Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Εφευρίσκοντας την Ιστορία

Αραιωμένο μελάνι και δίπλα από την περγαμηνή, το διάλυμα νερού και καπνού. Πάνω τους πέφτει μια αινιγματική σκιά. Ένας άνδρας είναι έτοιμος να αναβαθμίσει το παρελθόν.

Ο Γερμανός δημοσιογράφος Ρύντιγκερ Σάπερ* μας γυρίζει πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα κυνηγώντας τα ίχνη του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, ενός ανθρώπου που το όνομά του έγινε συνώνυμο της «απατηλής όψης», ενός ικανότατου πλαστογράφου χειρογράφων.

Περγαμηνές και ο διαχωρισμός της αλήθειας από το ψεύδος. Τα κείμενα είναι αυταπόδεικτα ή μήπως ο δημιουργός τους είναι κάποιος μανιακός διαστρεβλωτής της ιστορίας;

Σιμωνίδης, ο αρχαιολάτρης. Μεγαλομανής, μονομανής και μυθομανής. Ένας πλαστογράφος φάντασμα που σβήνει τα ίχνη του ανασκευάζοντας την ιστορία. Για τον ιδιόρρυθμο ισχνό άντρα, το παρελθόν και το παρόν υπάγονται σε μια παράδοξη θεωρία της σχετικότητας. Σίγουρα θα διεκδικούσε τον τίτλο από τον Αϊνστάιν στη δική του σφαίρα, αυτήν της αρχαιολογίας και της παλαιογραφίας.

Η παραγωγή του ανεξάντλητη, τα κίνητρά του ανεξιχνίαστα. Καλόβουλα μπορούμε να τον δούμε σαν τον Σταυροφόρο υπέρ της αίγλης του τότε νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Οι συκοφάντες του λένε άλλα. Ίσως πάλι τα αίτια να βρίσκονται στην προβληματική παιδική και εφηβική του ηλικία.

Όμως η καταγραφή της Ιστορίας, ας το παραδεχτούμε, όπως επισημαίνει ο Σάπερ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία συνεχή αντιγραφή και επικόλληση. Εξάλλου οι δυνατότητες ελέγχου της χρονολόγησης των παλίμψηστων (περγαμηνές όπου το ένα κείμενο γράφεται πάνω σε άλλο) τον καιρό που δρα ο Σιμωνίδης είναι μόλις αναπτυσσόμενες. Δεν γνωρίζουν τον άνθρακα 14, τις ακτίνες. Και από την άλλη, είναι πολλοί οι συλλέκτες, οι αρχαιολάτρες, οι μανιώδεις αναζητητές του παλαιού σε έναν κόσμο αντιφατικό.

Ποιο από το κείμενα που παρουσιάζει προς πώληση ο Σιμωνίδης είναι γνήσιο και ποιο δική του κατασκευή; Το πιο σίγουρο πάντως είναι η αυθεντικότητα του μέσου γραφής και όχι των γραπτών. Είναι όλα αυτά άραγε προϊόντα της φαντασίας μιας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας; Κι αν δεν υπάρχει δόλος, υπάρχει ηθική;

Όμως όπως καταλήγει ο Σάπερ, «η ιστορία είναι πάντοτε κάτι κατασκευασμένο, ηθελημένο, καταπιεσμένο, υπερτονισμένο, κατευθυνόμενο..» Ο μπαξές του Σιμωνίδη πάντως έχει από όλα τα καλά: αρχαίοι φιλόσοφοι, αιγυπτιολογία, βυζαντινά και εκκλησιαστικά κείμενα. Τα έργα όπως και οι ημέρες του αναδίδουν αμφιβολία και αμφισβήτηση.

Πόσο υποκειμενική είναι άραγε η ερμηνεία της επιφάνειας; Κι αν ο Σιμωνίδης χάθηκε κάπου στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ο κόσμος ταλανίζεται ακόμη από τις βουβές περγαμηνές. Μια τέτοια τρανταχτή περίπτωση είναι και το χειρόγραφο που ανακάλυψε ο Βίλφριντ Βόινιχ σε μια βίλα στη Ρώμη το 1912. Ακόμη και σήμερα αποτελεί σπαζοκεφαλιά για ειδικούς και μη. Γραμμένο σε μια ακατανόητη γλώσσα που άλλοι χαρακτηρίζουν εξωτική, άλλοι ως γλώσσα των αγγέλων, κωδικοποιημένο κείμενο, κρυπτογράφημα. Λέξεις ακατανόητες διανθισμένες με εντυπωσιακά σχέδια από τις περιοχές της φυτολογίας, βιολογίας, αστρονομίας .Μήπως πρόκειται για μία φάρσα ακόμη; Ή για de facto ιστορική σελίδα;

Το πέρασμα μίας και μόνης στιγμής χωρίζει το παρόν από το παρελθόν. Ο μηχανισμός όμως του ανθρώπινου μυαλού γράφει, δημιουργεί, αναπλάθει πέρα από τα όρια του χρόνου.

*Rüdiger Schaper: «η Οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη», εκδόσεις Νεφέλη 2012. 

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Evridiki Amanatidou:The Sun who lost his way

TitleThe sun who lost his way
ISBΝ: 978-618-5040-05-5

Contributors
Cover, IllustrationsEvgenia Papaioannou
TranslatorIliana Mandrani
Page layout: Iraklis Lampadariou

Description
“And what is so wrong with my liking game playing instead of learning Geography?”. That’s what the naughty sun, Shiny, kept saying all the time.
Anyway, the time he should rise and shine in order to start a new day for people has come.
And then…
Then, things got a bit tougher. Cheerful and eager, he began, but soon he got confused and lost his way.
What should people do to help the naughty little one?
A story about the importance of everything, no matter small or big, and the power of helping each other.

This book is flying free on the Internet since March 2013.

Download the book in .pdf (document size: 5,79 ΜΒ)


Read the book online without downloading the file on issuu

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Εκείνο το δαχτυλίδι




Το διήγημά μου 'Εκείνο το δαχτυλίδι" είχα τη χαρά να δημοσιευτεί στο 34ο τεύχος του Ηρακλειώτικου περιοδικού Fresh, το οποίο ευχαριστώ για μία ακόμη φορά. 


Βαριά τα πόδια του Λουκά, είχαν αποκτήσει δική τους βούληση. Όσο τα ζόριζε να περπατήσουν τα τελευταία μέτρα του δρόμου, τόσο εκείνα σαν δύστροπα μουλάρια έκαναν πίσω.
Λες και τα κάτω άκρα του ήθελαν έτσι να διαφωνήσουν με την απόφαση που είχε πάρει. Το χέρι του ψαχούλεψε την αριστερή τσέπη του σακακιού του. Το δαχτυλίδι ήταν εκεί. Εκεί που το είχε από το πρωί, όταν το έβγαλε από το κουτί όπου είχε απομείνει εδώ και καιρό μοναχό του. Το χάιδεψε σαν να μπορούσε έτσι να γλυκάνει τον πόνο. Μετά από σαράντα χρόνια, ήταν αναγκασμένος να το αποχωριστεί.
Η Ελπίδα του δεν υπήρχε. Έφυγε και πήρε μαζί της όλες του τις ελπίδες. Ποιο το όφελος να παρατείνει και τη δική του ζωή; Ακόμη κι αν πουλούσε το πολύτιμο για αυτόν δαχτυλίδι, πόση αξία θα είχε για τον σαράφη;
Το ήξερε πως δε θα έπιανε πολλά. Τι άλλο όμως μπορούσε να κάνει; Έπρεπε να επιβιώσει μέσα στη μεγάλη οικονομική κρίση. Να ζήσει μια μέρα παραπάνω για να φροντίζει τον τάφο της Ελπίδας του, να κάθεται στο κρύο μάρμαρο και να μιλάει στη φωτογραφία της.

Κοίταξε γύρω του. Κατήφεια κι ας ήταν οι δρόμοι στολισμένοι. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Για ποιους αλήθεια;
«Αγορά χρυσού. Δάνεια, ενέχυρα, διευκολύνσεις, εχεμύθεια», διάβασε τα μεγάλα γράμματα στη βιτρίνα.
Η καρδιά του Λουκά βούλιαξε πιο βαθιά στην κόχη της, τα πόδια του πέρασαν το κατώφλι τρέμοντας.
Η κοπέλα κοίταξε το δαχτυλίδι αδιάφορα και του είπε ένα ποσό. Πού να ξέρει αυτή από ανθρώπινο πόνο;
«Δεν μπορείτε να δώσετε κάτι παραπάνω;» την ρώτησε ντροπιασμένος για την κατάντια του.
Εκείνη δίστασε, κοίταξε το δαχτυλίδι ξανά και με μισή φωνή είπε ένα «να ρωτήσω» αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.
Στο βάθος άνοιξε μια πόρτα, σίγουρα το γραφείο του αφεντικού. Ο Λουκάς είδε φευγαλέα την αντρική φιγούρα. Κάτι πήγε να πει, αλλά κρατήθηκε. Είχαν να μιλήσουν σαράντα χρόνια, οι δρόμοι τους χώρισαν όταν η Ελπίδα διάλεξε τον έναν από τους δυο τους. Ο Ανέστης! Θα τον αναγνώριζε όπου κι αν τον έβλεπε.
Απέστρεψε αμήχανος το βλέμμα. Να άνοιγε η γη να τον καταπιεί! Σε ποιανού την πόρτα τον είχε οδηγήσει η μοχθηρή μοίρα;
Όχι. Θα έπαιρνε πίσω το δαχτυλίδι και θα έφευγε. Σαν να μην είχαν γίνει ποτέ όλα αυτά. Η απόφαση τον δυνάμωσε, πέντε βήματα έκανε και βρέθηκε να κοιτάζει σταθερά στα μάτια τον αντίζηλό του. Μια ακόμη αναμέτρηση. Για την ίδια γυναίκα ξανά.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο άλλος έβγαλε το πορτοφόλι, μέτρησε αρκετά χαρτονομίσματα και του τα έτεινε.
«Δεν το πουλάω Ανέστη! Άλλαξα γνώμη. Με συγχωρείς!»
Ο Ανέστης του κράτησε το χέρι.
«Αψύς όπως πάντα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σου βρήκε εκείνη. Κράτα το δαχτυλίδι. Και τα χρήματα. Για τη μνήμη της! Καλά Χριστούγεννα Λουκά!»
Ο Λουκάς ψέλλισε ένα αμήχανο ευχαριστώ κι άνοιξε την πόρτα στο χειμωνιάτικο κρύο.

Έξω έπιασε να χιονίζει.
«Καλά Χριστούγεννα και σε εσένα Ανέστη!» ψιθύρισε καθώς οι νιφάδες του χιονιού νότιζαν τα φθαρμένα πέτα του σακακιού του. «Καλά Χριστούγεννα» επανέλαβε, ασφαλής που εκεί, στη μέση του πολύβουου δρόμου, δεν τον άκουγε κανείς. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως και οι σαράφηδες είχαν καρδιά. 


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ζητείται θεία



Μια εξαιρετική παράσταση είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο θέατρο «Λύχνος τέχνης και πολιτισμού» από την «Ομάδα Κρίσης». Μια συνεπής προσπάθεια πολιτισμού σε καιρούς που ο καθένας μας καλείται να εισπράξει τα μηνύματα, δυσοίωνα κατά βάση και όμως ικανά να τον κάνουν πιο δυνατό. Δυνατοί άνθρωποι είναι και αυτοί που απαρτίζουν τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική ομάδα προσπαθώντας να περάσουν το δικό τους μήνυμα και δίνοντας όλον τους τον εαυτό πάνω στο θεατρικό σανίδι.
Τι μας λέει λοιπόν η υπόθεση του έργου σε λίγες γραμμές; Δυο αδέλφια γυρίζουν από τις καλοκαιρινές διακοπές τους στο διαμέρισμά τους στην Αθήνα. Κι εκεί ανάμεσα σε λογαριασμούς και χρωστούμενα που σωρεύτηκαν κάτω από την πόρτα τους θα βρουν και το χαρτί που θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου. Μια ειδοποίηση από το ΙΚΑ που καλεί την θεία τους να παρουσιαστεί για ταυτοποίηση στην Τράπεζα. Καλά όλα αυτά, όμως η θεία εδώ και ένα χρόνο φιλοξενείται στις αγκάλες του Κυρίου και Δημιουργού της, κοινώς είναι πεθαμένη. Τα δυο μας καλόπαιδα βέβαια εισπράττουν ανενόχλητα και άκοπα τη σύνταξη της θανούσης. Και να που το μοναδικό τους έσοδο κινδυνεύει να εξανεμιστεί, καθότι άνεργοι αμφότεροι. Πανικός, καταστάσεις απείρου κάλους και τι να μηχανευτεί άραγε ο άνθρωπος για να αναστήσει τον Λάζαρο, δηλαδή τη θεία; Όλα τα τραγελαφικά που ακολουθούν είναι οι συνιστώσες μιας λαμπρής σκηνικής σύλληψης.
Ήδη ο θεατής καθώς περιμένει το τρίτο κουδούνι, έχει υποψιαστεί ότι σε λίγο θα διαδραματιστεί μπροστά του κάτι από παλιά ελληνική ταινία. Το φωνάζει εξάλλου το ίδιο το σκηνικό όπου το πορτρέτο της θείας δεσπόζει αγέρωχο δένοντας με την υπόλοιπη επίπλωση που παραπέμπει σε «κάτι από δω, κάτι από κει, λίγο πριν πάει στον παλιατζή».
Το έργο δεν έρχεται μόνο να σατιρίσει τα κακώς κείμενα, αλλά κατά τη γνώμη μου να δείξει το πόσο άκοπα φτάνει κανείς στην κατάσταση του βολέματος, ήτοι της εύρεσης μιας τρύπας ή μιας χαραμάδας να χωθεί όπως-όπως σε κάτι που ο ίδιος κρίνει καθόλα νόμιμο, εφόσον πάντα υπάρχουν παράθυρα στους νόμους ή παντού βρίσκονται αυτοί που τρώνε με χρυσά κουτάλια. Οπότε, τι αξία ή μάλλον τι ζημιά να προκαλέσουν κάτι ψωραλέα ευρουδάκια κάθε μήνα; Μα αυτό είναι το σκεπτικό τόσων και τόσων, κι αυτά τα ευρουδάκια γίνονται νοοτροπία. Θα φωνάξουν περισσότερο αυτοί που θα ξεβολευτούν παρά όσοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Εκτός κι αν παρουσιαστεί ο από μηχανής θεός ή γίνει κάτι, κάπως, κάπου. Λέτε αυτό να συμβαίνει και στο «Ζητείται θεία;» Α, δε θα μαρτυρήσω τίποτα περισσότερο. Αξίζει τον κόπο να το διαπιστώσετε μόνοι σας.
Ο Σωτήρης Νάνος και ο Νίκος Τσεργάς που υποδύονται τα δυο αδέλφια, τόσο διαφορετικοί στο φιζίκ, είναι πραγματικά ένα αχτύπητο δίδυμο. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι το γέλιο ή η κατάδειξη του γελοίου να πηγάζει μόνο από τα λόγια, αλλά και από τις κινήσεις, τις γκριμάτσες. Τι να θυμηθώ εδώ; Τον Σωτήρη Νάνο να δίνει ρεσιτάλ καθώς προσπαθεί να διδάξει την «ανεπίδεκτη» μαθήτριά του ή πάλι τον ιδιότυπο μαραθώνιο του Νίκου Τσεργά «εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του»; Ο Μάκης Αρβανιτάκης, σαν Λάμπης, ο ομοφυλόφιλος γείτονας, ακόμη κι αν δεν έλεγε το παραμικρό, θα επιβαλλόταν με το παράστημα και τη χάρη του. Καταπληκτικός εκεί που τον πιάνει το συγκινητικό του καθώς ακούει μια ιστορία από το παρελθόν. Η γιαγιά η πάσχουσα από Αλτσχάιμερ, κατά κόσμον Κική Αυγουστάτου (και άξια σκηνοθέτης της παράστασης), δεν μπορεί παρά να προκαλέσει τη συμπάθεια ζώντας στον παραμυθένιο κόσμο της παιδικής της ηλικίας. Πολλές φορές αναρωτήθηκα κατά πόσον η ηρωίδα της είναι αυτή που τα έχει τετρακόσια και όλοι οι άλλοι είναι απλά οι λογικοί του παραλόγου. Η κόρη, Στεφέλενα Κόνιαρη, μπαίνει στη σκηνή και τη γεμίζει με τη γλυκύτητά της, μια λαμπερή ανοιξιάτικη παρουσία. Το «χρυσό παιδί» ή ο απολεσθείς υιός Μιχάλης Τσικαλάκης, συγκινητικός μέσα στη σκληρότητα των λόγων του, κάνει κι αυτός αισθητό το, σε σχέση με τους υπόλοιπους, σύντομο πέρασμά του. Μέσα από το θυμό και το ξέσπασμά του, αγγίζει τον θεατή. Last but not least, όπως λένε και οι αγγλομαθείς, η πολυμήχανη Νανά ή Ανδρομάχη Γεωργίου. Πραγματική αποκάλυψη, μια γυναίκα που μιλούσε με κάθε σημείο του σώματός της, ακόμη και με την ανεπαίσθητη κίνηση των φρυδιών της όταν ψευτομάλωνε μικρούς και μεγάλους. Απογείωσε την ηρωίδα της βρίσκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην ευαισθησία και στην αποστασιοποίηση του περιθωρίου.
Συγχαρητήρια σε όλους για το πάθος και το μεράκι τους, την αγάπη, την πίστη τους στο όραμά τους. Όταν ο άνθρωπος αγαπάει την τέχνη, αγαπάει κι αυτή τον άνθρωπο.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Χάρης Β. Μικελόπουλος: Το όνομά μου είναι Μπααμπούρ



Μια χρυσαφιά θάλασσα από ώριμο στάρι. Αυτό ήταν το όνειρο του Αζάρ, εκεί στο μακρινό Αφγανιστάν. Όνειρο έμεινε και χάθηκε. Όμως στη θέση του ήρθε το όραμα μιας καλύτερης ζωής σε μια άλλη πατρίδα. Ο Αζάρ, η γυναίκα του η Ντελμπάρ κι ο μικρός τους Μπααμπούρ, λαθρομετανάστες σαν τόσους άλλους, αντικρίζουν για πρώτη φορά την πραγματική θάλασσα που μοιάζει γεμάτη χρυσαφιά φύλλα. Κι αυτή η θάλασσα θα τους βγάλει σε ένα μικρό νησί.
«Δουλειά!» είναι η πρώτη λέξη που μαθαίνει ο Αζάρ καθώς, με τον Μπααμπούρ στην αγκαλιά, παρακολουθεί έναν ντόπιο ψαρά. Δουλειά; Μόνο ψάρια, γεννήματα της θάλασσας, όταν και όσα αυτή θέλει. Μικρός ο τόπος, μοιάζει να αποδιώχνει ακόμη και τα δικά του παιδιά. Πόσο μάλλον τον ξένο, τον λαθραίο! Ηθελημένα ή μη, αυτές οι ετικέτες μπαίνουν πάνω από τη λέξη άνθρωπος και την καλύπτουν σαν δυνατό αυτοκόλλητο. Να τους λυπηθείς; Ένα κομμάτι ψωμί, μια κουβέρτα δε φτάνουν. Κι ο Αζάρ δε θέλει χάρες, δεν ήρθε να γίνει παράσιτο. Να δουλέψει, να ζήσει, να ονειρευτεί, αυτό ζητάει. Είναι πολύ άραγε;
Και μέσα σε αυτή τη λογική του παραλόγου, όπως πολύ όμορφα και γρήγορα ξέρουμε να τη φτιάχνουμε εμείς οι μεγάλοι, γεμίζοντας τη ζωή μας με αφορισμούς για ό,τι μας ενοχλεί ή δεν μπορούμε να το απαντήσουμε, έρχεται ένα μικρό παιδί, ο Δημήτρης. Κοιτάζει τον Μπααμπούρ κι αναρωτιέται. Μοιάζουν οι δυο τους, το ξένο παιδί όμως έχει πιο σκούρα επιδερμίδα. Ρωτάει τον πατέρα του κι εκείνος στο τέλος νευριάζει και του υποδεικνύει να πάψει να τον ενοχλεί.
Η επιμονή ενός μικρού παιδιού να κατανοήσει την ανομοιότητα του όμοιου και ενός μεγάλου ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, το εύρος ή όχι του πνεύματος αλλά και της καρδιάς είναι οι μοχλοί που κινούν αυτή την τόσο τρυφερή και γεμάτη ουσία ιστορία του Χάρη Β. Μικελόπουλου. Γιατί είναι τόσο δυνατές οι εικόνες που δημιουργεί με τις λέξεις αλλά και τα δικά του σκίτσα που τις συνοδεύουν, ώστε ο αναγνώστης να μη θέλει να σηκώσει τα μάτια από το κείμενο, μήπως το βλέμμα χάσει έστω και μια αράδα. Μήπως η προσοχή διασπαστεί προτού εκείνος ολοκληρώσει την αφήγηση της ιστορίας ενός ανθρώπου που θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να μένει κάπου δίπλα μας, σε ένα παγκάκι, ένα υπόστεγο, μια ανήλιαγη παράγκα. Για να δει με τα μάτια ενός παιδιού, δηλαδή με όλη την αγνότητα και τη σοβαρότητα που απαιτείται ότι όλοι μας είμαστε ίδιοι και φτιαχτήκαμε για να αγαπάμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Πόσο απλό είναι! Πόσοι από εμάς τολμούν τελικά να το πράξουν;
Τη συναρπαστική περιπέτεια "Το όνομά μου είναι Μπααμπούρ" οι εκδόσεις Σαΐτα δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα να τη διαβάσει δωρεάν και ελεύθερα στην οθόνη του υπολογιστή ή του ηλεκτρονικού αναγνώστη.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Παύλος Ιωαννίδης: Υπάρχει χαρά μέσα στην κρίση;



Κρίση: μια λέξη με διπλή σημασία. Από τη μία, το σημείο κινδύνου στην οικονομία, την πολιτική, τις κοινωνικές ή προσωπικές σχέσεις. Κι από την άλλη, η διαδικασία μέσω των πεποιθήσεων και των εμπειριών μας ώστε να μορφώσουμε και εκφράσουμε τις αποφάσεις και επιλογές μας. Θα λέγαμε πως οι δύο έννοιες έχουν σχέση μέσα από τη δυναμική της αλλαγής μίας κατάστασης. Μια κρίση με την πρώτη έννοια θα οδηγήσει σε κρίσεις με την δεύτερη σημασία.
Τι μας δίνει λοιπόν το βιβλίο «Υπάρχει χαρά μέσα στην κρίση;» του Παύλου Ιωαννίδη, ειδικού ψυχικής υγιεινής και ψυχοθεραπευτή; Σίγουρα δεν είναι ένας ακόμη οδηγός αυτοβοήθειας. Κάτι τέτοιο δεν ήταν στο σκεπτικό του δημιουργού του, ούτε φυσικά ο αναγνώστης του θα αποκομίσει αυτή την εντύπωση.
Κάθε τι στη ζωή μας, κάθε κλάσμα δευτερολέπτου εκλύει ερεθίσματα για υγιή ή μη σκέψη και αντίστοιχη συμπεριφορά. Το ερώτημα είναι πώς κάτι με αρνητική φόρτιση, θα βρει τα θετικά και θα μετουσιωθεί. Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που δίνονται –πρόκειται εξάλλου για αληθινές ιστορίες και όχι μυθοπλασία- κάνουν τον κάθε αναγνώστη να επανεξετάσει τη δική του θεώρηση σχετικά με το ουσιώδες και μη, το ζωτικό ή όχι, το αληθινό ή το ψεύτικο. Οι ψεύτικες ανάγκες δημιουργούν λάθος εντυπώσεις, λάθος συμπεριφορά, λάθος στάση ζωής και αντιμετώπιση. Ο αρνητισμός και η επαναδημιουργία ζοφερών καταστάσεων, η ατελείωτη σεναριολαγνεία όπως θα έλεγα εγώ, το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνονται συζητήσεις επί συζητήσεων και ο άνθρωπος να βουλιάζει σε ένα τέλμα ψάχνοντας να βρει αν θα επιπλεύσει το εγώ του.
Ο Παύλος Ιωαννίδης με έναν μεστό, ανθρώπινο, φιλικό τρόπο γίνεται ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, αυτός που δε θα διστάσουμε να του χτυπήσουμε το κουδούνι, να μας ανοίξει με ένα πλατύ χαμόγελο -αυτό το τόσο χαρακτηριστικό του-και ενώ έχουμε έρθει να δανειστούμε καφέ ή ζάχαρη, να κάτσουμε σε μια πολυθρόνα δίπλα του και να συζητήσουμε μαζί του σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Απλά, καθημερινά πράγματα. Για αυτά μιλάει εξάλλου σε αυτό το τόσο ζωντανό κείμενό του.
Η ζωή δεν είναι ροζ, αν επιμένουμε να της χαρίσουμε ένα χρώμα. Δεν είναι όμως ασπρόμαυρη. Αν εμείς φοράμε παραμορφωτικά γυαλιά, η λύση είναι να τα πετάξουμε και να αντιμετωπίσουμε θαρραλέα την πραγματικότητα. Για κάθε τι δύσκολο, κρίσιμο, αρνητικό υπάρχει ο αντίποδας. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» μαθαίνουμε από τα σχολικά μας χρόνια, αλλά το ερώτημα παραμένει σχετικά με το αν το εφαρμόζουμε και πότε. Σημασία έχει πως ακόμη και μια κατάσταση άχθους μπορεί και οφείλει να ανασύρει από μέσα μας όλα τα θετικά που συνοψίζονται στο «είμαι ελεύθερος να ονειρεύομαι, είμαι ελεύθερος να επιλέξω», ειδοποιό διαφορά εξάλλου του ανθρώπου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Η ασφάλεια, ο ρομαντισμός, η αγάπη και το χρώμα είναι τα τέσσερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης πυραμίδας της χαράς. Απλά βήματα για να νιώσουμε πρώτα ασφαλείς και συμβατοί με την ανθρώπινη φύση μας, να κάνουμε όνειρα που πρέπει να τα διαχωρίσουμε από τους στόχους, να ολοκληρωθούμε μέσω της προσφοράς αγάπης, όχι μόνο στους άλλους, αλλά και προς εμάς τους ίδιους, και τέλος να ανατρέξουμε σε αυτά τα μικρά ασήμαντα που δίνουν χρώμα στη ζωή μας, τις μικρές χαρές. Όλα αυτά θα ενωθούν επαναπροσδιορίζοντας το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μπορεί, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, να μη βρούμε μια άμεση λύση για τα καθημερινά και ζωτικά που μας απασχολούν, σίγουρα όμως θα έχουμε αποκτήσει την ικανότητα του να δούμε τον κόσμο μας έξω από τα πλαίσια του αγχωτικού και δύσθυμου εγώ μας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου αυτό που ο συγγραφέας αναφέρει, και στο οπισθόφυλλο, και στο κυρίως κείμενο:
Η λέξη «κρίση» στα κινέζικα γράφεται με δύο χαρακτήρες, καθένας από τους οποίους σημαίνει κάτι διαφορετικό. Ο πρώτος χαρακτήρας σημαίνει «κίνδυνο» και ο δεύτερος «ευκαιρία».
Στο χέρι μας λοιπόν είναι να παίξουμε το δικό μας παιχνίδι και όχι αυτό που άλλοι θέλουν. Όταν είμαστε κύριοι του εαυτού μας, τότε γινόμαστε και κύριοι των καταστάσεων.
Το βιβλίο «Υπάρχει χαρά μέσα στην κρίση;» του Παύλου Ιωαννίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Μπορείτε να διαβάσετε εδώ τη βιβλιοεντύπωσή μου για το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, το μυθιστόρημα «Ο Λευκός τοίχος» που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Μίνωας.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Το συναχωμένο ηφαίστειο

Τίτλος: Το συναχωμένο ηφαίστειο
ΣυγγραφέαςΕυρυδίκη Αμανατίδου
ISBN: 978-618-5040-02-4
Συντελεστές
Εικονογράφηση: Ευγενία Παπαϊωάννου
Σύνθεση εξωφύλλου-Επιμέλεια-Διορθώσεις: Ηρακλής Λαμπαδαρίου
Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη



Σύντομη περίληψη
«Ο Κοιμίσης κρυολόγησε».
«Εντάξει, θα του περάσει! Πού βλέπετε κάτι ασυνήθιστο;»
«Όμως ο Κοιμίσης δεν είναι άνθρωπος».
«Αλλά τότε;»
«Ηφαίστειο είναι!»
«Άντε καλέ! Κρυολογούν και τα ηφαίστεια;»
Μια αλληγορική ιστορία για ένα χαριτωμένο «πιτσιρίκι». Η ανάγκη που έχουμε όλοι μας για μια καλή συντροφιά, μια γερή φιλία. Κι η ομορφιά που απλώνεται πάντα γύρω μας όταν μια μεγάλη καρδιά τη χαρίζει απλόχερα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο πετάει ελεύθερα στο Διαδίκτυο από τον Μάρτιο του 2013.
Κατεβάστε το βιβλίο σε μορφή .pdf (μέγεθος αρχείου: 12,37 MB)
Διαβάστε το σε μορφή εικονικού βιβλίου, χωρίς να κατεβάσετε το αρχείο από το Issuu


Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...