Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 6)


«Λένη, άκουσε με! Κοίταξέ με λίγο!» της είπε ο Μάριος αγγίζοντας το πρόσωπό της και αναγκάζοντάς την να στρέψει το βλέμμα της στο δικό του. «Δεν θέλεις να αποδείξεις ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε; Φαντάσου ότι όλο αυτό είναι μια παράσταση στημένη αποκλειστικά για εμάς. Μόνο εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί λειτουργούμε και φερόμαστε όπως υπαγορεύουν τα τραγούδια που επιλέξαμε. Ξιφομαχούμε, γιατί φοβόμαστε τις λέξεις, φοβόμαστε αυτό που μπορεί να πουν τα χείλη μας αν αφήσουν στην άκρη τον εγωισμό. Τι ήταν ό,τι χορογραφήσαμε μέχρι τώρα; Μια πρόκληση και μια πάλη. Ένας άντρας και μια γυναίκα που στέκονται αβέβαιοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Φοβούνται, φυλάγονται, δεν θέλουν να εκτεθούν, να γυμνωθούν. Στο δικό σου κομμάτι έβγαλες τον εαυτό σου, επιλέγοντας την επίθεση. Επέλεξα την άμυνα, για τον ίδιο λόγο. Πιστεύω ότι έτσι δημιουργείται μεγαλύτερη ένταση μέσω της αντίθεσης των κινήσεων των δύο σωμάτων, που φυσιολογικά οδηγεί στην αλλαγή της μουσικής και στο άνοιγμα, την αποφόρτιση, την παράδοση…»
«Δεν μπορώ να το κάνω…» Κι εκεί σταμάτησε, γιατί ο Μάριος είχε εκφράσει ό,τι ακριβώς σκεφτόταν και η ίδια. Ξιφομαχούσαν δύο χρόνια τώρα. Κι ήταν λες και αυτή η χορογραφία είχε σαν λόγο ύπαρξης τους δυο τους και μόνο. Αυτό όμως την έβγαζε από όσα γνώριζε μέχρι τώρα, την πήγαινε σε μονοπάτια που δεν ήξερε αν ήθελε να τα περπατήσει.
«Προσπάθησε. Αυτό δεν λέει και το τραγούδι; Θα το βάλω να παίξει μια φορά ακόμη, και δες μόνο τις δικές μου κινήσεις. Δεν θέλω να κάνεις κάτι, απλά να σου δείξω τι μου βγάζει εμένα αυτό το κομμάτι. Δεν ζητάω κάτι παραπάνω. Σε παρακαλώ…»
Την παρακαλούσε κι αυτό έκανε το σώμα της να μουδιάσει. Φυσικά και είχε συνηθίσει σε όλη της τη ζωή να την παρακαλάνε, να τρέχουν από πίσω της. Όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Δεν το ζητούσε ο Μάριος από τη Λένη, το ζητούσε από την παρτενέρ του. Ένα ψεύτικο όνειρο, να το ζήσουν μέχρι να τελειώσει ο χορός. Εκείνη η θυμωμένη εσωτερική φωνή όμως είχε ξεχαστεί και είχε σωπάσει. Κι έτσι η Λένη έγνεψε καταφατικά. Οι πρώτες νότες του κομματιού έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει πιο δυνατά. Κράτησε την ανάσα της και αφέθηκε να την τυλίξει η μουσική και η μαγεία.

Θα χόρευε γι’ αυτήν. Τέσσερα λεπτά, όσο κρατούσε το κομμάτι. Τα καλύτερα τέσσερα λεπτά της ζωής του. Γιατί όπου υπάρχει επιθυμία, υπάρχει και φλόγα, όπως έλεγαν οι στίχοι. Θα χόρευε, κι ας καιγόταν. Αυτό ήθελε να της δείξει.
Έβαλε ξανά το κομμάτι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλα ή τίποτα. Τώρα ή ποτέ. Ακολούθησε τους ήχους της μουσικής, που τον τραβούσαν προς τη Λένη. Δεν υπήρχαν πια σπαθιά ανάμεσά τους. Το σώμα του προσπαθούσε να της μιλήσει, να της πει όσα κρατούσε επί μήνες κρυφά. Οι κινήσεις του είχαν το γλυκό πάθος του έρωτα, κι έφτανε τόσο κοντά της ώστε την άγγιζε σχεδόν, και μετά απομακρυνόταν και ξανά κοντά της, γύρω της, να ελίσσεται, να έλκεται, να αποτραβιέται, πάντα στον ρυθμό που του υπαγόρευε η μουσική και η ανάγκη του να δώσει όλον του τον εαυτό. Καθώς οι τελευταίες νότες δονούνταν ακόμη γύρω τους, ο Μάριος πλησίασε ξέπνοος τη Λένη και έφερε το πρόσωπό του μια ανάσα από το δικό της.
«Όπου υπάρχει επιθυμία, υπάρχει φλόγα. Θα καείς μαζί μου;» της ψιθύρισε αγγίζοντας σχεδόν τα χείλη της.
Η Λένη τραβήχτηκε απότομα σαν να ξύπνησε από έναν μαγεμένο ύπνο. Το παραμύθι του χορού είχε τελειώσει και οι μαγικές κλωστές του έσπαγαν μία μία. Ήταν όμορφη η χορογραφία του Μάριου, αισθησιακή, ερωτική. Και σίγουρα η απόλυτη υλοποίηση αυτού που ήθελε να εκφράσει, -στα ψέματα φυσικά, για τη χορογραφία και μόνο. Κι αυτή, όση ώρα έπαιζε το τραγούδι, ήθελε να ανταποκριθεί, να χορέψει μαζί του, δεν μπορούσε όμως πια να διαχωρίσει τη φυσική έλξη από την άψογη εκτέλεση μιας χορογραφίας. Κι αυτό την μπέρδευε. Και μετά την απέλπιζε. Και μετά τη θύμωνε.
«Θα καείς μαζί μου;» τη ρώτησε ξανά ο Μάριος, και ήταν τόσο μα τόσο πειστικός.
Σαν να γύρισε έναν διακόπτη, η Λένη είδε το κοκκινόμαυρο σύννεφο του κακού εαυτού της να απλώνεται στην αίθουσα. Η διάθεσή της άλλαξε. Η καλύτερη άμυνα ήταν αυτή που γνώριζε από παιδί: η κατά μέτωπον επίθεση.
«Να καείς μόνος σου, Ραφαήλου! Αφού βλέπεις ότι δεν μας βγαίνει, τι το παιδεύουμε;» Το βλέμμα του πάγωσε. Καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς, μια ψευδαίσθηση ήταν όλο αυτό. Μια απάτη. Τίποτα περισσότερο.
«Γιατί το βλέπεις έτσι;» τη ρώτησε προσπαθώντας να την πλησιάσει ξανά.
«Γιατί έτσι είναι. Μια γαμημένη χορογραφία, αυτό θέλεις να καταφέρεις».
«Να καταφέρουμε θέλω, Λένη. Δύο είμαστε, ζευγάρι. Πότε θα το καταλάβεις;»
«Ο καθένας καταλαβαίνει διαφορετικά πράγματα. Θα την έχεις την κολοχορογραφία σου. Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Ξέρω πολύ καλά να κάνω πράγματα, ακόμα κι όταν δεν τα νιώθω».
Ήθελε να τον πληγώσει, γιατί έτσι ένιωθε ασφαλής. Ήταν όμως η πρώτη φορά που δεν εννοούσε τα σκληρά της λόγια. Κάπου δίστασε, σαν να ένιωσε να πονάει, καθώς είδε το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Από πότε όμως πονούσε για τον Ραφαήλου; Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Έκανε απότομα μεταβολή και βγήκε τρέχοντας σχεδόν. Άλλη μία πρωτιά: η Λένη Ψαθά να κλαίει. Ανάθεμά τον!


Η Λένη αναθεμάτιζε ακόμα ώρες αργότερα, όχι όμως τον Μάριο, αλλά τον εαυτό της, που δεν μπορούσε να φερθεί ποτέ φυσιολογικά. Λες και αν το έκανε, ο κόσμος θα γύριζε ανάποδα. Γιατί αλήθεια δεν προσπαθούσε; Αφού ήθελε να χορέψει μαζί του, γιατί δεν φαινόταν συνεπής; Ας τον είχε μόνο για τα ελάχιστα λεπτά που κρατούσε ένας χορός. Και μετά; Μετά τίποτα. Ο καθένας στον πάγκο του. Ο Μάριος δεν ήταν ο τύπος που θα του έκανε εντύπωση κάποια σαν τη Λένη, κακομαθημένη και στην ουσία χωρίς περιεχόμενο. Γιατί τότε δεν φρόντιζε να αλλάξει; Η δύναμη της συνήθειας; Απλά δεν είχε τίποτα να κερδίσει, δεν θα κέρδιζε τον Μάριο έτσι. Θα είχε όμως για μια φορά την εκτίμησή του, ότι στάθηκε άξια απέναντί του και όχι εναντίον του.
Κούνησε πεισμωμένη το κεφάλι ενώ με την παλάμη της σκούπιζε τα δάκρυα που έτρεχαν συνέχεια. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα; Από πότε άρχισε να νιώθει διαφορετικά απέναντί του; Από τότε που τον σκέφτηκε ως Μάριο και όχι ως Ραφαήλου. Από τότε που πρόσεξε και κάτι άλλο πέρα από το πολύτιμο εγώ της.
Ηττοπάθειες! Ως πότε θα κλαψούριζε σαν κοριτσάκι; Αφού η χορογραφία έπρεπε να γίνει, θα γινόταν. Η Λένη δεν συνήθιζε να χάνει. Και αυτό το στοίχημα θα το κέρδιζε, όσο κι αν της κόστιζε μετά.
Βρήκε το cd της Pink και έβαλε το Try να παίζει στην επανάληψη. Χρειάστηκε να το ακούσει τουλάχιστον πέντε φορές μέχρι να αποφασίσει να ακολουθήσει τη μουσική ή μάλλον τα βήματα που είχε χορογραφήσει ο Μάριος. Και ήταν κάτι μαγικό. Εκείνος δεν ήταν στο πλάι της, τον αισθανόταν όμως δίπλα της, ότι χόρευε μονάχα γι’ αυτήν.
Άδειασε το κεφάλι της από κάθε περιττή σκέψη, έτοιμη νε πετάξει σε μέρη άγνωστα για τους αμύητους. Το σώμα της έγινε πόθος, πάθος, φλόγα. Κάθε φορά δοκίμαζε νέα βήματα, κάθε φορά ένιωθε πιο ζωντανή. Αν την έβλεπε ο Μάριος από μια μεριά, θα επικροτούσε σίγουρα. Την ήθελε την επιδοκιμασία του, την αποδοχή του, έστω κι αν δεν ήξερε τον τρόπο να του το εκφράσει. Την απόφασή της την είχε πάρει. Θα ήταν άψογη, όσο συνεργαζόντουσαν. Δεν θα δημιουργούσε άλλα προβλήματα. Πέρα από αυτό όμως, τίποτα. Ήταν ο μόνος τρόπος να προστατεύσει τον εαυτό της. (Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...