Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 8)


Βλέποντας τον Μάριο να φεύγει σαν να μην έτρεχε τίποτα, η Λένη ένιωσε ένα μούδιασμα σε όλο της το σώμα. Το είχε παρατραβήξει το σκοινί και τώρα εισέπραττε ακριβώς ό,τι είχε δώσει. Δεν της άρεσε αυτό, καθόλου δεν της άρεσε. Την ήθελε την επιδοκιμασία του Μάριου. Τον είχε συνηθίσει όλον αυτόν τον καιρό, και αυτόν και τη ρουτίνα της πρόβας, που πλέον ομολογούσε στον εαυτό της ότι περίμενε ανυπόμονα. Όπως ομολογούσε το ότι ο Μάριος την τραβούσε όλο και πιο πολύ. ΚΙ επειδή όλο αυτό της ήταν πρωτόγνωρο, είχε πειστεί ότι εφαρμόζοντας τη γνωστή τακτική της, εκείνος θα γινόταν τελικά χαλί στα πόδια της. Όμως ο Μάριος είχε αποδειχτεί άντρας. Όχι σαν τον Ντένις τον οποίον είχε επιστρατεύσει παρορμητικά για να κάνει τον Μάριο να ζηλέψει. Ούτε αυτό είχε πιάσει, αφού εκείνος δεν ενδιαφερόταν.
Κι έρχονται στιγμές που συνειδητοποιείς ότι στη ζωή δεν σου χαρίζονται τα πάντα απλά και μόνο επειδή είσαι η κόρη του Ψαθά. Συνειδητοποιείς πως είσαι μια κακομαθημένη, ένας αλλοπρόσαλλος σκατοχαρακτήρας που τον προσεγγίζουν μόνο όσοι επιδιώκουν τη δική τους εξυπηρέτηση. Όμως ο Μάριος ήταν διαφορετικός. Αλήθεια, τι γνώριζε για αυτόν; Δυο χρόνια τραβούσαν παράλληλους δρόμους, ποτέ της όμως δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει το παραμικρό για το άτομό του. 
Στα μαθήματα της ημέρας ήταν εντελώς αφηρημένη. Οι παρατηρήσεις από τους καθηγητές έπεφταν βροχή, η Λένη όμως δεν αντιδρούσε. Στα δύο κοινά μαθήματα με τον Μάριο, τα μάτια της τον αναζητούσαν συνέχεια, εκείνος όμως έδειχνε ότι η Λένη Ψαθά δεν υπήρχε καν μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας.
Η χειρότερη στιγμή ήταν στο μάθημα του αυτοσχεδιασμού όταν η καθηγήτρια επέλεξε τον Μάριο και την κολλητή της, τη Ράνια, να εκφράσουν ό,τι τους έβγαζε η λέξη «πτώση». Η Λένη άλλαξε εκατό χρώματα βλέποντας τον Μάριο να γέρνει πάνω στην ξαπλωμένη στο πάτωμα Ράνια, που φαινόταν να το απολαμβάνει όλο και περισσότερο καθώς είχε χρειαστεί να επαναλάβουν τρεις φορές τις κινήσεις τους για να πετύχουν το ζητούμενο του αυτοσχεδιασμού.
Η Λένη προφασίστηκε μια ξαφνική αδιαθεσία και βγήκε βιαστικά από την αίθουσα. Με το ρολόι στο χέρι περίμενε το τέλος του μαθήματος. Όταν είδε τη Ράνια, μόνο που δεν την άρπαξε από τον λαιμό.
«Καλά, τσίπα δεν έχεις πάνω σου;» της είπε αστράφτοντας.
«Τι λες, κορίτσι μου;» τη ρώτησε εμβρόντητη η Ράνια.
«Μόνο που δεν άνοιξες τα πόδια σου στον Ραφαήλου».
«Πας καλά;»
«Με τον Ραφαήλου, ρε Ράνια;»
«Άσκηση για το μάθημα ήταν, ρε συ Λένη. Και στο κάτω κάτω, εσύ τι ζόρι τραβάς;»
«Κανένα. Για σένα το λέω. Μη νομίζει ο άλλος ότι του την πέφτεις».
«Και δεν πάει να το νομίζει; Σαν ξερολούκουμο τον κοιτάζουν όλες».
«Τον Ραφαήλου; Για τον ίδιο Ραφαήλου μιλάμε;» ρώτησε σαστισμένη, απάντηση όμως δεν πήρε καθώς ο Μάριος περνούσε μόλις από δίπλα τους.
«Αν χρειαστώ κάτι για τις ασκήσεις, θα με βοηθήσεις, Μάριε;» τον ρώτησε μέσα στο νάζι η Ράνια.
«Πες το κι έγινε» της απάντησε κλείνοντάς της το μάτι.
Η Λένη έμεινε σαν στήλη άλατος. Φλέρταρε; Ο Μάριος φλέρταρε; Ο δικός της Μάριος; Τι σκεφτόταν η ηλίθια! Ποιος δικός της Μάριος; Από πού της είχε έρθει αυτό;
Όχι μόνο δεν ήταν δικός της, αλλά δεν ήθελε και να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Δεν έκαναν πρόβα ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη. Τη Λένη άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Οι μέρες που είχαν απομείνει μέχρι την επίσημη παρουσίαση της χορογραφίας ήταν πλέον ελάχιστες. Ένιωθε απογοητευμένη, προδομένη και μια απέραντη μοναξιά που καμιά παρέα δεν ήταν ικανή να την καλύψει. Προσπαθούσε να ηρεμήσει με τον χορό, δοκιμάζοντας μόνη της ξανά και ξανά τη χορογραφία, το μόνο που κατάφερνε όμως ήταν να βλέπει στο είδωλό της κάποια ατάλαντη, άχαρη κοπέλα που κορόιδευε τον εαυτό της.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ρίξει τα μούτρα της και να παρακαλέσει τον Μάριο. Εκείνος θα δεχόταν για να πετύχει μια καλύτερη βαθμολογία, κι αυτή θα έπαυε να βασανίζεται.

Την είχε κάνει μπαρούτι. Καμιά φορά η λύση βρισκόταν μπροστά σου κι εσύ δεν την έβλεπες. Ο Μάριος σιγουρεύτηκε ότι στην τσέπη του είχε το στικάκι με την εξάλεπτη μουσική σύνθεση που είχε ετοιμάσει για τη χορογραφία, καθώς και ολόκληρο το Drop για να εξοικειωθεί μαζί του η Λένη. Ήλπιζε μόνο να είχε ερμηνεύσει σωστά τη συμπεριφορά της. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, ο χρόνος μέχρι την τελική παρουσίαση ήταν τόσο λίγος που και οι δυο τους έπρεπε να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Το νερό στο κρασοπότηρο βέβαια πρέπει να ξέρεις μέχρι πού θα το φτάσεις. Ο Μάριος δεν είχε σκοπό να εξωθήσει άλλο την κατάσταση. Γι’ αυτό και έκανε υπομονή μέχρι να δει τη Λένη να βγαίνει από την πόρτα της Ακαδημίας. Μόνο τότε υιοθέτησε το συνηθισμένο τις τελευταίες μέρες αδιάφορο ύφος του και φόρεσε το κράνος του έτοιμος να φύγει μετρώντας όμως σιωπηλά τα δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να δει τι έκανε η Λένη μια και της είχε γυρισμένη την πλάτη. Τα χείλη του σχημάτιζαν σιωπηλά τις λέξεις «Κάντο τώρα, κάντο επιτέλους».
«Μάριε!» τον φώναξε, και τότε μόνο επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει λίγο παρότι έκανε ότι δεν την είχε ακούσει. «Περίμενε λίγο!» επέμεινε η Λένη.
«Όλα καλά;»
«Καλά… Δηλαδή, τι καλά; Σκατά! Ρε συ Μάριε, πρέπει να μιλήσουμε».
Ωπ! Πού πήγε εκείνο το Ραφαήλου; Δεν θυμόταν να την έχει ξανακούσει να τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα.
«Να πούμε τι, Λένη; Τα έχουμε εξαντλήσει όλα, νομίζω».
«Πώς θα παρουσιάσουμε τη χορογραφία; Αφού το βλέπεις ότι δεν είμαστε έτοιμοι. Δεν μας βγαίνει».
«Εμένα μια χαρά μού βγαίνει. Όλα καλά, μην ανησυχείς!» είπε και έκανε να βάλει μπρος τη μηχανή του.
«Συγγνώμη!»
«Ορίστε;»
«Ζήτησα συγγνώμη. Και δεν μου είναι εύκολο. Φτάνει αυτό; Μη με κάνεις να πάρω πάλι ανάποδες. Θέλω να προσπαθήσουμε ξανά».
«Για να καταλήξουμε στα ίδια;»
«Μιλάω σοβαρά» του είπε αποφεύγοντας όμως να τον κοιτάξει.
«Όταν μιλάμε σοβαρά, κοιτάμε τον άλλον στα μάτια, Λένη.
«Ορίστε, σε κοιτάζω. Τι κατάλαβες τώρα;»
«Πολλά. Εμπρός, ανέβα!»
Η Λένη δεν έκανε καμία κίνηση.
«Θα το κουράσουμε πολύ, Λένη; Ανέβα στη μηχανή!» της είπε πιο επιτακτικά.
«Να πάμε πού;»
«Στο σπίτι σου, βέβαια».
«Δεν πας καλά, Ραφ…»
«Κομμένο το Ραφαήλου» της είπε απότομα. «Με λένε Μάριο όπως θυμάσαι. Και μην σου μπαίνουν ιδέες στο μυαλουδάκι σου. Για τη χορογραφία μιλάω. Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο στην Ακαδημία. Στο σπίτι μου δεν το συζητώ, καλά καλά δεν χωράει ούτε εμένα. Άρα, τι μας μένει;» (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...