Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 4)


Και η επόμενη μέρα φυσικά και εξελίχτηκε από το κακό στο χειρότερο. Πέρα από τις επιπλήξεις των καθηγητών είχε να αντιμετωπίσει και τα ξινά μούτρα του Ραφαήλου. Γιατί η πρόβα τους αποδείχτηκε η χειρότερη στιγμή τους.
«Είχα την εντύπωση ότι κάναμε ένα βήμα μπροστά. Λάθος μου, μάλλον τρία βήματα πίσω ήταν» της είπε επικριτικά.
«Κι εσύ, ποιος είσαι; Ο κύριος σωστός που τα ξέρει όλα; Ούτε που με ενδιαφέρει η γνώμη σου, ούτε και στη ζήτησα» του απάντησε βγάζοντάς του τη γλώσσα.
«Τυπικό» σχολίασε μονολεκτικά.
«Μπορείς να το βουλώσεις;» του αντιγύρισε με θυμό.
«Εμείς οι δυο είμαστε ζευγάρι; Σου μοιάζουμε για ζευγάρι;»
«Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα, Ραφαήλου. Που να ναυαγούσα σε ερημονήσι, θα έπεφτα ξανά στη θάλασσα να με φάνε οι καρχαρίες».
«Μην ανησυχείς, δεν θα σε άφηνα να κουραστείς. Θα προλάβαινα να σε ρίξω εγώ».
«Χιουμοράκι;»
«Δεν παίζω, Λένη. Και μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Όταν λέω ζευγάρι, εννοώ στον χορό. Έχουμε μια γαμημένη χορογραφία, και κοίτα γύρω σου να δεις πού βρίσκονται οι άλλοι και πού εμείς!»
Οι άλλοι τούς κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό, όλο προσμονή. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Μάριο και τη Λένη ήταν το καλύτερο χαλαρωτικό για τα κουρασμένα τους σώματα. Ακριβώς η ανάπαυλα που χρειάζονταν.
«Φτιάξτην εσύ τότε τη γαμημένη χορογραφία και άντε γαμήσου κι ο ίδιος!» Πετώντας με δύναμη το κοντάρι της, η Λένη δεν έμεινε να δει πού προσγειώθηκε. Με την ευχή να του έσπαγε οποιοδήποτε ζωτικό σημείο, βγήκε βράζοντας από την αίθουσα.
Μετά την εντυπωσιακή αποχώρηση της Λένης, κανένας δεν τόλμησε να σχολιάσει. Οι περισσότεροι εξάλλου είχαν τελειώσει την πρόβα τους και μάζευαν τα πράγματά τους για να φύγουν.
Ο Μάριος, που μόλις πρόλαβε να αρπάξει το κοντάρι στον αέρα και να αποφύγει τα χειρότερα, είχε κάτσει στο πάτωμα με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Καταλάβαινε ότι η Λένη είχε αγχωθεί, ότι προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν καλύτερη, όμως το έκανε με λάθος τρόπο. Δεν του έμενε παρά να την πάρει με το καλό ή μάλλον να της δείξει ότι έκανε το σωστό, απλά έπρεπε να ακολουθήσει άλλο δρόμο.
Όταν η αίθουσα άδειασε εντελώς, ο Μάριος έβαλε να ακούσει ξανά το κομμάτι που είχε επιλέξει η Λένη. Η χιπ χοπ δεν ήταν και το αγαπημένο του μουσικό άκουσμα. Την έβρισκε ανώριμη, λες και ήταν ήχος που δημιουργούσε ένα πεισμωμένο παιδί. Και μόνο το πόσες φορές είχε ακούσει σε διάφορες παραλλαγές το fuck τού ήταν αρκετό για την υπόλοιπη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, ήταν το κομμάτι που η Λένη είχε διαλέξει, άρα θα το σεβόταν.
Το άκουσε ξανά και ξανά, ώσπου στη δέκατη ίσως φορά, κατανόησε τι ακριβώς είχε συμβεί. Η χορογραφία της Λένης ήταν ατομική. Όλες οι κινήσεις που έκανε αφορούσαν την ίδια και αυτός, κατά τη δική της υπόδειξη, όφειλε να τις επαναλάβει. Δεν ήταν ο σωστός τρόπος, γιατί απλά η Λένη δεν είχε μπει στους στίχους του τραγουδιού. Είχε κολλήσει στη μουσική, δημιουργώντας κάτι το άγριο, αλλά εντελώς ξεκάρφωτο.
Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί κάτι περισσότερο. Με βιασύνη έβγαλε τη μπλούζα που φορούσε και έμεινε με το φαρδύ λευκό σαλβάρι. Χαλάρωσε το σώμα του, έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά πάτησε να παίξει ξανά το κομμάτι. Με τη φαντασία του έβλεπε τις κινήσεις της Λένης, όμως τώρα ήξερε απ’ έξω τους στίχους του τραγουδιού, και χρησιμοποίησε την προτροπή «πάψε να σκέφτεσαι λογικά» στον αντίποδα. Η Λένη θα κρατούσε τη χορογραφία της, απλά ο Μάριος θα ενσωμάτωνε τη δική του απάντηση, μια απλή αντιστροφή κινήσεων.
Παρά την κούραση, χαμογέλασε. Τουλάχιστον απόψε η καλή του τύχη δεν περνούσε από το στριπτιζάδικο. Είχε καταφέρει να μάθουν όλοι τις χορογραφίες τους, οπότε είχε ησυχάσει από τον μπελά τους για κάποιες μέρες. Σαν να είχε πάρει μαζεμένα ρεπό, κάπως έτσι ένιωθε.
Προκαλώντας την καλή του τύχη και ίσως από κάποια παρόρμηση της στιγμής, αντί να πάρει τον δρόμο για το σπίτι του, τράβηξε για το Θησείο. Γνώριζε τη διεύθυνση της Λένης, είχε περάσει πολλές φορές από εκεί τους τελευταίους μήνες. Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί να χτυπήσει το κουδούνι της, ήξερε ότι θα ήταν μάταιο. Ούτε μια δικαιολογία της προκοπής δεν θα είχε να πει. Απόψε όμως την είχε τη δικαιολογία έτοιμη στο μυαλό του ή μάλλον στην τσέπη του μπουφάν του: το cd της Λένης. Αν φυσικά του άνοιγε... Και εφόσον του άνοιγε, αν τον άφηνε να περάσει... Και εφόσον περνούσε, αν δεν του επεφύλασσε κάποια έκπληξη του τύπου «σου φέρνω κάτι στο κεφάλι, να σου το σπάσω επιτέλους»... Δεν ήταν αισιόδοξα όλα αυτά, ο Μάριος όμως δεν εγκατέλειπε ποτέ τη μάχη. 

Η Λένη είχε σωριαστεί στον καναπέ με ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και το κουτί με τα παυσίπονα στο χέρι. Είχε ήδη πάρει τρία και παρότι είχε περάσει μισή ώρα, ο πονοκέφαλος που τη βασάνιζε δεν έλεγε να υποχωρήσει. Προσπαθούσε να σκεφτεί, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς. Όταν παράτησε τον Ραφαήλου στα κρύα του λουτρού, έκανε ένα γρήγορο ντους και ανανεωμένη, ντύθηκε για να φύγει από την Ακαδημία. Όμως, δεν έφυγε η ηλίθια. Γιατί; Αυτό αναρωτιόταν τώρα. Αν είχε φύγει, θα ήταν μια χαρά. Δεν θα είχε δει τίποτα και το κεφάλι της θα ήταν ελαφρύ και άδειο. Όμως το Outta your mind έπαιζε ξανά και έτσι πλησίασε στην πόρτα της μεγάλης αίθουσας και κρυφοκοίταξε. Είδε τον Ραφαήλου μόνο του, ακίνητο, να ακούει τη μουσική. Η παρόρμησή της ήταν να ορμήσει στην αίθουσα αιφνιδιάζοντάς τον, να αρπάξει το cd και να φύγει νικήτρια. Βλέποντάς τον όμως να βγαίνει από την ακινησία του και μετά να γυμνώνει το στέρνο του και να μένει μόνο με το φαρδύ παντελόνι, δεν έκανε το παραμικρό. Απλά τον κοιτούσε και αναρωτιόταν αν τον είχε ξαναδεί ημίγυμνο. Αυτό το σώμα θα μπορούσε να στείλει αδιάβαστη ακόμα και την πιο ξεβγαλμένη. Όμως σιγά που την ένοιαζε! Λες και είχε κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Τράβηξε το βλέμμα της και οπισθοχώρησε. Σκοτούρα της τι ετοίμαζε ο Ραφαήλου. Και πάλι όμως δεν έφυγε. Όταν τον είδε να εκτελεί τα πρώτα βήματα, τις πρώτες κινήσεις, σάστισε. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έκανε. Κρατούσε την ανάσα της και το μόνο που σκεφτόταν ήταν η αρμονία των άνω και κάτω άκρων του άνδρα που χόρευε μόνος του, του άνδρα που για μια φορά δεν σκεφτόταν με το όνομα που απεχθανόταν. Πόση ώρα πέρασε μέχρι εκείνος να πέσει αποκαμωμένος στο πάτωμα; Τόση όση χρειαζόταν για να γεμίσει το δικό της κεφάλι με μπλεγμένες σκέψεις που της δημιουργούσαν αντιφατικά συναισθήματα.
Είχε φύγει τρέχοντας από την Ακαδημία και είχε κάνει σαν παλαβή τη σύντομη διαδρομή μέχρι το Θησείο. Και να που μισή ώρα μετά ακόμα αναρωτιόταν. Τι ένιωθε; Ζήλευε που ο Μάριος είχε βρει τον τρόπο να βελτιώσει τη χορογραφία; Που είχε σκεφτεί το πιο απλό, να αντιστρέψει και όχι να ακολουθήσει τις δικές της κινήσεις; Ο πόνος στο κεφάλι της έγινε πιο έντονος καθώς συνειδητοποίησε ότι τον είχε σκεφτεί ως Μάριο και όχι ως Ραφαήλου.
Και τότε χτύπησε το κουδούνι της εξώθυρας. Τρίβοντας τους κροτάφους της μήπως μειωθεί ο πόνος, άνοιξε χωρίς να αναρωτηθεί. Δεν πρόλαβε να σωριαστεί ξανά στον καναπέ, και το κουδούνι της δικής της πόρτας ήχησε σαν στριγκλιά στα αυτιά της. Έκλεισε τα μάτια κρατώντας την ανάσα της. Όποιος κι αν ήταν, θα έφευγε.
Όποιος κι αν ήταν, δεν έφυγε. Χτύπησε και δεύτερη και τρίτη φορά. Η Λένη πήγε μέχρι την πόρτα και κοίταξε την κάμερα ασφαλείας που έδειχνε τον διάδρομο. Όλα τα περίμενε, όχι όμως αυτόν τον επισκέπτη.
Διώξτον! ψιθύριζε η φωνή μέσα στο ζαλισμένο της κεφάλι. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν ήθελε να το κάνει. Δηλαδή, μπορούσε να του ανοίξει, αλλά να τον αγνοήσει. Ήταν η μέση λύση για να μη φανεί αγενής. Αλλά, από πότε την ένοιαζε πώς φαινόταν ή δεν φαινόταν στους άλλους;
Μάλλον την ένοιαζε τελικά πώς φαινόταν στον Μάριο, γιατί τώρα τον κοιτούσε αμίλητη και για μία και μοναδική φορά στη ζωή της αμήχανη.
«Να περάσω ή μήπως ενοχλώ;»
«Τον έκρυψα στο μπάνιο τον γκόμενο, μην ανησυχείς!» ήρθε η απάντηση της Λένης, που ξαφνικά βρήκε τον εαυτό της και πέρασε στην επίθεση μέσω της ειρωνείας.
Ο Μάριος δεν έκανε κανένα σχόλιο. Πέρασε μέσα, έκανε μερικά βήματα και έμεινε να παρατηρεί τον χώρο.
«Άνετα είσαι εδώ» της είπε.
Δεν του απάντησε, όχι γιατί δεν είχε κάτι να πει και να τον τσιτώσει, αλλά γιατί δεν έβρισκε τον λόγο. Ίσως και να τον έκανε να φύγει, αν διαπίστωνε ότι της ήταν ενοχλητικός. Όμως, αυτή τη στιγμή δεν την ενοχλούσε. Της άρεσε που τον έβλεπε. Όχι, της ήταν αδιάφορος. Δεν της έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Στο κάτω κάτω, γιατί είχε έρθει; Α, μάλιστα! Το cd της. Τον είδε που το έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του.
«Έφυγες βιαστικά και ξέχασες αυτό» της είπε και της το έδωσε.
Το πήρε και πήγε να το βάλει στη θέση του, όμως ο Μάριος την ακολούθησε.
«Θέλεις να προσπαθήσουμε ξανά;» της είπε πιάνοντας της το χέρι.
Τι εννοούσε πάλι; Τράβηξε απότομα το χέρι της από το δικό του.
«Έχω πονοκέφαλο. Θα το φέρω στην επόμενη πρόβα, όταν θα μπορούμε να συγχρονιστούμε» του είπε με τη γνωστή της ειρωνεία.
Ο Μάριος έκανε δυο βήματα προς το μέρος της και την κοίταξε σταθερά στα μάτια. Η Λένη μαζεύτηκε και ευχήθηκε να την αφήσει ήσυχη. Η πρώτη της σκέψη ήταν να περάσει στην επίθεση στολίζοντάς τον με κάτι ειρωνικό, ώστε να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος. Το παράξενο όμως ήταν ότι ένιωθε κουρασμένη από τον διαρκή πόλεμο μεταξύ τους. Και από την άλλη, ήθελε να δοκιμάσουν ξανά τη χορογραφία. Πώς όμως να το παραδεχτεί; Κι αυτή η ηλίθια εικόνα του γυμνού του στέρνου, όπως τον είχε δει στην Ακαδημία, είχε κολλήσει σαν την τσίχλα στο μυαλό της και δεν έλεγε να φύγει.
«Χαλάρωσε…» άκουσε τη φωνή του Μάριου πίσω της ενώ ταυτόχρονα ένιωσε τα δάχτυλά του να διατρέχουν τους κροτάφους της.
Τινάχτηκε απότομα δίνοντας εντολή στις αισθήσεις της να πάψουν να πανηγυρίζουν σαν άβγαλτες μαθητριούλες. Καθόλου δεν της άρεσε η εξέλιξη της κατάστασης.
«Ένας κόμπος είσαι» συνέχισε να τη νανουρίζει η φωνή του Μάριου ενώ τα δάχτυλά του είχαν περάσει στο σβέρκο της κάνοντάς της μασάζ.

Καθώς όμως η Λένη έκλεισε τα μάτια χαλαρώνοντας επιτέλους, η διαβολική εσωτερική φωνή της την έκανε να τσιτώσει ξανά. Βάλτον στη θέση του. Τι θράσος! Αυτός δεν σε μισούσε μέχρι χθες; Τι θέλει τώρα; Ή να πηδήξει ή καμιά εκδούλευση. Κι εσύ; Μη μου πεις ότι τον γουστάρεις! Εκτός κι αν παίζεις μαζί του και απλά με δουλεύεις, δηλαδή δουλεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό!
«Μακριά τα ξερά σου!» πέταξε όλο φαρμάκι η Λένη απευθυνόμενη και στην ενοχλητική φωνή αλλά και στον Μάριο. «Ραφαήλου, άντε στο σπιτάκι σου τώρα, μην ξημερώσουμε κιόλας. Όσο για τη χορογραφία, μου τη δείχνεις αύριο, αν τη θυμάσαι μέχρι τότε, βέβαια!» συμπλήρωσε με ένα θριαμβευτικό ύφος ενώ ταυτόχρονα είχε φτάσει στην πόρτα, την είχε ανοίξει και περίμενε χτυπώντας ανυπόμονα το αριστερό της πόδι στο πάτωμα.
«Τυπικό!» είπε μόνο ο Μάριος και αγνοώντας το ασανσέρ κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες ενώ σκεφτόταν ότι ήταν ολότελα ηλίθιος που είχε υποκύψει στην παρόρμηση και είχε έρθει μέχρι το σπίτι της Λένης.
Η στρίγκλα δεν θα γινόταν αρνάκι τόσο εύκολα, κι αυτός δεν είχε καιρό για παιχνίδια. Τις σπουδές του στην Ακαδημία τις έπαιρνε σοβαρά. Αν δεν ολοκλήρωναν τη χορογραφία, αντίο χορός και καριέρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη Λένη. Τι μύγα την είχε τσιμπήσει ξαφνικά; Ίσως έφταιγε κι ο ίδιος. Τι τον έπιασε να της κάνει μασάζ; Όπως και να είχαν τα πράγματα, δεν ωφελούσε να κάνει εικασίες. Ένιωθε τόση αισιοδοξία όση του επέτρεπε να ελπίζει ότι η μέρα που ερχόταν θα ήταν καλύτερη... (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...