Μια χρυσαφιά θάλασσα από ώριμο στάρι. Αυτό ήταν
το όνειρο του Αζάρ, εκεί στο μακρινό Αφγανιστάν. Όνειρο έμεινε και χάθηκε. Όμως
στη θέση του ήρθε το όραμα μιας καλύτερης ζωής σε μια άλλη πατρίδα. Ο Αζάρ, η
γυναίκα του η Ντελμπάρ κι ο μικρός τους Μπααμπούρ, λαθρομετανάστες σαν τόσους
άλλους, αντικρίζουν για πρώτη φορά την πραγματική θάλασσα που μοιάζει γεμάτη
χρυσαφιά φύλλα. Κι αυτή η θάλασσα θα τους βγάλει σε ένα μικρό νησί.
«Δουλειά!» είναι η πρώτη λέξη που μαθαίνει ο
Αζάρ καθώς, με τον Μπααμπούρ στην αγκαλιά, παρακολουθεί έναν ντόπιο ψαρά.
Δουλειά; Μόνο ψάρια, γεννήματα της θάλασσας, όταν και όσα αυτή θέλει. Μικρός ο
τόπος, μοιάζει να αποδιώχνει ακόμη και τα δικά του παιδιά. Πόσο μάλλον τον
ξένο, τον λαθραίο! Ηθελημένα ή μη, αυτές οι ετικέτες μπαίνουν πάνω από τη λέξη
άνθρωπος και την καλύπτουν σαν δυνατό αυτοκόλλητο. Να τους λυπηθείς; Ένα
κομμάτι ψωμί, μια κουβέρτα δε φτάνουν. Κι ο Αζάρ δε θέλει χάρες, δεν ήρθε να
γίνει παράσιτο. Να δουλέψει, να ζήσει, να ονειρευτεί, αυτό ζητάει. Είναι πολύ
άραγε;
Και μέσα σε αυτή τη λογική του παραλόγου, όπως
πολύ όμορφα και γρήγορα ξέρουμε να τη φτιάχνουμε εμείς οι μεγάλοι, γεμίζοντας
τη ζωή μας με αφορισμούς για ό,τι μας ενοχλεί ή δεν μπορούμε να το απαντήσουμε,
έρχεται ένα μικρό παιδί, ο Δημήτρης. Κοιτάζει τον Μπααμπούρ κι αναρωτιέται.
Μοιάζουν οι δυο τους, το ξένο παιδί όμως έχει πιο σκούρα επιδερμίδα. Ρωτάει τον
πατέρα του κι εκείνος στο τέλος νευριάζει και του υποδεικνύει να πάψει να τον
ενοχλεί.
Η επιμονή ενός μικρού παιδιού να κατανοήσει την
ανομοιότητα του όμοιου και ενός μεγάλου ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά
του, το εύρος ή όχι του πνεύματος αλλά και της καρδιάς είναι οι μοχλοί που
κινούν αυτή την τόσο τρυφερή και γεμάτη ουσία ιστορία του Χάρη Β. Μικελόπουλου.
Γιατί είναι τόσο δυνατές οι εικόνες που δημιουργεί με τις λέξεις αλλά και τα
δικά του σκίτσα που τις συνοδεύουν, ώστε ο αναγνώστης να μη θέλει να σηκώσει τα
μάτια από το κείμενο, μήπως το βλέμμα χάσει έστω και μια αράδα. Μήπως η προσοχή
διασπαστεί προτού εκείνος ολοκληρώσει την αφήγηση της ιστορίας ενός ανθρώπου
που θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να μένει κάπου δίπλα μας, σε ένα παγκάκι, ένα
υπόστεγο, μια ανήλιαγη παράγκα. Για να δει με τα μάτια ενός παιδιού, δηλαδή με
όλη την αγνότητα και τη σοβαρότητα που απαιτείται ότι όλοι μας είμαστε ίδιοι
και φτιαχτήκαμε για να αγαπάμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Πόσο απλό
είναι! Πόσοι από εμάς τολμούν τελικά να το πράξουν;
Τη συναρπαστική περιπέτεια "Το όνομά μου είναι Μπααμπούρ" οι εκδόσεις Σαΐτα δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα να τη διαβάσει
δωρεάν και ελεύθερα στην οθόνη του υπολογιστή ή του ηλεκτρονικού αναγνώστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου