ΕΙΚΟΣΤΟ
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΙΝΑΙ!»
Η πίστη στη Μαγεία συνεχιζόταν. Μετά τους πρωινούς
ψαλμούς, καμιά φορά ο Κόλιν έκανε διαλέξεις για τη Μαγεία.
«Μου αρέσει να το κάνω» εξήγησε «γιατί όταν μεγαλώσω και
κάνω μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, θα πρέπει να δίνω διαλέξεις, οπότε κάνω
πρακτική από τώρα. Για την ώρα μπορώ να κάνω μόνο σύντομες διαλέξεις γιατί
είμαι πολύ μικρός και εξάλλου ο Μπεν Γουέδερσταφ θα ένιωθε σαν να ήταν στην
εκκλησία και θα τον έπαιρνε ο ύπνος».
«Το καλύτερο με το κήρυγμα» είπε ο Μπεν «είναι πως κάποιος
σαν του λόγου μου μπορεί να σηκωθεί και να πει ό,τι του αρέσει και κανένας δεν
θα φέρει αντίρρηση. Δεν θα μου έπεφτε άσχημα να έκανα ένα κηρυγματάκι πότε
πότε».
Μα όταν ο Κόλιν στάθηκε όρθιος κάτω από το δέντρο του, ο
Μπεν κάρφωσε το αδηφάγο βλέμμα του επάνω του και συνέχισε να τον κοιτάζει. Τον
κοίταζε εξεταστικά με επικριτική στοργή. Δεν τον ένοιαζε τόσο το κήρυγμα όσο τα
πόδια του αγοριού που έμοιαζαν να ισιώνουν και να δυναμώνουν καθημερινά, το
κεφάλι του που έστεκε περήφανο, το άλλοτε γωνιώδες σαγόνι του και τα άλλοτε
βαθουλωμένα μάγουλα που γέμιζαν και τα μάτια που είχαν αρχίσει να φαίνονται
τόσο φωτεινά όσο κάποιας άλλης. Μερικές φορές όταν ο Κόλιν ένιωθε πως το
ειλικρινές βλέμμα του Μπεν σήμαινε πως είχε εντυπωσιαστεί πολύ, αναρωτιόταν τι
να του θύμιζε και μια φορά, όταν εκείνος έμοιαζε πολύ συνεπαρμένος, τον ρώτησε.
«Τι σκέφτεσαι, Μπεν Γουέδερσταφ;» ρώτησε.
«Σκεφτόμουν» απάντησε ο Μπεν «πως θα έβαζα στοίχημα πως
πήρες πάνω σου κοντά δυο κιλά μέσα στη βδομάδα. Κοιτούσα τις γάμπες και τους
ώμους σου. Πολύ θα το’ θελα να σε ζυγίσω».
«Η Μαγεία φταίει και τα τσουρεκάκια και το γάλα και όλα
αυτά που στέλνει η κυρία Σόουερμπάι» είπε ο Κόλιν. «Βλέπεις, το επιστημονικό
πείραμα πέτυχε».
Εκείνο το πρωινό ο Ντίκον άργησε στη διάλεξη. Κι όταν
εμφανίστηκε, ήταν αναψοκοκκινισμένος από το τρέξιμο και το αστείο του πρόσωπο
ακτινοβολούσε περισσότερο από ό,τι συνήθως. Μια και μετά τις βροχές είχαν πολύ
ξεβοτάνισμα να κάνουν, έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Πάντα είχαν πολλή
δουλειά μετά από μια ευεργετική βροχή. Η υγρασία έκανε καλό στα λουλούδια, αλλά
θέριευε και τα ζιζάνια, που ξεπέταγαν μικρές λεπίδες γρασιδιού και φυλλαράκια
που έπρεπε να ξεριζωθούν προτού οι ρίζες τους πιάσουν για τα καλά στο χώμα. Ο
Κόλιν είχε γίνει πια τόσο καλός στο ξεβοτάνισμα όσο και οι υπόλοιποι και
μπορούσε να κάνει τη διάλεξή του όση ώρα δούλευε.
«Η Μαγεία κάνει καλύτερη δουλειά όταν δουλεύεις» έλεγε
εκείνο το πρωινό. «Τη νιώθεις στα κόκκαλα και στα μούσκουλά σου. Θα διαβάσω
βιβλία για τα κόκκαλα και για τα μούσκουλα, αλλά θα γράψω ένα βιβλίο για τη
Μαγεία. Το σχεδιάζω από τώρα. Όλο ανακαλύπτω πράγματα».
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από αυτά του τα λόγια όταν
άφησε το φτυαράκι του και στάθηκε στα πόδια του. Είχε απομείνει κάμποσο
σιωπηλός και οι άλλοι είχαν καταλάβει πως σκεφτόταν τις διαλέξεις, ως συνήθως.
Όταν άφησε το φτυαράκι του και στάθηκε όρθιος, στη Μαίρη και τον Ντίκον φάνηκε
πως μια ισχυρή σκέψη τον έσπρωξε να το κάνει. Ο Κόλιν τεντώθηκε και άνοιξε
διάπλατα τα χέρια του. Το πρόσωπό του είχε πάρει ένα υγιές αστραφτερό χρώμα και
τα παράξενά του μάτια είχαν ανοίξει διάπλατα από τη χαρά του. Μόλις εκείνη τη
στιγμή είχε καταλάβει απόλυτα κάτι.
«Μαίρη! Ντίκον!» φώναξε. «Κοιτάξτε με!»
Τα δυο παιδιά σταμάτησαν το ξεβοτάνισμα και τον κοίταξαν.
«Θυμόσαστε εκείνο το πρώτο πρωινό που με φέρατε εδώ;»
ρώτησε ο Κόλιν.
Ο Ντίκον τον κοιτούσε καλά καλά. Επειδή γήτευε τα ζώα,
μπορούσε να καταλάβει περισσότερα πράγματα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, και
για πολλά από αυτά τα πράγματα δεν μιλούσε ποτέ. Κι εκείνη τη στιγμή έβλεπε στο
αγόρι κάποια από αυτά τα πράγματα.
«Αμέ, πώς δε θυμόμαστε!» του απάντησε.
Η Μαίρη τον κοίταζε κι εκείνη καλά καλά, δεν έβγαλε όμως
κουβέντα.
«Μόλις τώρα το θυμήθηκα στα ξαφνικά καθώς κοίταξα το χέρι
μου όσο έσκαβα, και στάθηκα στα πόδια μου για να βεβαιωθώ» είπε ο Κόλιν. «Και
είναι αλήθεια! Είμαι καλά, είμαι καλά!»
«Αμ πώς και δεν είσαι!» είπε ο Ντίκον.
«Είμαι καλά! Είμαι καλά!» είπε ξανά ο Κόλιν και το
πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε.
Κατά κάποιον τρόπο το ήξερε και πιο πριν, το έλπιζε, το
ένιωθε και το σκεφτόταν, μα μόλις εκείνη τη στιγμή κάτι τον διαπέρασε, ένα
είδος εκστατικής πίστης και συνειδητοποίησης, κι αυτό το κάτι ήταν τόσο δυνατό
που δεν μπόρεσε παρά να το διατυμπανίσει.
«Θα ζήσω παντοτινά!» κραύγασε μεγαλόπρεπα. «Θα ανακαλύψω
χιλιάδες πράγματα. Θα κάνω ανακαλύψεις σχετικά με τους ανθρώπους, τα πλάσματα
και οτιδήποτε μεγαλώνει, σαν τον Ντίκον, και ποτέ μου δεν θα σταματήσω να κάνω
Μαγικά. Είμαι καλά! Είμαι καλά! Νιώθω, νιώθω σαν να θέλω να βροντοφωνάξω κάτι,
κάτι που να δείχνει ευγνωμοσύνη και χαρά!»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ, που δούλευε εκεί δίπλα σε μια
τριανταφυλλιά, γύρισε και τον κοίταξε.
«Μπορείς να ψάλλεις τη Δοξολογία» πρότεινε ξινισμένα. Δεν
είχε γνώμη για τη Δοξολογία και ούτε έκανε αυτή την πρόταση έχοντας κάτι
συγκεκριμένο στο μυαλό του.
Ο Κόλιν όμως είχε ερευνητικό μυαλό και δεν ήξερε τίποτα
για τη Δοξολογία.
«Τι είναι αυτό;» θέλησε να μάθει.
«Βάζω στοίχημα πως ο Ντίκον μπορεί να σου την
τραγουδήσει» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ.
Ο Ντίκον απάντησε με το γεμάτο κατανόηση χαμόγελο γητευτή
που τον διέκρινε.
«Την τραγουδάνε στην εκκλησία» είπε. « Η μητέρα πιστεύει
πως την τραγουδάνε οι κορυδαλλοί όταν ξυπνάνε το πρωί».
«Αν το λέει η μητέρα σου, τότε θα είναι όμορφο τραγούδι»
είπε ο Κόλιν. «Δεν έχω πάει ποτέ μου στην εκκλησία. Ήμουν πάντα πολύ άρρωστος.
Τραγούδησέ την, Ντίκον. Θέλω να την ακούσω».
Ο Ντίκον τα έβλεπε απλά και ψύχραιμα τα πράγματα. Είχε
καταλάβει τι ένιωθε ο Κόλιν καλύτερα από εκείνον. Είχε καταλάβει γιατί είχε
ένστικτο, κι ήταν κάτι τόσο φυσικό που το θεώρησε δεδομένο. Έβγαλε το καπέλο
του και κοίταξε γύρω χαμογελώντας.
«Πρέπει να βγάλεις το καπέλο σου» είπε στον Κόλιν. «Κι
εσύ, Μπεν, πρέπει να βγάλεις το καπέλο σου και να σηκωθείς, το ξέρεις».
Ο Κόλιν έβγαλε το καπέλο του και ο ήλιος έλαμψε και
ζέστανε τα πυκνά του μαλλιά καθώς παρακολουθούσε με προσοχή τον Ντίκον. Ο Μπεν
Γουέδερσταφ σηκώθηκε κι έβγαλε κι εκείνος το καπέλο του κι είχε ένα βλέμμα
σαστισμένο και κάπως πικρόχολο, σαν να μην ήξερε για ποιο λόγο ακριβώς έπρεπε
να τα κάνει όλα αυτά.
Ο Ντίκον στάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και τις τριανταφυλλιές
και άρχισε να τραγουδάει με απλότητα και μια καθαρή αγορίστικη φωνή:
«Υμνείστε τον Κύριο εσείς, όλη η ανθρωπότης
Υμνείστε τον Κύριο, που είναι ουράνιος δεσπότης
Υμνείστε τον Κύριο που ευλογία δίνει με ένα νεύμα
Υμνείστε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα
Αμήν».
Όταν τελείωσε τον ύμνο, ο Μπεν Γουέδερσταφ στεκόταν
ακίνητος με σφιγμένα σαγόνια, το βλέμμα του όμως, γεμάτο ταραχή, ήταν στραμμένο
στον Κόλιν. Το πρόσωπο του Κόλιν ήταν σοβαρό, γεμάτο ευγνωμοσύνη.
«Πολύ όμορφο τραγούδι» είπε. «Μου αρέσει. Ίσως θέλει να
πει αυτό που εννοώ όταν θέλω να φωνάξω δυνατά πως ευχαριστώ τη Μαγεία». Σταμάτησε
και σκέφτηκε κάπως προβληματισμένος. «Μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα και τα
δύο. Πώς να ξέρουμε ποιο είναι το σωστό όνομα για το καθετί; Τραγούδησε ξανά,
Ντίκον. Ας προσπαθήσουμε κι εμείς, Μαίρη. Θέλω να τραγουδήσω. Πώς ξεκινάει; “
Υμνείστε τον Κύριο εσείς, όλη η ανθρωπότης”».
Και το τραγούδησαν ξανά και ξανά, και η Μαίρη με τον
Κόλιν προσπάθησαν να είναι μέσα στον ρυθμό, και η φωνή του Ντίκον ακουγόταν
δυνατή και όμορφη. Και στον δεύτερο στίχο, ο Μπεν Γουέδερσταφ καθάρισε τον
λαιμό του και στον τρίτο η φωνή του ήρθε να ενωθεί με των υπολοίπων και
ακούστηκε τόσο σθεναρή που έμοιαζε πρωτόγονη σχεδόν, και όταν ειπώθηκε το “Αμήν”,
η Μαίρη παρατήρησε πως ο Μπεν έπαθε ό,τι και τότε που κατάλαβε πως ο Κόλιν δεν
ήταν ανάπηρος: τα μάγουλά του τρεμούλιασαν και τα μάτια του ανοιγόκλειναν και
τα γερασμένα του μάγουλα ήταν υγρά.
«Ποτές μου δεν κατάλαβα τη Δοξολογία μέχρι τα τώρα» είπε βραχνά
ο Μπεν «μπορεί όμως και να αλλάξω γνώμη από δω και πέρα. Σαν να πήρες και
δυόμιση κιλά μέσα στη βδομάδα, Αφέντη Κόλιν, δυόμιση ολάκερα κιλά!»
Ο Κόλιν κοιτούσε κάτι που είχε αποσπάσει την προσοχή του στην
άλλη μεριά του κήπου, και η έκφρασή του ήταν ξαφνιασμένη.
«Ποιος έρχεται;» είπε ανήσυχα. «Ποιος είναι;»
Η πόρτα στον τοίχο με τον κισσό είχε ανοίξει αργά και μια
γυναίκα είχε μπει στον κήπο. Είχε μπει την ώρα που ακουγόταν ο τελευταίος
στίχος του ύμνου και είχε σταθεί ακίνητη ακούγοντας και κοιτώντας τους όλους.
Με τον κισσό ακριβώς πίσω της, το φως του ήλιου να περνάει ανάμεσα από τα
δέντρα και να απλώνεται στον μακρύ μπλε της μανδύα και με το όμορφο νεανικό της
πρόσωπο να χαμογελάει μέσα σε όλη αυτή την πρασινάδα, έμοιαζε με αυτές τις
χαριτωμένες έγχρωμες εικόνες στα βιβλία του Κόλιν. Είχε υπέροχα στοργικά μάτια
που ήταν σαν να αγκάλιαζαν τα πάντα, ακόμα και τον Μπεν Γουέδερσταφ και τα
πλασματάκια και κάθε ανθισμένο λουλούδι. Παρόλο που φάνηκε αναπάντεχα, κανένας
δεν την είδε σαν εισβολέα. Τα μάτια του Ντίκον έλαμψαν.
«Η Μητέρα είναι!» φώναξε και πήγε τρέχοντας κοντά της.
Ο Κόλιν άρχισε να προχωράει προς το μέρος της και η Μαίρη
τον ακολούθησε. Και τα δυο παιδιά ένιωθαν τον σφυγμό τους να χτυπάει πιο
δυνατά.
«Η Μητέρα είναι!» είπε ξανά ο Ντίκον όταν συναντήθηκαν
στη μέση του κήπου. «Ήξερα πως ήθελες να τη δεις και της είπα πού ήταν κρυμμένη
η πόρτα».
Ο Κόλιν της άπλωσε το χέρι του με ένα είδος βασιλικής
ντροπαλότητας, τα μάτια του όμως δεν χόρταιναν να την κοιτάζουν.
«Ακόμα και τον καιρό που ήμουν άρρωστος, ήθελα να σας δω»
είπε ο Κόλιν. «Κι εσάς και τον Ντίκον και τον μυστικό κήπο. Πιο πριν ποτέ μου
δεν θέλησα να δω κανέναν και τίποτα».
Το θέαμα του χαρούμενου προσώπου άλλαξε και το δικό της.
Αναψοκοκκίνισε και οι γωνίες του στόματός της ταράχτηκαν και μια αχλή φάνηκε να
διαπερνάει τα μάτια της.
«Αχ! Καλό μου παιδί!» είπε με σπασμένη φωνή. «Αχ! Καλό
μου παιδί!» σαν μόλις εκείνη τη στιγμή να της ήρθαν οι λέξεις στο στόμα. Δεν
είπε “Αφέντη Κόλιν”, αλλά μόνο “καλό μου παιδί”, έτσι στα ξαφνικά. Τα ίδια
λόγια θα μπορούσε να πει και στον Ντίκον αν έβλεπε στο πρόσωπό του κάτι που θα
τη συγκινούσε. Του άρεσε αυτό του Κόλιν.
«Σας έκανε έκπληξη που με βλέπετε τόσο καλά;» τη ρώτησε.
Εκείνη έβαλε το χέρι της στον ώμο του και χαμογέλασε
διώχνοντας την καταχνιά από το βλέμμα της.
«Αμ δε μου έκανε!» είπε. «Είσαι όμως φτυστός η μάνα σου
κι αυτό έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει».
«Λέτε αυτό να κάνει τον πατέρα μου να με συμπαθήσει;»
ρώτησε αμήχανα ο Κόλιν.
«Στα σίγουρα, καλό μου παιδί» του απάντησε και τον
χάιδεψε στον ώμο. «Πρέπει να γυρίσει, πρέπει να γυρίσει».
«Σούζαν Σόουερμπάι» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ πλησιάζοντάς
την. «Για δες τα πόδια του αγοριού, για κοίτα! Σαν ξυλαράκια μέσα σε κάλτσες
ήταν δυο μήνες πριν, κι άκουγα κάτι νοματαίους που έλεγαν πως ήταν στραβά, κι
άλλοι έλεγαν πως στράβωναν έξω κι άλλοι μέσα. Κοίτα τώρα!»
Η Σούζαν Σόουερμπάι άφησε ένα ήσυχο γέλιο.
«Σε λιγάκι θα γίνουν μια χαρά γερά ποδάρια» είπε. «Άστον
να παίζει και να δουλεύει στον κήπο και να τρώει με την καρδιά του και να πίνει
καλό γλυκό γάλα και δεν θα έχεις ματαδεί καλύτερο ζευγάρι πόδια σε όλο το
Γιορκσάιρ, δόξα στον Κύριο».
Έβαλε και τα δυο της χέρια στους ώμους της αφέντρας της
Μαίρης και κοίταξε το προσωπάκι της με μητρικό ύφος.
«Αχ! Κι εσύ το ίδιο!» της είπε. «Έγινες σχεδόν το ίδιο
καλόκαρδη με τη Λίζμπεθ Έλεν μας. Βάζω στοίχημα πως κι εσύ στη μητέρα σου
μοιάζεις. Η Μάρθα μας μου είπε πως η κυρία Μέντλοκ άκουσε πως ήταν όμορφη
γυναίκα. Σαν το κόκκινο τριαντάφυλλο θα γίνεις σα μεγαλώσεις, κοριτσάκι μου, να
ζήσεις».
Δεν ανέφερε πως όταν η Μάρθα στη μέρα της σχόλης της είχε
γυρίσει σπίτι και της είχε περιγράψει το άχαρο κιτρινιάρικο κοριτσάκι, δεν είχε
δώσει καμία βάση στα όσα είχε ακούσει η κυρία Μέντλοκ. «Δεν έχει λόγο μια
όμορφη γυναίκα να έχει τέτοιο απαίσιο παιδί» είχε προσθέσει πεισμωμένα.
Η Μαίρη δεν είχε χρόνο να παρατηρήσει τις αλλαγές στο
πρόσωπό της. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έδειχνε “διαφορετική” και πως τα μαλλιά
της είχαν πυκνώσει και μεγάλωναν γρήγορα. Καθώς θυμήθηκε όμως πόσο της άρεσε να
κοιτάζει τη Λευκή Κυρία παλιά, χαιρόταν που άκουγε πως μπορεί μια μέρα να της
έμοιαζε.
Η Σούζαν Σόουερμπάι περιδιάβηκε τον κήπο μαζί τους κι
έμαθε όλη την ιστορία του, και της έδειξαν όλους τους θάμνους και τα δέντρα που
είχαν ζωντανέψει. Ο Κόλιν περπατούσε δίπλα της από τη μια μεριά και η Μαίρη από
την άλλη. Και οι δυο τους κοιτούσαν όλη την ώρα το ήρεμο ροδαλό πρόσωπο κι από
μέσα τους ήταν γεμάτοι περιέργεια για όσα ευχάριστα συναισθήματα τους προκαλούσε,
σαν ένα είδος θαλπωρής. Τους φαινόταν πως τους καταλάβαινε, όπως καταλάβαινε ο
Ντίκον τα πλασματάκια του. Η κυρία Σόουερμπάι έσκυβε πάνω από τα λουλούδια και
τους μιλούσε σαν να ήταν παιδιά. Ο Καπνιάς την ακολουθούσε και μια δυο φορές
της μίλησε με κρωξίματα και πήγε και κάθισε στον ώμο της όπως έκανε και με τον
Ντίκον. Όταν της είπαν για τον κοκκινολαίμη και την πρώτη πτήση των νεογνών
του, γέλασε γλυκά.
«Μου φαίνεται πώς το να τα μαθαίνει να πετάνε είναι σαν
να μαθαίνεις παιδιά να περπατάνε, αλλίμονό μου όμως αν τα δικά μου παιδιά είχαν
φτερά αντί για ποδάρια» είπε.
Και στο τέλος της είπαν για τη Μαγεία, γιατί ήταν μια
καλή γυναίκα με απλούς τρόπους.
«Πιστεύετε στη Μαγεία;» ρώτησε ο Κόλιν αφού της είχε
εξηγήσει για τους Ινδούς φακίρηδες. «Ελπίζω να πιστεύετε».
«Βέβαια, παιδί μου» απάντησε. «Δεν την ήξερα με αυτό το
όνομα, μα και τι πειράζει; Στα σίγουρα άλλο όνομα έχει στη Γαλλία κι άλλο στη
Γερμανία. Αυτό που κάνει τους σπόρους να φουσκώνουν και τον ήλιο να λάμπει
έκανε κι εσένα γερό και είναι Καλό Πράγμα. Κι εμείς οι ανόητοι του δίνουμε
ονόματα, λες κι έχει σημασία. Το Μεγάλο Καλό δεν σταματάει να δουλεύει, βοήθειά
μας. Φτιάχνει εκατομμύρια κόσμους σαν τον δικό μας. Να μη σταματήσετε ποτέ να
πιστεύετε στο Μεγάλο Καλό και να ξέρετε πως ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτό κι
ας το λέτε όπως θέλετε. Όταν μπήκα στον κήπο, του τραγουδούσατε.
«Είχα τόση χαρά!» είπε ο Κόλιν κοιτώντας την με τα όμορφα
παράξενά του μάτια. «Ξαφνικά κατάλαβα πόσο διαφορετικός ήμουν, πόσο δυνατά ήταν
τα χέρια και τα πόδια μου, πώς μπορούσα να σκάβω και να στέκομαι όρθιος, και
τότε ξεσηκώθηκα και θέλησα να φωνάξω κάτι σε οτιδήποτε με άκουγε».
«Η Μαγεία σε άκουσε όταν τραγούδησες τη Δοξολογία. Θα
άκουγε ό,τι κι αν της τραγουδούσες. Αυτό που είχε σημασία ήταν η χαρά. Αχ!
παιδί μου, τι σημασία έχουν τα ονόματα για Αυτόν που φτιάχνει τη Χαρά;» είπε και
του χάιδεψε ξανά τον ώμο.
Είχε φέρει μαζί της ένα καλάθι γεμάτο καλούδια, κι όταν
ήρθε η ώρα κι ο Ντίκον το κουβάλησε από την κρυψώνα του, η κυρία Σόουερμπάι
κάθισε κάτω από ένα δέντρο και παρακολουθούσε τα παιδιά να καταβροχθίζουν τα
φαγητά γελώντας και καμαρώνοντας για την όρεξη που είχαν. Η διάθεσή της ήταν
πολύ εύθυμη και έκανε τα παιδιά να γελάνε με λογιών λογιών παράξενα πράγματα. Τους
είπε ιστορίες στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ και τους έμαθε καινούριες λέξεις.
Γέλασε με την καρδιά της όταν της είπαν για το πόσο δυσκολευόντουσαν πια να παριστάνουν
πως ο Κόλιν ήταν ένας φοβιτσιάρης ανάπηρος.
«Βλέπετε, δεν μπορούμε να κρατήσουμε τα γέλια μας όταν
είμαστε όλοι μαζί» εξήγησε ο Κόλιν. «Κι ας μην το θέλουμε να γελάμε.
Προσπαθούμε να πνίξουμε το γέλιο, δεν τα καταφέρνουμε όμως, κι αυτό είναι
χειρότερο».
«Είναι κάτι που μου έρχεται συχνά στο μυαλό και δεν μπορώ
να συγκρατηθώ όταν το σκέφτομαι στα ξαφνικά» είπε η Μαίρη. «Σκέφτομαι, για
φαντάσου το πρόσωπο του Κόλιν να γινόταν ολοστρόγγυλο σαν το φεγγάρι. Δεν είναι
τόσο στρογγυλό, κάθε μέρα όμως όλο και παχαίνει από λίγο. Φαντάσου λοιπόν ένα πρωί
να έμοιαζε έτσι, τότε τι θα κάναμε!»
«Βοήθειά μας! Σαν να έχετε σκοπό να παίξετε πολύ θέατρο
ακόμα» είπε η κυρία Σόουερμπάι. «Αυτό όμως δεν πρέπει να τραβήξει πολύ. Ο
Αφέντης Κρέιβεν θα γυρίσει».
«Το πιστεύετε;» ρώτησε ο Κόλιν. «Γιατί;»
Η Σούζαν Σόουερμπάι κρυφογέλασε.
«Λέω πως θα στενοχωριόσουν αν το μάθαινε από άλλους,
γιατί θέλεις να το πεις με το δικό σου τρόπο» είπε. «Νύχτες έμεινες ξάγρυπνος
να το σχεδιάζεις».
«Δεν θα άντεχα να του το πει κάποιος άλλος» είπε ο Κόλιν.
«Κάθε μέρα σκέφτομαι καινούριους τρόπους για να του το πω. Τώρα πια νομίζω πως
το μόνο που θέλω είναι να πάω τρέχοντας στο δωμάτιό του».
«Καλή αρχή το βρίσκω» είπε η Σούζαν Σόουερμπάι. «Θα θελα
να δω το πρόσωπό του, παιδί μου. Πώς και θα θελα! Πρέπει να γυρίσει, πρέπει».
Ένα από τα πράγματα για τα οποία κουβέντιασαν ήταν η
επίσκεψη των παιδιών στο αγροτόσπιτο της κυρίας Σόουερμπάι. Είχαν κάνει
λεπτομερές σχέδιο. Θα πήγαιναν με άμαξα στον χερσότοπο και θα έτρωγαν ανάμεσα
στα ρείκια. Θα έβλεπαν και τα δώδεκα παιδιά και τον κήπο του Ντίκον και δεν θα
γύριζαν πίσω παρά μόνο όταν θα είχαν κουραστεί.
Τελικά, η κυρία Σόουερμπάι σηκώθηκε να πάει να βρει την
κυρία Μέντλοκ. Και ο Κόλιν έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι με το καροτσάκι του.
Προτού όμως καθίσει σε αυτό, πλησίασε τη Σούζαν κοιτώντας τη με λατρεία κι
έβαλε το χέρι του στις πτυχές του μπλε μανδύα της.
«Είσαστε αυτό ακριβώς που ήθελα. Μακάρι να ήσασταν και
δική μου μητέρα εκτός από του Ντίκον!» είπε.
Μεμιάς η Σούζαν Σοόυερμπάι έσκυψε και τον σήκωσε και τον
έσφιξε στην αγκαλιά της σαν να ήταν ο αδελφός του Ντίκον. Τα μάτια της έγιναν
υγρά.
«Αχ! Καλό μου παιδί!» είπε. «Η μητέρα σου είναι μέσα σε
αυτόν τον κήπο, το πιστεύω αυτό. Δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά του. Κι ο
πατέρας σου πρέπει να γυρίσει, πρέπει!»