Ο Ορέστης κι ο Λεωνίδας. Δίδυμοι,
μωρά ολόιδια που τα δένει ένα κοινό δάχτυλο. Οι γιατροί είπαν πως δεν υπήρχε
λόγος ανησυχίας. Θα τα χώριζαν μόλις μεγάλωναν λίγο, χωρίς να επηρεαστεί κανένα
ζωτικό όργανο από την εγχείρηση. Κι έτσι ο Ορέστης πήρε το μερίδιο του λέοντος
να συνεχίσει τη ζωή αρτιμελής κι ο Λεωνίδας την αίγλη του ονόματός του και
εννέα δάχτυλα.
Ένα σπίτι στην Αθήνα, γεμάτο κι
όμως λειψό. Ο Παντελής, δάσκαλος μουσικής, χαμένος στις νότες του και πιο πέρα
η μάνα, η Σοφία, πολύ πιο πέρα, μακριά, με το νου στην Χαλκίδα που άφησαν, με
το μυαλό στον Γιάννη. Μέχρι που το σώμα πετάει εκεί να τον βρει. Κι η
οικογένεια πίσω μετέωρη. Ο Παντελής να φροντίσει τους δίδυμους, τον Ορέστη και
τον Λεωνίδα. Τι κι αν ο Λεωνίδας είναι αυτός που έχει κληρονομήσει το χάρισμα
της μουσικής από τον πατέρα του; Εκείνος δεν έχει μάτια και στοργή, έπαινο και
χάδια παρά μόνο για τον άλλον, τον αρτιμελή. Τι κι αν το παιδί με τα εννέα
δάχτυλα κρατάει το χέρι του αδελφού του όπως τότε στην κοιλιά της μάνας τους;
Τι κι αν τον βγάζει από τις κακοτοπιές, αναλαμβάνοντας τα δύσκολα; Μέχρι που
δεν πάει παραπέρα. Εκεί στα δεκαεπτά, ο Λεωνίδας θα περπατήσει τελευταία φορά
στη θέση του αδερφού του μαζί με την Ειρήνη όλη νύχτα, όπου τους πάνε οι
γραμμές του τρένου.
Χέρια που κρύβονται από γάντια,
χέρια που χορεύουν στις χορδές της κιθάρας, κι άλλα που μένουν πίσω να
χαϊδέψουν την Έλλη της χίμαιρας. Ο Ορέστης της Αθήνας κι ο Λεωνίδας της Σάμου. Κι
οι δυο τους στο δικό τους σκοτάδι. Μια καριέρα επιτυχημένη, ένας γάμος, ένα
παιδί για τον αρτιμελή. Ο καφενές του Κυριάκου και μια αυλή με δυο γαρδένιες κι
έναν βασιλικό για το φρικιό.
Μητέρες που είναι παρούσες
απούσες. Η Σοφία που ζύγισε λάθος ανάμεσα στα παιδιά της και τον Γιάννη, η
Ελένη που τυφλώνεται από την ανταγωνιστική αγάπη για το μοναχοπαίδι της, η μάνα
της Έλλης σε ένα «χωριό» που κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, η Έλλη που
επαφίεται στα ακριβά δώρα για να έχει τη συμβατική αγάπη της Μαργαρίτας. Κι
εκείνη η Δέσποινα στο κάδρο, να κοιτάζει τον Κυριάκο που ποτέ δεν την έκανε
μάνα.
Η Μαρία Χίου πλέκει δυνατά
συναισθήματα περνώντας τους ήρωές της από τα όνειρα στην πραγματικότητα. Κι
είναι αυτά τα όνειρα προφητικά, αβυσσαλέα, που εκείνοι επιλέγουν να αφήσουν
στην άκρη της συνείδησής τους και να συνεχίσουν την καταστροφική τους πορεία.
Μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Γιατί τα χέρια πρέπει να γυμνωθούν, κι αυτοί
που τα ορίζουν να μάθουν να δέχονται την αλήθεια, όποια κι αν είναι, κι οι
άλλοι που τα βλέπουν, να καταλάβουν κι αυτοί τι σημαίνει να αντικρίζεις το
φεγγάρι κι όχι το δάχτυλο που το δείχνει. Κι όταν τ’ ανοίγεις αυτά τα χέρια
καθώς από κάτω σου έχεις το κενό, να ξέρεις πως κάποιος είναι εκεί να σε
κρατήσει. Μα αυτός ο κάποιος πρέπει να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, αλλιώς η ζωή
χάνεται κι ο χρόνος αδηφάγος κι αδιάφορος, ροκανίζει αισθήματα κι αναμνήσεις. Και
το τέλος; Ένα μάθημα της ίδιας της ζωής, πως κανείς δεν πρέπει να ζητάει αυτό
που δεν του ανήκει. Τότε θα βγει από το κλουβί φυλακή, σαν αυτό το τσίγκινο που
ο Λεωνίδας αγόρασε από το Μοναστηράκι και το κρατάει κοντά του, επίμονα άδειο.
Μια φυλακή χωρίς κρατούμενους και επισκέπτες, μια ονειροπαγίδα για τις άλλες
φυλακές, τις αληθινές που κρατούμενοι και επισκέπτες κοιτάζονται καθισμένοι
αντικριστά σε δυο καρέκλες πλαστικές με ένα τραπέζι ανάμεσά τους. Τόσο μικρή
απόσταση κι όμως τόσο μεγάλη. Ποιες αλήθειες να τολμήσεις να αφήσεις σε ένα
παρακατιανό τραπέζι που η αθλιότητά του συμβολίζει τη ζωή που εσύ επέλεξες;
…Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που φτιάχνει κλουβιά, τα γεμίζει, τους
βάζει πόρτες… Έπειτα βάζει μέσα σκέψεις, επιθυμίες, φόβους, τον εαυτό του τον
ίδιο. Για ασφάλεια, γιατί έτσι πρέπει. Όλοι αυτό κάνουν. Αρκεί να μην ξεχαστούν
και κλείσουν την πόρτα…
Το «Χέρια γυμνά» είναι ένα
συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις ζωές που νομίζουμε πως δεν διαλέξαμε και για
εκείνες τις άλλες που κρατάμε φυλακισμένες. Ένα μυθιστόρημα ντυμένο με όνειρα
πάνω σε σύννεφα γεμάτα μουσική.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Μίνωας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου