ΔΕΚΑΤΟ
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!» ΕΙΠΕ Η ΜΑΙΡΗ
Είχαν πολλά να κάνουν εκείνο το πρωινό και η Μαίρη άργησε
να γυρίσει στο σπίτι. Και μετά είχε τέτοια βιασύνη να επιστρέψει στη δουλειά
της που μόλις που θυμήθηκε τον Κόλιν την τελευταία στιγμή.
«Πες στον Κόλιν πως δεν μπορώ να πάω να τον δω προς το
παρόν. Έχω πολλή δουλειά στον κήπο» είπε στη Μάρθα.
Η Μάρθα πήρε ένα κάπως φοβισμένο ύφος.
«Α, δεσποινίς Μαίρη, μπορεί να ξινίσει τα μούτρα άμα του
το πω».
Η Μαίρη όμως δεν φοβόταν τον Κόλιν όπως έκαναν οι άλλοι
και δεν ήξερε τι πάει να πει αυτοθυσία.
«Πρέπει να φύγω, με περιμένει ο Ντίκον» είπε κι έφυγε
τρέχοντας.
Το απόγευμα ήταν ακόμη πιο όμορφο και πολυάσχολο από το
πρωινό. Είχαν ξεριζώσει σχεδόν όλα τα αγριόχορτα από τον κήπο και είχαν
κλαδέψει και σκαλίσει σχεδόν όλες τις τριανταφυλλιές και τα δέντρα. Ο Ντίκον
είχε φέρει το δικό του φτυάρι και είχε δείξει στη Μαίρη πώς να χρησιμοποιεί όλα
τα εργαλεία της, κι έτσι παρόλο που το όμορφο ατίθασο μέρος δεν θα γινόταν ποτέ
“κήπος κηπουρού”, προτού περάσει η άνοιξη θα μεταμορφωνόταν σε μια ζούγκλα
γεμάτη λουλούδια και δέντρα που μεγάλωναν.
«Οι μηλιές και οι κερασιές θα γεμίσουν μπουμπούκια» είπε
ο Ντίκον δουλεύοντας με όρεξη. «Και εκεί στον τοίχο θα είναι ροδακινιές και
δαμασκηνιές, και το χορτάρι θα είναι σαν χαλί από λουλούδια».
Το αλεπουδάκι και το κοράκι ήταν τόσο χαρούμενα και
απασχολημένα όσο και τα παιδιά, και ο κοκκινολαίμης και το ταίρι του πετούσαν
από δω κι από κει σαν μικροσκοπικές αστραπές. Κάπου κάπου το κοράκι άνοιγε τα
μαύρα φτερά του και πετούσε μακριά στις κορυφές των δέντρων του πάρκου. Και
πάλι ξαναγύριζε και κούρνιαζε δίπλα στον Ντίκον και έκραζε σαν να διαλαλούσε
τις περιπέτειές του, κι ο Ντίκον τού μιλούσε όπως έκανε με τον κοκκινολαίμη.
Κάποια στιγμή που ο Ντίκον ήταν τόσο απασχολημένος που δεν του απάντησε αμέσως,
ο Καπνιάς πέταξε στους ώμους του και τσίμπησε απαλά το αυτί του με το μακρύ του
ράμφος. Όταν η Μαίρη θέλησε να ξεκουραστεί για λίγο, ο Ντίκον κάθισε μαζί της
κάτω από ένα δέντρο και μια φορά έβγαλε τη φλογέρα από την τσέπη του και έπαιξε
έναν παράξενο γλυκό σκοπό και δύο σκίουροι φάνηκαν πάνω στον τοίχο και
κοιτούσαν κι είχαν στήσει αυτί.
«Σαν να φαίνεσαι πιο δυνατή από τα πριν» είπε ο Ντίκον
καθώς κοιτούσε τη Μαίρη που έσκαβε. «Στα σίγουρα, φαίνεσαι διαφορετική».
Η Μαίρη έλαμπε από την άσκηση κι από την καλή διάθεση.
«Μέρα με τη μέρα παχαίνω περισσότερο» είπε ενθουσιασμένη.
«Η κυρία Μέντλοκ θα πρέπει να μου αγοράσει μεγαλύτερα φορέματα. Η Μάρθα λέει
πως τα μαλλιά μου πυκνώνουν. Δεν είναι τόσο λεπτά και άχαρα».
Ο ήλιος άρχιζε να δύει και να στέλνει χρυσαφιές ακτίνες
που περνούσαν μέσα από τα δέντρα καθώς τα δυο παιδιά αποχωρίστηκαν.
«Θα κάνει καλό καιρό αύριο» είπε ο Ντίκον. «Θα έχω πιάσει
δουλειά με το ξημέρωμα».
«Κι εγώ» είπε η Μαίρη.
Έτρεξε μέχρι το σπίτι όσο πιο γρήγορα την πήγαιναν τα
πόδια της. Ήθελε να πει στον Κόλιν για το αλεπουδάκι του Ντίκον και για το
κοράκι και για την ομορφιά που σκόρπιζε γύρω ο ανοιξιάτικος καιρός. Ήταν σίγουρη
πως θα του άρεσε να τα μάθει όλα αυτά. Κι έτσι δεν το βρήκε και πολύ ευχάριστο
όταν, ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου της, βρήκε τη Μάρθα να την περιμένει με
το πρόσωπό της μέσα στη στενοχώρια.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Τι είπε ο Κόλιν όταν του είπες
πως δεν μπορούσα να πάω να τον δω;»
«Αχ!» έκανε η Μάρθα. «Μακάρι να είχες πάει. Μόνο που δεν
τον έπιασε ξανά η ζοχάδα του. Μου έφαγε όλο το απόγευμα να τον κάνω καλά. Όλο
το ρολόι κοιτούσε».
Η Μαίρη δάγκωσε τα χείλη της. Όπως και ο Κόλιν, έτσι κι
αυτή δεν ήταν συνηθισμένη να νοιάζεται για τους άλλους και δεν έβλεπε το λόγο
που ένα κακομαθημένο παιδί θα έπρεπε να γίνει εμπόδιο σε κάτι που της άρεσε περισσότερο
από καθετί να κάνει. Δεν ήξερε το παραμικρό για το πόσο αξιοθρήνητοι ήταν οι
άνθρωποι που ήταν αδιάθετοι και νευρικοί και που δεν ήξεραν να δαμάσουν τον
θυμό τους και να μην κάνουν και τους άλλους να νιώθουν αδιάθετοι και νευρικοί.
Όταν την έπιανε πονοκέφαλος στην Ινδία, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για
να πιάσει και όλους τους υπόλοιπους πονοκέφαλος ή κάτι εξίσου άσχημο. Και το
θεωρούσε απόλυτα δικαιολογημένο. Φυσικά όμως τώρα ένιωθε πως ο Κόλιν δεν ήταν
καθόλου σωστός.
Ο Κόλιν δεν ήταν στον καναπέ του όταν η Μαίρη πήγε στο
δωμάτιό του. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ούτε που γύρισε το κεφάλι του
όταν εκείνη μπήκε μέσα. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό ξεκίνημα και η Μαίρη τον
πλησίασε ξινισμένη.
«Γιατί δεν σηκώθηκες;» του είπε.
«Σηκώθηκα το πρωί νομίζοντας πως θα ερχόσουν» απάντησε
χωρίς να την κοιτάζει. «Τους έβαλα να με ξαναπάνε στο κρεβάτι μου το απόγευμα.
Πονούσε η πλάτη μου και το κεφάλι μου, και ήμουν κουρασμένος. Γιατί δεν ήρθες;»
«Δούλευα στον κήπο με τον Ντίκον» είπε η Μαίρη.
Ο Κόλιν μούτρωσε και καταδέχτηκε να την κοιτάξει.
«Δεν θα επιτρέψω σε αυτό το αγόρι να έρχεται και να σε
κάνει να κάθεσαι μαζί του αντί να έρχεσαι και να μιλάς με εμένα» της είπε.
Τη Μαίρη την έπιασαν τα νεύρα της. Μπορούσε να το κάνει
χωρίς να πει το παραμικρό. Απλά ξίνιζε τα μούτρα και μουλάρωνε και ούτε που την
ένοιαζε τι θα γινόταν μετά.
«Αν διώξεις τον Ντίκον, δεν θα ξανάρθω ποτέ στο δωμάτιό
σου!» του απάντησε απότομα.
«Άμα το θέλω, θα έρθεις» είπε ο Κόλιν.
«Με τίποτα!» είπε η Μαίρη.
«Θα σε κάνω να έρθεις» είπε ο Κόλιν. «Θα βάλω να σε
φέρουν με το ζόρι».
«Για να τολμήσουν, κύριε Μαχαραγιά!» είπε άγρια η Μαίρη.
«Μπορούν να με φέρουν με το ζόρι, δεν μπορούν όμως και να με κάνουν να μιλήσω.
Θα κάθομαι και θα τρίζω τα δόντια μου και δεν θα σου πω το παραμικρό. Ούτε που
θα σε κοιτάξω. Θα κοιτάζω το πάτωμα!»
Καθώς κοιτούσαν έντονα ο ένας τον άλλον, μια χαρά ταίρι
ήταν και οι δυο τους. Αν ήταν τίποτα αλανάκια, θα έστηναν καλή κλοτσοπατινάδα.
Όπως είχαν τα πράγματα, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν.
«Είσαι εγωίστρια!» φώναξε ο Κόλιν.
«Μπα, κι εσύ τι είσαι;» ανταπόδωσε η Μαίρη. « Οι εγωιστές
το λένε πάντα αυτό. Όποιος δεν κάνει αυτό που θέλουν, είναι εγωιστής. Εσύ είσαι
περισσότερο εγωιστής από εμένα. Είσαι ο πιο εγωιστής από όλα τα αγόρια».
«Δεν είμαι!» ξέσπασε ο Κόλιν. «Δεν είμαι τόσο εγωιστής
όσο ο καλός σου ο Ντίκον! Σε κρατάει να παίζετε στις βρωμιές ενώ εγώ είμαι
μόνος μου. Είναι εγωιστής, άμα σου αρέσει!»
Τα μάτια της Μαίρης πέταξαν σπίθες.
«Είναι καλύτερος από όλα τα άλλα αγόρια!» είπε. Είναι…
είναι σαν άγγελος!» Έμοιαζε λίγο ανόητο έτσι όπως το είπε, δεν την ένοιαζε
όμως.
«Καλός άγγελος!» Ο Κόλιν κάγχασε. «Ένα χωριατόπαιδο σαν
όλα τα άλλα είναι, από τη μεριά του χερσότοπου!»
«Καλύτερος από έναν συνηθισμένο Μαχαραγιά! Χίλιες φορές
καλύτερος» ανταπάντησε η Μαίρη.
Μια και ήταν η πιο δυνατή από τους δυο τους, άρχιζε να
παίρνει το πάνω χέρι. Η αλήθεια ήταν πως ο Κόλιν δεν είχε ποτέ του λογομαχήσει
με κάποιον στα δικά του μέτρα και, όπως και να το πούμε, καλό του έκανε, παρότι
ούτε εκείνος ούτε η Μαίρη το είχαν πάρει χαμπάρι. Το αγόρι γύρισε το κεφάλι του
κατά το μαξιλάρι, έκλεισε τα μάτια και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Άρχιζε
να νιώθει αξιολύπητα και στενοχωριόταν για τον εαυτό του, όχι για κανέναν
άλλον.
«Δεν είμαι τόσο εγωιστής όσο εσύ, γιατί εγώ είμαι πάντα
άρρωστος, και σίγουρα κάποιο εξόγκωμα θα έχει βγει στην πλάτη μου» είπε. «Κι
εξάλλου θα πεθάνω».
«Δεν θα πεθάνεις!» τον κόντραρε ασυγκίνητη η Μαίρη.
Ο Κόλιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια αγανακτισμένος. Ούτε που
είχε ξανακούσει να του λένε κάτι τέτοιο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κι ήταν έξαλλος
μα και λίγο ευχαριστημένος, αν κάποιος μπορούσε να νιώθει και τα δυο
συναισθήματα ταυτόχρονα.
«Δεν θα πεθάνω;» τσίριξε. «Θα πεθάνω! Το ξέρεις πως θα
πεθάνω! Όλοι το λένε».
«Δεν το πιστεύω!» έκανε στριφνά η Μαίρη. «Το λες για να
σε λυπούνται. Νομίζω πως το καμαρώνεις κιόλας. Δεν το πιστεύω! Αν ήσουν καλό
παιδί, μπορεί και να ήταν αλήθεια, όμως είσαι πολύ κακός!»
Παρά την ασθενική πλάτη του, ο Κόλιν ανασηκώθηκε στο
κρεβάτι του γεμάτος δίκαιη οργή.
«Να φύγεις από το δωμάτιο!» φώναξε κι έπιασε το μαξιλάρι
και το πέταξε κατά τη μεριά της. Δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να το πετάξει
μακριά κι έτσι έπεσε στα πόδια της, όμως το πρόσωπο της Μαίρης μπλάβιασε.
«Φεύγω» είπε. «Κι ούτε που πρόκειται να ξανάρθω!»
Πήγε μέχρι την πόρτα και όταν την έφτασε, γύρισε ξανά
προς τη μεριά του και είπε:
«Είχα να σου πω ένα σωρό όμορφα πράγματα. Ο Ντίκον έφερε
μαζί του την αλεπού του και το κοράκι του και σκόπευα να σου μιλήσω για όλα
αυτά. Τώρα δεν θα σου πω τίποτα!»
Βγήκε αποφασιστικά και έκλεισε την πόρτα ξοπίσω της, κι
εκεί, προς μεγάλη της έκπληξη, βρήκε την εκπαιδευμένη νοσοκόμα να στέκεται σαν
να τα είχε ακούσει όλα, και το πιο περίεργο ήταν ότι γελούσε, Ήταν μια
μεγαλόσωμη ομορφογυναίκα που δεν της ταίριαζε καθόλου η δουλειά της, αφού ούτε
τους ανάπηρους μπορούσε να αντέξει και όλο και έβρισκε δικαιολογίες για να αφήνει
τον Κόλιν στη φροντίδα της Μάρθας ή οποιουδήποτε έπαιρνε τη θέση της. Η Μαίρη
δεν τη χώνεψε ποτέ κι απλά έμεινε εκεί και την κοιτούσε καθώς εκείνη στεκόταν
χαχανίζοντας μέσα στο μαντήλι της.
«Γιατί γελάς;» τη ρώτησε.
«Γελάω με εσάς τους δυο» είπε η νοσοκόμα. «Δεν θα μπορούσε
να τύχει τίποτα καλύτερο σε αυτόν τον κακομαθημένο παρά να τον βάλει στη θέση
του κάποιος το ίδιο κακομαθημένος» και γέλασε ξανά μέσα στο μαντήλι της. «Αν
είχε μια στρίγκλα αδερφή για να μαλώνει μαζί της, τότε θα ήταν μια χαρά».
«Θα πεθάνει;»
«Ούτε που ξέρω ούτε και με νοιάζει» είπε η νοσοκόμα.
«Αυτός τρέφεται μα την υστερία και τη ζοχάδα του».
«Τι είναι η υστερία;» ρώτησε η Μαίρη.
«Θα μάθετε αν τον πιάσει το κακό του μετά από όλα αυτά,
πάντως τον κουρδίσατε καλά για να πάθει το υστερικό του, και πολύ το χαίρομαι».
Η Μαίρη γύρισε στο δωμάτιό της, δεν ένιωθε όμως όπως όταν
είχε μόλις γυρίσει από τον κήπο. Την είχε πιάσει η στριμάδα της και
απογοήτευση, δεν λυπόταν όμως τον Κόλιν. Ανυπομονούσε να του πει τόσα πράγματα
και προσπαθούσε να αποφασίσει για το αν θα μπορούσε να του εμπιστευτεί το
μεγάλο μυστικό. Είχε μισοκαταλήξει να τον εμπιστευτεί, τώρα όμως είχε αλλάξει
γνώμη. Ποτέ δεν θα του έλεγε το παραμικρό και καλά θα έκανε να μείνει στο
δωμάτιό του και να μην ξαναβγεί στον καθαρό αέρα κι άμα το ήθελε τόσο, ας
πέθαινε! Μια χαρά θα του ταίριαζε! Ένιωθε τόσο ξινή και άσπλαχνη που για λίγο
σχεδόν ξέχασε τον Ντίκον και το πράσινο πέπλο που απλωνόταν στη φύση και το
απαλό αεράκι που ερχόταν από τον χερσότοπο.
Η Μάρθα την περίμενε και η ανησυχία στο πρόσωπό της είχε
προσωρινά μεταμορφωθεί σε ενδιαφέρον και περιέργεια. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε
ένα ξύλινο κουτί ξεκαπάκωτο και ήταν γεμάτο τακτοποιημένα πακετάκια.
«Στο έστειλε ο κύριος Κρέιβεν» είπε η Μάρθα. «Σαν να έχει
βιβλία με εικόνες μέσα».
Η Μαίρη θυμήθηκε τι την είχε ρωτήσει ο κύριος Κρέιβεν
όταν είχε πάει στο δωμάτιό του. “Θέλεις κάτι: Κούκλες, παιχνίδια, βιβλία;”
Άνοιξε το πακέτο ενώ αναρωτιόταν αν της είχε στείλει μια κούκλα, και αν ήταν
πράγματι κούκλα, τι θα την έκανε; Δεν της έστειλε όμως κούκλα, αλλά πολλά
όμορφα βιβλία σαν εκείνα που είχε ο Κόλιν, και μάλιστα δύο από αυτά ήταν για
κήπους και γεμάτα εικόνες. Είχε και δυο τρία παιχνίδια κι επίσης μια όμορφη
μικρή θήκη για να γράφει, που είχε πάνω ένα χρυσό μονόγραμμα και μια χρυσή πένα
και ένα μελανοδοχείο.
Ήταν όλα τόσο όμορφα που η χαρά της άρχισε να παραμερίζει
τον θυμό από το μυαλό της. Δεν το περίμενε να τη θυμηθεί ο κύριος Κρέιβεν, και
η σκληρή καρδούλα της πήρε να μαλακώνει.
«Μπορώ να γράφω καλύτερα με μικρά γράμματα παρά με
κεφαλαία» είπε «και το πρώτο που θα γράψω με αυτή εδώ την πένα θα είναι για να
του πω πως νιώθω πολύ υποχρεωμένη».
Αν ήταν φίλη με τον Κόλιν, θα μπορούσε να πάει τρέχοντας
και να του δείξει τα δώρα της, και οι δυο τους θα κοιτούσαν τις εικόνες και θα
διάβαζαν από τα βιβλία κηπουρικής και ίσως και να έπαιζαν με τα παιχνίδια, κι ο
Κόλιν θα το διασκέδαζε τόσο που ούτε μια φορά δεν θα σκεφτόταν πως θα πέθαινε ή
θα ψηλάφιζε με το χέρι την πλάτη του για να δει αν έχει φυτρώσει κανένα
εξόγκωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν κάτι που συνήθιζε να το κάνει, κι η Μαίρη δεν
μπορούσε να το αντέξει. Την έκανε να νιώθει άβολα και φοβισμένη, γιατί ο Κόλιν
έδειχνε κι εκείνος να φοβάται. Της είχε πει πως αν έβρισκε έστω κι ένα μικρό
εξόγκωμα, θα ήξερε πως η καμπούρα του θα άρχιζε να μεγαλώνει. Αυτή την
πεποίθηση την είχε αποκτήσει μετά από κάτι που είχε ακούσει την κυρία Μέντλοκ
να ψιθυρίζει στη νοσοκόμα και το σκεφτόταν μοναχός του και του είχε γίνει
έμμονη ιδέα. Η κυρία Μέντλοκ είχε πει πως η πλάτη του πατέρα του είχε αρχίσει
να κυρτώνει από τότε που εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Ο Κόλιν δεν το είχε πει ποτέ
σε κανέναν άλλον εκτός από τη Μαίρη, ότι δηλαδή τα “ξεσπάσματά του”, όπως
συνήθιζαν να τα λένε, οφείλονταν στον κρυφό υστερικό του φόβο. Η Μαίρη τον
λυπήθηκε όταν της το είπε.
«Πάντα του το σκέφτεται όταν είναι θυμωμένος ή κουρασμένος»
μονολόγησε. «Και σήμερα θύμωσε. Μπορεί και να το σκεφτόταν όλο το απόγευμα».
Απόμεινε ακίνητη να κοιτάζει σκεφτική το χαλί.
«Είπα πως δεν θα ξαναπατήσω στο δωμάτιό του» είπε
διστακτικά σμίγοντας τα φρύδια της, «ίσως όμως, λέω ίσως, και να πάω να τον δω,
αν θέλει, αύριο το πρωί. Μπορεί να προσπαθήσει να μου ξαναπετάξει το μαξιλάρι
του, όμως, έτσι λέω, θα πάω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου