Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Για δυνατούς λύτες



Ο Βασίλης είναι τριάντα δύο χρονών και η περίπτωσή του ανίατη. Η εμμονή του αγγίζει τα όρια της ψυχικής ασθένειας, όμως αυτό που όλοι χαρακτηρίζουν μανία, ο ίδιος το θεωρεί δημιουργική απασχόληση και δεκάρα δε δίνει για τις προτεινόμενες θεραπείες.
Το πάθος του για τα σταυρόλεξα -αυτή είναι η εμμονή του- δεν είναι πρόσφατο. Ο ιός τον χτύπησε στα οκτώ του χρόνια. Πήγαινε τρίτη δημοτικού και θυμάται τον πατέρα του χωμένο πίσω από την κυριακάτικη εφημερίδα με ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά του. Ώρα ιερή, ο κυρ Γιάννης το θεωρούσε ιεροτελεστία να απολαύσει την αργία του με αυτό τον τρόπο. Εκείνο όμως το κυριακάτικο πρωινό το φλιτζάνι του καφέ είχε μείνει ανέγγιχτο, ενώ την ίδια ώρα τα πατρικά δάχτυλα τσαλάκωναν νευρικά την εφημερίδα. Το τρίξιμο του χαρτιού συνοδευόταν από χαμηλόφωνους ήχους που στα αυτιά του Βασίλη μεταφράζονταν σε λέξεις «ακατάλληλες για ανηλίκους».
«Πού πάνε και τα βρίσκουν; Αϊ στην ευχή που θα χαλάσω εγώ την Κυριακή μου με τις βλακείες!» ο κυρ Γιάννης πέταξε τσαντισμένος την εφημερίδα και βγήκε από το δωμάτιο, μπαρούτι έτοιμο να εκραγεί.
Ο Βασίλης κοίταξε κατά την πόρτα μην τυχόν κι ο πατέρας του άλλαζε γνώμη και ξαναγυρνούσε, κι έπειτα έσκυψε στο πάτωμα και ίσιωσε την τσαλακωμένη εφημερίδα. Το μεγάλο σταυρόλεξο, μαύρα και ωχρά τετράγωνα, χαμογελούσε φαφούτικο. Το πέντε καθέτως, έξι παραθυράκια τακτικά στοιβαγμένα το ένα κάτω από το άλλο, άδεια όλα εκτός από το τέταρτο που φιλοξενούσε το άλφα. «Γεωγραφική μετατόπιση αμαξοστοιχίας» διάβασε τον ορισμό. Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Και να έχει και έξι γράμματα! Κάτι με γεωγραφία, βουνό, ποτάμι, πόλη να ήταν άραγε; Έξι γράμματα! Βαγόνι ή μήπως τραίνο; Όμως το βαγόνι όσο κι αν άλλαζε τη θέση των γραμμάτων του, δεν του ταίριαζε. Δοκίμασε με το τραίνο, πρώτα στον ενικό και μετά στον πληθυντικό του αριθμό. Και ναι, ο αναγραμματισμός έβγαλε τα Τίρανα. Η πρωτεύουσα της Αλβανίας! Το είχε βρει, ο ορισμός είχε τη λογική του. Αν το σκεφτόσουν έτσι, η γεωγραφική μετατόπιση της αμαξοστοιχίας δεν ήταν παρά μία πόλη!
Ο Βασίλης κοίταξε μαγεμένος το μεγάλο σταυρόλεξο, το έφερε κοντά στα μάτια του, το γύρισε ανάποδα κι οι λέξεις τρεμούλιασαν, άλλαξαν σχήματα, μορφή σαν μαγικό παιχνίδι. Κι έτσι κόλλησε το μικρόβιο. Τα σταυρόλεξα άρχισαν να τον τραβάνε σαν τον μαγνήτη. Στην αρχή στον ελεύθερό του χρόνο, στο σχολικό διάλειμμα. Μετά, το καλοκαίρι όσο οι φίλοι του έπαιζαν κι έτρεχαν, εκείνος καθόταν σκεφτικός ροκανίζοντας το μολύβι του μαζί με τις λέξεις.
Όταν μπήκε στο γυμνάσιο, μπορούσε να λύνει ακόμα και τα πιο δύσκολα σταυρόλεξα. Παρόλο που ο ελεύθερός του χρόνος είχε τώρα λιγοστέψει, το εφηβικό του δωμάτιο γέμιζε ασφυκτικά από στοίβες περιοδικών του είδους. Οι γονείς του κουνούσαν το κεφάλι, ήταν όμως μοναχοπαίδι κι αφού δεν παραμελούσε τα μαθήματά του, έδιναν τόπο στην οργή.
Μπαίνοντας στο Λύκειο, ο Βασίλης χρειαζόταν ελάχιστα λεπτά για να ολοκληρώσει το πιο πολύπλοκο σταυρόλεξο. Οι γονείς κουνούσαν ακόμα το κεφάλι, ήταν όμως ευχής έργον που το παιδί πέρασε στο πανεπιστήμιο, σίγουρα θα έβρισκε το δρόμο του πια, τι στο καλό, δε θα έπηζε το μυαλό του;
Τέσσερα χρόνια σπουδές κι ενάμιση στρατός αποδείχτηκαν ανεπαρκή για το πήξιμο του μυαλού του Βασίλη. Ο ευσεβής πόθος των γονέων παρέμεινε στις καλένδες, ενώ ο Βασίλης ακάθεκτος δημιουργούσε πια τα δικά του σταυρόλεξα. Μερικές φορές κάποια δημοσιεύονταν, κανένας όμως δεν του είχε προτείνει τη συνεργασία που ονειρευόταν.
Εικοσιπέντε χρονών ο Βασίλης, και οι γονείς έλεγαν πως άμα έβρισκε τη σωστή δουλειά και τη σωστή γυναίκα, όταν επιτέλους θα έκανε τη δική του οικογένεια, δεν μπορεί, θα άλλαζαν οι προτεραιότητες του παιδιού.
Οι προφητείες επαληθεύτηκαν κατά το ήμισυ. Η επιχείρηση που προσέλαβε τον Βασίλη χρειαζόταν κάποιον που να είναι διατεθειμένος να ταξιδεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή. Στον ουρανό το γύρευε, σκέφτηκε εκείνος υπολογίζοντας τον χρόνο που θα είχε για σκότωμα, τόσες ώρες σε τραίνα, πλοία, αεροπλάνα. Σε ένα τέτοιο ταξίδι μερικούς μήνες αργότερα, γνώρισε την Άννα, τη μέλλουσα γυναίκα του. Τα καινούρια δεδομένα, διαψεύδοντας τις προσδοκίες, δεν κατασίγασαν την εμμονή του για τα σταυρόλεξα.
Τριάντα χρονών ο Βασίλης είχε πάρει πια προαγωγή και είχε γίνει μπαμπάς ενώ παράλληλα σκαρφιζόταν τέτοια επαναστατικά σταυρόλεξα που οι δημιουργοί των περιοδικών του είδους ούτε καν φανταζόντουσαν. Όμως το κρυφό του όνειρο, μεράκι και μαράζι, αυτό το κάποιος να τον πάρει στα σοβαρά, να καταλάβει πως δεν είναι άρρωστος, απλά αγαπάει με ένα τρόπο παράφορο τις λέξεις, όνειρο είχε απομείνει. Κι ενώ έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ευχαριστήσει τον εργοδότη, τη γυναίκα και το παιδί του, το αλλού έχεις το μυαλό σου, ήταν δεδομένο.
Τη μέρα που έφυγε ξανά για επαγγελματικό ταξίδι, ο Βασίλης ένιωθε τύψεις. Το προηγούμενο βράδυ είχε καυγαδίσει με τη γυναίκα του και τώρα αισθανόταν το κεφάλι του βαρύ. Ήξερε πως το φταίξιμο ήταν δικό του, όμως το νέο του σταυρόλεξο του είχε πάρει τα μυαλά. Μια λέξη ήταν που τον παίδευε, η λέξη κλειδί με τα δεκατρία γράμματα. Κ το πρώτο, Ο το τέταρτο, Φ το έβδομο, Α το δωδέκατο και Ι το δέκατο τρίτο. Έπρεπε να είναι ρήμα, το θέμα ήταν πού θα έβρισκε ένα τόσο μεγάλο ρήμα; Έστυβε το μυαλό του, η επιφοίτηση όμως μάλλον τον είχε προσπεράσει. Τώρα εξέταζε το ενδεχόμενο να τροποποιήσει το σχήμα του σταυρόλεξου, όμως τόσος κόπος άδικα; Κι έπειτα ήταν μια πρόκληση. Τα ασπρόμαυρα τετράγωνα έμοιαζαν με παιδί που του είχε πάρει τον αέρα.
Στη δεύτερη στάση του τραίνου, κατέβηκε φουρτουνιασμένος να αγοράσει κάτι γλυκό, να του φτιάξει λίγο το κέφι. Χάζευε από συνήθεια τα περιοδικά με τα σταυρόλεξα, λες και αυτό θα του έδινε κάποια ιδέα κινώντας ξανά τον αργοκίνητο τροχό του μυαλού του. Καθώς πήγαινε να σηκωθεί, πέφτει πάνω σε έναν ηλικιωμένο που άκουγε μουσική με τα ακουστικά στα αυτιά του. Ο ασπρομάλλης που φαινόταν ξένος τουρίστας, αργοκουνούσε το κεφάλι στον ρυθμό του άηχου τραγουδιού.
«Κατολοφύρομαι!» μπόρεσε να ξεχωρίσει ο Βασίλης τη λέξη που επαναλάμβανε ο άνδρας.
«Αρχαία ελληνικά. Μουσική nice!» τον πληροφόρησε σε μισά αγγλικά μισά σπασμένα ελληνικά ο άνθρωπος.
«Κατολοφύρομαι», επανέλαβε ο ξένος και το μυαλό του Βασίλη ήταν σαν να έκανε ένα κλικ κι όλα να μπήκαν στη θέση τους. Μόλις είχε βρει τα δεκατρία γράμματα που θα συμπλήρωναν τα αδειανά τετράγωνα.
«Κατολοφύρομαι», επανέλαβε και ο Βασίλης. «Δεκατρία γράμματα! Με έσωσες φίλε μου!»
Όσο τα χέρια του Βασίλη γέμιζαν τη νάιλον τσάντα με μπισκότα και σοκολάτες, μέσα στο κεφάλι του αναβόσβηνε μια φωτεινή επιγραφή με τη μεγαλοπρεπή λέξη που σήμαινε τον θρήνο του χορού. Ούτε που άκουσε το σφύριγμα του τραίνου.
«Το τραίνο! Μόλις το έχασες!» τον σκουντάει ο ψιλικατζής.
Μόνος στην αποβάθρα, ο Βασίλης τρώει μπισκότα και συμπληρώνει το σταυρόλεξό του. Δεκάρα δε δίνει για το τραίνο, νοιώθει σαν να είναι έτοιμος να πετάξει, τόσο η λέξη του έφτιαξε τη διάθεση.
Φωνές, θόρυβος, ο άνθρωπος από το μαγαζί έρχεται κατά πάνω του κουνώντας τα χέρια. Την ίδια στιγμή χτυπάει το κινητό του, είναι η Άννα που κλαίει.
«Πού είσαι Βασίλη; Είσαι καλά;»
«Γιατί να μην είμαι;» απαντάει παραξενεμένος ενώ σκέφτεται πως το κατολοφύρομαι ταιριάζει στην υστερία της γυναίκας του.
«Το τραίνο!» ψελλίζει η Άννα στο τηλέφωνο.
«Το τραίνο!» του φωνάζει κι ο ψιλικατζής και τον κουνάει πέρα δώθε.
Το τραίνο που έχασε ο Βασίλης, έχει εκτροχιαστεί μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Το τραίνο, που ενώ έψαχνε τη μαγική του λέξη, έφυγε χωρίς αυτόν!
«Άγιο είχες άνθρωπέ μου!» ο ψιλικατζής τον κοιτάζει με θαυμασμό.
«Κατολοφύρομαι!» το βλέμμα του Βασίλη πηγαίνει από το σταυρόλεξο στον τουρίστα που περιμένει ακόμα στον σταθμό.
Λένε πως οι εμμονές βγαίνουν πάντα σε κακό. Τον Βασίλη πάντως τον έσωσαν. Το αν θα σώσουν και το γάμο του βέβαια είναι άλλη υπόθεση!

Σημείωση συγγραφέα:

Το ρήμα κατολοφύρομαι αποτελεί σημείο στο πρώτο στάσιμο της τραγωδίας του Ευριπίδη, «Ορέστης», όπου ο χορός των Αργείων γυναικών θρηνεί για τα παθήματα και την κακή μοίρα του Ορέστη. Το μουσικό κείμενο όπου περιλαμβάνονται οι στίχοι σώθηκε σε θραυσματική μορφή στη Μεγάλη Ερμούπολη της Αιγύπτου. Η μουσική που ακούει ο τουρίστας στο διήγημα είναι προφανώς αυτή που συνέθεσε το ισπανικό σύνολο, the Atrium Musicae de Madrid, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Ισπανό μοναχό Gregorio Paniagua και εξειδικεύεται στην αρχαία ευρωπαϊκή μουσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...