Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό πέμπτο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ

Κι ο μυστικός κήπος άνθιζε κι όλο άνθιζε, και κάθε πρωί όλο κι ένα καινούριο θαύμα συνέβαινε. Στη φωλιά του κοκκινολαίμη υπήρχαν Αυγά και το ταίρι του καθόταν πάνω τους για να τα ζεσταίνει με το φτερωτό της στήθος και τις στοργικές της φτερούγες. Στην αρχή ήταν πολύ νευρική και ο κοκκινολαίμης παρατηρούσε επιφυλακτικά το καθετί. Εκείνες τις μέρες ακόμα και ο Ντίκον δεν πλησίαζε τη συστάδα που βρισκόταν η φωλιά παρά περίμενε μέχρι που, λες κι έκανε κάποιο μυστηριώδες ξόρκι, κατάφερε την καρδιά του μικρού φτερωτού ζευγαριού να καταλάβει πως όλα στον κήπο ήταν σαν και αυτά, πως όλα καταλάβαιναν το θαυμαστό που τους συνέβαινε, την ύψιστη, τρυφερή, τρομακτική, σπαραξικάρδια ομορφιά και τη σπουδαιότητα των Αυγών. Αν υπήρχε έστω κι ένας στον κήπο που δεν ήξερε βαθιά μέσα του πως αν ένα Αυγό αποχωριζόταν από τη φωλιά ή πάθαινε κάτι, τότε όλος ο κόσμος θα στροβιλιζόταν και θα καταστρεφόταν, αν υπήρχε έστω κι ένας που δεν το ένιωθε και δεν έπραττε ανάλογα, τότε δεν θα υπήρχε ευτυχία ούτε και σε αυτή την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Όλοι τους όμως το ήξεραν και το ένιωθαν, κι αυτό το γνώριζαν και ο κοκκινολαίμης και το ταίρι του.
Στην αρχή ο κοκκινολαίμης παρατηρούσε τη Μαίρη και τον Κόλιν νευρικά. Για κάποιο μυστηριώδη λόγο ήξερε πως δεν ήταν ανάγκη να προσέχει τον Ντίκον. Με το που τα χάντρινα μάτια του πρωτοκοίταξαν τον Ντίκον, ήξερε πως δεν ήταν ένας ξένος, αλλά ένα είδος κοκκινολαίμη χωρίς ράμφος και φτερά. Ήξερε να μιλάει σαν κοκκινολαίμης (κι αυτή είναι μια πολύ ιδιαίτερη διάλεκτος που ξεχωρίζει από τις άλλες). Το να μιλάς κοκκινολαιμίστικα σε έναν κοκκινολαίμη είναι σαν να μιλάς Γαλλικά σε έναν Γάλλο. Ο Ντίκον πάντα έτσι μιλούσε στον κοκκινολαίμη, κι έτσι τον κοκκινολαίμη δεν τον πείραζαν τα ακαταλαβίστικα που έλεγε όταν μιλούσε στους άλλους ανθρώπους. Ο κοκκινολαίμης πίστευε πως ο Ντίκον μιλούσε ακαταλαβίστικα στους άλλους, γιατί εκείνοι δεν ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να καταλάβουν τη γλώσσα του πουλιού. Οι κινήσεις του Ντίκον ήταν κι αυτές σαν του κοκκινολαίμη. Δεν προκαλούσαν ταραχή, γιατί δεν έκρυβαν ούτε κίνδυνο ούτε απειλή. Όλοι οι κοκκινολαίμηδες μπορούσαν να καταλάβουν τον Ντίκον, κι έτσι η παρουσία του δεν δημιουργούσε καμία ενόχληση.
Στην αρχή όμως ο κοκκινολαίμης έκρινε απαραίτητο να έχει το νου του στους άλλους δύο. Καταρχήν, το αγόρι δεν ερχόταν στον κήπο με τα πόδια. Τον έσπρωχναν πάνω σε ένα πράγμα με ρόδες και ήταν σκεπασμένος με δέρματα ζώων. Κι αυτό από μόνο του δημιουργούσε αμφιβολίες. Μετά, όταν άρχισε να σηκώνεται στα πόδια και να κυκλοφορεί, το έκανε με έναν παράξενο ασυνήθιστο τρόπο, και οι άλλοι μάλλον τον βοηθούσαν. Ο κοκκινολαίμης συνήθιζε να τρυπώνει σε έναν θάμνο και να τα παρατηρεί όλα αυτά ανήσυχος, με το κεφάλι του να γέρνει πότε από τη μία και πότε από την άλλη. Πίστευε πως οι αργές κινήσεις ίσως σήμαιναν πως ετοιμαζόταν να χιμήξει, όπως κάνουν οι γάτες. Όταν οι γάτες ετοιμάζονται να χιμήξουν, σέρνονται πολύ αργά στο έδαφος. Ο κοκκινολαίμης το συζήτησε με το ταίρι του για αρκετές μέρες, μετά όμως αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει για το θέμα, γιατί το ταίρι του τρομοκρατήθηκε τόσο που ο κοκκινολαίμης φοβήθηκε πως αυτό θα έκανε κακό στα Αυγά.
Όταν το αγόρι άρχισε να περπατάει χωρίς βοήθεια και να κινείται πιο γρήγορα, η ανακούφιση στη φωλιά ήταν μεγάλη. Για ένα μεγάλο διάστημα, ή έτσι φάνηκε στον κοκκινολαίμη, το αγόρι ήταν πηγή ανησυχίας. Δεν φερόταν όπως οι άλλοι άνθρωποι. Του άρεσε να κάνει περιπάτους, είχε όμως τη συνήθεια να κάθεται για λίγο και μετά να σηκώνεται αφηρημένα και να ξαναπερπατάει.
Μια μέρα ο κοκκινολαίμης θυμήθηκε πως όταν κι αυτός ήταν μικρός και του μάθαιναν οι γονείς του να πετάει, έκανε κάτι παρόμοιο. Πετούσε κάτι λίγα μέτρα και μετά καθόταν να ξαποστάσει. Κι έτσι σκέφτηκε πως το αγόρι μάθαινε να πετάει ή μάλλον να περπατάει. Αυτή τη σκέψη του τη μετέφερε στο ταίρι του και όταν της είπε πως τα Αυγά ήταν πολύ πιθανόν να συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο όταν θα έβγαζαν φτερά, εκείνη έδειξε να ανακουφίζεται και μάλιστα φάνηκε να δείχνει ενδιαφέρον και της άρεσε να παρατηρεί το αγόρι από εκεί που καθόταν στη φωλιά, αν και πάντα της πίστευε πως τα Αυγά θα ήταν πολύ πιο έξυπνα και θα μάθαιναν πολύ πιο γρήγορα. Μετά όμως είπε με επιείκεια πως οι άνθρωποι πάντα ήταν πιο ατσούμπαλοι και αργοί από τα Αυγά και πως οι περισσότεροι ποτέ δεν μάθαιναν να πετάνε. Δεν τους συναντούσες ποτέ σου ούτε στον αέρα ούτε στις κορυφές των δέντρων.
Μετά από λίγο καιρό το αγόρι άρχισε να κινείται όπως οι υπόλοιποι, μα και τα τρία παιδιά έκαναν περίεργα πράγματα ώρες-ώρες. Ήταν φορές που στεκόντουσαν κάτω από τα δέντρα και κουνούσαν τα χέρια, τα πόδια και τα κεφάλια τους με ένα τρόπο που ούτε περπάτημα ούτε τρέξιμο ούτε κάθισμα ήταν. Έκαναν τις ίδιες κινήσεις ανά διαστήματα κάθε μέρα, και ο κοκκινολαίμης δεν κατάφερε να εξηγήσει στο ταίρι του τι έκαναν ή τι προσπαθούσαν να κάνουν. Για το μόνο που μπορούσε να μιλήσει με σιγουριά ο κοκκινολαίμης ήταν το ότι τα Αυγά δεν θα τριγύριζαν φτερουγίζοντας με αυτόν τον παράξενο τρόπο. Επειδή όμως το αγόρι που μιλούσε τόσο καλά τη γλώσσα του κοκκινολαίμη έκανε τα ίδια, τα δυο πουλιά σιγουρεύτηκαν πως αυτές οι κινήσεις δεν ήταν επικίνδυνες. Φυσικά ούτε ο κοκκινολαίμης ούτε το ταίρι του άκουσαν ποτέ τους για τον πρωταθλητή της πυγμαχίας τον Μπομπ Χάουαρθ, ούτε για τις ασκήσεις του που δυνάμωναν τα μούσκουλα. Οι κοκκινολαίμηδες δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Τα μούσκουλά τους είναι εξασκημένα από γεννησιμιού τους κι έτσι δυναμώνουν φυσιολογικά. Αν είναι ανάγκη να πετάς από δω κι από κει για να βρεις τροφή, τα μούσκουλά σου δεν ατροφούν, δηλαδή δεν εξασθενίζουν από την έλλειψη άσκησης.
Όταν πια το αγόρι περπατούσε, έτρεχε, έσκαβε και ξεβοτάνιζε σαν τους υπόλοιπους, η φωλιά στη γωνιά του κήπου βρήκε πια την ηρεμία της. Ο φόβος για τα Αυγά ανήκε πια στο παρελθόν. Το κλώσσημα γίνεται διασκεδαστικό όταν ξέρεις πως τα Αυγά σου είναι τόσο ασφαλή σαν να τα είχες σε τραπεζική θυρίδα κι ακόμα όταν ξέρεις πως έχεις την ευκαιρία να παρακολουθήσεις τόσα και τόσα παράξενα να συμβαίνουν. Τις βροχερές μέρες η μητέρα των Αυγών ένιωθε κάτι σαν πλήξη, γιατί τα παιδιά δεν ερχόντουσαν στον κήπο.
Ακόμα όμως και τις βροχερές μέρες δεν μπορούμε να πούμε πως ο Κόλιν και η Μαίρη έμεναν αδρανείς. Ένα πρωί που η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και ο Κόλιν ένιωθε σαν να καθόταν στα αναμμένα κάρβουνα αφού ήταν υποχρεωμένος να μείνει στον καναπέ του, μια και δεν ήταν και πολύ ασφαλές να πάρει τους δρόμους, η Μαίρη είχε μια έμπνευση.
«Τώρα που είμαι ένα κανονικό παιδί» είχε πει ο Κόλιν «τα πόδια, τα χέρια και όλο μου το σώμα είναι τόσο γεμάτα από τη Μαγεία που δεν μπορώ να κάτσω σε ένα σημείο. Όλη την ώρα θέλω κάτι να κάνω. Μαίρη, όταν ξύπνησα σήμερα πρωί πρωί με τα πουλιά να κελαηδάνε έξω και όλα να μοιάζουν να ξεφωνίζουν από τη χαρά τους, ακόμα και τα δέντρα και τα λουλούδια, αν κι εμείς δεν τα ακούμε, ένιωσα πως έπρεπε να πεταχτώ από το κρεβάτι και να φωνάξω από τη χαρά μου κι εγώ. Φαντάσου τι θα γινόταν αν το έκανα!»
Η Μαίρη πνίγηκε στα γέλια.
«Η νοσοκόμα και η κυρία Μέντλοκ θα ερχόντουσαν τρέχοντας και θα ήταν κι οι δυο τους σίγουρες πως τρελάθηκες και θα φώναζαν τον γιατρό» είπε η Μαίρη.
Ο Κόλιν πνίγηκε κι αυτός στα γέλια. Με τη φαντασία του έβλεπε το ύφος που θα είχαν όλοι τους, πόσο τρομαγμένοι θα ήταν από το ξέσπασμά του, αλλά και πόσο έκπληκτοι που θα τον έβλεπαν να στέκεται όρθιος.
«Μακάρι να επέστρεφε ο πατέρας μου» είπε ο Κόλιν. «Θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα του το πει. Το σκέφτομαι όλη την ώρα, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να το τραβήξουμε για πολύ. Δεν μπορώ να κάθομαι ξαπλωμένος και να προσποιούμαι, κι εξάλλου φαίνομαι εντελώς διαφορετικός. Μακάρι να μην έβρεχε σήμερα!»
Και πάνω εκεί η Αφέντρα η Μαίρη είχε την έμπνευση.
«Κόλιν» άρχισε να λέει με μυστηριώδες ύφος. «Ξέρεις πόσα δωμάτια έχει αυτό το σπίτι;»
«Κάπου χίλια, υποθέτω» της απάντησε.
«Έχει καμιά εκατοστή που κανένας ποτέ του δεν πατάει εκεί μέσα» είπε η Μαίρη. «Μια βροχερή μέρα πήγα στα περισσότερα. Δεν με πήρε χαμπάρι κανένας, αν και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα η κυρία Μέντλοκ. Έχασα τον δρόμο μου όταν επέστρεφα στο δωμάτιό μου και σταμάτησα στο τέλος του δικού σου διαδρόμου. Εκείνη ήταν η δεύτερη φορά που σε άκουσα να κλαις».
Ο Κόλιν ανακάθισε με έξαψη στον καναπέ.
«Καμιά εκατοστή δωμάτια που δεν πατάει κανένας εκεί μέσα» είπε. «Ακούγεται σχεδόν σαν ένας μυστικός κήπος. Υποθέτω πως μπορούμε να πάμε και να ρίξουμε μια ματιά. Μπορείς να με πας με το καροτσάκι μου και κανένας δεν θα καταλάβει πού είμαστε».
«Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ» είπε η Μαίρη. «Κανένας δεν θα τολμούσε να μας ακολουθήσει. Υπάρχουν διάδρομοι όπου μπορείς να τρέξεις Μπορούμε να κάνουμε τις ασκήσεις μας. Υπάρχει ένα μικρό Ινδικό δωμάτιο και μέσα έχει ένα ντουλάπι γεμάτο φιλντισένιους ελέφαντες. Υπάρχουν όλων των ειδών τα δωμάτια».
«Χτύπα το κουδούνι» είπε ο Κόλιν.
Όταν εμφανίστηκε η νοσοκόμα, της ανακοίνωσε τις διαταγές του.
«Θέλω το καροτσάκι μου» είπε. «Η Δεσποινίς Μαίρη κι εγώ θα πάμε να κοιτάξουμε τα μέρη του σπιτιού που δεν χρησιμοποιούνται. Ο Τζον μπορεί να σπρώξει το καροτσάκι μου μέχρι την πινακοθήκη, γιατί έχει πολλά σκαλιά μέχρι εκεί. Μετά θα μας αφήσει και θα φύγει, μέχρις ότου τον ξαναχρειαστώ».
Εκείνο το πρωινό οι βροχερές μέρες έπαψαν να είναι τρομακτικές. Όταν ο υπηρέτης τσούλησε το καροτσάκι μέχρι την πινακοθήκη και άφησε τα παιδιά υπακούοντας στις διαταγές, ο Κόλιν και η Μαίρη κοιτάχτηκαν ενθουσιασμένοι. Μόλις η Μαίρη βεβαιώθηκε ότι ο Τζον είχε φύγει, ο Κόλιν βγήκε από το καροτσάκι του.
«Θα τρέξω από τη μια άκρη στην άλλη» είπε. «Και μετά θα κάνω πηδηματάκια και μετά θα κάνουμε τις ασκήσεις του Μπομπ Χάουαρθ».
Και τα έκαναν όλα αυτά και πολλά άλλα. Κοίταξαν τα πορτρέτα και βρήκαν αυτό με το άχαρο κοριτσάκι, που ήταν ντυμένο με πράσινο μπροκάρ και κρατούσε έναν παπαγάλο.
«Όλοι ετούτοι εδώ είναι μάλλον συγγενείς μου» είπε ο Κόλιν. «Έζησαν πριν πολλά χρόνια. Εκείνο εκεί το κορίτσι με τον παπαγάλο, νομίζω πως είναι μια πολύ μακρινή μου θεία. Σου μοιάζει κάπως Μαίρη, όχι όπως είσαι τώρα αλλά όπως ήσουν όταν πρωτοήρθες. Τώρα είσαι πιο παχουλή και πιο όμορφη».
«Κι εσύ» είπε η Μαίρη και γέλασαν κι οι δυο τους.
Πήγαν στο Ινδικό δωμάτιο και έπαιξαν με τους ελέφαντες. Βρήκαν το καναπεδάκι με το τριανταφυλλένιο μπροκάρ και την τρύπα που είχε κάνει το ποντίκι στο μαξιλάρι, τα ποντικάκια όμως είχαν μεγαλώσει πια και το είχαν σκάσει και η τρύπα ήταν άδεια. Είδαν κι άλλα δωμάτια και έκαναν περισσότερες ανακαλύψεις από όσες είχε κάνει η Μαίρη στην πρώτη της εξερεύνηση. Βρήκαν νέους διαδρόμους και γωνίες και σκάλες κι άλλους πίνακες εποχής που τους άρεσαν και παράξενα παλιά πράγματα που δεν μπορούσαν να καταλάβουν σε τι χρησίμευαν. Εκείνο το πρωινό αποδείχτηκε παράδοξα διασκεδαστικό και η αίσθηση της περιπλάνησης σε ένα σπίτι όπου ζούσαν κι άλλοι άνθρωποι ενώ ταυτόχρονα τους ένιωθες χιλιόμετρα μακριά σου ήταν συναρπαστική.
«Χαίρομαι που ήρθαμε μέχρι εδώ» είπε ο Κόλιν. «Ούτε που ήξερα πως ζούσα σε ένα τόσο μεγάλο και παράξενο παλιό σπίτι. Μου αρέσει. Θα το σεργιανίζουμε κάθε βροχερή μέρα και όλο και θα βρίσκουμε νέες παράξενες κρυψώνες και πράγματα».
Εκείνο το πρωί εκτός από τις παράξενες εμπειρίες βρέθηκαν να έχουν τέτοια όρεξη για φαγητό που όταν γύρισαν στο δωμάτιο του Κόλιν ήταν αδύνατον να μην φάνε το κολατσιό τους.
Όταν η νοσοκόμα κατέβασε τον δίσκο στην κουζίνα, τον άφησε με δύναμη στον μπουφέ ώστε η κυρία Λούμις, η μαγείρισσα, να μπορέσει να δει τα πιάτα που δεν είχαν ίχνος φαγητού.
«Για δες εδώ!» είπε. «Σκέτο μυστήριο είναι αυτό το σπίτι, κι ετούτα τα δυο παιδιά είναι το πιο μυστήριο από όλα».
«Αν συνεχίσουν σε αυτόν τον ρυθμό κάθε μέρα» είπε ο δυνατός νεαρός υπηρέτης, ο Τζον, «στα σίγουρα το αγόρι θα ζυγίζει το διπλάσιο από όσο ήταν ένα μήνα πριν. Θα πρέπει να παραιτηθώ από τη δουλειά μου έγκαιρα, αλλιώς φοβάμαι πως θα τραυματίσω τα μούσκουλά μου».
Εκείνο το απόγευμα, η Μαίρη παρατήρησε πως κάτι καινούριο είχε συμβεί στο δωμάτιο του Κόλιν. Το είχε παρατηρήσει από την προηγούμενη μέρα, δεν είχε πει όμως τίποτα, γιατί νόμισε πως η αλλαγή ήταν τυχαία. Δεν είπε τίποτα ούτε και εκείνη τη μέρα, παρά καθόταν και κοιτούσε επίμονα τον πίνακα πάνω από το τζάκι. Μπορούσε να τον κοιτάζει γιατί η κουρτίνα που τον κάλυπτε ήταν τραβηγμένη. Αυτή ήταν η αλλαγή που είχε παρατηρήσει.
«Ξέρω τι θέλεις να σου πω» είπε ο Κόλιν, αφού η Μαίρη είχε κοιτάξει κάμποσο τον πίνακα. «Πάντα ξέρω πότε θέλεις να σου πω κάτι. Αναρωτιέσαι γιατί είναι τραβηγμένη η κουρτίνα. Θα την αφήσω έτσι».
«Γιατί;» ρώτησε η Μαίρη.
«Γιατί δεν με θυμώνει πια το γέλιο της. Ξύπνησα μέσα στο φως του φεγγαριού δυο νύχτες πριν και ένιωσα λες και η Μαγεία είχε γεμίσει το δωμάτιο και τα έκανε όλα τόσο λαμπερά που δεν μπορούσα να ησυχάσω. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το δωμάτιο ήταν αρκετά φωτεινό και το φεγγάρι έριχνε φως πάνω στην κουρτίνα. Αυτό με έκανε να πάω και να τραβήξω το κορδόνι. Την είδα να με κοιτάζει και ήταν σαν να γελούσε, γιατί χαιρόταν που στεκόμουν εκεί μπροστά της, κι αυτό με έκανε να θέλω να την κοιτάζω κι εγώ. Θέλω να τη βλέπω να γελάει έτσι συνέχεια. Μπορεί και να ήταν κι αυτή Μαγική».
«Της μοιάζεις τόσο τώρα» είπε η Μαίρη «που ώρες ώρες νομίζω πως είσαι το φάντασμά της μεταμορφωμένο σε αγόρι».
Αυτή η ιδέα μάλλον εντυπωσίασε τον Κόλιν. Το σκέφτηκε κάμποσο και μετά απάντησε αργά.
«Αν ήμουν το φάντασμά της, ο πατέρας μου θα με αγαπούσε» είπε.
«Θέλεις να σε αγαπάει;» ρώτησε η Μαίρη.
«Δεν μου άρεσε που δεν με αγαπούσε. Αν αρχίσει να με αγαπάει, θα του πω για τη Μαγεία. Μπορεί και να τον κάνει πιο χαρούμενο».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...