«Μη με πάς απ’
το σπίτι!» η γυναικεία φωνή τραγουδούσε με όλη της τη δύναμη.
«Στον αγύριστο
θα σε πάω!» της απάντησε θυμωμένη μια άλλη φωνή από το διπλανό διαμέρισμα ενώ ο
κάτοχός της χτυπούσε ταυτόχρονα τον τοίχο.
Το ονειρικό
ρεπερτόριο της Πρωτοψάλτη το είχε υιοθετήσει αφειδώς η Μαργκό, κατά το
καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της. Όταν βέβαια θα της προέκυπτε το καλλιτεχνικό, αφού
προς το παρόν, πάλκο της ήταν τα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού της και θαμώνες
της οι γείτονες.
Κανένας άλλος δεν
της είχε παραπονεθεί εκτός από τον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος. Μήπως τον
είχε δει και ποτέ; Σαν φάντασμα κυκλοφορούσε, άλλα ωράρια! Αυτό βέβαια όταν η
Μαργκό είχε δουλειά, γιατί πρόσφατα είχε γίνει τρόφιμος του ΟΑΕΔ για μία ακόμη
φορά. Ποιος λογικός εργοδότης θα προέκρινε την καλλιφωνία της ως εργασιακό ζήλο;
Η Μαργκό
κατέβηκε με μπικουτί και παντόφλες να πετάξει τα σκουπίδια. Αγουροξυπνημένη,
στόχος της ήταν όχι το ρυπαρό κατασκεύασμα για τη συγκεκριμένη χρήση, αλλά ένα
χέρι που οδηγούσε σε ένα αγριεμένο κεφάλι. Εντάξει, δεν είχε δέσει τη σακούλα
του μπακάλη, και πιο πριν δεν είχε καλοαδειάσει ούτε το μπουκάλι το γάλα ούτε
το κουτί του ντοματοπολτού. Ε, πιτσίλισαν λίγο το μανίκι του σακακιού που
φορούσε το σώμα που οδηγούσε σε εκείνο το αγριεμένο κεφάλι που αναφέραμε
προηγουμένως.
Τσαπατσούλα την είπε ή τσούλα; Όπως και να είχε, ο άνθρωπος
ήταν αγροίκος.
Η Μαργκό
κοίταξε εξεταστικά το ακριβό ύφασμα του κοστουμιού, μύρισε την επίσης πανάκριβη
κολόνια και προσπάθησε να καταλάβει τι παιζόταν πίσω από τα ψυχρά μπλε μάτια
του τύπου. Απολύτως τίποτα, αυτός καλέ θα πάγωνε και Εσκιμώο!
Ο καθένας τους
συνέχισε τον δρόμο του αφού ο κύριος με την τέλεια εμφάνιση τη στόλισε με ένα
περιβόητο: «το τραγούδι σε μάρανε, δεν
κοιτάς τα χάλια σου!»
Η Μαργκό
άλλαξε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Πού ήξερε αυτός ότι τραγουδούσε; Και
για ποιο τραγούδι έλεγε;
Το μυαλό της πήρε
γρήγορα στροφές, αν μη τι άλλο, είχε αναγκαστεί να το κουρδίζει για να τα
φέρνει βόλτα με την καθημερινή βιοπάλη.
«Για στάσου! Κι η δική του φωνή… αυτό το
ύφος, ο τόνος, η χροιά!»
Ο κακότροπος
διπλανός! Ποιος άλλος να ήταν; Αυτή η φωνή μόνο με τέτοια απαξίωση στο βλέμμα
κι άλλο τόσο τουπέ μπορούσε να ταιριάξει. Αλλά δεν πτοήθηκε η Μαργκό. Με το
κεφάλι ψηλά, συνάμενη και κουνάμενη, γύρισε πίσω στο διαμέρισμά της, γιατί
περίμενε τηλέφωνο για δουλειά. Κάπως περίεργα βέβαια της τα είχε πει η φίλη της
η Σαμπρίνα -καλλιτέχνης του ιδίου κύματος, πλην όμως εργαζόμενη. Ποτέ δεν της
εξήγησε σε ποιο μαγαζί τραγουδούσε, να πάει να την ακούσει, να κάνει και τα
χρειαζούμενα κονέ.
Πάνω που
έμπαινε στο σπίτι της, το τηλέφωνο είχε ήδη αρχίσει να διαολίζεται που δε
βρισκόταν κανείς να το σηκώσει. Ασθμαίνουσα -πέντε ορόφους ανέβηκε με τα πόδια
για να διατηρήσει τη σιλουέτα της, πού λεφτά για γυμναστήριο!-απάντησε με την
πιο ναζιάρικη φωνή που είχε ποτέ θηλυκό στον πλανήτη.
«Η κυρία Μαργαρίτα Λεοντίου;» τη ρώτησε
η συνομιλήτριά της κι αφού η καλλιτέχνης με τα χίλια ζόρια θυμήθηκε πως αυτό
ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμο που έφερε με δόξα και τιμή, άκουσε προσεκτικά.
Δέχτηκε, μήπως
υπήρχε κι άλλη επιλογή; Θα έκανε ό,τι της έλεγαν και - πού ξέρεις;- το ταλέντο
της θα ξεδιπλωνόταν. Βέβαια, στη συγκεκριμένη δουλειά θα έπρεπε αρχικά να το
στριμώξει στον ασφυκτικό χώρο μια ψεύτικης τούρτας. Η μεγάλη τούρτα-έκπληξη, που
ανοίγοντας το καπάκι ξεπροβάλει από μέσα η φαντασίωση κάθε άνδρα.
Η Μαργκό
έβγαλε τα μπικουτί, χτένισε το μαλλί, φόρεσε τα σέα και τα μέα της και κατευθύνθηκε
προς τους νέους της εργοδότες.
Η δουλειά δεν
είναι ντροπή κι αφού της έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει εν μέρει το
ψώνιο ή το μαράζι της -όπως το πάρει κανείς- η ίδια πήγαινε πάσο. Κι αν το
καλοσκεφτόταν, τέτοια ζήτηση δεν είχε ξαναδεί στον ολάνθιστο βίο της των είκοσι
εννέα Μαϊων. Η ειδικότητά της ήταν γιορτές εταιρειών αλλά και πάρτι εργένηδων. Συνήθως
μια παρέα φίλων πρόσφερε το ειδικό δώρο στον κολλητό πραγματοποιώντας τις φαντασιώσεις του. Όσο για τις
αγαπημένες τους θεές, αυτές ήταν
εκρηκτικές καλλονές από το χώρο του ξένου και του ελληνικού καλλιτεχνικού
ρεπερτορίου.
Ανάμεσα στη
δουλειά και τις άλλες ασχολίες της, η Μαργκό θυμόταν να κάνει και κανένα
καθάρισμα στο σπίτι -μην πιάσει και αράχνες. Κάθε φορά όμως που έβαζε εκείνη
την έρμη την ηλεκτρική σκούπα, ο διπλανός δεν έχανε ευκαιρία να κάνει
παρατήρηση.
Καμιά δυο
φορές η Μαργκό είχε κρυφοκοιτάξει από το διαχωριστικό των μπαλκονιών και είχε
βεβαιωθεί πως ο ένοικος και ο αγενής που είχε τρακάρει στον κάδο των σκουπιδιών
ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Τα γύρευε ο πισινός του! Πόσο θα ήθελε αλήθεια να
τον βάλει στη θέση του!
Πάνω που
ξεχνούσε το πρόβλημα, ο άνθρωπος των σπηλαίων από δίπλα τής το θύμιζε ξανά.
Εκείνο το
πρωινό, ήταν και η πρώτη φορά που η Μαργκό άκουσε φασαρία από το διπλανό
διαμέρισμα. Σπασίματα και κοπανήματα ντουλαπιών, που φυσικά δεν την ενδιέφεραν
πέρα από το ότι μπορούσε με τη σειρά της να
την πει στον ενοχλητικό. Και φυσικά ο τοίχος στέναξε, από τη δική της μεριά
πλέον.
«Σιγά μην ιδρώσει το αυτί του!»
μουρμούρισε η καλλίφωνη νεαρά, και σαν απάντηση στον μονόλογό της, ο τελευταίος
ήχος που ακούστηκε ήταν αυτός της εξώπορτας -από δίπλα πάντα- που βρόντηξε κι
έτριξε στους μεντεσέδες της.
Κούνησε το
κεφάλι και γύρισε στο περιοδικό που ξεφύλλιζε.
«Κοίτα να δεις τί μαθαίνει κανείς!» θαύμασε
η Μαργκό διαβάζοντας ένα άρθρο σχετικό με το "σε τι οφείλεται το καστανό ή οποιοδήποτε άλλο χρώμα των ματιών του
ανθρώπου".
Για πότε
πέρασε η ώρα με όλα αυτά ούτε που το κατάλαβε. Ετοιμάστηκε για δουλειά, άλλη
μία εταιρεία όπου οι συνάδελφοι πρόσφεραν δώρο την τούρτα με την -τι πρωτότυπο
πια!- αμερικανίδα καλλονή Μέριλυν, όνειρο και φαντασίωση, κλπ κλπ, για να μην
ξεχνιόμαστε.
Βολεμένη μέσα
στο κουτί, η Μαργκό περίμενε λίγο για να σιγουρευτεί ότι το προσωρινό της
καβούκι πατούσε σε σταθερό έδαφος πια, τεντώθηκε στα τυφλά να ξεμουδιάσει και
ακριβώς τη στιγμή που ένιωσε πως κάποιος μετακινούσε το καπάκι, σούφρωσε με
νάζι τη μύτη της, για να μπει όσο περισσότερο γινόταν στον ρόλο της. Στιβαρά
χέρια την τράβηξαν έξω με ταυτόχρονη μουσική υπόκρουση τις ιαχές των
ξελιγωμένων από γέλια και κρυφούς πόθους αρσενικών. Τα κλεισίματα των ματιών και
οι κινήσεις των δαχτύλων τής υπέδειξαν ποιος ήταν ο εορτάζων.
Τραγουδώντας
το «happy birthday, Mr. President» και συνοδεύοντας τα λόγια με το αντίστοιχο
νωχελικό σέξι βήμα, η Μαργκό πλησίαζε το τιμώμενο πρόσωπο, που τα μάτια του
είχαν γουρλώσει λες και κάποιος τα πίεζε να εξοριστούν από τη φυσική τους θέση:
Το δικό της καστανό βλέμμα δέχτηκε στωικά το ηλεκτροφόρο μπλε του ανόητου
ενοίκου της πολυκατοικίας της, χωρίς να αφήσει την έκπληξή της να φανεί. Δεν έχασε ούτε έναν τόνο στο
παιχνίδισμα της φωνής της και με πολλή προθυμία μάλιστα, δέχτηκε να τραγουδήσει
και το περίφημο «diamonds are a girl’s best friend”, αν και μέσα της ευχόταν να έχει κάτι πολύ βαρύ να
πετάξει στο χάσκον κεφάλι του αγροίκου.
Δεν είχε
τίποτα άλλο να κάνει, εκεί τελείωνε ο ρόλος της, οπότε με μία χαριτωμένη
υπόκλιση, άφησε πίσω της τη γιορτή. Καθώς έμπαινε στο φορτηγάκι της εταιρείας, ήταν σίγουρη πως πίσω της φελλοί σαμπάνιας τινάζονταν στον αέρα και κομμάτια
γλυκών πειρασμών καταναλώνονταν χωρίς τύψεις. Όπως ήταν σίγουρη και για το ότι
ο τύπος θα της έσερνε τα εξ αμάξης.
Το πρόγραμμά
της ήταν τόσο φορτωμένο, που ξέχασε το ατυχές περιστατικό. Ώρες μετά, το μόνο
που ήθελε ήταν να κουρνιάσει στον καναπέ της παρέα με ένα φλιτζάνι κακάο.
Ευλογημένη στιγμή που έφτασε κι αυτή επιτέλους!
Τι το ήθελε
και το είπε; Ο ήχος του κουδουνιού τής τρύπησε τα αυτιά και την έκανε να
τιναχτεί από τη χουχουλιάρικη βολή της. Δεν περίμενε κανέναν. Μα τι αμαρτίες
πλήρωνε πια και δεν μπορούσε να ησυχάσει έστω και για λίγο;
Πολλές
αμαρτίες προφανώς, αν και άγνωστές της, σκέφτηκε και άνοιξε όλο νεύρο την πόρτα…
«Χριστέ μου!» είπε από μέσα της η Μαργκό
κοιτάζοντας σαν σπάνιο απολίθωμα τη μούρη του διπλανού. «Αμ! Πουλάκι μου! Τι να σου κάνω τώρα; Θα ακούσεις ό,τι δεν ξεστόμισα
πριν. Γιατί έχω σέβας και ήθος εγώ και δεν ήθελα να σου χαλάσω τα γενέθλιά σου. Αλλά ως εδώ και μη παρέκει!»
«Τι έκανα πάλι;
Φασαρία; Δεν το νομίζω! Δεν είμαι μύγα,
για να κάθομαι στο ταβάνι να μη σε ενοχλώ!» εξωτερίκευσε το μένος της.
Το αντρικό
στόμα άνοιξε κι έκλεισε άηχα.
«Αλλά τι να
σου πω άνθρωπέ μου! Προβληματικός είσαι!» συνέχισε λαύρα.
Το εν λόγω
στόμα έμεινε ορθάνοιχτο.
«Έχεις και μπλε
μάτια! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πως τα γονίδια που τα χρωμάτισαν ήταν
ελαττωματικά!»
Σε αυτό τον
τόσο άκομψο χαρακτηρισμό η Μαργκό συνόψισε όλες τις γνώσεις της από το άρθρο
περί χρωστικής ουσίας και λειτουργικών γονιδίων που διάβαζε μόλις εκείνο το
πρωί.
Και μετά ήρθε
στα συγκαλά της, καθώς το στόμα έκλεισε απογοητευμένο. Ντράπηκε με τον εαυτό
της. Τι ήταν αυτά τα εξωγήινα που ξεφούρνισε στον άνθρωπο;
Ο γείτονας
οπισθοχώρησε ελαφρά. Τότε η Μαργκό είδε την ανθοδέσμη που κρατούσε στα χέρια
του.
«Για εμένα
είναι;» απόρησε. «Δηλαδή δεν ήρθες να μου τα ψάλεις;»
«Δεν είναι
βέβαια διαμάντια, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτά» απάντησε λίγο αμήχανα
εκείνος και της έδωσε τα λουλούδια.
«Θέλεις να
περάσεις μέσα; Κερνάω κακάο» του είπε και τα ψυχρά μπλε μάτια του της
χαμογέλασαν.
Μάλλον κάτι
δεν είχε πιάσει σωστά από εκείνο το άρθρο. Τι τα έψαχνε με τα επιστημονικά; Στη
συγγνώμη δεν χωράνε θεωρίες ούτε εξηγήσεις. Αυτά σκέφτηκε η Μαργκό καθώς με τα
λουλούδια στην αγκαλιά της, ανταπέδιδε το χαμόγελο.