάνεψαν κάτι τις».
«Είναι που γίνομαι πιο δυνατή και γεμίζω. Σίγουρα θα γίνουν ακόμα καλύτερα» είπε η Μαίρη.
«Έτσι φαίνεται» είπε η Μάρθα και της έστρωσε τα μαλλιά γύρω από το πρόσωπό της. «Δεν είσαι κι άσχημη, και σαν να κοκκίνισαν και λίγο τα μάγουλά σου».
Αν οι κήποι κι ο καθαρός αέρας τής είχαν κάνει καλό, τότε μπορεί να έκαναν καλό και στον Κόλιν. Από την άλλη όμως, αν δεν του άρεσε να τον βλέπουν οι άνθρωποι, τότε ίσως και να μην ήθελε να δει τον Ντίκον.
«Γιατί θυμώνεις όταν σε κοιτάζουν;» τον ρώτησε μια μέρα.
«Ποτέ δεν μου άρεσε, ακόμα κι όταν ήμουν πολύ μικρός» της απάντησε. «Μετά, όταν με πήγαν σε εκείνο το παραθαλάσσιο μέρος και περνούσα τη μέρα μου ξαπλωμένος στην άμαξά μου, όσοι περνούσαν κοιτούσαν, και οι κυρίες σταματούσαν για να μιλήσουν με τη νοσοκόμα μου και μετά άρχιζαν να ψιθυρίζουν και το ήξερα τότε πως έλεγαν πως δεν θα ζήσω για να μεγαλώσω. Και μετά κάποιες φορές οι κυρίες μού χάιδευαν το μάγουλο και έλεγαν “Καημένο παιδί!” Μια φορά με το που με χάιδεψε μια κυρία, έβαλα τις τσιρίδες και της δάγκωσα το χέρι. Φοβήθηκε τόσο που το έβαλε στα πόδια».
«Θα νόμιζε πως λύσσαξες σαν τα σκυλιά» είπε η Μαίρη κάπως απαξιωτικά.
«Σκοτίστηκα τι νόμιζε!» είπε ο Κόλιν σμίγοντας τα φρύδια του.
«Αναρωτιέμαι, πώς και δεν τσίριξες και δεν με δάγκωσες όταν μπήκα στο δωμάτιό σου» είπε η Μαίρη. Και μετά ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.
«Νόμιζα πως ήσουν ή φάντασμα ή όνειρο» της απάντησε. «Δεν μπορείς να δαγκώσεις ένα φάντασμα ή κάτι που βλέπεις στον ύπνο σου, κι αν τσιρίξεις, πολύ που σκοτίστηκαν».
«Αν κάποιο άλλο αγόρι σε κοιτούσε, ούτε αυτό θα σου άρεσε;» ρώτησε διστακτικά η Μαίρη.
Ο Κόλιν έγειρε πίσω στα μαξιλάρια και σκέφτηκε σοβαρά.
«Είναι ένα αγόρι» είπε αρκετά αργά, σαν να σκεφτόταν προσεκτικά την κάθε λέξη, «είναι ένα αγόρι που νομίζω πως δεν θα με πείραζε. Είναι εκείνο το αγόρι που ξέρει πού μένουν οι αλεπούδες, ο Ντίκον».
«Είμαι σίγουρη πως δεν θα σε ένοιαζε να σε κοιτάξει» συμφώνησε και η Μαίρη.
«Αφού δεν πειράζει τα πουλιά και τα άλλα ζώα, ίσως να μην πρέπει να πειράζει κι εμένα» είπε καθώς το κλωθογύριζε ακόμα στο μυαλό του. «Ο Ντίκον είναι κάτι σαν γητευτής των ζώων, κι εγώ είμαι ένα ανθρώπινο ζωάκι».
Και μετά έβαλε τα γέλια, και γέλασε κι η Μαίρη. Για την ακρίβεια κι οι δυο τους ξεκαρδίστηκαν και βρήκαν την ιδέα ενός ανθρώπινου μικρού ζώου που κρυβόταν στην τρύπα του πολύ αστεία.
Αυτό που ένιωσε η Μαίρη μετά από όλα αυτά ήταν το ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τον Ντίκον.
Το πρώτο πρωινό που ο ουρανός έγινε ξανά γαλανός, η Μαίρη ξύπνησε από νωρίς. Ο ήλιος τρύπωνε στο δωμάτιο από τις περσίδες και την έκανε να νιώσει τόση ευθυμία που πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο παράθυρο. Τράβηξε τις περσίδες και άνοιξε το παράθυρο και τότε ανάσανε τον μυρωδάτο καθαρό αέρα. Ο χερσότοπος είχε μια γαλαζωπή απόχρωση και όλος ο κόσμος έμοιαζε σαν να του είχε συμβεί Μαγεία. Εδώ κι εκεί ακουγόντουσαν απαλοί ήχοι σαν από φλογέρα, λες και ένα σμήνος πουλιά κούρδιζαν τις φωνές τους για να ξεκινήσουν μια συναυλία. Η Μαίρη έβγαλε το χέρι της έξω από το παράθυρο να το δει ο ήλιος.
«Ζέστανε ο καιρός, ζέστανε!» είπε. «Θα κάνει τις πράσινες κορυφές να ξεπεταχτούν περισσότερο και τους βολβούς και τις ρίζες να παλεύουν με όλη τους τη δύναμη κάτω από τη γη».
Γονάτισε κι έγειρε στο παράθυρο όσο πιο πολύ μπορούσε παίρνοντας βαθιές ανάσες και ρουθουνίζοντας στον αέρα μέχρι που την έπιασαν τα γέλια καθώς θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του Ντίκον για την άκρη της μύτης του που τρεμούλιαζε σαν του λαγού.
«Θα είναι πολύ νωρίς μάλλον» είπε μοναχή της. «Τα συννεφάκια είναι ρόδινα. Ποτέ μου δεν είδα τέτοιον ουρανό. Κανένας δεν έχει ξυπνήσει ακόμη. Ούτε τα παιδιά των στάβλων δεν ακούω».
Μια ξαφνική σκέψη την έκανε να πεταχτεί όρθια.
«Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θα πάω να δω τον κήπο!»
Είχε πια μάθει να ντύνεται μόνη της κι έβαλε τα ρούχα της μέσα σε πέντε λεπτά. Ήξερε πού ήταν ένα παραπόρτι που μπορούσε να ξεκλειδώσει και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες μόνο με τις κάλτσες κι έβαλε τα παπούτσια της όταν έφτασε στον χολ. Έβγαλε την αλυσίδα και τον σύρτη και ξεκλείδωσε την πόρτα και όταν την άνοιξε, πετάχτηκε έξω με έναν πήδο και βρέθηκε στο χορτάρι, που φαινόταν να έχει πρασινίσει, κι ο ήλιος την έλουζε και την τύλιγαν ζεστές και γλυκές μυρωδιές και τιτιβίσματα και κελαηδήματα που ερχόντουσαν από τους θάμνους και τα δέντρα. Έσφιξε τα χέρια της γεμάτη χαρά και κοίταξε τον ουρανό, κι ήταν τόσο γαλανός και ροδαλός και λαμπερός και καθαρός και γεμάτος από το ανοιξιάτικο φως που η Μαίρη ένιωσε πως ήθελε κι αυτή να τραγουδήσει δυνατά και κατάλαβε γιατί οι τσίχλες και οι κοκκινολαίμηδες και οι κορυδαλλοί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Έτρεξε ανάμεσα στους θάμνους και τα μονοπάτια τραβώντας κατά τον μυστικό κήπο.
«Είναι όλα τόσο διαφορετικά πια» είπε. «Το χορτάρι είναι πιο πράσινο και οι κορυφούλες έχουν ξεμυτίσει παντού και ξεδιπλώνουν και τα ματάκια με τα φυλλαράκια σκάσανε μύτη κι αυτά. Σίγουρα ο Ντίκον θα έρθει το απόγευμα».
Η διαρκής ζεστή βροχή είχε κάνει το θαύμα της στα χλοερά παρτέρια που συνόρευαν με το μονοπάτι του πιο κοντινού τοίχου. Πραγματάκια ξεφύτρωναν και σπρώχνονταν γύρω από τις ρίζες των φυτών, και εδώ κι εκεί το μάτι σου μπορούσε να δει πορφυρές και κίτρινες τουφίτσες να ξετυλίγονται γύρω από τους μίσχους των κρόκων. Έξι μήνες πριν, η Αφέντρα η Μαίρη ούτε που θα ενδιαφερόταν να δει πώς ξυπνούσε η φύση, τώρα όμως δεν της ξέφευγε το παραμικρό.
Όταν έφτασε εκεί που η πόρτα κρυβόταν κάτω από τον κισσό, αναπήδησε τρομαγμένη από έναν δυνατό ήχο. Ήταν το κρα-κρα του κορακιού και ερχόταν από την κορφή του τοίχου, και όταν η Μαίρη κοίταξε ψηλά, είδε πως καθόταν εκεί ένα μεγάλο πουλί με μαύρο και μπλε φτέρωμα και την παρατηρούσε προσεκτικά. Δεν είχε δει ποτέ της από τόσο κοντά κοράκι και ένιωσε κάπως νευρική, την επόμενη στιγμή όμως το κοράκι άπλωσε τα φτερά του και πέταξε πιο μακριά στη μέσα μεριά του κήπου. Η Μαίρη είχε την ελπίδα πως το κοράκι δεν θα έμενε εκεί μέσα και άνοιξε την πόρτα ενώ αναρωτιόταν αν τελικά θα έμενε ή όχι. Όταν πια μπήκε στον κήπο, είδε πως το κοράκι μάλλον σκόπευε να μείνει εκεί μέσα, γιατί είχε στρατοπεδεύσει σε μια χαμηλή μηλιά, και κάτω από το δεντράκι ήταν ξαπλωμένο ένα μικρό κοκκινωπό ζωάκι με μια φουντωτή ουρά, και τα δυο τους παρακολουθούσαν το γυρτό σώμα και το κόκκινο κεφάλι του Ντίκον, που γονατιστός στο χώμα δούλευε με πάθος.
Η Μαίρη έτρεξε στη μεριά του.
«Α, Ντίκον! Ντίκον!» φώναξε. «Πώς κατάφερες να έρθεις τόσο νωρίς; Πώς; Μόλις που βγήκε ο ήλιος!»
Ο Ντίκον σηκώθηκε γελώντας και το πρόσωπό του είχε μια λάμψη και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Τα μάτια του ήταν σαν ένα κομμάτι ουρανού.
«Μπα! Σηκώθηκα πολύ πριν από το ξημέρωμα. Πώς να έμενα στο κρεβάτι! Όλα τα καλά ξεκινάνε από πρωί να δουλεύουν, να κελαηδάνε, να σκαλίζουν το χώμα, να χτίζουν φωλιές, να μυρίζουν ολόγυρα. Οπότε θα βγεις, δεν θα μείνεις ξαπλωμένος. Όταν ο ήλιος έσκασε μύτη, όλος ο χερσότοπος τρελάθηκε από τη χαρά του, κι εγώ ήμουν ανάμεσα στα ρείκια και έτρεχα σαν τον τρελό φωνάζοντας και τραγουδώντας. Κι ήρθα κατευθείαν εδώ. Αφού ο κήπος περίμενε!»
Η Μαίρη έβαλε τα χέρια της στο στήθος ανασαίνοντας λαχανιασμένη, σαν να ήταν αυτή που είχε τρέξει.
«Α, Ντίκον, Ντίκον! Είμαι τόσο χαρούμενη, που μόλις που μπορώ να ανασάνω!»
Βλέποντάς τον να μιλά στο ξένο κορίτσι, το μικρόσωμο ζωάκι με τη φουντωτή ουρά σηκώθηκε από τη θέση του κάτω από το δέντρο και πλησίασε τον Ντίκον, και το κοράκι, κράζοντας μια φορά, πέταξε από το κλαδί του και ήρθε και κάθισε στον ώμο του αγοριού.
«Αυτό είναι το αλεπουδάκι» είπε ο Ντίκον χαϊδεύοντας το κοκκινωπό κεφαλάκι του ζώου. «Το όνομά του είναι Καπετάνιος. Κι αυτός εδώ είναι ο Καπνιάς. Ο Καπνιάς πέταγε από πάνω μου σε όλον τον χερσότοπο κι ο Καπετάνιος έτρεχε ξοπίσω μου σαν να τον κυνηγούσαν κυνηγόσκυλα. Και οι δυο τους ένιωθαν ό,τι κι εγώ».
Κανένα από τα δυο πλάσματα δεν έδειξε να φοβάται τη Μαίρη. Όταν ο Ντίκον άρχισε να τριγυρίζει στον κήπο, ο Καπνιάς έμεινε στον ώμο του και ο Καπετάνιος ακολουθούσε ήσυχα από δίπλα του.
«Δες εδώ!» είπε ο Ντίκον. «Κοίτα αυτά που ξεφύτρωσαν εδώ, κι εδώ κι εκεί! Α, κοίτα αυτά εδώ πέρα!»
Γονάτισε και η Μαίρη τον μιμήθηκε. Είχαν βρει μιαν ολόκληρη συστάδα από κρόκους που ξετύλιγαν τα πορφυρά, πορτοκαλί και χρυσά τους πέταλα. Η Μαίρη έσκυψε από πάνω τους και τους έδινε φιλιά.
«Ποτέ δεν φιλάς έναν άνθρωπο έτσι» είπε όταν σήκωσε το κεφάλι της. «Τα λουλούδια είναι τόσο διαφορετικά».
Ο Ντίκον χαμογέλασε, αν και δεν την πολυκατάλαβε.
«Μπα! Έτσι φιλάω τη μητέρα μου όταν έρχομαι από τον χερσότοπο κι έχω λείψει ολημερίς και τη βλέπω να περιμένει στην πόρτα κάτω από τον ήλιο και να μοιάζει τόσο χαρούμενη κι άνετη».
Έτρεξαν από τη μια στην άλλη μεριά του κήπου και βρήκαν τόσα θαυμαστά πράγματα που με το ζόρι συγκρατούσαν τον εαυτό τους να μη φωνάζουν παρά να ψιθυρίζουν ή να μιλάνε χαμηλόφωνα. Ο Ντίκον τής έδειξε τα φουσκωμένα ματάκια στα κλαδιά των τριανταφυλλιών που πιο πριν φαίνονταν ξερές. Της έδειξε δέκα χιλιάδες πράσινες μυτούλες που ξεπετάγονταν μέσα από τα βρύα. Κι οι δυο τους έσκυβαν κάθε τόσο και μύριζαν τη ζεστή ανοιξιάτικη γη. Κι έσκαβαν και ξερίζωναν αγριόχορτα και σιγογελούσαν εκστατικά μέχρι που τα μαλλιά της Αφέντρας της Μαίρης ανακατεύτηκαν τόσο όσο του Ντίκον και τα μάγουλά της κοκκίνισαν σχεδόν σαν τα δικά του.
Εκείνο το πρωινό ο κήπος ήταν γεμάτος με όλες τις χαρές του κόσμου και μέσα σε όλα τα υπέροχα, ήρθε και το πιο υπέροχο από όλα. Στα ξαφνικά κάτι πέταξε σαν τη σφαίρα από τη μεριά του τοίχου και προσγειώθηκε σε μια κοντινή γωνιά, κι είδαν τη λάμψη ενός κοκκινολαίμη που κάτι κρεμόταν από το ράμφος του.
«Στάκα ακίνητη» της ψιθύρισε ο Ντίκον στη βαριά διάλεκτό του. «Μη βγάλεις κιχ. Το ξέρα εγώ πως γύρευε ταίρι τελευταία που τον είδα. Είναι ο κοκκινολαίμης του Μπεν Γουέδερσταφ. Χτίζει τη φωλιά του. Θα μείνει εδώ πέρα αν δεν τον τρομάξουμε».
Κάθισαν στο γρασίδι κι έμειναν ακίνητοι.
«Δεν κάνει να δείχνουμε πως τον κατασκοπεύουμε» είπε ο Ντίκον. «Δε θα μας ξανάδινε σημασία αν έπαιρνε χαμπάρι πως χώνουμε τη μύτη μας στις δουλειές του. Μέχρι να τελειώσει το χτίσιμο θα είναι διαφορετικός. Στήνει το σπιτικό του. Θα είναι πιο ντροπαλός και θα τρομάζει πιο εύκολα. Δεν έχει καιρό για επισκέψεις και κουτσομπολιά τώρα. Τώρα εμείς πρέπει να μείνουμε ακίνητοι σαν να είμαστε ένα με το γρασίδι, τα δέντρα και τους θάμνους. Μετά, όταν συνηθίσει που είμαστε εδώ, θα του τερετίσω κάτι λίγο και θα καταλάβει πως δεν θέλουμε να τον ενοχλήσουμε».
Η Αφέντρα η Μαίρη δεν ήταν καθόλου σίγουρη πως ήξερε πώς να καταφέρει να γίνει ένα με το γρασίδι, τα δέντρα και τους θάμνους. Ο Ντίκον όμως το είπε σαν να ήταν το πιο απλό και φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, και ένιωσε πως του ήταν πολύ εύκολο να το κάνει, και πράγματι, για λίγα λεπτά, τον παρατήρησε προσεκτικά, ενώ αναρωτιόταν αν ήταν ποτέ δυνατόν το αγόρι να πρασινίσει έτσι απλά και να βγάλει κλαδιά και φύλλα. Εκείνος όμως καθόταν απλά εντελώς ακίνητος, κι όταν μίλησε η φωνή του ήταν τόσο σιγανή και απαλή που η Μαίρη παραξενεύτηκε πώς κατάφερε να τον ακούσει.
«Το χτίσιμο της φωλιάς γίνεται την άνοιξη» της είπε. «Βάζω στοίχημα πως κάθε άνοιξη γίνεται το ίδιο, από τότε που φτιάχτηκε ο κόσμος. Τα πουλιά και τα ζώα έχουν δικό τους τρόπο να σκέφτονται, και οι άνθρωποι είναι καλό να μην ανακατεύονται. Την άνοιξη είναι πιο εύκολο να τα χάσεις από φίλους αν είσαι περίεργος».
«Αφού μιλάμε γι’ αυτόν, δεν μπορώ να μη τον κοιτάζω» είπε η Μαίρη όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε. «Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι άλλο. Θέλω να σου πω κάτι».
«Κι αυτουνού θα του αρέσει να μιλήσουμε για κάτι άλλο» είπε ο Ντίκον. «Τι θέλεις να μου πεις;»
«Να… ξέρεις για τον Κόλιν;» ψιθύρισε.
Γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Τι ξέρεις για λόγου του;» τη ρώτησε.
«Τον είδα. Πήγαινα και του μιλούσα κάθε μέρα όλη αυτή την εβδομάδα. Θέλει να πηγαίνω να τον βλέπω. Λέει πως τον κάνω να ξεχνάει πως είναι άρρωστος και πεθαίνει» απάντησε η Μαίρη.
Ο Ντίκον, με το που καταλάγιασε η έκπληξη στο πρόσωπό του, φάνηκε ανακουφισμένος.
«Χαίρομαι» είπε με ζέση. «Πολύ το χαίρομαι. Με κάνει να νιώθω καλύτερα. Ήξερα πως δεν έπρεπε να μιλήσω για κείνον και δεν μου αρέσει να κρύβω πράγματα».
«Δεν σου αρέσει που κρατάς μυστικό τον κήπο;» είπε η Μαίρη.
«Ποτέ δε θα το πω σε κανέναν» της απάντησε. Λέω όμως στη μητέρα μου: “Μητέρα, έχω ένα μυστικό που πρέπει να κρατήσω. Δεν είναι κάτι κακό, το ξέρεις, Δεν είναι κακό, όπως δεν είναι κακό το να μη λες πού έχει τη φωλιά του ένα πουλί. Δεν σε πειράζει, έτσι;”»
Στη Μαίρη άρεσε να ακούει για τη μητέρα.
«Και τι σου είπε;» ρώτησε, γιατί πολύ ήθελε να μάθει.
Ο Ντίκον χαμογέλασε καλοσυνάτα.
«Αυτό που θα περίμενες να ακούσεις. Μου χάιδεψε το κεφάλι, γέλασε και λέει: “Α, αγόρι μου, έχε όσα μυστικά θέλεις. Σε ξέρω δώδεκα χρόνια”».
«Από πού έμαθες για τον Κόλιν;» ρώτησε η Μαίρη.
«Όποιος ξέρει για τον Αφέντη Κρέιβεν, ξέρει πως έχει κι ένα αγοράκι που είναι σακάτικο και ξέρει πως στον Αφέντη τον Κρέιβεν δεν αρέσει να το κουβεντιάζουν. Ο κόσμος τον λυπάται τον Αφέντη τον Κρέιβεν, γιατί η κυρία Κρέιβεν ήταν τόσο όμορφη κυρία και αγαπιόντουσαν οι δυο τους. Η κυρία Μέντλοκ κάνει μια στάση στο σπιτικό μας όποτε πάει στο Θουέιτ και δεν την πειράζει να μιλάει με τη μητέρα μπροστά μας, γιατί ξέρει πως έχουμε μάθει να είμαστε πιστοί. Πώς κι έμαθες για τον Κόλιν; Η Μάρθα ήταν πολύ φορτωμένη την τελευταία φορά που ήρθε σπίτι. Είπε πως τον άκουσε που ήταν ανήσυχος και πως της έκανε ερωτήσεις και πως αυτή δεν ήξερε τι να του απαντήσει».
Η Μαίρη τού είπε την ιστορία της για τότε που ο αέρας λυσσομανούσε τα μεσάνυχτα και την είχε ξυπνήσει, και για τους απόμακρους ήχους μιας φωνής όλο παράπονο, που την έκανε να πάρει ένα κερί και να τριγυρίζει στους σκοτεινούς διαδρόμους, και που έφτασε να ανοίξει την πόρτα που έβγαζε σε ένα δωμάτιο με χαμηλό φως, κι είχε εκεί ένα κρεβάτι με τέσσερις κολώνες. Όταν περιέγραψε το μικρό ωχρό πρόσωπο με τα παράξενα μάτια και τις πυκνές μαύρες βλεφαρίδες, ο Ντίκον κούνησε το κεφάλι του.
«Έχει τα ίδια μάτια με τη μητέρα του, μοναχά που εκείνης γελούσαν συνέχεια, έτσι λένε» της είπε. «Λένε πως ο κύριος Κρέιβεν δεν αντέχει να τον βλέπει όταν είναι ξύπνιος, κι αυτό γιατί τα μάτια του είναι τόσο ίδια με της μητέρας του αλλά δείχνουν τόσο διαφορετικά στο μίζερό του πρόσωπο».
«Νομίζεις πως ο πατέρας του θέλει να πεθάνει;» ψιθύρισε η Μαίρη.
«Όχι, θα ευχόταν όμως να μην έχει γεννηθεί ποτέ. Η μητέρα λέει πως αυτό είναι ό,τι χειρότερο για ένα παιδί. Αυτός που νιώθει πως δεν τον θέλουν, δεν έχει προκοπή. Ο Αφέντης ο Κρέιβεν μπορεί να αγοράσει με τα λεφτά του ό,τι θα γύρευε το καημένο το παιδί, από την άλλη όμως προτιμάει να ξεχνάει πως υπάρχει. Και το κάνει, γιατί φοβάται πως θα έρθει μια μέρα που το παιδί θα έχει μεγαλώσει κι αυτός θα το κοιτάξει και θα δει πως έγινε καμπούρης».
«Κι ο Κόλιν το ίδιο φοβάται και μάλιστα τόσο, που δεν θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι» είπε η Μαίρη. «Λέει πως πάντα του σκέφτεται πως αν νιώσει να βγαίνει κανένα εξόγκωμα, θα τρελαθεί και θα βάλει τις φωνές και δεν θα σταματάει».
«Α, μα δεν πρέπει να κάθεται και να σκέφτεται τέτοια πράγματα» είπε ο Ντίκον. «Ποιο παιδί μπορεί να γίνει καλά αν σκέφτεται τέτοια;»
Η αλεπού ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι κοντά του και πότε πότε τον κοιτούσε ζητώντας χάδια, κι ο Ντίκον έσκυβε και της έτριβε απαλά τον λαιμό και μετά έμενε σιωπηλός για λίγο και σκεφτόταν. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ολόγυρά του τον κήπο.
«Όταν πρωτοήρθαμε εδώ» είπε «όλα ήταν γκρίζα. Κοίταξε γύρω σου τώρα και πες μου αν έχει διαφορά».
Η Μαίρη κοίταξε και σαν να της πιάστηκε η ανάσα.
«Πωπω!» φώναξε. «Ο γκρίζος τοίχος αλλάζει. Μοιάζει λες και μια πράσινη ομίχλη σέρνεται επάνω του. Μοιάζει σαν ένα διάφανο πράσινο πέπλο».
«Έτσι είναι» είπε ο Ντίκον. «Κι όλο και θα πρασινίζει, μέχρι που το γκρίζο θα εξαφανιστεί. Μαντεύεις τι σκεφτόμουνα;»
«Κάτι καλό» είπε πρόθυμα η Μαίρη. «Μάλλον κάτι για τον Κόλιν».
«Σκεφτόμουν πως αν ερχόταν εδώ, δεν θα ασχολιόταν όλη την ώρα με το αν θα να φύτρωνε κάτι στην πλάτη του. Θα έψαχνε τα μπουμπούκια στις τριανταφυλλιές και μάλλον θα του έκανε καλό» εξήγησε ο Ντίκον. «Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να τον κάνουμε να έρθει μέχρι εδώ και να κάτσει κάτω από τα δέντρα με το καρότσι του».
«Αυτό αναρωτιόμουν κι εγώ. Κάθε φορά που μιλούσαμε, αυτό σκεφτόμουν» είπε η Μαίρη. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να κρατήσει μυστικό και αν θα καταφέρναμε να τον φέρουμε εδώ χωρίς να μας δει κανείς. Σκέφτηκα πως ίσως και να μπορούσες εσύ να σπρώξεις το καροτσάκι του. Ο γιατρός είπε πως πρέπει να πάρει καθαρό αέρα, κι αν ο Κόλιν θέλει να τον βγάλουμε έξω, κανένας δεν θα τολμήσει να τον παρακούσει. Αν οι άλλοι του πουν να βγει, δεν θα τους κάνει το χατίρι, κι ίσως πάλι κι εκείνοι να θέλουν να βγει μαζί μας. Θα μπορούσε να διατάξει τους κηπουρούς να φύγουν, για να μην το καταλάβουν πως βγαίνει έξω».
Ο Ντίκον σκεφτόταν στα σοβαρά ενώ έξυνε τη ράχη του Καπετάνιου.
«Σίγουρα θα του κάνει καλό» είπε. «Εμείς δεν σκεφτόμαστε πως θα ήταν καλύτερα να μην είχε γεννηθεί. Εμείς θα είμαστε δύο παιδιά που βλέπουν έναν κήπο να μεγαλώνει, κι αυτός θα είναι άλλο ένα παιδί. Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που κοιτάζουν την άνοιξη. Στο υπογράφω πως θα είναι καλύτερο κι από συνταγή γιατρού».
«Είναι τόσο καιρό στο κρεβάτι κλεισμένος στο δωμάτιό του και φοβάται τόσο πολύ για την πλάτη του, που έγινε παράξενος» είπε η Μαίρη. «Έχει μάθει πολλά μέσα από τα βιβλία του, αλλά δεν ξέρει τίποτα άλλο. Λέει ότι ήταν πολύ άρρωστος για να ασχοληθεί με τα πράγματα γύρω του και ότι δεν του αρέσει να βγαίνει έξω και ότι δεν του αρέσουν οι κήποι και οι κηπουροί. Του αρέσει όμως να ακούει για αυτόν εδώ τον κήπο, γιατί είναι μυστικό. Δεν τόλμησα να του πω πολλά πράγματα, είπε όμως πως ήθελε να τον δει».
«Θα τον φέρουμε εδώ κάποια στιγμή, αυτό είναι σίγουρο» είπε ο Ντίκον. «Μια χαρά θα έσπρωχνα το καροτσάκι του. Παρατήρησες πώς δουλεύει ο κοκκινολαίμης με το ταίρι του, όση ώρα καθόμαστε εδώ; Κοίτα τον πώς έχει κουρνιάσει σε κείνο το κλαδί κι αναρωτιέται πού είναι καλύτερα να βάλει το κλαδάκι που έχει στο ράμφος του».
Ο Ντίκον έκανε ένα χαμηλό σφύριγμα, και ο κοκκινολαίμης γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε εξεταστικά, κρατώντας ακόμη το κλαδάκι στο ράμφος του. Ο Ντίκον τού μίλησε όπως έκανε κι ο Μπεν Γουέδερσταφ, αλλά το ύφος του Ντίκον ήταν σαν να συμβούλευε φιλικά το πουλί.
«Όπου κι αν το βάλεις, καλά θα είναι» είπε. «Ακόμα δεν είχες σκάσει από το αυγό κι ήξερες πώς να φτιάξεις φωλιά. Άντε, προχώρα τη δουλειά σου. Δεν έχεις καιρό για χάσιμο».
«Αχ! Πώς μ’ αρέσει να σε ακούω να του μιλάς!» είπε η Μαίρη γελώντας χαρούμενη. «Ο Μπεν Γουέδερσταφ τον μαλώνει και τον κοροϊδεύει, κι αυτός χοροπηδάει και κοιτάζει λες κι έχει καταλάβει τα πάντα, και ξέρω πως του αρέσει. Ο Μπεν Γουέδερσταφ λέει πως είναι τόσο φαντασμένος που καλύτερα θα το είχε να του πετάνε πέτρες παρά να μην του δίνουν σημασία».
Ο Ντίκον γέλασε κι αυτός και συνέχισε:
«Ξέρεις πως δεν θα σου γίνουμε μπελάς» είπε στον κοκκινολαίμη. «Σα να είμαστε κι εμείς ζούδια, ένα πράμα. Σα να φτιάχνουμε κι εμείς φωλιά. Κοίτα μη μας μαρτυρήσεις»
Και παρόλο που ο κοκκινολαίμης δεν απάντησε, γιατί είχε απασχολημένο το ράμφος του, η Μαίρη κατάλαβε πως όταν πέταξε στη γωνιά του με το κλαδάκι του, η σοβαρή ματιά του σήμαινε πως δεν θα αποκάλυπτε το μυστικό τους με τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...