ΔΕΚΑΤΟ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΙΝΔΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Το επόμενο πρωί η ομίχλη είχε σκεπάσει τον χερσότοπο και
η βροχή δεν είχε σταματήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει έξω η Μαίρη. Και η
Μάρθα ήταν τόσο απασχολημένη που το μικρό κορίτσι δεν είχε ευκαιρία να της
μιλήσει, το απόγευμα όμως της ζήτησε να έρθει και να της κάνει παρέα στο
παιδικό δωμάτιο. Η Μάρθα ήρθε φέρνοντας μαζί της και τις κάλτσες που έπλεκε
όταν δεν είχε κάποια άλλη δουλειά να κάνει.
«Τι σε έπιασε;» τη ρώτησε με το που κάθισε. «Σαν να χεις
κάτι να μου πεις».
«Έχω. Βρήκα τι ήταν το κλάμα που άκουγα» είπε η Μαίρη.
Η Μαίρη άφησε το πλεκτό της να πέσει στα γόνατά της και
την κοίταξε τρομαγμένη.
«Αποκλείεται!» φώναξε.
«Το άκουσα τη νύχτα» συνέχισε η Μαίρη. «Κι έτσι σηκώθηκα
και πήγα να δω από πού ερχόταν. Ήταν ο Κόλιν. Τον βρήκα».
Το πρόσωπο της Μάρθας μπλάβιασε από την τρομάρα.
«Α! Δεσποινίς Μαίρη!» είπε μισοκλαίγοντας. Δεν έπρεπε να
το κάνεις, δεν έπρεπε. Θα με βάλεις σε μπελάδες. Εγώ δεν σου είπα ποτές μου για
το αγόρι… μα θα βρω μπελά. Θα χάσω τη δουλειά μου και τι θα κάνει η μητέρα!»
«Δεν θα χάσεις τη δουλειά σου» είπε η Μαίρη. «Ο Κόλιν
χάρηκε που πήγα. Κουβεντιάσαμε ώρα και μου είπε πως χάρηκε που πήγα».
«Αλήθεια;» φώναξε η Μάρθα. «Στα σίγουρα; Δεν ξέρεις πώς
είναι όταν τον πιάνει το κακό του. Είναι μεγάλος για να κλαίει σαν το μωρό,
αλλά όταν τον πιάνει, θα μπήξει τις φωνές μόνο και μόνο να μας τρομάξει. Ξέρει
πως είμαστε υπηρέτες».
«Δεν τον είχε πιάσει το κακό του» είπε η Μαίρη. «Τον
ρώτησα αν έπρεπε να φύγω και μου είπε να μείνω. Με ρωτούσε διάφορα κι εγώ είχα
κάτσει σε ένα μεγάλο σκαμνί και του μιλούσα για την Ινδία και για τον
κοκκινολαίμη και τους κήπους. Δεν ήθελε να φύγω. Με άφησε να δω τον πίνακα της
μητέρας του. Προτού φύγω, του τραγούδησα για να τον νανουρίσω».
Το στόμα της Μάρθας έχασκε από την έκπληξη.
«Δεν σε πιστεύω!» διαμαρτυρήθηκε. «Είναι σαν να μπήκες
κατευθείαν στο λημέρι ενός λιονταριού. Αν ήταν όπως τις περισσότερες φορές, θα
τον έπιανε τέτοιος θυμός που θα ξεσήκωνε το σπίτι. Δεν θέλει να τον χαζεύουν οι
ξένοι».
«Εμένα με άφησε. Τον κοίταζα συνέχεια και με κοίταζε κι
εκείνος. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον» είπε η Μαίρη.
«Δεν ξέρω τι να κάνω!» φώναξε νευρικά η Μάρθα. «Αν το
μάθει η κυρία Μέντλοκ, θα νομίζει ότι παράκουσα τις εντολές και στα είπα όλα
και θα με στείλει πακέτο πίσω στη μητέρα μου».
«Ο Κόλιν δεν θα πει τίποτα στην κυρία Μέντλοκ, για την
ώρα τουλάχιστον. Στην αρχή θα το έχουμε σαν μυστικό» είπε η Μαίρη με
σοβαρότητα. «Και λέει ακόμα πως όλοι είναι υποχρεωμένοι να του κάνουν τα χατίρια».
«Α, όσο γι’ αυτό, τι κακό παιδί!» αναστέναξε η Μάρθα
σκουπίζοντας το μέτωπό της με την ποδιά της.
«Λέει πως η κυρία Μέντλοκ πρέπει να του κάνει τα χατίρια.
Κι ότι με θέλει να πηγαίνω και να του μιλάω κάθε μέρα. Κι εσύ θα μου λες πότε
θέλει να πάω να τον δω».
«Εγώ!» έσκουξε η Μάρθα. «Θα χάσω τη δουλειά μου, στα
σίγουρα θα τη χάσω!»
«Δεν θα τη χάσεις αν κάνεις ό,τι θέλει, κι όλοι έχουν
διαταγή να τον υπακούουν» είπε η Μαίρη.
«Θέλεις να πεις» φώναξε η Μάρθα με τα μάτια ορθάνοιχτα
«πως ήταν καλός μαζί σου!»
«Νομίζω πως με συμπάθησε κάπως» απάντησε η Μαίρη.
«Τότε θα τον μάγεψες!» έβγαλε το συμπέρασμα η Μάρθα
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Θέλεις να πεις Μαγεία;» ζήτησε να μάθει η Μαίρη. «Άκουσα
να λένε για τη Μαγεία στην Ινδία, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω Μαγεία. Απλά πήγα
στο δωμάτιό του και πήρα τέτοια έκπληξη όταν τον είδα, που στεκόμουν εκεί και
τον κοιτούσα. Και τότε γύρισε στη μεριά μου και με κοίταξε. Και νόμιζε πως
ήμουν φάντασμα ή όνειρο, κι εγώ πάλι νόμιζα πως εκείνος μπορεί να ήταν φάντασμα
ή όνειρο. Κι ήταν τόσο παράξενο που ήμασταν μόνοι μας εκεί πέρα στη μέση της
νύχτας και δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Κι αρχίσαμε να κάνουμε
ερωτήσεις ο ένας στον άλλον. Κι όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να φύγω, είπε πως
όχι».
«Πάει, χάλασε ο κόσμος!» έκανε έκπληκτη η Μάρθα.
«Τι πρόβλημα έχει;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κανένας δεν ξέρει στα σίγουρα» είπε η Μάρθα. «Ο κύριος
Κρέιβεν έχασε τα μυαλά του όταν γεννήθηκε το αγόρι. Οι γιατροί έλεγαν πως
έπρεπε να μπει σε άσυλο. Κι ήταν επειδή είχε πεθάνει η κυρία Κρέιβεν κατά πώς
σου είπα. Δεν ήθελε να δει καν το μωρό. Τον είχε πιάσει κρίση κι έλεγε πως θα
γινόταν άλλος ένας καμπούρης σαν εκείνον και πως καλύτερα να πέθαινε».
«Είναι καμπούρης ο Κόλιν;» ρώτησε η Μαίρη. «Δεν μου
έμοιαζε για τέτοιος».
«Δεν έχει γίνει ακόμα» είπε η Μάρθα. «Στραβογεννήθηκε
όμως. Η μητέρα είπε πως είχε τόση φωνή κι αντάρα το σπίτι που σε κανένα παιδί
δεν θα έβγαινε σε καλό. Φοβόντουσαν πως η πλάτη του ήταν αδύναμη και όλο τον
φρόντιζαν, να είναι πάντα ξαπλωμένος, να μην περπατάει. Κάποτε τον έκαναν να
φορέσει ένα στήριγμα για την πλάτη του, μα έκανε τόση φασαρία το παιδί που
αρρώστησε με τη μία. Μετά ήρθε ένας σπουδαίος γιατρός και τους είπε να βγάλουν
το στήριγμα. Μίλησε πολύ απότομα στον άλλον γιατρό, ευγενικά όμως. Είπε πως
παραήταν πολλά τα γιατρικά για το παιδί και πως όλοι το είχαν κακομάθει».
«Πιστεύω πως είναι πολύ κακομαθημένος» είπε η Μαίρη.
«Το χειρότερο παιδί!» είπε η Μάρθα. «Δεν λέω, ήταν καιρός
που ήταν στ’ αλήθεια άρρωστος. Δυο τρεις φορές πήρε τέτοιο κρύωμα που κόντεψε
να πεθάνει. Μια φορά έπαθε ρευματικό πυρετό κι άλλη μια τύφο. Α, μια τρομάρα
που πήρε η κυρία Μέντλοκ τότε! Το αγόρι είχε χάσει τα μυαλά του, κι εκείνη
μιλούσε στη νοσοκόμα, νομίζοντας πως δεν καταλάβαινε το παιδί, και της έλεγε: “
Αυτή τη φορά θα πεθάνει στα σίγουρα, κι αυτό θα είναι το καλύτερο και γι’ αυτό
και για όλους μας”. Και το κοίταξε, κι αυτό είχε τα μεγάλα του μάτια ορθάνοιχτα
και την κοιτούσε σοβαρά. Η κυρία Μέντλοκ δεν ήξερε τι να πει, το παιδί όμως
συνέχισε να την κοιτάζει και κάποια στιγμή της λέει: “Φέρε μου λίγο νερό και
πάψε να μιλάς”».
«Λες να πεθάνει;» ρώτησε η Μαίρη.
«Η μητέρα λέει πως δεν έχει λόγο να ζήσει ένα παιδί όταν
δεν παίρνει καθαρό αέρα και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μένει ξαπλωμένο και
να διαβάζει βιβλία με ζωγραφιές και να παίρνει φάρμακα. Είναι αδύναμος και δεν
του αρέσει όλη αυτή η φασαρία μέχρι να βγει έξω και αρπάζει τόσο εύκολα κρύωμα
που λέει ότι τον αρρωσταίνει».
Η Μαίρη κάθισε και κοίταξε τη φωτιά.
«Αναρωτιέμαι» είπε αργά «αν θα του έκανε καλό να πάει έξω
στον κήπο και να κοιτάζει τα πράγματα καθώς μεγαλώνουν. Εμένα μου έκανε καλό».
«Μια από τις χειρότερες κρίσεις που έπαθε» είπε η Μάρθα
«ήταν όταν τον πήγαν εκεί που είναι τα τριαντάφυλλα δίπλα στο σιντριβάνι. Είχε
διαβάσει πως οι άνθρωποι μπορούσαν να πάθουν κάτι που το έλεγαν ‘κρύωμα από τα
τριαντάφυλλα” κι άρχισε να φταρνίζεται και να λέει πως αυτό έπαθε, και τότε
πέρασε από εκεί ένας καινούριος κηπουρός που δεν ήξερε τους κανονισμούς και το
κοίταξε με περιέργεια. Το αγόρι το έπιασαν τα νεύρα του και είπε πως ο κηπουρός
το κοιτούσε γιατί θα γινόταν καμπούρης. Τελικά έκλαψε τόσο πολύ που ανέβασε
πυρετό και ήταν άρρωστο όλη τη νύχτα».
«Αν ποτέ του μου θυμώσει, ούτε που θα πάω να τον ξαναδώ»
είπε η Μαίρη.
«Άμα θέλει, θα πας» είπε η Μάρθα. «Καλά θα κάνεις να το
ξέρεις από την αρχή αυτό».
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα κουδούνι, και η Μάρθα μάζεψε
το πλεκτό της.
«Μου φαίνεται πως η νοσοκόμα θέλει να μείνω μαζί του για
λίγο» είπε. «Ελπίζω να είναι στα καλά του».
Έλειψε κοντά στα δέκα λεπτά και μετά ήρθε πίσω με μια
παραξενεμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
«Για δες, τον έχεις μαγέψει!» είπε. «Κάθεται στον καναπέ
του με τα βιβλία του με τις ζωγραφιές. Είπε στη νοσοκόμα του να λείψει μέχρι
τις έξι. Εγώ περίμενα στο διπλανό δωμάτιο. Με το που έφυγε η νοσοκόμα, με
φώναξε και μου λέει: “ Θέλω να έρθει η Μαίρη Λένοξ και να κάτσει να κουβεντιάσουμε,
και θυμήσου να μην το πεις σε κανέναν άλλον”. Καλά θα κάνεις να πας όσο πιο
γρήγορα».
Άλλο που δεν ήθελε η Μαίρη. Δεν επιθυμούσε να δει τον
Κόλιν τόσο όσο τον Ντίκον, όμως ήθελε πολύ.
Όταν μπήκε στο δωμάτιό του, μια χαρούμενη φωτιά έκαιγε
στο τζάκι, και στο φως της ημέρας είδε πως το δωμάτιο ήταν πραγματικά όμορφο.
Τα χαλιά, οι κουρτίνες, οι πίνακες και τα βιβλία στους τοίχους είχαν φωτεινά
χρώματα που το έκαναν να μοιάζει λαμπερό και άνετο ακόμα και μέσα στη βροχή και
τον γκρίζο ουρανό έξω. Ο Κόλιν έμοιαζε κι αυτός σαν ζωγραφιά. Ήταν τυλιγμένος
με μια βελούδινη ρόμπα και καθόταν ακουμπισμένος σε ένα μεγάλο μπροκάρ
μαξιλάρι. Τα μάγουλά του ήταν ροδοκόκκινα.
«Έλα μέσα» της είπε. «Σε σκεφτόμουν όλο το πρωί».
«Κι εγώ σε σκεφτόμουν» απάντησε η Μαίρη. «Δεν ξέρεις πόσο
τρόμαξε η Μάρθα. Λέει πως η κυρία Μέντλοκ θα νομίζει πως αυτή μου μίλησε για
σένα και θα τη διώξει».
Ο Κόλιν μούτρωσε.
«Πες της να έρθει εδώ» είπε. «Είναι στο διπλανό δωμάτιο».
Η Μαίρη πήγε κι έφερε τη Μάρθα. Η καημένη η Μάρθα έτρεμε
ολόκληρη. Ο Κόλιν ήταν ακόμα μουτρωμένος.
«Κάνεις ό,τι επιθυμώ ή όχι;» απαίτησε να μάθει.
«Κάνω ό,τι επιθυμείτε, κύριε» τραύλισε η Μάρθα,
αναψοκοκκινισμένη.
«Η Μέντλοκ κάνει ό,τι επιθυμώ;»
«Όλοι κάνουν ό,τι επιθυμείτε, κύριε» είπε η Μάρθα.
«Ωραία, λοιπόν. Αν εγώ σε διατάξω να μου φέρεις τη
Δεσποινίδα Μαίρη, πώς μπορεί να σε διώξει η Μέντλοκ αν το μάθει;»
«Σας παρακαλώ, κύριε, μην την αφήσετε να το μάθει»
παρακάλεσε η Μάρθα.
«Αυτήν θα διώξω
αν τολμήσει να πει κάτι τέτοιο» είπε ο Αφέντης Κρέιβεν μεγαλόπρεπα. «Κι αυτό
δεν θα της άρεσε καθόλου, να είσαι σίγουρη».
«Σας ευχαριστώ, κύριε, εγώ θέλω να κάνω το καθήκον μου»
είπε η Μάρθα κάνοντας μιαν υπόκλιση.
«Οι επιθυμίες μου είναι καθήκον σου» είπε ο Κόλιν ακόμα
πιο μεγαλόπρεπα. «Θα φροντίσω την περίπτωσή σου. Πήγαινε τώρα».
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τη Μάρθα, ο Κόλιν είδε την
Αφέντρα τη Μαίρη να τον κοιτάζει σαν να την είχε βάλει σε σκέψεις.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» τη ρώτησε. «Τι σκέφτεσαι;»
«Σκέφτομαι δύο πράγματα».
«Και ποια είναι αυτά; Έλα κάτσε και πες μου».
«Το πρώτο είναι αυτό» είπε η Μαίρη ενώ καθόταν στο μεγάλο
σκαμνί. «Κάποτε στην Ινδία είδα ένα αγόρι που ήταν πρίγκιπας. Ήταν στολισμένο
με ρουμπίνια και σμαράγδια και διαμάντια από πάνω μέχρι κάτω. Μιλούσε στους
ανθρώπους του όπως μίλησες εσύ στη Μάρθα. Όλοι έπρεπε να κάνουν ό,τι τους
έλεγε, στο λεπτό. Νομίζω πως θα τους σκότωναν αν δεν το έκαναν».
«Θα μου πεις για τον πρίγκιπα, πρώτα όμως πες μου ποιο
είναι το δεύτερο».
«Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικός είσαι από τον Ντίκον» είπε
η Μαίρη.
«Ποιος είναι ο Ντίκον;» τη ρώτησε. «Τι παράξενο όνομα!»
Η Μαίρη σκέφτηκε πως δεν θα ήταν κακό να του πει.
Μπορούσε να του μιλήσει για τον Ντίκον χωρίς να αναφέρει τον μυστικό κήπο. Κι
αυτής της άρεσε πολύ όταν της μιλούσε η Μάρθα για τον αδελφό της. Κι εξάλλου
ήθελε πολύ να μιλήσει για τον Ντίκον. Έτσι θα ήταν σαν να τον είχε κοντά της.
«Είναι ο αδελφός της Μάρθας. Είναι δώδεκα χρονών»
εξήγησε. «Δεν μοιάζει με κανέναν άλλον στον κόσμο. Μπορεί να μαγέψει αλεπούδες
και σκίουρους και πουλιά όπως μαγεύουν τα φίδια οι ιθαγενείς στην Ινδία. Παίζει
έναν πολύ απαλό σκοπό στη φλογέρα του και αυτά έρχονται και στήνουν αυτί».
Πάνω στο τραπέζι ο Κόλιν είχε κάτι μεγάλα βιβλία και
ξαφνικά τράβηξε ένα προς το μέρος του.
«Έχει μια εικόνα ενός γητευτή φιδιών εδώ μέσα» φώναξε
ενθουσιασμένος. «Έλα να δεις».
Το βιβλίο ήταν όμορφο με υπέροχες χρωματιστές εικόνες και
ο Κόλιν έδειξε μία από αυτές.
«Μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο;» ρώτησε με ενθουσιασμό.
«Έπαιξε τη φλογέρα του κι αυτά άκουγαν» εξήγησε η Μαίρη.
«Δεν λέει όμως πως είναι Μαγεία. Λέει πως αυτό γίνεται γιατί ζει στον χερσότοπο
τόσο καιρό και ξέρει τους τρόπους τους. Λέει πως είναι φορές που κι ο ίδιος
νιώθει σαν να είναι πουλί ή λαγός, τόσο πολύ τα συμπαθεί. Νομίζω πως μιλούσε με
τον κοκκινολαίμη και του έκανε ερωτήσεις. Φαινόταν σαν να μιλούσαν μεταξύ τους
κάνοντας χαμηλά τιτιβίσματα.
Ο Κόλιν έγειρε ξανά στο μαξιλάρι του και τα μάτια του
έμοιαζαν ακόμη πιο μεγάλα και τα μάγουλά του σαν να έκαιγαν.
«Πες μου κι άλλα γι’ αυτόν» είπε.
«Ξέρει τα πάντα για τις φωλιές και τα αυγά» συνέχισε η
Μαίρη. «Και ακόμα ξέρει πού ζουν οι αλεπούδες και τα κουνάβια και οι βίδρες. Το
κρατάει κρυφό όμως, για να μην βρουν τα λαγούμια τους τα άλλα παιδιά και τα
φοβίσουν. Ξέρει τα πάντα για όσα ζουν ή φυτρώνουν στον χερσότοπο».
«Του αρέσει ο χερσότοπος;» ρώτησε ο Κόλιν. «Πώς γίνεται
να του αρέσει, αφού ο χερσότοπος είναι ένα τεράστιο, γυμνό, τρομερό μέρος;»
«Είναι το πιο όμορφο μέρος» διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη.
«Χιλιάδες όμορφα πράγματα φυτρώνουν εκεί και έχει χιλιάδες πλασματάκια που
έχουν τόση δουλειά φτιάχνοντας φωλιές και λαγούμια και λημέρια και κελαηδούν ή
κράζουν το ένα στο άλλο. Είναι τόσο απασχολημένα και περνάνε τόσο καλά κάτω από
τη γη ή πάνω στα δέντρα ή μέσα στα ρείκια. Είναι ο κόσμος τους».
«Κι εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε ο Κόλιν καθώς
στράφηκε και κοίταξε τη Μαίρη.
«Στην πραγματικότητα, δεν έχω πάει ποτέ μου εκεί» είπε η
Μαίρη σκαλίζοντας τις αναμνήσεις της. «Πέρασα μόνο μια φορά νύχτα. Μου φάνηκε
απαίσιο μέρος. Πρώτη μου μίλησε η Μάρθα, και μετά ο Ντίκον. Όταν μιλάει ο
Ντίκον για τον χερσότοπο, νιώθεις σαν να τα είδες και να τα άκουσες όλα αυτά
και σαν να στεκόσουν ανάμεσα στα ρείκια με τον ήλιο να λάμπει επάνω σου και οι
θάμνοι να μοσχοβολάνε μέλι και ο τόπος να είναι γεμάτος μέλισσες και
πεταλούδες».
«Όταν είσαι άρρωστος, δεν μπορείς να δεις τίποτα» είπε ο
Κόλιν ανήσυχος. Έμοιαζε σαν κάποιον που ακούει έναν μακρινό ήχο και αναρωτιέται
τι να ήταν.
«Δεν μπορείς να τα δεις αν μένεις μέσα» είπε η Μαίρη.
«Δεν θα μπορούσα να πάω στον χερσότοπο» είπε με πίκρα.
Η Μαίρη έμεινε σιωπηλή για λίγο και μετά είπε κάτι
τολμηρό.
«Μπορεί και να πας… κάποτε».
Ο Κόλιν κουνήθηκε σαν να τρόμαξε.
«Να πάω στον χερσότοπο; Και πώς θα έκανα κάτι τέτοιο; Εγώ
θα πεθάνω».
«Πώς το ξέρεις;» είπε η Μαίρη χωρίς ίχνος συμπόνιας. Δεν
της άρεσε όπως της μιλούσε για το που θα πέθαινε. Δεν τον συμπονούσε, μάλλον
σαν να κοκορευόταν της έμοιαζε.
«Α! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό ακούω» της
απάντησε στριφνά. «Όλο γι’ αυτό ψιθυρίζουν και νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω.
Δεν το λένε μόνο, το εύχονται κιόλας».
Η Αφέντρα η Μαίρη ένιωσε πως ήταν ώρα να πάρει το πάνω
χέρι. Δάγκωσε τα χείλη της και μετά είπε.
«Αν κάποιος ευχόταν να πεθάνω, δεν θα το έκανα με τίποτα.
Ποιος εύχεται να πεθάνεις;»
«Οι υπηρέτες και φυσικά ο γιατρός Κρέιβεν, γιατί θα
κληρονομήσει το Μίσελθούειτ και θα αποκτήσει πλούτη ενώ τώρα είναι φτωχός. Δεν
τολμάει να το πει, πάντα του όμως είναι καλοδιάθετος όταν εγώ χειροτερεύω. Όταν
είχα τύφο, το πρόσωπό του είχε παχύνει. Νομίζω πως κι ο πατέρας μου αυτό
εύχεται».
«Δεν το πιστεύω» είπε η Μαίρη με πείσμα.
Αυτά της τα λόγια έκαναν τον Κόλιν να στραφεί και να την
ξανακοιτάξει.
«Δεν το πιστεύεις;» τη ρώτησε.
Και μετά έγειρε πάλι στο μαξιλάρι του ακίνητος, σαν να
σκεφτόταν. Κι έγινε μια μεγάλη σιωπή. Ίσως κι οι δυο τους να σκεφτόντουσαν
παράξενα πράγματα, πράγματα που δεν συνηθίζουν να σκέφτονται τα παιδιά.
«Μου αρέσει ο σπουδαίος γιατρός από το Λονδίνο, γιατί
τους έκανε να βγάλουν το σιδερένιο πράγμα που φορούσες» είπε τελικά η Μαίρη.
«Εκείνος είπε ότι θα πεθάνεις;»
«Όχι».
«Και τι είπε;»
«Δεν μίλησε ψιθυριστά» απάντησε ο Κόλιν. «Ίσως και να
ήξερε πως σιχαινόμουν να μου ψιθυρίζουν. Τον άκουσα που είπε κάτι αρκετά
δυνατά. Είπε: “Το παιδί θα ζήσει αν το θέλει το ίδιο. Κάντε το να θελήσει”.
Ακουγόταν σαν να είχε θυμώσει».
«Θα σου πω εγώ ποιος μπορεί να σε κάνει να το θελήσεις»
είπε σκεφτική η Μαίρη. Ένιωθε πως η κατάσταση έπρεπε να ρυθμιστεί με κάποιον
τρόπο. «Ο Ντίκον μπορεί. Πάντα του μιλάει για όλα τα ζωντανά πράγματα. Δεν
μιλάει για πεθαμένα ή άρρωστα. Πάντα του κοιτάζει τον ουρανό για να δει τα
πουλιά που πετάνε ή κοιτάζει κάτω στη γη για να δει κάτι να μεγαλώνει. Έχει
μεγάλα στρογγυλά μάτια, γιατί πάντα του κοιτάζει κάτι γύρω του. Και γελάει τόσο
πολύ με το πλατύ του στόμα και τα μάγουλά του είναι κόκκινα σαν τα κεράσια».
Τράβηξε το σκαμνί της πιο κοντά στον καναπέ και η έκφρασή
της άλλαξε κάπως καθώς θυμήθηκε το πλατύ στόμα και τα πελώρια μάτια.
«Κοίτα!» είπε. «Ας μη μιλάμε για θανάτους, δεν μου
αρέσει. Ας μιλήσουμε για τη ζωή. Ας μιλήσουμε για τον Ντίκον. Και μετά θα
κοιτάξουμε τις ζωγραφιές στα βιβλία σου».
Και ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να πει. Το να μιλάει
για τον Ντίκον σήμαινε ότι μιλούσε για τον χερσότοπο και το αγροτόσπιτο και
τους δεκατέσσερις νοματαίους που ζούσαν εκεί για δεκάξι σελίνια τη βδομάδα, για
τα παιδιά που πάχαιναν με το χορτάρι του χερσότοπου σαν τα άγρια αλογάκια. Και
για τη μητέρα του Ντίκον, και για το σκοινάκι, και για τον χερσότοπο που τον
ζεσταίνει ο ήλιος, και για τις αχνοπράσινες κορυφούλες που ξεπεταγόντουσαν από
το σκούρο χώμα. Και ήταν τόσο ολοζώντανα όλα μπροστά της που η Μαίρη μιλούσε
όσο δεν είχε ποτέ μιλήσει στη ζωή της μέχρι τότε, κι ο Κόλιν μιλούσε κι άκουγε
και μιλούσε κι εκείνος όσο δεν είχε ακούσει και μιλήσει ποτέ άλλοτε στη ζωή
του. Κι άρχισαν κι οι δυο τους να γελάνε με το παραμικρό, όπως κάνουν τα παιδιά
όταν διασκεδάζουν το ένα με την παρέα του άλλου. Και γελούσαν τόσο πολύ που στο
τέλος έκαναν τόση φασαρία όση κάνουν δυο συνηθισμένα υγιή δεκάχρονα παιδιά και
όχι σαν ένα δύστροπο αντιπαθητικό κορίτσι κι ένα ασθενικό αγόρι που πίστευε πως
θα πεθάνει.
Και το διασκέδαζαν τόσο που ξέχασαν τις ζωγραφιές στα
βιβλία και ξέχασαν και την ώρα που περνούσε. Γέλασαν πολύ με τον Μπεν
Γουέδερσταφ και τον κοκκινολαίμη του, και ο Κόλιν είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι,
σαν να είχε για την ώρα ξεχάσει την αδύναμη πλάτη του, όταν ξαφνικά θυμήθηκε
κάτι.
«Ξέρεις τι δεν σκεφτήκαμε μέχρι τώρα;» είπε στη Μαίρη.
«Είμαστε ξαδέλφια».
Ήταν τόσο παράδοξο το ότι μιλούσαν τόση ώρα και δεν
θυμήθηκαν ούτε μια στιγμή το πιο απλό πράγμα, ώστε άρχισαν να γελάνε
περισσότερο από πριν, γιατί είχαν φτάσει πια στο σημείο να γελάνε με το
παραμικρό. Και πάνω εκεί στη μέση όλης αυτής της διασκέδασης, άνοιξε η πόρτα
και μπήκαν μέσα ο γιατρός Κρέιβεν και η κυρία Μέντλοκ.
Ο γιατρός Κρέιβεν έκανε ένα βήμα πίσω αναστατωμένος και η
κυρία Μέντλοκ παραλίγο να σωριαστεί στο πάτωμα, γιατί ο γιατρός κατά λάθος
κουτούλησε επάνω της.
«Χριστός κι Απόστολος!» αναφώνησε η κυρία Μέντλοκ ενώ τα
μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω. «Χριστός κι Απόστολος!»
«Τι είναι όλα αυτά; « είπε ο γιατρός Κρέιβεν κάνοντας ένα
βήμα μπροστά. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;»
Και τότε ήρθε στο μυαλό της Μαίρης πάλι η εικόνα του
νεαρού Ινδού πρίγκιπα. Ο Κόλιν απάντησε λες και η αναστάτωση του γιατρού και η
τρομάρα της κυρίας Μέντλοκ δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Αυτός ούτε αναστατώθηκε
ούτε φοβήθηκε, λες κι είχαν μπει μέσα στο δωμάτιο ένα γέρικο γατί κι ένα σκυλί.
«Από εδώ η ξαδέλφη μου, η Μαίρη Λένοξ» είπε. «Της ζήτησα
να έρθει και να μου κάνει παρέα. Τη συμπαθώ. Θα πρέπει να έρχεται να μου κάνει
παρέα όποτε το επιθυμώ».
Ο γιατρός Κρέιβεν στράφηκε αποδοκιμαστικά προς την κυρία
Μέντλοκ.
«Αχ, κύριε!» είπε αυτή με κομμένη ανάσα. «Δεν ξέρω πώς
συνέβη. Κανένας υπηρέτης δεν θα τολμούσε να μιλήσει, όλοι έχουν αυστηρές
διαταγές».
«Δεν της είπε κανείς τίποτα» είπε ο Κόλιν. «Με άκουσε που
έκλαιγα και με βρήκε μόνη της. Χαίρομαι που ήρθε. Μην είσαι ανόητη, Μέντλοκ».
Η Μαίρη είδε ότι ο γιατρός Κρέιβεν δεν έδειχνε
ευχαριστημένος, ήταν όμως φανερό ότι δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση στον
ασθενή του. Κάθισε δίπλα στον Κόλιν και έπιασε τον σφυγμό του.
«Φοβάμαι πως παραήσουν ανήσυχος. Η ανησυχία δεν σου κάνει
καλό, αγόρι μου» είπε.
«Θα ήμουν ανήσυχος αν η Μαίρη έφευγε» απάντησε ο Κόλιν
και τα μάτια του είχαν πάρει μια επικίνδυνη λάμψη. «Είμαι καλύτερα. Με κάνει να
νιώθω καλύτερα. Η νοσοκόμα να φέρει μαζί με το τσάι μου και τσάι για τη Μαίρη.
Θα πιούμε το τσάι μας μαζί».
Η κυρία Μέντλοκ και ο γιατρός Κρέιβεν έριξαν ο ένας στον
άλλον μια ανήσυχη ματιά. Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν διαφορετικά.
«Φαίνεται κάπως καλύτερα, γιατρέ» τόλμησε να εκφράσει η
κυρία Μέντλοκ. «Μα φαινόταν καλύτερα το πρωί, προτού έρθει το κορίτσι»
ανασκεύασε.
«Η Μαίρη ήρθε χθες το βράδυ. Περάσαμε ώρα μαζί. Μου
τραγούδησε ένα νανούρισμα στα Χιντού και αποκοιμήθηκα» είπε ο Κόλιν. Ένιωθα
καλύτερα όταν ξύπνησα. Ήθελα να φάω πρωινό. Τώρα θέλω το τσάι μου. Πες το στη
νοσοκόμα, Μέντλοκ».
Ο γιατρός Κρέιβεν δεν έμεινε για πολύ. Μίλησε για λίγο
στη νοσοκόμα όταν εκείνη μπήκε στο δωμάτιο και είπε λίγα προειδοποιητικά λόγια
στον Κόλιν. Πως δηλαδή δεν θα έπρεπε να μιλάει πολύ, να μη ξεχνούσε πως ήταν
άρρωστος, να μη ξεχνούσε πως κουραζόταν εύκολα. Η Μαίρη σκέφτηκε πως παραήταν
πολλά τα πράγματα που δεν έπρεπε να ξεχάσει ο Κόλιν.
Ο Κόλιν φάνηκε ενοχλημένος και είχε όλη την ώρα τα
παράξενα μάτια του με τις πυκνές μαύρες βλεφαρίδες καρφωμένα στο πρόσωπο του
γιατρού Κρέιβεν.
«Θέλω να το
ξεχάσω είπε τελικά. «Η Μαίρη με κάνει να το ξεχνάω. Γι’ αυτό τη θέλω κοντά μου».
Ο γιατρός Κρέιβεν δεν έμοιαζε καθόλου χαρούμενος την ώρα
που έβγαινε από το δωμάτιο. Έριξε μια αινιγματική ματιά στο κοριτσάκι που
καθόταν στο σκαμνί. Η Μαίρη είχε γίνει άκαμπτη και σιωπηλή από την ώρα που ο
γιατρός είχε μπει στο δωμάτιο κι αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έβρισκε
ο Κόλιν. Η αλήθεια ήταν πως το αγόρι φαινόταν πιο ευδιάθετο, σκέφτηκε ο γιατρός
και αναστενάζοντας κάπως βαριά βγήκε στον διάδρομο.
«Πάντα τους θέλουν να τρώω αυτά που εγώ δεν θέλω» είπε ο
Κόλιν στη Μαίρη, καθώς η νοσοκόμα ακουμπούσε τον δίσκο με το τσάι δίπλα από τον
καναπέ. «Βέβαια αν φας εσύ, θα φάω κι εγώ. Αυτά τα αχνιστά κεκάκια μοιάζουν
καλά. Πες μου για τους Ινδούς πρίγκιπες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου