Θυμάμαι τότε που πρωτοβρέθηκα απρόσκλητη σε γάμο. Περνούσα
έξω από την εκκλησία, κοντοστάθηκα, είδα τον γαμπρό που αδημονούσε ιδρώνοντας
και σφίγγοντας πάνω του την ανθοδέσμη. Η μητέρα του από κοντά διόρθωνε το
λουλούδι στο πέτο, τίναζε αόρατη σκόνη από τις βάτες του σακακιού του. Πιο πέρα
οι συγγενείς είχαν πιάσει κουβεντολόι φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας. Ένα
χαρούμενο μελίσσι, περίμεναν με αγωνία τη βασίλισσά τους. Δυνατά κορναρίσματα
έκαναν όλα τα κεφάλια να στραφούν, καθώς το νυφικό αμάξι ήρθε και σταμάτησε
σχεδόν δίπλα μου. Κοίταξα τη νύφη, δροσερή και ξένοιαστη, μου θύμισε τα χαμένα
μου νιάτα. Σκούπισα το νοτισμένο μου μάγουλο και μηχανικά ακολούθησα το σμάρι
των καλεσμένων. Σαν παρείσακτη αισθάνθηκα. Έφυγα προτού τελειώσει το μυστήριο.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι εκεί έξω. Το μυαλό μου γύρισε πίσω στα χρόνια που κύλησαν
ορμητικά σαν το νερό που σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Αχ! τα νιάτα. Σε
κάνουν υπερφίαλο και σε ξεγελάνε. Νομίζεις πως θα τα έχεις μια ζωή κι αυτά
κάποτε σε βαριούνται και σε αφήνουν στα κρύα του λουτρού. «Σε καλό μου!»
μονολόγησα και ρούφηξα τη μύτη μου. Κοίταξα γύρω μου. Ευτυχώς, δεν ήταν κανένας
να με δει να κλαίω. Όχι που θα είχε σημασία. Το πολύ να με περνούσαν για καμιά
θεία που δεν άντεξε τη συγκίνηση.
Κάθε αρχή και δύσκολή που λένε, κι έτσι απλά το ξεπέρασα.
Γιατί από εκείνο το απόγευμα που σαν λαθρεπιβάτης βρέθηκα ανάμεσα στους
καλεσμένους, μου έγινε συνήθεια. «Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη», λέει η
παροιμία. Κάπως έτσι ήταν! Σύντομα, ξεθάρρεψα τόσο που έπιανα και την κουβέντα.
Βέβαια μετρημένα λόγια, μην κάνω και καμιά γκάφα! Άφηνα τον συνομιλητή μου να με
κατατοπίσει για τη συγγένειά του με τον γαμπρό ή τη νύφη και μετά κανόνιζα την
πορεία μου. Αοριστολογούσα σχετικά με τη δική μου σχέση με τους μελλόνυμφους.
Αν βέβαια είχα εξασφαλίσει τα νώτα μου, θρασύτατα έφερνα την κουβέντα στα δώρα
του γάμου, στο γαμήλιο τραπέζι ή το ταξίδι του μέλιτος.
«Είστε συγγενής της νύφης; Μήπως είστε θεία του γαμπρού;»
ρωτούσαν.
Με τον καιρό απόκτησα αέρα. Σαν πραγματική θεία μιλούσα για
το αγοράκι ή το κοριτσάκι -τόσο δα καλέ το θυμάμαι!- επινοώντας ιστορίες εκ του
μηδενός. Έχτιζα πυραμίδες μυθοπλασίας χωρίς τύψεις και το γλεντούσα. Καμιά φορά
κρυφογελούσα και σκεφτόμουν πως είχα ταλέντο. ¨Έπρεπε να είχα γίνει ηθοποιός.
Τότε ήταν που θυμόμουν τη μάνα μου. Είχε φάει μια ζωή στα μπουλούκια. Μέχρι που
πέθανε άδοξα στην ψάθα, αχώριστες ήμασταν. Ήξερα όλους τους ρόλους της απ’ έξω,
το σανίδι όμως δεν το ήθελα. Ποτέ μου δεν ανέβηκα επάνω του, ούτε κι όταν η
μάνα μου αρρώστησε ξαφνικά και κάποιος έπρεπε να παίξει τον ρόλο της. Αυτόν τον
ρόλο τον πήρε τελικά η Βέρα που ήμασταν συμμαθήτριες. Μεγάλη θαυμάστρια της
μητέρας μου! Όταν ερχόταν το μπουλούκι, παράσταση δεν έχανε. Τη Βέρα την
κέρδισε η σκηνή. Μεγάλη όμως δεν έγινε ποτέ. Ο πρώτος ρόλος πάντα της ξέφευγε,
κάποια της έκλεβε την τελευταία στιγμή τη δόξα. Τώρα, το δυαράκι της στην Κυψέλη
ήταν ασφυκτικά γεμάτο από φωτογραφίες κι αποκόμματα, η ζωή της όλη. Άντρα και
κόρη που έκανε, της ξέφυγαν κι αυτοί σαν τους μεγάλους ρόλους. Κάποια στιγμή
βαρέθηκαν τη ζούρλα της όπως έλεγαν κι οι δυο και πήγαν να ζήσουν στην Αμερική.
Η Βέρα με πήρε τηλέφωνο. Θα ερχόταν για καφέ το απόγευμα.
Της είπα κατά τις πέντε. Υπολόγιζα έξη και μισή άντε επτά θα τελειώναμε, ήτανε
και Σάββατο, να προλάβαινα και κανένα γάμο!
Η Βέρα άργησε. Το κουδούνι αντήχησε εκνευριστικά στ’ αυτιά
μου όταν οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν ήδη έξη και δέκα.
«Συχώρα με Ελένη μου! Δε φταίω εγώ. Τρία τέταρτα περίμενα
ταξί, δεν ξέρεις τι ταλαιπωρία τράβηξα» είπε φουριόζα. Τότε πρόσεξε που ήμουν
ντυμένη στολισμένη και σταμάτησε ξαφνιασμένη. «Φεύγεις;» ρώτησε μονολεκτικά κι
όλη η απογοήτευση φάνηκε στο πρόσωπό της.
Κοίταξα με τρόπο το ρολόι μου. Τι έφταιγε η καημένη η Βέρα;
Ας έχανα κι ένα δυο γάμους, δε θα πάθαινα και τίποτα πια!
Πίναμε τον καφέ μας κι η Βέρα με κοίταζε όλο περιέργεια.
Στο τέλος δεν κρατήθηκε.
«Ραντεβουδάκι;»
«Άσε μας καημένη στην ηλικία μας. Πάει, το χάσαμε το τρένο!
Αυτά είναι για τους νέους».
«Ε, δεν μας πήραν δα και τα χρόνια» θίχτηκε η Βέρα.
«Δε λέω αυτό! Εδώ τον εαυτό μας με το ζόρι φέρνουμε βόλτα,
να χουμε κι άλλον έννοια;»
«Αυτό ξαναπέστο» βιάστηκε να συμφωνήσει η Βέρα και ρούφηξε
με θόρυβο μια γουλιά καφέ.
Αφηρημένη, κοίταζα τα γάντια μου παρατημένα στο τραπεζάκι,
όταν ξαναρώτησε.
«Λοιπόν, για πού με το καλό;»
«Σ’ ένα γάμο πάω» απάντησα, γιατί ήξερα πως από τη Βέρα δε
γλιτώνεις εύκολα.
«Μπα! Παντρεύεται κανένας γνωστός;»
«Πού να σου λέω τώρα! Δεν τους ξέρεις».
«Περίεργο! Συγγενείς και φίλους, τους ξέρω όλους. Δεν είναι
και πολλοί. Στα δάχτυλα μετριούνται».
Δεν το είπε από κακία, εγώ όμως βούρκωσα, δεν ξέρω γιατί.
«Έχεις δίκιο», παραδόθηκα αποκαμωμένη. «Ούτε που ξέρω
ποιανού είναι ο γάμος. Έτσι, στην τύχη πηγαίνω». Αναγκάστηκα να της εξηγήσω, να
ομολογήσω το αμάρτημά μου. «Ευτυχώς που άνοιξε ο καιρός κι από γάμους ένα σωρό.
Φαντάσου τον χειμώνα με τις βροχές και τα κρύα, τι τράβηξα!» κατέληξα μετά από
ένα τέταρτο αγχωμένης αφήγησης.
Η Βέρα σιγόπινε τον καφέ της αμίλητη. Πάνω που αναρωτιόμουν
αν έπρεπε διακριτικά να της θυμίσω πως ήταν ώρα να φύγω...
«Θα έρθω μαζί σου», μου πέταξε.
Στην αρχή μού κακοφάνηκε. Λες κι ο γάμος ήταν δικός μου και
μου εμφανιζόταν απρόσκλητη. Μετά, ήρθα στα συγκαλά μου. Μήπως εμένα με είχαν
προσκαλέσει; Γινόμουν παράλογη.
Κι έτσι βρεθήκαμε να περιμένουμε τη νύφη, ανακατεμένες με
τους καλεσμένους. Η ώρα περνούσε, όλοι αδημονούσαν. Με τα πολλά, το νυφικό
αμάξι έφτασε, η πόρτα όμως δεν έλεγε να ανοίξει. Όλοι περιμέναμε παραξενεμένοι,
από κάπου ακούγονταν ψίθυροι. Ο γαμπρός πλησίασε κι άνοιξε την πόρτα.
«Μαρίνα, τι συμβαίνει;» ρώτησε τη μέλλουσα συμβία του.
Η Μαρίνα όμως δεν έλεγε να βγει. Ο κόσμος άρχισε να
μουρμουρίζει. Σκόρπια λόγια πήγαιναν κι ερχόντουσαν πως η νύφη είχε μετανιώσει.
Εγώ κι η Βέρα ενστικτωδώς είχαμε πλησιάσει το αυτοκίνητο. Τώρα ακούγαμε φωνές.
«Ουφ! το παλιοκόριτσο», ξεφύσησε ο πατέρας της νύφης βροντώντας
την πόρτα θυμωμένος. «Δεν της αρέσει το χτένισμα, δεν της αρέσει το βάψιμο, δεν
της αρέσει το ένα, δεν της αρέσει το άλλο. Σε λίγο θα μας πει πως δεν της
αρέσει κι ο γαμπρός. Φταίω εγώ που δεν την έδειρα όσο ήταν μικρή. Αυτά πληρώνω
τώρα» και πάνω που τελείωνε την αυτοκριτική του, αντίκρισε το χαμόγελο της
Βέρας.
Και δεν ξέρω αν ήταν η καλοκάγαθη μορφή του ή το
κωμικοτραγικό της στιγμής, η Βέρα όμως ένοιωσε πως κάπου εκεί βρισκόταν ο ρόλος
που χρόνια πριν της είχε ξεφύγει. Το κατάλαβα από το πρόσωπό της και φοβούμενη
τα χειρότερα, τη σκούντηξα διακριτικά. Σαν να συνήλθε, το χαμόγελό της έγινε
πιο πλατύ, πλησίασε τον πατέρα της νύφης και είπε: «Μα, δεν υπάρχει λόγος να
ανησυχείτε! Κι εγώ έτσι έκανα στο γάμο μου. Τα νιάτα βλέπετε!» Και το χαμόγελο πλάτυνε
κι άλλο, ενώ ο πατέρας της νύφης την κοίταζε σαν μαγεμένος. Κάτι ήθελε να της
πει αλλά δίσταζε.
«Εσείς δεν είσαστε η Βέρα Βολάνη;» αποτόλμησε.
Η φιλενάδα μου του έγνεψε καταφατικά.
«Αιώνιος θαυμαστής σας!» τραύλισε αυτός και της φίλησε το
χέρι.
Αυτό το «αιώνιος» δεν της καλάρεσε της Βέρας, πάντως
γενικότερα κολακεύτηκε που τη θυμόντουσαν ακόμα.
«Λοιπόν, τι λέτε; Μπορώ να μιλήσω για λίγο στη νύφη;»
ρώτησε πεταρίζοντας κοκέτικα τις βλεφαρίδες και χωρίς να περιμένει απάντηση,
χώθηκε στο αμάξι.
Ένα τέταρτο έμεινε κλεισμένη με τη νύφη, ενώ ο παπάς
πηγαινοερχόταν εκνευρισμένος λέγοντας πως δε θα προλάβαινε το επόμενο μυστήριο
και πως όλο το πρόγραμμα της εκκλησίας θα πήγαινε πίσω. Ο γαμπρός
πηγαινοερχόταν κι αυτός μοιράζοντας βεβιασμένα χαμόγελα.
Και πάνω που το μουρμουρητό του κόσμου -που ευκαιρία δε
χάνει όταν διακρίνει σύννεφα στον ορίζοντα, να χαρεί για την επερχόμενη
καταιγίδα- όλο και δυνάμωνε, ανοίγει η πόρτα του αυτοκινήτου και πρώτα βγαίνει
η Βέρα, απλώνει το χέρι σαν αρχαία τραγωδός, και η νύφη ξεπροβάλλει λαμπερή στο
κάτασπρο νυφικό της.
Το μυστήριο τελέστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, κάπως
βιαστικά είναι η αλήθεια, για να πάρουν σειρά και οι μετέπειτα.
«Τι λες; Θα μείνεις και στον επόμενο;» ρώτησα τη Βέρα.
«Δεν ξέρω για σένα καλή μου, εγώ όμως θα πάω στο τραπέζι.
Και θα σε συμβούλευα να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
«Καλά σοβαρολογείς; Δεν έχω δα και τόσο θράσος!»
«Έλα που θίγεσαι! Ο Δημήτρης, ο πατέρας της νύφης θέλω να
πω, μας προσκάλεσε και δεν ακούει κουβέντα».
Μιάμιση ώρα αργότερα, ενώ τρώγαμε τα εξαίσια εδέσματα κάτω
από τους ήχους μιας απαλής χορευτική μουσικής, δεν κρατήθηκα.
«Μάγια τής έκανες;» ρώτησα μπουκωμένη τη Βέρα.
«Ποτέ δε μιλάμε με το στόμα γεμάτο εκτός κι αν το κάνουμε
για λόγους ορθοφωνίας» με ψευτομάλλωσε κι έσκασε στα γέλια.
«Να δω μέχρι πότε θα με δουλεύεις! Στο κάτω-κάτω, δικός μου
ήταν ο γάμος».
«Τι μας λες!» ξαναγέλασε αυτή. Είδε όμως που πειράχτηκα στ’
αλήθεια. «Δε θα το πιστέψεις! Όταν μπήκα στο αμάξι, ιδέα δεν είχα τι θα της
έλεγα. Έτσι που την είδα όμως κλαμένη, πασαλειμμένη, ξεκίνησα μιαν ιστορία μισή
ψέμα-μισή αλήθεια».
Της συστήθηκε σαν θεία που διέπρεπε στα θέατρα της Νέας
Υόρκης, πως είχε έρθει ειδικά για το γάμο, πως ο ανιψιός της, ο γαμπρός δηλαδή,
της το φύλαγε για έκπληξη και άλλα τέτοια. Η νύφη εντυπωσιάστηκε. Μικρή κοπέλα
ήταν, το ψωμί της ο κινηματογράφος και το θέατρο.
«Καλά βρε θηρίο, αυτή όταν βγήκε από το αμάξι έλαμπε. Ποιος
την έβαψε, ποιος τη χτένισε;»
Η Βέρα χαμογέλασε κι έσκυψε να πιάσει την τσάντα της.
«Ορίστε ο αυτουργός», είπε και σαν ταχυδακτυλουργός, άνοιξε
την τσάντα.
Ό,τι είχε σχέση με μακιγιάζ, βούρτσες, τσιμπιδάκια, ως και
κουάφ, στριμωχνόταν εκεί μέσα.
«Τον Θεό σου δεν έχεις» της είπα γελώντας και την
αγκάλιασα.
«Και σαν να μην έφταναν αυτά…» συνέχισε ξελιγωμένη. Εκείνη
τη στιγμή, πέρασε από δίπλα ο πατέρας της νύφης. Με έκπληξη είδα που έκλεισε το
μάτι στη Βέρα.
«Μη μου πεις!» την κοίταξα καλά- καλά.
«Σου το λέω! Ο Δημήτρης δεν ξέρει πώς να με ευχαριστήσει.
Άσε που δηλώνει καταγοητευμένος» πρόσθεσε η Βέρα και για πρώτη φορά την είδα να
κοκκινίζει σαν κοριτσόπουλο.
Έξη μήνες αργότερα η Βέρα μού ανακοίνωσε πως παντρεύεται
τον Δημήτρη.
«Να έχεις τον νου σου, Ελένη μου, γιατί θα σου πετάξω την
ανθοδέσμη. Κι αυτή που θα την πιάσει, λένε πως μέσα στον χρόνο παντρεύεται!»
«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπα κι έφτυσα τον κόρφο
μου!
Θυμάμαι τότε που πρωτοβρέθηκα απρόσκλητη σε γάμο. Περνούσα
έξω από την εκκλησία, κοντοστάθηκα, είδα τον γαμπρό που αδημονούσε ιδρώνοντας
και σφίγγοντας πάνω του την ανθοδέσμη. Η μητέρα του από κοντά διόρθωνε το
λουλούδι στο πέτο, τίναζε αόρατη σκόνη από τις βάτες του σακακιού του. Πιο πέρα
οι συγγενείς είχαν πιάσει κουβεντολόι φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας. Ένα
χαρούμενο μελίσσι, περίμεναν με αγωνία τη βασίλισσά τους. Δυνατά κορναρίσματα
έκαναν όλα τα κεφάλια να στραφούν, καθώς το νυφικό αμάξι ήρθε και σταμάτησε
σχεδόν δίπλα μου. Κοίταξα τη νύφη, δροσερή και ξένοιαστη, μου θύμισε τα χαμένα
μου νιάτα. Σκούπισα το νοτισμένο μου μάγουλο και μηχανικά ακολούθησα το σμάρι
των καλεσμένων. Σαν παρείσακτη αισθάνθηκα. Έφυγα προτού τελειώσει το μυστήριο.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι εκεί έξω. Το μυαλό μου γύρισε πίσω στα χρόνια που κύλησαν
ορμητικά σαν το νερό που σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Αχ! τα νιάτα. Σε
κάνουν υπερφίαλο και σε ξεγελάνε. Νομίζεις πως θα τα έχεις μια ζωή κι αυτά
κάποτε σε βαριούνται και σε αφήνουν στα κρύα του λουτρού. «Σε καλό μου!»
μονολόγησα και ρούφηξα τη μύτη μου. Κοίταξα γύρω μου. Ευτυχώς, δεν ήταν κανένας
να με δει να κλαίω. Όχι που θα είχε σημασία. Το πολύ να με περνούσαν για καμιά
θεία που δεν άντεξε τη συγκίνηση.
Κάθε αρχή και δύσκολή που λένε, κι έτσι απλά το ξεπέρασα.
Γιατί από εκείνο το απόγευμα που σαν λαθρεπιβάτης βρέθηκα ανάμεσα στους
καλεσμένους, μου έγινε συνήθεια. «Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη», λέει η
παροιμία. Κάπως έτσι ήταν! Σύντομα, ξεθάρρεψα τόσο που έπιανα και την κουβέντα.
Βέβαια μετρημένα λόγια, μην κάνω και καμιά γκάφα! Άφηνα τον συνομιλητή μου να με
κατατοπίσει για τη συγγένειά του με τον γαμπρό ή τη νύφη και μετά κανόνιζα την
πορεία μου. Αοριστολογούσα σχετικά με τη δική μου σχέση με τους μελλόνυμφους.
Αν βέβαια είχα εξασφαλίσει τα νώτα μου, θρασύτατα έφερνα την κουβέντα στα δώρα
του γάμου, στο γαμήλιο τραπέζι ή το ταξίδι του μέλιτος.
«Είστε συγγενής της νύφης; Μήπως είστε θεία του γαμπρού;»
ρωτούσαν.
Με τον καιρό απόκτησα αέρα. Σαν πραγματική θεία μιλούσα για
το αγοράκι ή το κοριτσάκι -τόσο δα καλέ το θυμάμαι!- επινοώντας ιστορίες εκ του
μηδενός. Έχτιζα πυραμίδες μυθοπλασίας χωρίς τύψεις και το γλεντούσα. Καμιά φορά
κρυφογελούσα και σκεφτόμουν πως είχα ταλέντο. ¨Έπρεπε να είχα γίνει ηθοποιός.
Τότε ήταν που θυμόμουν τη μάνα μου. Είχε φάει μια ζωή στα μπουλούκια. Μέχρι που
πέθανε άδοξα στην ψάθα, αχώριστες ήμασταν. Ήξερα όλους τους ρόλους της απ’ έξω,
το σανίδι όμως δεν το ήθελα. Ποτέ μου δεν ανέβηκα επάνω του, ούτε κι όταν η
μάνα μου αρρώστησε ξαφνικά και κάποιος έπρεπε να παίξει τον ρόλο της. Αυτόν τον
ρόλο τον πήρε τελικά η Βέρα που ήμασταν συμμαθήτριες. Μεγάλη θαυμάστρια της
μητέρας μου! Όταν ερχόταν το μπουλούκι, παράσταση δεν έχανε. Τη Βέρα την
κέρδισε η σκηνή. Μεγάλη όμως δεν έγινε ποτέ. Ο πρώτος ρόλος πάντα της ξέφευγε,
κάποια της έκλεβε την τελευταία στιγμή τη δόξα. Τώρα, το δυαράκι της στην Κυψέλη
ήταν ασφυκτικά γεμάτο από φωτογραφίες κι αποκόμματα, η ζωή της όλη. Άντρα και
κόρη που έκανε, της ξέφυγαν κι αυτοί σαν τους μεγάλους ρόλους. Κάποια στιγμή
βαρέθηκαν τη ζούρλα της όπως έλεγαν κι οι δυο και πήγαν να ζήσουν στην Αμερική.
Η Βέρα με πήρε τηλέφωνο. Θα ερχόταν για καφέ το απόγευμα.
Της είπα κατά τις πέντε. Υπολόγιζα έξη και μισή άντε επτά θα τελειώναμε, ήτανε
και Σάββατο, να προλάβαινα και κανένα γάμο!
Η Βέρα άργησε. Το κουδούνι αντήχησε εκνευριστικά στ’ αυτιά
μου όταν οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν ήδη έξη και δέκα.
«Συχώρα με Ελένη μου! Δε φταίω εγώ. Τρία τέταρτα περίμενα
ταξί, δεν ξέρεις τι ταλαιπωρία τράβηξα» είπε φουριόζα. Τότε πρόσεξε που ήμουν
ντυμένη στολισμένη και σταμάτησε ξαφνιασμένη. «Φεύγεις;» ρώτησε μονολεκτικά κι
όλη η απογοήτευση φάνηκε στο πρόσωπό της.
Κοίταξα με τρόπο το ρολόι μου. Τι έφταιγε η καημένη η Βέρα;
Ας έχανα κι ένα δυο γάμους, δε θα πάθαινα και τίποτα πια!
Πίναμε τον καφέ μας κι η Βέρα με κοίταζε όλο περιέργεια.
Στο τέλος δεν κρατήθηκε.
«Ραντεβουδάκι;»
«Άσε μας καημένη στην ηλικία μας. Πάει, το χάσαμε το τρένο!
Αυτά είναι για τους νέους».
«Ε, δεν μας πήραν δα και τα χρόνια» θίχτηκε η Βέρα.
«Δε λέω αυτό! Εδώ τον εαυτό μας με το ζόρι φέρνουμε βόλτα,
να χουμε κι άλλον έννοια;»
«Αυτό ξαναπέστο» βιάστηκε να συμφωνήσει η Βέρα και ρούφηξε
με θόρυβο μια γουλιά καφέ.
Αφηρημένη, κοίταζα τα γάντια μου παρατημένα στο τραπεζάκι,
όταν ξαναρώτησε.
«Λοιπόν, για πού με το καλό;»
«Σ’ ένα γάμο πάω» απάντησα, γιατί ήξερα πως από τη Βέρα δε
γλιτώνεις εύκολα.
«Μπα! Παντρεύεται κανένας γνωστός;»
«Πού να σου λέω τώρα! Δεν τους ξέρεις».
«Περίεργο! Συγγενείς και φίλους, τους ξέρω όλους. Δεν είναι
και πολλοί. Στα δάχτυλα μετριούνται».
Δεν το είπε από κακία, εγώ όμως βούρκωσα, δεν ξέρω γιατί.
«Έχεις δίκιο», παραδόθηκα αποκαμωμένη. «Ούτε που ξέρω
ποιανού είναι ο γάμος. Έτσι, στην τύχη πηγαίνω». Αναγκάστηκα να της εξηγήσω, να
ομολογήσω το αμάρτημά μου. «Ευτυχώς που άνοιξε ο καιρός κι από γάμους ένα σωρό.
Φαντάσου τον χειμώνα με τις βροχές και τα κρύα, τι τράβηξα!» κατέληξα μετά από
ένα τέταρτο αγχωμένης αφήγησης.
Η Βέρα σιγόπινε τον καφέ της αμίλητη. Πάνω που αναρωτιόμουν
αν έπρεπε διακριτικά να της θυμίσω πως ήταν ώρα να φύγω...
«Θα έρθω μαζί σου», μου πέταξε.
Στην αρχή μού κακοφάνηκε. Λες κι ο γάμος ήταν δικός μου και
μου εμφανιζόταν απρόσκλητη. Μετά, ήρθα στα συγκαλά μου. Μήπως εμένα με είχαν
προσκαλέσει; Γινόμουν παράλογη.
Κι έτσι βρεθήκαμε να περιμένουμε τη νύφη, ανακατεμένες με
τους καλεσμένους. Η ώρα περνούσε, όλοι αδημονούσαν. Με τα πολλά, το νυφικό
αμάξι έφτασε, η πόρτα όμως δεν έλεγε να ανοίξει. Όλοι περιμέναμε παραξενεμένοι,
από κάπου ακούγονταν ψίθυροι. Ο γαμπρός πλησίασε κι άνοιξε την πόρτα.
«Μαρίνα, τι συμβαίνει;» ρώτησε τη μέλλουσα συμβία του.
Η Μαρίνα όμως δεν έλεγε να βγει. Ο κόσμος άρχισε να
μουρμουρίζει. Σκόρπια λόγια πήγαιναν κι ερχόντουσαν πως η νύφη είχε μετανιώσει.
Εγώ κι η Βέρα ενστικτωδώς είχαμε πλησιάσει το αυτοκίνητο. Τώρα ακούγαμε φωνές.
«Ουφ! το παλιοκόριτσο», ξεφύσησε ο πατέρας της νύφης βροντώντας
την πόρτα θυμωμένος. «Δεν της αρέσει το χτένισμα, δεν της αρέσει το βάψιμο, δεν
της αρέσει το ένα, δεν της αρέσει το άλλο. Σε λίγο θα μας πει πως δεν της
αρέσει κι ο γαμπρός. Φταίω εγώ που δεν την έδειρα όσο ήταν μικρή. Αυτά πληρώνω
τώρα» και πάνω που τελείωνε την αυτοκριτική του, αντίκρισε το χαμόγελο της
Βέρας.
Και δεν ξέρω αν ήταν η καλοκάγαθη μορφή του ή το
κωμικοτραγικό της στιγμής, η Βέρα όμως ένοιωσε πως κάπου εκεί βρισκόταν ο ρόλος
που χρόνια πριν της είχε ξεφύγει. Το κατάλαβα από το πρόσωπό της και φοβούμενη
τα χειρότερα, τη σκούντηξα διακριτικά. Σαν να συνήλθε, το χαμόγελό της έγινε
πιο πλατύ, πλησίασε τον πατέρα της νύφης και είπε: «Μα, δεν υπάρχει λόγος να
ανησυχείτε! Κι εγώ έτσι έκανα στο γάμο μου. Τα νιάτα βλέπετε!» Και το χαμόγελο πλάτυνε
κι άλλο, ενώ ο πατέρας της νύφης την κοίταζε σαν μαγεμένος. Κάτι ήθελε να της
πει αλλά δίσταζε.
«Εσείς δεν είσαστε η Βέρα Βολάνη;» αποτόλμησε.
Η φιλενάδα μου του έγνεψε καταφατικά.
«Αιώνιος θαυμαστής σας!» τραύλισε αυτός και της φίλησε το
χέρι.
Αυτό το «αιώνιος» δεν της καλάρεσε της Βέρας, πάντως
γενικότερα κολακεύτηκε που τη θυμόντουσαν ακόμα.
«Λοιπόν, τι λέτε; Μπορώ να μιλήσω για λίγο στη νύφη;»
ρώτησε πεταρίζοντας κοκέτικα τις βλεφαρίδες και χωρίς να περιμένει απάντηση,
χώθηκε στο αμάξι.
Ένα τέταρτο έμεινε κλεισμένη με τη νύφη, ενώ ο παπάς
πηγαινοερχόταν εκνευρισμένος λέγοντας πως δε θα προλάβαινε το επόμενο μυστήριο
και πως όλο το πρόγραμμα της εκκλησίας θα πήγαινε πίσω. Ο γαμπρός
πηγαινοερχόταν κι αυτός μοιράζοντας βεβιασμένα χαμόγελα.
Και πάνω που το μουρμουρητό του κόσμου -που ευκαιρία δε
χάνει όταν διακρίνει σύννεφα στον ορίζοντα, να χαρεί για την επερχόμενη
καταιγίδα- όλο και δυνάμωνε, ανοίγει η πόρτα του αυτοκινήτου και πρώτα βγαίνει
η Βέρα, απλώνει το χέρι σαν αρχαία τραγωδός, και η νύφη ξεπροβάλλει λαμπερή στο
κάτασπρο νυφικό της.
Το μυστήριο τελέστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, κάπως
βιαστικά είναι η αλήθεια, για να πάρουν σειρά και οι μετέπειτα.
«Τι λες; Θα μείνεις και στον επόμενο;» ρώτησα τη Βέρα.
«Δεν ξέρω για σένα καλή μου, εγώ όμως θα πάω στο τραπέζι.
Και θα σε συμβούλευα να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
«Καλά σοβαρολογείς; Δεν έχω δα και τόσο θράσος!»
«Έλα που θίγεσαι! Ο Δημήτρης, ο πατέρας της νύφης θέλω να
πω, μας προσκάλεσε και δεν ακούει κουβέντα».
Μιάμιση ώρα αργότερα, ενώ τρώγαμε τα εξαίσια εδέσματα κάτω
από τους ήχους μιας απαλής χορευτική μουσικής, δεν κρατήθηκα.
«Μάγια τής έκανες;» ρώτησα μπουκωμένη τη Βέρα.
«Ποτέ δε μιλάμε με το στόμα γεμάτο εκτός κι αν το κάνουμε
για λόγους ορθοφωνίας» με ψευτομάλλωσε κι έσκασε στα γέλια.
«Να δω μέχρι πότε θα με δουλεύεις! Στο κάτω-κάτω, δικός μου
ήταν ο γάμος».
«Τι μας λες!» ξαναγέλασε αυτή. Είδε όμως που πειράχτηκα στ’
αλήθεια. «Δε θα το πιστέψεις! Όταν μπήκα στο αμάξι, ιδέα δεν είχα τι θα της
έλεγα. Έτσι που την είδα όμως κλαμένη, πασαλειμμένη, ξεκίνησα μιαν ιστορία μισή
ψέμα-μισή αλήθεια».
Της συστήθηκε σαν θεία που διέπρεπε στα θέατρα της Νέας
Υόρκης, πως είχε έρθει ειδικά για το γάμο, πως ο ανιψιός της, ο γαμπρός δηλαδή,
της το φύλαγε για έκπληξη και άλλα τέτοια. Η νύφη εντυπωσιάστηκε. Μικρή κοπέλα
ήταν, το ψωμί της ο κινηματογράφος και το θέατρο.
«Καλά βρε θηρίο, αυτή όταν βγήκε από το αμάξι έλαμπε. Ποιος
την έβαψε, ποιος τη χτένισε;»
Η Βέρα χαμογέλασε κι έσκυψε να πιάσει την τσάντα της.
«Ορίστε ο αυτουργός», είπε και σαν ταχυδακτυλουργός, άνοιξε
την τσάντα.
Ό,τι είχε σχέση με μακιγιάζ, βούρτσες, τσιμπιδάκια, ως και
κουάφ, στριμωχνόταν εκεί μέσα.
«Τον Θεό σου δεν έχεις» της είπα γελώντας και την
αγκάλιασα.
«Και σαν να μην έφταναν αυτά…» συνέχισε ξελιγωμένη. Εκείνη
τη στιγμή, πέρασε από δίπλα ο πατέρας της νύφης. Με έκπληξη είδα που έκλεισε το
μάτι στη Βέρα.
«Μη μου πεις!» την κοίταξα καλά- καλά.
«Σου το λέω! Ο Δημήτρης δεν ξέρει πώς να με ευχαριστήσει.
Άσε που δηλώνει καταγοητευμένος» πρόσθεσε η Βέρα και για πρώτη φορά την είδα να
κοκκινίζει σαν κοριτσόπουλο.
Έξη μήνες αργότερα η Βέρα μού ανακοίνωσε πως παντρεύεται
τον Δημήτρη.
«Να έχεις τον νου σου, Ελένη μου, γιατί θα σου πετάξω την
ανθοδέσμη. Κι αυτή που θα την πιάσει, λένε πως μέσα στον χρόνο παντρεύεται!»
«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπα κι έφτυσα τον κόρφο
μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου