Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο όγδοο κεφάλαιο)


ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΣΟΥ»

Εννοείται πως η Μαίρη ξύπνησε αργά το επόμενο πρωί. Παρακοιμήθηκε γιατί ήταν κουρασμένη, και όταν η Μάρθα της έφερε το πρωινό της, της είπε πως παρότι ο Κόλιν ήταν αρκετά ήρεμος, ήταν αδιάθετος και με πυρετό όπως ήταν πάντα όταν είχε εξαντληθεί από το κλάμα και τη ζοχάδα του. Η Μαίρη την άκουγε μασουλώντας αργά το πρωινό της.
«Λέει πως θα ήθελε να πας να τον βρεις όσο πιο σύντομα μπορείς, αν έχεις την καλοσύνη» είπε η Μάρθα. «Παράξενο που σε συμπάθησε τόσο. Του τα έψαλες για τα καλά χθες το βράδυ. Κανένας άλλος δεν θα τολμούσε. Ο κακομοίρης! Είναι τόσο κακομαθημένος που δεν τον σώζει τίποτα. Η μητέρα λέει πως τα δυο κακά που μπορεί να τύχουν σε ένα παιδί είναι να περνάει πάντα το δικό του ή να μη περνάει ποτέ το δικό του. Δεν ξέρει ποιο είναι το χειρότερο. Μα κι εσύ θύμωσες για τα καλά. Εκείνος όμως μου είπε όταν πήγα στο δωμάτιό του: “Σε παρακαλώ, ρώτα τη δεσποινίδα Μαίρη αν θα μπορούσε να έρθει”. Τον φαντάζεσαι να παρακαλάει; Θα πας;»
«Πρώτα θα δω τον Ντίκον» είπε η Μαίρη. «Όχι, θα πάω πρώτα στον Κόλιν και θα του πω… ξέρω τι θα του πω» είπε σαν να της ήρθε μια ξαφνική έμπνευση.
Φορούσε το καπέλο της όταν έφτασε στο δωμάτιο του Κόλιν, κι αυτός φάνηκε να απογοητεύεται προς στιγμή. Ήταν στο κρεβάτι και το πρόσωπό του ήταν τρομακτικά άσπρο κι είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.
«Χαίρομαι που ήρθες» της είπε. «Πονάει το κεφάλι μου κι όλο μου το σώμα, γιατί είμαι κουρασμένος. Πηγαίνεις κάπου;»
Η Μαίρη πλησίασε το κρεβάτι του.
«Δεν θα αργήσω» του είπε. «Πάω να βρω τον Ντίκον, θα γυρίσω όμως. Κόλιν, είναι… κάτι που έχει να κάνει με τον μυστικό κήπο».
Το πρόσωπό του φωτίστηκε και πήρε λίγο χρώμα.
«Αλήθεια!» φώναξε. «Τον είδα στον ύπνο μου τη νύχτα. Σε άκουσα που έλεγες κάτι για το γκρίζο που πρασίνιζε και ονειρεύτηκα πως στεκόμουν σε ένα μέρος γεμάτο με πράσινα τρυφερά φυλλαράκια και πως ήταν και πουλιά στις φωλιές τους παντού και όλα έμοιαζαν γλυκά και ήσυχα. Θα μείνω ξαπλωμένος και θα σκέφτομαι το όνειρο μέχρι που θα γυρίσεις».
Σε πέντε λεπτά η Μαίρη ήταν με τον Ντίκον στον κήπο τους. Η αλεπού και το κοράκι ήταν πάλι μαζί του κι αυτή τη φορά είχε φέρει και δυο ήμερους σκίουρους.
«Ήρθα καβαλώντας το αλογάκι» της είπε. «Τι καλό που είναι! Σάλτο τον λένε. Α, κι έφερα κι αυτούς του δυο, τους κουβάλησα στις τσέπες μου. Αυτός εδώ είναι ο Καρύδης κι ο άλλος εκεί πέρα είναι ο Τσόφλης».
Όταν είπε “Καρύδης”, ο ένας σκίουρος πήδηξε στον δεξί του ώμο κι όταν είπε “Τσόφλης”, ο άλλος σκίουρος πήδηξε στον αριστερό του ώμο.
Όταν κάθισαν στο γρασίδι κι ο Καπετάνιος κούρνιασε στα πόδια τους, ο Καπνιάς σοβαρός σοβαρός σε ένα δέντρο από πάνω τους να μη χάνει κουβέντα κι ο Καρύδης και ο Τσόφλης να τους κοιτάζουν από κοντά γεμάτοι περιέργεια, της Μαίρης τής φάνηκε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να αφήσει όλη αυτή την ομορφιά, όταν όμως άρχισε να λέει την ιστορία της, η έκφραση στο αστείο πρόσωπο του Ντίκον την έκανε να αλλάξει διάθεση. Το έβλεπε πως ο Ντίκον συμπονούσε τον Κόλιν πιο πολύ από αυτήν.
Ο Ντίκον κοίταξε κατά τον ουρανό και μετά ολόγυρα.
«Άκου τα πουλιά. Ο κόσμος μοιάζει γεμάτος από δαύτα, να κελαηδάνε και να σφυρίζουν» της είπε. «Κοίτα τα πώς ξεπηδούνε, αφουγκράσου που φωνάζουν το ένα το άλλο. Με το που φτάνει η άνοιξη, μοιάζει σαν όλος ο κόσμος να έχει στήσει κουβεντολόι. Και τα φύλλα ξεδιπλώνονται για να τα δούμε, κι αχ! τι όμορφα που μυρίζουν όλα!». Ρουθούνισε με την αστεία μύτη του μυρίζοντας. «Κι από την άλλη, εκείνος ο κακομοίρης να μη μπορεί να πάει πουθενά και να σκέφτεται όλα τα άσχημα, τόσο που του έρχεται να βάλει τις φωνές. Δουλειά μας είναι να τον βγάλουμε έξω, να μυρίσει γύρω του και να λιαστεί. Δεν είναι να χαζολογάμε άλλο».
Όταν ο Ντίκον ενδιαφερόταν για κάτι, μίλαγε με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, ήταν φορές όμως που πρόσεχε τα λόγια του, για να τα καταλαβαίνει η Μαίρη. Αυτηνής όμως της άρεσε που μιλούσε με διάλεκτο, και η αλήθεια ήταν πως προσπαθούσε να του μιλήσει όπως εκείνος, να, όπως τώρα καλή ώρα.
«Αμ, δουλειά μας είναι» του είπε (εννοώντας “Σίγουρα, είναι καθήκον μας”). «Για να σου πω τι είναι να καμωθούμε πρώτα» συνέχισε, και ο Ντίκον χαμογέλασε, γιατί το διασκέδαζε όταν η μικρή στραμπούλαγε τη γλώσσα της για να μιλήσει με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ. «Σα να του καλοάρεσες. Και θέλει να σε δει και τον Καπνιά και τον Καπετάνιο. Όταν θα πάω ξανά στο σπίτι να τον δω, θα τον ρωτήξω αν θέλει να πας να τον δεις αύριο το πρωί και να κουβαλήσεις και τα ζωντανά σου και μετά, σα θα βγουν κι άλλα φύλλα και μπουμπουκιάσουν κι άλλο, θα τον βγάλουμε έξω, κι εσύ θα τον κουβαλήσεις με το καρότσι του και θα τον φέρουμε μέχρις εδώ, και θα του δείξουμε το κάθετις».
Όταν σταμάτησε, ένιωσε αρκετά περήφανη, αφού ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε πει τόσα πολλά λόγια στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, και τα θυμήθηκε όλα και τα είπε σωστά.
«Να του πέψεις τα ίδια του Αφέντη του Κόλιν» είπε γελώντας ο Ντίκον. «Θα βάλει τα γέλια και είναι το καλύτερο που θα κάνει. Η μητέρα λέει πως μισή ώρα γέλιο γιατρεύει ακόμα κι αυτόν που είναι να αρρωστήσει από τύφο».
«Σήμερα κιόλας θα του μιλήσω στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ» είπε η Μαίρη γελώντας κι αυτή.
Ο κήπος είχε φτάσει στη φάση όπου κάθε μέρα και κάθε νύχτα έμοιαζε σαν να είχαν περάσει Μάγοι από εκεί και να είχαν σχεδιάσει όλου του κόσμου την ομορφιά στο χώμα και στα κλαδιά. Ήταν δύσκολο να φύγεις και να τα αφήσεις όλα πίσω σου, ειδικά τώρα που ο Καρύδης είχε σκαρφαλώσει στο φόρεμα της Μαίρης κι ο Τσόφλης είχε κατέβει από τον κορμό της μηλιάς και είχε σταθεί δίπλα της κοιτώντας την ερευνητικά. Τελικά όμως γύρισε στο σπίτι κι όταν κάθισε δίπλα στον Κόλιν, εκείνος άρχισε να μυρίζει ρουθουνίζοντας, αν και όχι με τον έμπειρο τρόπο που το έκανε ο Ντίκον.
«Μυρίζεις σαν τα λουλούδια και … και φρεσκάδα» φώναξε όλος χαρά. «Σαν τι μυρίζεις; Είναι μια μυρωδιά δροσερή και ζεστή και γλυκιά ταυτόχρονα».
«Είναι ο αγέρας από το χερσότοπο» είπε η Μαίρη. «Έρχεται σαν κάθομαι στο γρασίδι με τον Ντίκον και τον Καπνιά και τον Καπετάνιο. Είναι μαθές άνοιξη, κι όλα καλά έξω».
Τα είπε όσο πιο αόριστα μπορούσε και ούτε που φαντάζεσαι πόσο αόριστη μπορεί να είναι αυτή η διάλεκτος μέχρι που ακούς κάποιον να τη μιλάει. Ο Κόλιν άρχισε να γελάει.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε. «Δεν σε έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι. Αστείο ακούγεται».
«Στα τσαμπουνάω στη ντόπια διάλεκτο» του απάντησε θριαμβευτικά η Μαίρη. Δεν τα καταφέρνω να τα πω σαν τον Ντίκον και τη Μάρθα, μα σα να τα φέρνω βόλτα κάτι λίγο. Σαν τα ακούς, δεν χαμπαριάζεις λίγο; Γέννημα θρέμμα του Γιορκσάιρ δεν είσαι; Μπας και ντρέπεσαι;»
Και τότε άρχισε κι αυτή να γελάει και γελούσαν κι οι δυο τους μέχρι που δεν μπορούσαν να σταματήσουν, μέχρι που το δωμάτιο αντηχούσε τα γέλια τους και η κυρία Μέντλοκ, με το που άνοιξε την πόρτα για να μπει, το μετάνιωσε και αποτραβήχτηκε ξανά στον διάδρομο στήνοντας αυτί έκπληκτη.
«Μπα σε καλό μου!» είπε μιλώντας τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, μια και δεν ήταν κανείς εκεί να την ακούσει, άσε που είχε σαστίσει. «Να μου το λέγανε, δε θα το πίστευα!»
Τα παιδιά είχαν τόσα πράγματα να πουν. Ήταν λες και ο Κόλιν δεν βαριόταν να ακούει για τον Ντίκον και τον Καπνιά και τον Καπετάνιο και τον Καρύδη και τον Τσόφλη και το αλογάκι που το έλεγαν Σάλτο. Η Μαίρη είχε πάει στο δάσος μαζί με τον Ντίκον για να δει τον Σάλτο. Ήταν ένα μικροσκοπικό μαλλιαρό αλογάκι του χερσότοπου κι είχε μακριές τούφες που κρεμόντουσαν πάνω από τα μάτια του, χαριτωμένο πρόσωπο και μια βελουδένια μυτούλα που μουσούδιαζε το καθετί. Ήταν μάλλον αδύνατο καθώς τρεφόταν με το χορτάρι του χερσότοπου, ήταν όμως τόσο σκληραγωγημένο και ακούραστο λες και οι μύες στα ποδαράκια του ήταν φτιαγμένοι από ατσάλινα ελατήρια. Μόλις είδε τον Ντίκον, σήκωσε το κεφάλι του και χλιμίντρισε και πήγε τροχάζοντας κοντά του κι έβαλε το κεφάλι του στον ώμο του κι ο Ντίκον τότε του ψιθύρισε στο αυτί κι ο Σάλτος τού απάντησε με κάτι περίεργα σύντομα χλιμιντρίσματα και ξεφυσήματα. Ο Ντίκον τον έβαλε να τείνει στη Μαίρη τη μικρή μπροστινή του οπλή και να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο με τη βελουδένια του μουσούδα.
«Αλήθεια καταλαβαίνει όλα όσα λέει ο Ντίκον;» τη ρώτησε ο Κόλιν.
«Έτσι φαίνεται» απάντησε η Μαίρη. «Ο Ντίκον λέει πως όλα τα πλάσματα καταλαβαίνουν, αρκεί να είσαι αληθινός τους φίλος, πραγματικά αληθινός τους φίλος».
Ο Κόλιν απόμεινε σιωπηλός για λίγο και τα παράξενα γκρίζα του μάτια έμοιαζαν να κοιτάζουν τον τοίχο, η Μαίρη όμως κατάλαβε πως κάτι σκεφτόταν.
«Πολύ θα ήθελα να έχω φίλους, όμως δεν έχω» είπε τελικά. «Ποτέ μου δεν είχα φίλους και δεν αντέχω τους ανθρώπους».
«Εμένα με αντέχεις;» ρώτησε η Μαίρη.
«Ναι» της απάντησε. «Το αστείο είναι ότι σε συμπαθώ».
«Ο Μπεν Γουέδερσταφ είπε πως του μοιάζω» είπε η Μαίρη. «Είπε πως έβαζε στοίχημα πως κι οι δυο είχαμε τον ίδιο απότομο χαρακτήρα. Νομίζω πως κι εσύ του μοιάζεις. Και οι τρεις μοιάζουμε, εσύ κι εγώ κι ο Μπεν Γουέδερσταφ. Είπε πως κι οι δυο μας δεν ήμασταν και πολύ εμφανίσιμοι κι ακόμα πως ήμασταν τόσο ξινοί όσο έδειχνε το πρόσωπό μας. Εγώ όμως δεν νιώθω πια τόσο ξινή όσο πρώτα, κι αυτό το ξέρω από τότε που γνώρισα τον κοκκινολαίμη και τον Ντίκον».
«Ένιωθες σα να μισούσες τους ανθρώπους;»
«Ναι» απάντησε η Μαίρη εντελώς φυσικά. «Δε θα σε συμπαθούσα καθόλου αν σε είχα γνωρίσει πριν από τον κοκκινολαίμη και τον Ντίκον».
Ο Κόλιν άπλωσε το λεπτό του χέρι και την άγγιξε.
«Μαίρη» της είπε. «Μακάρι να μπορούσα να πάρω πίσω τα λόγια που είπα, πως θα έδιωχνα τον Ντίκον. Σε μισούσα όταν έλεγες πως ήταν σαν άγγελος και γελούσα, όμως …ίσως και να είναι».
«Παράξενο που το λες» παραδέχτηκε ειλικρινά η Μαίρη «γιατί η μύτη του είναι λίγο ανασηκωμένη και το στόμα του μεγάλο και τα ρούχα του έχουν μπαλώματα και μιλάει τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, όμως, αν πραγματικά ένας άγγελος κατέβαινε στο Γιορκσάιρ και ζούσε στον χερσότοπο, αν υπήρχε ένας τέτοιος άγγελος, νομίζω πως θα καταλάβαινε τα λουλούδια και θα γνώριζε τον τρόπο που θα τα έκανε να μεγαλώσουν και θα ήξερε να μιλάει στα άγρια ζώα, όπως κάνει ο Ντίκον, κι αυτά θα ήξεραν επίσης πως θα ήταν πραγματικοί φίλοι».
«Δεν θα με πείραζε να με κοιτάζει ο Ντίκον. Θέλω να τον δω» είπε ο Κόλιν.
«Χαίρομαι που το λες» απάντησε η Μαίρη «γιατί…. γιατί…»
Και πάνω εκεί, έτσι ξαφνικά, της ήρθε στο μυαλό πως είχε φτάσει η στιγμή να του μιλήσει. Κι ο Κόλιν κατάλαβε πως κάτι θα συνέβαινε.
«Γιατί τι;» έκανε ανυπόμονα.
Η Μαίρη ένιωθε τέτοια αναστάτωση που σηκώθηκε από το σκαμνί της, τον πλησίασε και του έπιασε και τα δυο χέρια.
«Μπορώ να σε εμπιστευτώ; Εμπιστεύτηκα τον Ντίκον, γιατί τον εμπιστεύονταν και τα πουλιά. Μπορώ να σε εμπιστευτώ πραγματικά πραγματικά;» τον ικέτεψε.
Το πρόσωπό της έδειχνε τόσο σοβαρό που ο Κόλιν σχεδόν ψιθύρισε «Ναι, ναι!» σαν απάντηση.
«Ωραία λοιπόν. Ο Ντίκον θα έρθει να σε δει αύριο το πρωί και θα φέρει και τα ζωάκια του μαζί του».
«Α!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Κόλιν.
«Όμως, δεν είναι μόνο αυτό» συνέχισε η Μαίρη, χλωμή σχεδόν από την έξαψη. «Έχω κι άλλα καλύτερα να σου πω. Υπάρχει μια πόρτα για τον μυστικό κήπο και τη βρήκα. Είναι κάτω από τον κισσό στον τοίχο».
Αν ήταν δυνατός και υγιής, ο Κόλιν μάλλον θα είχε κραυγάσει “ζήτω! ζήτω!”, όμως ήταν αδύναμος και λίγο υστερικός. Τα μάτια του έγιναν τεράστια και η ανάσα του πιάστηκε.
«Αχ! Μαίρη» φώναξε και τον έπιασε κάτι σαν λυγμός. «Μπορώ να τον δω; Μπορώ να μπω; Θα ζήσω για να μπορέσω να μπω;» κι έσφιξε τα χέρια της τραβώντας την επάνω του.
«Και βέβαια θα τον δεις!» τον μάλωσε η Μαίρη. «Και βέβαια θα ζήσεις για να μπεις. Μην είσαι χαζός!»
Κι ήταν τόσο ήρεμη και φυσική και άδολη σαν παιδί, που ο Κόλιν ήρθε στα λογικά του κι άρχισε να γελάει με τα καμώματά του και λίγα λεπτά μετά η Μαίρη καθόταν ξανά στο σκαμνί της λέγοντάς του όχι πώς είχε φανταστεί πως θα ήταν ο μυστικός κήπος, αλλά πώς πραγματικά ήταν, και ο Κόλιν ξέχασε τους πόνους και την κούρασή του και την άκουγε συνεπαρμένος.
«Είναι ακριβώς όπως τον φαντάστηκες» της είπε στο τέλος. «Μοιάζει σαν να τον είχες δει. Θυμάσαι που στο είχα πει όταν μου πρωτομίλησες».
Η Μαίρη σαν να δίστασε για δυο λεπτά, μα έπειτα του είπε όλη την αλήθεια.
«Τον είχα δει… κι είχα μπει μέσα» του είπε. «Βρήκα το κλειδί και μπήκα εδώ και βδομάδες. Δεν τολμούσα όμως να στο πω… δεν τολμούσα γιατί φοβόμουν πως δεν μπορούσα να σε εμπιστευτώ πραγματικά!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...