Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Δημήτρης Κανελλόπουλος: O Κανελής γνωρίζει την Αθήνα

Μα τι ζητούσε αλήθεια ο Κανελής; Απλά να μπορεί να πετάει. Ε, ας μπει σε ένα αεροπλάνο! θα απαντούσε κάποιος ρεαλιστής. Μα τι να τον κάνουμε τον ρεαλισμό, όταν η φαντασία κάνει ανέξοδες πτήσεις;
Το μαγικό ραβδί του Δημήτρη Κανελλόπουλου απογειώνει το μπρούτζινο αλογάκι που μπούχτισε να ακούει για την Αθήνα, αλλά να μη μπορεί να τη δει, καρφωμένο στο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας του Χολαργού. Ένα καλοσυνάτο ανθρώπινο χέρι προσφέρει στον Κανελή μας το μαρτάκι του (το κλώστινο βραχιολάκι που προστατεύει από τον ήλιο του Μάρτη) κι αυτός με τη σειρά του το χαρίζει στο χελιδόνι για να το χρησιμοποιήσει για να χτίσει τη φωλιά του. Το χελιδόνι τού κάνει δώρο την πραγματοποίηση της ευχής του, κι έτσι ο Κανελής μετατρέπεται σε Πήγασο και η ιστορία μας ξεκινάει. Θα συναντήσει έναν άσπρο ελέφαντα, α! συγγνώμη, δεν έχουμε από αυτούς στην πόλη μας, τον Αλφάδι βλέπει από ψηλά, τον οδοστρωτήρα που δουλεύει για το μετρό, ογκώδη και μεγαλοπρεπή. Και μετά θα πετάξει πάνω από το Μέγαρο Μουσικής, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία και τέλος την Ακρόπολη.
Ο Κανελής είμαστε όλοι μας, πνεύμα και ψυχή, ελεύθερα και αδέσμευτα μάτια κι αυτιά που βλέπουν και ακούν όσα υπάρχουν γύρω μας, αλλά η καθημερινότητα τα έχει παραγκωνίσει. Αυτή είναι και η αλληγορία του παραμυθιού.
Μέσα από το εξαιρετικό κείμενο του Δημήτρη Κανελλόπουλου και τις πανέμορφες ζωγραφιές της Απολλώνιας Παραμυθιώτη, ας μιμηθούμε κι εμείς τον Κανελή γνωρίζοντας την πόλη που κάθε γωνιά της κρύβει μία έκπληξη.

Διαβάζουμε το ελεύθερο ψηφιακό βιβλίο στο http://www.saitapublications.gr/2013/09/ebook.47.html

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Δημήτρης Αλεξίου: Άσε κάτω το βιβλίο

Αν και πολλά λέχτηκαν για τον θείο Ισίδωρο όσο βρισκόταν εν ζωή, ο θάνατός του θα προκαλέσει πανικό στους τεθλιμμένους συγγενείς. Οι ανεκδιήγητοι κληρονόμοι καταφθάνουν στο τεράστιο και πολυτελές σπίτι του μεταστάντος για να ψευτοθρηνήσουν περιμένοντας με αγωνία την ανάγνωση της διαθήκης. 
Μα τι συνδέει έναν εστιάτορα της συμφοράς και τη θεούσα γυναίκα του, μια ατάλαντη ψωνάρα και τον κουφό δικηγόρο άντρα της, τον μεγάλη λέρα-Βαγγέλη, την αριστερίζουσα Φανή, έναν -και μόνο για τα μάτια του κόσμου Ινδό μπάτλερ-, την Ρωσίδα Νατάλια, την κόρη της Όλγα ή Λολό, θεραπαινίδα της ερωτικής τέχνης και τέλος την πολυπράγμονα πλην σατανική γραμματέα Μυρτώ Ασημακοπούλου; Και μέσα σε όλα αυτά, τι να περιμένει κανείς από έναν νομικό που έχει πάθει Αλτσχάιμερ, έναν υδραυλικό που φλερτάρει την υποκριτική τέχνη, ένα κοράκι που γράφει ποιήματα; 
Από την αταξία που θα δημιουργήσει η Τίφανυ μέχρι την αποκατάσταση της τάξης με την άφιξη της αστυνόμου Καρακασίδη, τα ερωτήματα ξεφυτρώνουν το ένα πίσω από το άλλο. Πού βρίσκεται το βιβλίο με τις πολύτιμες συνταγές; Γιατί οι Ρώσοι συγγραφείς μπήκαν στον φούρνο; Είναι ευανάγνωστο ένα λογιστικό βιβλίο; Πού βρίσκεται το φέρελπες «Προηγείται το αίμα»; Ποιος έστρωσε τον πάτο του φέρετρου με βιβλία; Η απάντηση βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του θείου Ισίδωρου.

Ο Δημήτρης Αλεξίου έγραψε, ο Γιώργος Κρασαδάκης σκηνοθέτησε και οι Σταμάτης Ευγενικός, Βασίλης Κουλόπουλος, Φωτεινή Λίτου, Άντζελα Παπαδάκου, Δημήτρης Αλεξίου, Ρένα Σοφού, Αποστόλης Βαρναβέλιας, Ανέτα Λούμου, Γιώργος Δερέμπεης, Ζαχαρένια Νικιτάκη, Έλενα Κουκουλάκη, Στέλιος Δερέμπεης, Ευγενία Εξιζλέ, Μαρίζα Κουβέλου έδωσαν επί σκηνής τον καλύτερο εαυτό τους.
Μια άψογα στημένη παράσταση που χαρίζει αβίαστα το γέλιο μέσα από την εύστοχη σάτιρα. Καλογραμμένοι θεατρικοί διάλογοι, με τον δημιουργό τους να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις πολυποίκιλες γνώσεις του και το συγγραφικό του ταλέντο. Με μία λέξη, απολαυστική! Πολλά συγχαρητήρια σε όλους!


Το «Άσε κάτω το βιβλίο» γράφτηκε από τον δικηγόρο και συγγραφέα (δύο ανάμεσα στα πολλά και άξια που κάνει) Δημήτρη Αλεξίου, με αφορμή το 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο Bookcrossing. Η πρακτική των αφημένων ή αφηρημένων βιβλίων, όπως θα έλεγα εγώ, εφαρμόζεται από τουλάχιστον 7500 χιλιάδες μέλη στην Ελλάδα και συνίσταται στην απελευθέρωση ενός βιβλίου που ψάχνει να βρει τον αναγνώστη του. Με απλά λόγια, ποιο είναι το σκεπτικό; Τα βιβλία υπάρχουν για να διαβάζονται και όχι για να σκονίζονται στα ράφια. Με τρία βήματα, βάζουμε ετικέτα, τα μοιραζόμαστε, τα παρακολουθούμε. Για περισσότερες πληροφορίες. http://www.bookcrossing.com/#

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Για δυνατούς λύτες



Ο Βασίλης είναι τριάντα δύο χρονών και η περίπτωσή του ανίατη. Η εμμονή του αγγίζει τα όρια της ψυχικής ασθένειας, όμως αυτό που όλοι χαρακτηρίζουν μανία, ο ίδιος το θεωρεί δημιουργική απασχόληση και δεκάρα δε δίνει για τις προτεινόμενες θεραπείες.
Το πάθος του για τα σταυρόλεξα -αυτή είναι η εμμονή του- δεν είναι πρόσφατο. Ο ιός τον χτύπησε στα οκτώ του χρόνια. Πήγαινε τρίτη δημοτικού και θυμάται τον πατέρα του χωμένο πίσω από την κυριακάτικη εφημερίδα με ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά του. Ώρα ιερή, ο κυρ Γιάννης το θεωρούσε ιεροτελεστία να απολαύσει την αργία του με αυτό τον τρόπο. Εκείνο όμως το κυριακάτικο πρωινό το φλιτζάνι του καφέ είχε μείνει ανέγγιχτο, ενώ την ίδια ώρα τα πατρικά δάχτυλα τσαλάκωναν νευρικά την εφημερίδα. Το τρίξιμο του χαρτιού συνοδευόταν από χαμηλόφωνους ήχους που στα αυτιά του Βασίλη μεταφράζονταν σε λέξεις «ακατάλληλες για ανηλίκους».
«Πού πάνε και τα βρίσκουν; Αϊ στην ευχή που θα χαλάσω εγώ την Κυριακή μου με τις βλακείες!» ο κυρ Γιάννης πέταξε τσαντισμένος την εφημερίδα και βγήκε από το δωμάτιο, μπαρούτι έτοιμο να εκραγεί.
Ο Βασίλης κοίταξε κατά την πόρτα μην τυχόν κι ο πατέρας του άλλαζε γνώμη και ξαναγυρνούσε, κι έπειτα έσκυψε στο πάτωμα και ίσιωσε την τσαλακωμένη εφημερίδα. Το μεγάλο σταυρόλεξο, μαύρα και ωχρά τετράγωνα, χαμογελούσε φαφούτικο. Το πέντε καθέτως, έξι παραθυράκια τακτικά στοιβαγμένα το ένα κάτω από το άλλο, άδεια όλα εκτός από το τέταρτο που φιλοξενούσε το άλφα. «Γεωγραφική μετατόπιση αμαξοστοιχίας» διάβασε τον ορισμό. Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Και να έχει και έξι γράμματα! Κάτι με γεωγραφία, βουνό, ποτάμι, πόλη να ήταν άραγε; Έξι γράμματα! Βαγόνι ή μήπως τραίνο; Όμως το βαγόνι όσο κι αν άλλαζε τη θέση των γραμμάτων του, δεν του ταίριαζε. Δοκίμασε με το τραίνο, πρώτα στον ενικό και μετά στον πληθυντικό του αριθμό. Και ναι, ο αναγραμματισμός έβγαλε τα Τίρανα. Η πρωτεύουσα της Αλβανίας! Το είχε βρει, ο ορισμός είχε τη λογική του. Αν το σκεφτόσουν έτσι, η γεωγραφική μετατόπιση της αμαξοστοιχίας δεν ήταν παρά μία πόλη!
Ο Βασίλης κοίταξε μαγεμένος το μεγάλο σταυρόλεξο, το έφερε κοντά στα μάτια του, το γύρισε ανάποδα κι οι λέξεις τρεμούλιασαν, άλλαξαν σχήματα, μορφή σαν μαγικό παιχνίδι. Κι έτσι κόλλησε το μικρόβιο. Τα σταυρόλεξα άρχισαν να τον τραβάνε σαν τον μαγνήτη. Στην αρχή στον ελεύθερό του χρόνο, στο σχολικό διάλειμμα. Μετά, το καλοκαίρι όσο οι φίλοι του έπαιζαν κι έτρεχαν, εκείνος καθόταν σκεφτικός ροκανίζοντας το μολύβι του μαζί με τις λέξεις.
Όταν μπήκε στο γυμνάσιο, μπορούσε να λύνει ακόμα και τα πιο δύσκολα σταυρόλεξα. Παρόλο που ο ελεύθερός του χρόνος είχε τώρα λιγοστέψει, το εφηβικό του δωμάτιο γέμιζε ασφυκτικά από στοίβες περιοδικών του είδους. Οι γονείς του κουνούσαν το κεφάλι, ήταν όμως μοναχοπαίδι κι αφού δεν παραμελούσε τα μαθήματά του, έδιναν τόπο στην οργή.
Μπαίνοντας στο Λύκειο, ο Βασίλης χρειαζόταν ελάχιστα λεπτά για να ολοκληρώσει το πιο πολύπλοκο σταυρόλεξο. Οι γονείς κουνούσαν ακόμα το κεφάλι, ήταν όμως ευχής έργον που το παιδί πέρασε στο πανεπιστήμιο, σίγουρα θα έβρισκε το δρόμο του πια, τι στο καλό, δε θα έπηζε το μυαλό του;
Τέσσερα χρόνια σπουδές κι ενάμιση στρατός αποδείχτηκαν ανεπαρκή για το πήξιμο του μυαλού του Βασίλη. Ο ευσεβής πόθος των γονέων παρέμεινε στις καλένδες, ενώ ο Βασίλης ακάθεκτος δημιουργούσε πια τα δικά του σταυρόλεξα. Μερικές φορές κάποια δημοσιεύονταν, κανένας όμως δεν του είχε προτείνει τη συνεργασία που ονειρευόταν.
Εικοσιπέντε χρονών ο Βασίλης, και οι γονείς έλεγαν πως άμα έβρισκε τη σωστή δουλειά και τη σωστή γυναίκα, όταν επιτέλους θα έκανε τη δική του οικογένεια, δεν μπορεί, θα άλλαζαν οι προτεραιότητες του παιδιού.
Οι προφητείες επαληθεύτηκαν κατά το ήμισυ. Η επιχείρηση που προσέλαβε τον Βασίλη χρειαζόταν κάποιον που να είναι διατεθειμένος να ταξιδεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή. Στον ουρανό το γύρευε, σκέφτηκε εκείνος υπολογίζοντας τον χρόνο που θα είχε για σκότωμα, τόσες ώρες σε τραίνα, πλοία, αεροπλάνα. Σε ένα τέτοιο ταξίδι μερικούς μήνες αργότερα, γνώρισε την Άννα, τη μέλλουσα γυναίκα του. Τα καινούρια δεδομένα, διαψεύδοντας τις προσδοκίες, δεν κατασίγασαν την εμμονή του για τα σταυρόλεξα.
Τριάντα χρονών ο Βασίλης είχε πάρει πια προαγωγή και είχε γίνει μπαμπάς ενώ παράλληλα σκαρφιζόταν τέτοια επαναστατικά σταυρόλεξα που οι δημιουργοί των περιοδικών του είδους ούτε καν φανταζόντουσαν. Όμως το κρυφό του όνειρο, μεράκι και μαράζι, αυτό το κάποιος να τον πάρει στα σοβαρά, να καταλάβει πως δεν είναι άρρωστος, απλά αγαπάει με ένα τρόπο παράφορο τις λέξεις, όνειρο είχε απομείνει. Κι ενώ έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ευχαριστήσει τον εργοδότη, τη γυναίκα και το παιδί του, το αλλού έχεις το μυαλό σου, ήταν δεδομένο.
Τη μέρα που έφυγε ξανά για επαγγελματικό ταξίδι, ο Βασίλης ένιωθε τύψεις. Το προηγούμενο βράδυ είχε καυγαδίσει με τη γυναίκα του και τώρα αισθανόταν το κεφάλι του βαρύ. Ήξερε πως το φταίξιμο ήταν δικό του, όμως το νέο του σταυρόλεξο του είχε πάρει τα μυαλά. Μια λέξη ήταν που τον παίδευε, η λέξη κλειδί με τα δεκατρία γράμματα. Κ το πρώτο, Ο το τέταρτο, Φ το έβδομο, Α το δωδέκατο και Ι το δέκατο τρίτο. Έπρεπε να είναι ρήμα, το θέμα ήταν πού θα έβρισκε ένα τόσο μεγάλο ρήμα; Έστυβε το μυαλό του, η επιφοίτηση όμως μάλλον τον είχε προσπεράσει. Τώρα εξέταζε το ενδεχόμενο να τροποποιήσει το σχήμα του σταυρόλεξου, όμως τόσος κόπος άδικα; Κι έπειτα ήταν μια πρόκληση. Τα ασπρόμαυρα τετράγωνα έμοιαζαν με παιδί που του είχε πάρει τον αέρα.
Στη δεύτερη στάση του τραίνου, κατέβηκε φουρτουνιασμένος να αγοράσει κάτι γλυκό, να του φτιάξει λίγο το κέφι. Χάζευε από συνήθεια τα περιοδικά με τα σταυρόλεξα, λες και αυτό θα του έδινε κάποια ιδέα κινώντας ξανά τον αργοκίνητο τροχό του μυαλού του. Καθώς πήγαινε να σηκωθεί, πέφτει πάνω σε έναν ηλικιωμένο που άκουγε μουσική με τα ακουστικά στα αυτιά του. Ο ασπρομάλλης που φαινόταν ξένος τουρίστας, αργοκουνούσε το κεφάλι στον ρυθμό του άηχου τραγουδιού.
«Κατολοφύρομαι!» μπόρεσε να ξεχωρίσει ο Βασίλης τη λέξη που επαναλάμβανε ο άνδρας.
«Αρχαία ελληνικά. Μουσική nice!» τον πληροφόρησε σε μισά αγγλικά μισά σπασμένα ελληνικά ο άνθρωπος.
«Κατολοφύρομαι», επανέλαβε ο ξένος και το μυαλό του Βασίλη ήταν σαν να έκανε ένα κλικ κι όλα να μπήκαν στη θέση τους. Μόλις είχε βρει τα δεκατρία γράμματα που θα συμπλήρωναν τα αδειανά τετράγωνα.
«Κατολοφύρομαι», επανέλαβε και ο Βασίλης. «Δεκατρία γράμματα! Με έσωσες φίλε μου!»
Όσο τα χέρια του Βασίλη γέμιζαν τη νάιλον τσάντα με μπισκότα και σοκολάτες, μέσα στο κεφάλι του αναβόσβηνε μια φωτεινή επιγραφή με τη μεγαλοπρεπή λέξη που σήμαινε τον θρήνο του χορού. Ούτε που άκουσε το σφύριγμα του τραίνου.
«Το τραίνο! Μόλις το έχασες!» τον σκουντάει ο ψιλικατζής.
Μόνος στην αποβάθρα, ο Βασίλης τρώει μπισκότα και συμπληρώνει το σταυρόλεξό του. Δεκάρα δε δίνει για το τραίνο, νοιώθει σαν να είναι έτοιμος να πετάξει, τόσο η λέξη του έφτιαξε τη διάθεση.
Φωνές, θόρυβος, ο άνθρωπος από το μαγαζί έρχεται κατά πάνω του κουνώντας τα χέρια. Την ίδια στιγμή χτυπάει το κινητό του, είναι η Άννα που κλαίει.
«Πού είσαι Βασίλη; Είσαι καλά;»
«Γιατί να μην είμαι;» απαντάει παραξενεμένος ενώ σκέφτεται πως το κατολοφύρομαι ταιριάζει στην υστερία της γυναίκας του.
«Το τραίνο!» ψελλίζει η Άννα στο τηλέφωνο.
«Το τραίνο!» του φωνάζει κι ο ψιλικατζής και τον κουνάει πέρα δώθε.
Το τραίνο που έχασε ο Βασίλης, έχει εκτροχιαστεί μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Το τραίνο, που ενώ έψαχνε τη μαγική του λέξη, έφυγε χωρίς αυτόν!
«Άγιο είχες άνθρωπέ μου!» ο ψιλικατζής τον κοιτάζει με θαυμασμό.
«Κατολοφύρομαι!» το βλέμμα του Βασίλη πηγαίνει από το σταυρόλεξο στον τουρίστα που περιμένει ακόμα στον σταθμό.
Λένε πως οι εμμονές βγαίνουν πάντα σε κακό. Τον Βασίλη πάντως τον έσωσαν. Το αν θα σώσουν και το γάμο του βέβαια είναι άλλη υπόθεση!

Σημείωση συγγραφέα:

Το ρήμα κατολοφύρομαι αποτελεί σημείο στο πρώτο στάσιμο της τραγωδίας του Ευριπίδη, «Ορέστης», όπου ο χορός των Αργείων γυναικών θρηνεί για τα παθήματα και την κακή μοίρα του Ορέστη. Το μουσικό κείμενο όπου περιλαμβάνονται οι στίχοι σώθηκε σε θραυσματική μορφή στη Μεγάλη Ερμούπολη της Αιγύπτου. Η μουσική που ακούει ο τουρίστας στο διήγημα είναι προφανώς αυτή που συνέθεσε το ισπανικό σύνολο, the Atrium Musicae de Madrid, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Ισπανό μοναχό Gregorio Paniagua και εξειδικεύεται στην αρχαία ευρωπαϊκή μουσική.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Το ταλέντο



«Μη με πάς απ’ το σπίτι!» η γυναικεία φωνή τραγουδούσε με όλη της τη δύναμη.
«Στον αγύριστο θα σε πάω!» της απάντησε θυμωμένη μια άλλη φωνή από το διπλανό διαμέρισμα ενώ ο κάτοχός της χτυπούσε ταυτόχρονα τον τοίχο.
Το ονειρικό ρεπερτόριο της Πρωτοψάλτη το είχε υιοθετήσει αφειδώς η Μαργκό, κατά το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της. Όταν βέβαια θα της προέκυπτε το καλλιτεχνικό, αφού προς το παρόν, πάλκο της ήταν τα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού της και θαμώνες της οι γείτονες.
Κανένας άλλος δεν της είχε παραπονεθεί εκτός από τον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος. Μήπως τον είχε δει και ποτέ; Σαν φάντασμα κυκλοφορούσε, άλλα ωράρια! Αυτό βέβαια όταν η Μαργκό είχε δουλειά, γιατί πρόσφατα είχε γίνει τρόφιμος του ΟΑΕΔ για μία ακόμη φορά. Ποιος λογικός εργοδότης θα προέκρινε την καλλιφωνία της ως εργασιακό ζήλο;
Η Μαργκό κατέβηκε με μπικουτί και παντόφλες να πετάξει τα σκουπίδια. Αγουροξυπνημένη, στόχος της ήταν όχι το ρυπαρό κατασκεύασμα για τη συγκεκριμένη χρήση, αλλά ένα χέρι που οδηγούσε σε ένα αγριεμένο κεφάλι. Εντάξει, δεν είχε δέσει τη σακούλα του μπακάλη, και πιο πριν δεν είχε καλοαδειάσει ούτε το μπουκάλι το γάλα ούτε το κουτί του ντοματοπολτού. Ε, πιτσίλισαν λίγο το μανίκι του σακακιού που φορούσε το σώμα που οδηγούσε σε εκείνο το αγριεμένο κεφάλι που αναφέραμε προηγουμένως.
Τσαπατσούλα την είπε ή τσούλα; Όπως και να είχε, ο άνθρωπος ήταν αγροίκος.
Η Μαργκό κοίταξε εξεταστικά το ακριβό ύφασμα του κοστουμιού, μύρισε την επίσης πανάκριβη κολόνια και προσπάθησε να καταλάβει τι παιζόταν πίσω από τα ψυχρά μπλε μάτια του τύπου. Απολύτως τίποτα, αυτός καλέ θα πάγωνε και Εσκιμώο!
Ο καθένας τους συνέχισε τον δρόμο του αφού ο κύριος με την τέλεια εμφάνιση τη στόλισε με ένα περιβόητο: «το τραγούδι σε μάρανε, δεν κοιτάς τα χάλια σου!»
Η Μαργκό άλλαξε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Πού ήξερε αυτός ότι τραγουδούσε; Και για ποιο τραγούδι έλεγε;
Το μυαλό της πήρε γρήγορα στροφές, αν μη τι άλλο, είχε αναγκαστεί να το κουρδίζει για να τα φέρνει βόλτα με την καθημερινή βιοπάλη.
«Για στάσου! Κι η δική του φωνή… αυτό το ύφος, ο τόνος, η χροιά!»
Ο κακότροπος διπλανός! Ποιος άλλος να ήταν; Αυτή η φωνή μόνο με τέτοια απαξίωση στο βλέμμα κι άλλο τόσο τουπέ μπορούσε να ταιριάξει. Αλλά δεν πτοήθηκε η Μαργκό. Με το κεφάλι ψηλά, συνάμενη και κουνάμενη, γύρισε πίσω στο διαμέρισμά της, γιατί περίμενε τηλέφωνο για δουλειά. Κάπως περίεργα βέβαια της τα είχε πει η φίλη της η Σαμπρίνα -καλλιτέχνης του ιδίου κύματος, πλην όμως εργαζόμενη. Ποτέ δεν της εξήγησε σε ποιο μαγαζί τραγουδούσε, να πάει να την ακούσει, να κάνει και τα χρειαζούμενα κονέ.
Πάνω που έμπαινε στο σπίτι της, το τηλέφωνο είχε ήδη αρχίσει να διαολίζεται που δε βρισκόταν κανείς να το σηκώσει. Ασθμαίνουσα -πέντε ορόφους ανέβηκε με τα πόδια για να διατηρήσει τη σιλουέτα της, πού λεφτά για γυμναστήριο!-απάντησε με την πιο ναζιάρικη φωνή που είχε ποτέ θηλυκό στον πλανήτη.
«Η κυρία Μαργαρίτα Λεοντίου;» τη ρώτησε η συνομιλήτριά της κι αφού η καλλιτέχνης με τα χίλια ζόρια θυμήθηκε πως αυτό ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμο που έφερε με δόξα και τιμή, άκουσε προσεκτικά.
Δέχτηκε, μήπως υπήρχε κι άλλη επιλογή; Θα έκανε ό,τι της έλεγαν και - πού ξέρεις;- το ταλέντο της θα ξεδιπλωνόταν. Βέβαια, στη συγκεκριμένη δουλειά θα έπρεπε αρχικά να το στριμώξει στον ασφυκτικό χώρο μια ψεύτικης τούρτας. Η μεγάλη τούρτα-έκπληξη, που ανοίγοντας το καπάκι ξεπροβάλει από μέσα η φαντασίωση κάθε άνδρα.
Η Μαργκό έβγαλε τα μπικουτί, χτένισε το μαλλί, φόρεσε τα σέα και τα μέα της και κατευθύνθηκε προς τους νέους της εργοδότες.
Η δουλειά δεν είναι ντροπή κι αφού της έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει εν μέρει το ψώνιο ή το μαράζι της -όπως το πάρει κανείς- η ίδια πήγαινε πάσο. Κι αν το καλοσκεφτόταν, τέτοια ζήτηση δεν είχε ξαναδεί στον ολάνθιστο βίο της των είκοσι εννέα Μαϊων. Η ειδικότητά της ήταν γιορτές εταιρειών αλλά και πάρτι εργένηδων. Συνήθως μια παρέα φίλων πρόσφερε το ειδικό δώρο στον κολλητό πραγματοποιώντας τις φαντασιώσεις του. Όσο για τις αγαπημένες τους θεές, αυτές ήταν εκρηκτικές καλλονές από το χώρο του ξένου και του ελληνικού καλλιτεχνικού ρεπερτορίου.
Ανάμεσα στη δουλειά και τις άλλες ασχολίες της, η Μαργκό θυμόταν να κάνει και κανένα καθάρισμα στο σπίτι -μην πιάσει και αράχνες. Κάθε φορά όμως που έβαζε εκείνη την έρμη την ηλεκτρική σκούπα, ο διπλανός δεν έχανε ευκαιρία να κάνει παρατήρηση.
Καμιά δυο φορές η Μαργκό είχε κρυφοκοιτάξει από το διαχωριστικό των μπαλκονιών και είχε βεβαιωθεί πως ο ένοικος και ο αγενής που είχε τρακάρει στον κάδο των σκουπιδιών ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Τα γύρευε ο πισινός του! Πόσο θα ήθελε αλήθεια να τον βάλει στη θέση του!
Πάνω που ξεχνούσε το πρόβλημα, ο άνθρωπος των σπηλαίων από δίπλα τής το θύμιζε ξανά.
Εκείνο το πρωινό, ήταν και η πρώτη φορά που η Μαργκό άκουσε φασαρία από το διπλανό διαμέρισμα. Σπασίματα και κοπανήματα ντουλαπιών, που φυσικά δεν την ενδιέφεραν πέρα από το ότι μπορούσε με τη σειρά της να την πει στον ενοχλητικό. Και φυσικά ο τοίχος στέναξε, από τη δική της μεριά πλέον.
«Σιγά μην ιδρώσει το αυτί του!» μουρμούρισε η καλλίφωνη νεαρά, και σαν απάντηση στον μονόλογό της, ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε ήταν αυτός της εξώπορτας -από δίπλα πάντα- που βρόντηξε κι έτριξε στους μεντεσέδες της.
Κούνησε το κεφάλι και γύρισε στο περιοδικό που ξεφύλλιζε.
«Κοίτα να δεις τί μαθαίνει κανείς!» θαύμασε η Μαργκό διαβάζοντας ένα άρθρο σχετικό με το "σε τι οφείλεται το καστανό ή οποιοδήποτε άλλο χρώμα των ματιών του ανθρώπου".
Για πότε πέρασε η ώρα με όλα αυτά ούτε που το κατάλαβε. Ετοιμάστηκε για δουλειά, άλλη μία εταιρεία όπου οι συνάδελφοι πρόσφεραν δώρο την τούρτα με την -τι πρωτότυπο πια!- αμερικανίδα καλλονή Μέριλυν, όνειρο και φαντασίωση, κλπ κλπ, για να μην ξεχνιόμαστε.
Βολεμένη μέσα στο κουτί, η Μαργκό περίμενε λίγο για να σιγουρευτεί ότι το προσωρινό της καβούκι πατούσε σε σταθερό έδαφος πια, τεντώθηκε στα τυφλά να ξεμουδιάσει και ακριβώς τη στιγμή που ένιωσε πως κάποιος μετακινούσε το καπάκι, σούφρωσε με νάζι τη μύτη της, για να μπει όσο περισσότερο γινόταν στον ρόλο της. Στιβαρά χέρια την τράβηξαν έξω με ταυτόχρονη μουσική υπόκρουση τις ιαχές των ξελιγωμένων από γέλια και κρυφούς πόθους αρσενικών. Τα κλεισίματα των ματιών και οι κινήσεις των δαχτύλων τής υπέδειξαν ποιος ήταν ο εορτάζων.
Τραγουδώντας το «happy birthday, Mr. President» και συνοδεύοντας τα λόγια με το αντίστοιχο νωχελικό σέξι βήμα, η Μαργκό πλησίαζε το τιμώμενο πρόσωπο, που τα μάτια του είχαν γουρλώσει λες και κάποιος τα πίεζε να εξοριστούν από τη φυσική τους θέση: Το δικό της καστανό βλέμμα δέχτηκε στωικά το ηλεκτροφόρο μπλε του ανόητου ενοίκου της πολυκατοικίας της, χωρίς να αφήσει την έκπληξή της να φανεί. Δεν έχασε ούτε έναν τόνο στο παιχνίδισμα της φωνής της και με πολλή προθυμία μάλιστα, δέχτηκε να τραγουδήσει και το περίφημο «diamonds are a girls best friend, αν και μέσα της ευχόταν να έχει κάτι πολύ βαρύ να πετάξει στο χάσκον κεφάλι του αγροίκου.
Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, εκεί τελείωνε ο ρόλος της, οπότε με μία χαριτωμένη υπόκλιση, άφησε πίσω της τη γιορτή. Καθώς έμπαινε στο φορτηγάκι της εταιρείας, ήταν σίγουρη πως πίσω της φελλοί σαμπάνιας τινάζονταν στον αέρα και κομμάτια γλυκών πειρασμών καταναλώνονταν χωρίς τύψεις. Όπως ήταν σίγουρη και για το ότι ο τύπος θα της έσερνε τα εξ αμάξης.
Το πρόγραμμά της ήταν τόσο φορτωμένο, που ξέχασε το ατυχές περιστατικό. Ώρες μετά, το μόνο που ήθελε ήταν να κουρνιάσει στον καναπέ της παρέα με ένα φλιτζάνι κακάο. Ευλογημένη στιγμή που έφτασε κι αυτή επιτέλους!
Τι το ήθελε και το είπε; Ο ήχος του κουδουνιού τής τρύπησε τα αυτιά και την έκανε να τιναχτεί από τη χουχουλιάρικη βολή της. Δεν περίμενε κανέναν. Μα τι αμαρτίες πλήρωνε πια και δεν μπορούσε να ησυχάσει έστω και για λίγο;
Πολλές αμαρτίες προφανώς, αν και άγνωστές της,  σκέφτηκε και άνοιξε όλο νεύρο την πόρτα…
«Χριστέ μου!» είπε από μέσα της η Μαργκό κοιτάζοντας σαν σπάνιο απολίθωμα τη μούρη του διπλανού. «Αμ! Πουλάκι μου! Τι να σου κάνω τώρα; Θα ακούσεις ό,τι δεν ξεστόμισα πριν. Γιατί έχω σέβας και ήθος εγώ και δεν ήθελα να σου χαλάσω τα γενέθλιά σου. Αλλά ως εδώ και μη παρέκει!»
«Τι έκανα πάλι; Φασαρία; Δεν το νομίζω! Δεν είμαι μύγα, για να κάθομαι στο ταβάνι να μη σε ενοχλώ!» εξωτερίκευσε το μένος της.
Το αντρικό στόμα άνοιξε κι έκλεισε άηχα.
«Αλλά τι να σου πω άνθρωπέ μου! Προβληματικός είσαι!» συνέχισε λαύρα.
Το εν λόγω στόμα έμεινε ορθάνοιχτο.
«Έχεις και μπλε μάτια! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πως τα γονίδια που τα χρωμάτισαν ήταν ελαττωματικά!»
Σε αυτό τον τόσο άκομψο χαρακτηρισμό η Μαργκό συνόψισε όλες τις γνώσεις της από το άρθρο περί χρωστικής ουσίας και λειτουργικών γονιδίων που διάβαζε μόλις εκείνο το πρωί.
Και μετά ήρθε στα συγκαλά της, καθώς το στόμα έκλεισε απογοητευμένο. Ντράπηκε με τον εαυτό της. Τι ήταν αυτά τα εξωγήινα που ξεφούρνισε στον άνθρωπο;
Ο γείτονας οπισθοχώρησε ελαφρά. Τότε η Μαργκό είδε την ανθοδέσμη που κρατούσε στα χέρια του.
«Για εμένα είναι;» απόρησε. «Δηλαδή δεν ήρθες να μου τα ψάλεις;»
«Δεν είναι βέβαια διαμάντια, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτά» απάντησε λίγο αμήχανα εκείνος και της έδωσε τα λουλούδια.
«Θέλεις να περάσεις μέσα; Κερνάω κακάο» του είπε και τα ψυχρά μπλε μάτια του της χαμογέλασαν.
Μάλλον κάτι δεν είχε πιάσει σωστά από εκείνο το άρθρο. Τι τα έψαχνε με τα επιστημονικά; Στη συγγνώμη δεν χωράνε θεωρίες ούτε εξηγήσεις. Αυτά σκέφτηκε η Μαργκό καθώς με τα λουλούδια στην αγκαλιά της, ανταπέδιδε το χαμόγελο.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Συλλογή διηγημάτων "Ένα ταξίδι...αλλιώς"



Δώδεκα συγγραφείς, συνεπιβάτες, κι αποσκευές, τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής, κι «ένα ταξίδι …αλλιώς» ξεκίνησε…
Διαφορετικές φωνές, ζωές, εικόνες και χρώματα μπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο σιωπηλά και δημιουργούν μια πλούσια παλέτα συναισθημάτων…
Δώδεκα ιστορίες, καταθέσεις σε διαφορετικό ύφος, γιατί τα ταξίδια είναι διαρκή και παντοτινά.
Από τις εκδόσεις Σαΐτα και σε ελεύθερη ψηφιακή μορφή με ένα καταπληκτικό εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από την Αλίκη Λαζαρίδου, που παραπέμπει στο ταξίδι της Αλίκης στην κουνελότρυπα των θαυμάτων.
Άνευ σημασίας περιεχόμενο και η Ευρυδίκη Αμανατίδου αφηγείται τι αναμνήσεις ξυπνάει η παρουσία ενός ξεχασμένου μπαούλου που κάποτε ταξίδεψε πολύ.
Το τέλος του επεισοδίου μάς δίνει η Καίτη Βασιλάκου όπου ο πόνος και ο επερχόμενος θάνατος είναι μόνο η αρχή για ακόμη ένα ίσως και καλύτερο ταξίδι.
Αυλαία κι ο Χάρης Γαντζούδης ταξιδεύει με έναν χορό τον ήρωά του.
Στον Κλοσάρ, ο Γιώργος Γρηγοράκης περιγράφει έναν εφιάλτη που βρίσκει τον ήρωά του κάτω από τη σκιά που ρίχνουν οι Δροσουλίτες.
Στην Ανδαλουσία μάς οδηγεί ο Φώτης Δούσος με μια αλληγορία για το φως και το σκοτάδι.
Δέσμιες αποδράσεις του Κώστα Θερμογιάννη, γιατί τα κάγκελα που τοποθετούν οι άνθρωποι αδυνατούν να δεσμεύσουν τον νου.
Η μάγισσα θα οδηγήσει τον ήρωα που πλάθει ο Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης στο τελευταίο του ταξίδι.
Ένα λυτρωτικό ταξίδι θα κάνει ο ήρωας του Ηρακλή Λαμπαδαρίου πετώντας αλληγορικά με τα φτερά ενός χελιδονιού.
Ο χαμένος θησαυρός του Στέφανου Λίβου οδηγεί τον ήρωα κάτω από τη γη, και την υπομονή του… μισό μέτρο απόσταση από τη φαντασία του.
Στα Θραύσματα, ο Δημήτρης Νίκου ενώνει τις ψηφίδες μιας διαλυμένης σχέσης, ψηλαφίζοντας τα θραύσματα των δύο που ήταν κάποτε ένας.
Μη στηρίζεστε στις πόρτες. Ανοίγουν αυτόματα τιτλοφορεί ο Ευάγγελος Τζάνος το διήγημά του όπου γινόμαστε ωτακουστές της συνομιλίας δυο φιλενάδων σε ένα ταξίδι ηχητικών κυμάτων.
Η εποχή της ενοχής της Κατερίνας Τζωρτζακάκη είναι ένα ταξίδι στα παιχνίδια που παίζει το μυαλό δουλεύοντας ξανά και ξανά τη ρουτίνα της καθημερινότητας κι ό,τι το βγάζει από αυτήν.
«Ένα ταξίδι…αλλιώς», μπορείτε να το ζήσετε κι εσείς  πατώντας εδώ.

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...