Η Λένη σιχτίρισε τον εαυτό της που ποτέ δεν μπορούσε να
φερθεί σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Με τον κίνδυνο όμως ο Μάριος να αλλάξει
γνώμη, συμμορφώθηκε και ανέβηκε στη μηχανή. Τον έπιασε αμήχανα λες και δεν είχε
ακουμπήσει ποτέ ξανά ανδρικό σώμα.
«Κρατήσου γερά πάνω μου. Δεν είναι ανάγκη να σκοτωθούμε
προτού παρουσιάσουμε τη χορογραφία» της είπε ο Μάριος και έσφιξε τα χέρια της
γύρω από τη μέση του.
Στην τόσο σύντομη διαδρομή μέχρι το λοφτ η Λένη προσπάθησε να
συμμαζέψει τις σκόρπιες σκέψεις της. Πότε έσφιγγε και πότε χαλάρωνε τα χέρια
της γύρω από τον Μάριο, ενώ στην πραγματικότητα θα ήθελε να γείρει όλη επάνω
του, να του χαϊδέψει το στέρνο, να… Την είχε καταλάβει μια βασανιστική ερωτική
αίσθηση, που όμως εξανεμίστηκε καθώς, με το που έφτασαν στο Θησείο και ανέβηκαν
στο διαμέρισμά της, η αμηχανία της επέστρεψε. Αντίθετα, ο Μάριος έμοιαζε σαν να
βρισκόταν στο σπίτι του.
«Θα πιεις κάτι;» τον ρώτησε.
«Νερό μόνο».
Καθώς έβγαζε δύο μπουκαλάκια εμφιαλωμένο νερό από το ψυγείο,
άκουσε τους ήχους του Drop του DjDahi και η διάθεσή της άλλαξε ως δια μαγείας. Άρα ο Μάριος
δεν ήταν τόσο αδιάφορος όσο έδειχνε σχετικά με τη χορογραφία. Είχε προσθέσει
κάτι ακόμη και αυτό σήμαινε ότι συνέχιζε να τον απασχολεί, ενώ η ίδια μόνο
προβλήματα είχε δημιουργήσει μέχρι στιγμής.
«Θα είναι κι αυτό μέσα στη χορογραφία;»
«Εσύ, τι λες;» τη ρώτησε σαν να τον ενδιέφερε πραγματικά η
γνώμη της.
«Ταιριάζει. Το έβαλες ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο
κομμάτι;»
Ήταν υπέροχο. Τα τέσσερα διαφορετικά ακούσματα είχαν δέσει
όχι μόνο μεταξύ τους σε αυτή την εξάλεπτη μίξη, αλλά και απέδιδαν ολοκάθαρα το
ύφος της χορογραφίας: πρόκληση, πάλη, παράδοση. Ήδη ένιωθε το σώμα της να θέλει
να ακολουθήσει τον ρυθμό τους, να εκφράσει όλα τα συναισθήματα που καταπίεζε τόσο
καιρό. Ήθελε να προκαλέσει, να παλέψει και να παραδοθεί. Κι ας ήταν μόνο για
τόσο λίγο.
«Θέλεις να σου δείξω ή θα ξεκινήσουμε μαζί;» τη ρώτησε ο
Μάριος κοιτώντας την στα μάτια.
«Μαζί» του απάντησε και προσπαθώντας να αλλάξει διάθεση
συμπλήρωσε: «Δεν έχουμε όμως σπαθιά».
«Έχουμε τις λέξεις» της απάντησε εκείνος και έβαλε τη μουσική
να παίζει στην επανάληψη.
Και μετά στάθηκε απέναντί της σε μια απόσταση τεσσάρων μέτρων,
ενώ από τα ηχεία ξεχύνονταν οι πρώτες νότες της μουσικής σύνθεσης.
«Σε προκαλώ» της φώναξε και χτύπησε τα πόδια του στο πάτωμα.
«Κι εγώ» του απάντησε μιμούμενη την κίνησή του.
Τα βήματά τους γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορα καθώς
πλησίαζαν ο ένας τον άλλον φωνάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις. Φθάνοντας
πια σε απόσταση αναπνοής, η μουσική είχε αλλάξει περνώντας στην σκληράδα του
χιπ χοπ. Το σώμα της Λένης τεντώθηκε σαν τόξο αριστερά και δεξιά από το σώμα
του Μάριου, ο οποίος έκανε τις ίδιες κινήσεις αλλά με την αντίθετη φορά.
«Πάψε να σκέφτεσαι» του φώναξε κι εκείνος απάντησε αρνητικά
αμυνόμενος ενώ οι κινήσεις τους γινόντουσαν όλο και πιο έντονες, τόσο που όταν
το Drop έκανε τη μουσική γέφυρα, η Λένη
συνέχισε στον ρυθμό του.
«Ξιφομαχούμε!» είπε δυνατά στον Μάριο.
«Φυλάξου τότε!» απάντησε εκείνος.
Αν και δεν κρατούσαν αληθινά σπαθιά η Λένη ένιωθε ότι άκουγε
τους ήχους της ξιφομαχίας ενώ η αδρεναλίνη τής πότιζε όλο το σώμα. δίνοντας
συνεχή ενεργειακά μηνύματα στα άνω και κάτω άκρα της: επίθεση, άμυνα, επίθεση,
ιδρώτας, πάθος, πόθος.
«Ξιφομαχούμε!» επανέλαβε η Λένη, αυτή τη φορά όμως σε πιο
χαμηλό τόνο καθώς ακούγονταν οι μουσικές νότες του πιο αισθησιακού και αργού Try.
«Με τις λέξεις!» ήταν η απάντηση του Μάριου.
Το σώμα του είχε ποτίσει από τον ιδρώτα της έντασης. Η Λένη
με κομμένη την ανάσα τον είδε να πετάει από πάνω του τη μπλούζα του, ενώ
συνέχιζε να κινείται στον ρυθμό του τελευταίου μέρους της χορογραφίας. Γύρω
τους το σκοτάδι τούς τύλιγε αργά.
Το λάτρευε αυτό το κομμάτι, ένα τραγούδι που μέχρι πριν λίγο
καιρό το έβρισκε αρκετά μελό για τα γούστα της. Της έβγαζε τόσα από μέσα της,
πράγματα που μόνο με τον χορό μπορούσε να εκφράσει, αφού δεν θα τολμούσε ποτέ
να τα ομολογήσει στον Μάριο. Σε αυτή την χορογραφία όμως όλα επιτρέπονταν
μεταξύ τους.
«Γιατί φοβόμαστε να ερωτευτούμε;» του είπε καθώς πλησίαζε το
σώμα της στο δικό του και το γύρισμα της μουσικής την έκανε πιο τολμηρή.
«Ακόμα κι αν δεν είναι το σωστό» συμπλήρωσε ο Μάριος καθώς οι
ίδιες λέξεις ακούγονταν στα αγγλικά.
«Γιατί ξιφομαχούμε;» ρώτησε η Λένη, λες και στα χέρια τους
κρατούσαν ακόμη σπαθιά.
«Γιατί φοβόμαστε…»
«Φοβόμαστε τι;»
«Μήπως μπλεχτούν τα χείλη και οι ανάσες μας…»
Και κάπου εκεί οι νότες γύρω της άρχισαν να σβήνουν, οι
κινήσεις τους να γίνονται πιο αργές, έως ότου μέσα στην απόλυτη σιωπή τα χέρια
του Μάριου τυλίχτηκαν γύρω της, το πρόσωπό του πλησίασε το δικό της και έμεινε
σε αυτή τη στάση.
Ο Μάριος άκουσε την ανάσα της Λένης, είδε τα χείλη της να
μισανοίγουν, και μόλις που συγκράτησε τον εαυτό του. Αν τη φιλούσε, θα χαλούσε
όλη τη μαγεία, αυτό που με κόπο είχε καταφέρει. Δεν ήθελε όμως και να τη
γειώσει. Ζώντας τη Λένη μέσα από την κοινή τους προσπάθεια, είχε καταλάβει
αρκετά για τον χαρακτήρα της, πράγματα που εκείνη έβγαζε από άμυνα και μόνο,
πράγματα που πάλευαν μέσα της και έψαχναν τρόπο να εκφραστούν. Φυσικά και
μπορούσε να διαβάσει την ερωτική επιθυμία στην αναμονή της. Μια επιθυμία που θα
μπορούσε βέβαια να έχει αποδέκτη τον οποιονδήποτε παρτενέρ της μετά τη φόρτιση
που δίνει η τόσο κοντινή χορευτική επαφή. Μικρά βήματα, αυτό χρειαζόταν τώρα.
«Εντάξει;» τη ρώτησε τρυφερά.
«Όχι, δεν…» του απάντησε σαστισμένη.
«Ό,τι και να είναι, είναι καλό» τη βεβαίωσε απομακρύνοντας
αργά τα χέρια του. «Θέλεις να το ξαναπροβάρουμε;»
«Εγώ…» σταμάτησε.
«Ξεκουράσου. Έχουμε τρεις μέρες ακόμη. Μπορούμε να κάνουμε τα
πάντα μαζί, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Θα τα πούμε αύριο, έτσι;» είπε και της
έδωσε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο.
Τον κοίταξε ακόμα πιο σαστισμένη, αλλά δεν κουνήθηκε από τη
θέση της καθώς ο Μάριος έκλεινε μαλακά την πόρτα πίσω του.(Συνεχίζεται)