Ήταν το πιο γλυκό, το πιο μυστηριώδες μέρος που θα
μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Οι ψηλοί τοίχοι που το περιτριγύριζαν ήταν
καλυμμένοι από τους γυμνούς μίσχους των αναρριχώμενων τριανταφυλλιών, που ήταν
παχιοί και μπλεγμένοι μεταξύ τους. Η Μαίρη Λένοξ ήξερε ότι ήταν τριανταφυλλιές,
γιατί είχε δει πολλές και διάφορα τριανταφυλλιές στην Ινδία. Όλο το έδαφος
καλυπτόταν από χειμωνιάτικο καφετί γρασίδι και από αυτό φύτρωναν συστάδες
θάμνων που στα σίγουρα ήταν τριανταφυλλιές αν ήταν ακόμα ζωντανές. Υπήρχαν ένα
σωρό κλασσικές τριανταφυλλιές που τα κλαδιά τους είχαν απλωθεί τόσο πολύ που
έμοιαζαν με μικρά δέντρα. Υπήρχαν κι άλλα δέντρα στον κήπο, και κάτι ακόμα που
έκανε τον τόπο να μοιάζει πιο παράξενος και πιο όμορφος ήταν το ότι οι
αναρριχώμενες τριανταφυλλιές τα είχαν σκεπάσει και τα μακριά τους βλαστάρια
έμοιαζαν με κουρτίνες που σειόντουσαν ελαφριά, και εδώ κι εκεί μπλεκόντουσαν το
ένα με το άλλο ή με ένα πιο μακρινό κλαδί και έρπονταν από το ένα δέντρο στο
διπλανό του σχηματίζοντας πανέμορφες γέφυρες. Για την ώρα δεν είχαν ούτε φύλλα
ούτε λουλούδια επάνω τους και η Μαίρη δεν γνώριζε αν ήταν ζωντανές ή ξερές,
όμως τα λεπτά γκρίζα ή καφετιά κλαδιά τους έμοιαζαν σαν κάποιο είδος ενός
απροσδιόριστου πέπλου που εκτεινόταν πάνω από το καθετί, τους τοίχους και τα
δέντρα, ως και πάνω από το καφετί χορτάρι, στα σημεία που είχαν ξεφύγει από τα
δεσίματά τους και διέτρεχαν το έδαφος. Κι αυτό το ομιχλώδες μπέρδεμα από δέντρο
σε δέντρο ήταν που έκανε τα πάντα να δείχνουν τόσο μυστηριώδη. Η Μαίρη είχε
σκεφτεί πως ο κήπος έμοιαζε να είναι ολότελα διαφορετικός από παρόμοιους που
όμως δεν είχαν αφεθεί έρημοι τόσον καιρό. Και πράγματι ήταν ολότελα
διαφορετικός από οποιοδήποτε άλλο μέρος είχε δει στη ζωή της.
«Πόσο ακίνητα είναι!» ψιθύρισε. «Πόσο ακίνητα!»
Μετά περίμενε λίγο και αφουγκράστηκε την ησυχία. Ο
κοκκινολαίμης, που στο μεταξύ είχε πετάξει στην κορυφή του δέντρου του, ήταν κι
αυτός το ίδιο ακίνητος. Ούτε καν κουνούσε τα φτερά του. Καθόταν χωρίς να
σαλεύει και κοιτούσε τη Μαίρη.
«Καθόλου παράξενο που όλα είναι τόσο ήσυχα» ψιθύρισε
ξανά. «Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε εδώ μέσα εδώ και δέκα χρόνια».
Απομακρύνθηκε από την πόρτα προχωρώντας προσεκτικά, σαν
να φοβόταν μήπως ξυπνήσει κάποιον. Χαιρόταν που τα πόδια της πατούσαν στο
γρασίδι και που τα βήματά της ήταν αθόρυβα. Περπάτησε μέχρι μία από τις
παραμυθένιες γκρίζες αψίδες και κοίταξε τα κλαδιά και τα κλωνάρια που τις
σχημάτιζαν.
«Αναρωτιέμαι αν είναι όλα τους ξερά» είπε. «Να είναι
άραγε ένας ξεραμένος κήπος; Μακάρι να μην ήταν».
Αν ήταν ο Μπεν Γουέδερσταφ στη θέση της, θα ήξερε να πει αν
το ξύλο τους ήταν ζωντανό ρίχνοντάς τους μια απλή ματιά, αυτή όμως μπορούσε
μόνο να δει πως υπήρχαν γκρίζα ή καφέ κλωνάρια και κλαδιά και πως κανένα τους
δεν έδειχνε ένα σημάδι πως υπήρχε έστω κι ένα τόσο δα βλασταράκι κάπου.
Η Μαίρη όμως βρισκόταν μέσα στον υπέροχο κήπο και μπορούσε να μπει από την πόρτα ανάμεσα
στους κισσούς οποτεδήποτε και ένιωθε σαν να είχε βρει έναν ολόδικό της κόσμο.
Ο ήλιος έλαμπε μέσα στους τέσσερις τοίχους και η βαθιά
μπλε ουράνια καμπύλη πάνω από αυτό το ιδιαίτερο σημείο του Μίσελθουέιτ έμοιαζε
πιο φωτεινή και πιο φίνα από ό,τι πάνω από τον χερσότοπο. Ο κοκκινολαίμης
πέταξε από την κορυφή του δέντρου του χαμηλά και χοροπηδούσε εδώ κι εκεί ή
πετούσε από τον έναν θάμνο στον άλλον ακολουθώντας την. Τιτίβιζε συνέχεια κι
είχε ένα ύφος σαν να ήταν πολύ απασχολημένος, σαν να της έδειχνε κάτι. Όλα ήταν
παράξενα και ήσυχα και η Μαίρη ένιωθε σαν να βρισκόταν μίλια μακριά από τους
ανθρώπους, κι όμως δεν αισθανόταν μοναξιά. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν να
μπορούσε να καταλάβει αν όλα τα τριαντάφυλλα είχαν ξεραθεί ή μήπως κάποια
ζούσαν και ίσως έβγαζαν φύλλα και μπουμπούκια μόλις ζέσταινε ο καιρός. Δεν
ήθελε να έχει ξεραθεί ο κήπος. Αν ήταν ζωντανός, τι όμορφα που θα ήταν, και πόσες
χιλιάδες τριαντάφυλλα θα έβγαιναν σε κάθε μεριά!
Το σκοινάκι της κρεμόταν από το μπράτσο της από την ώρα
που είχε μπει στον κήπο και αφού είχε περπατήσει κάμποσο, σκέφτηκε ότι μπορούσε
να κάνει σκοινάκι γύρω από όλο τον κήπο και να σταματάει όποτε της ερχόταν το
κέφι για να κοιτάξει γύρω της. Φαινόταν να υπάρχουν μονοπάτια από γρασίδι εδώ
κι εκεί, και σε μια δυο γωνιές αειθαλείς θάμνοι σχημάτιζαν εσοχές όπου υπήρχαν
πέτρινα καθίσματα ή ψηλά πιθάρια για λουλούδια καλυμμένα από λειχήνες.
Καθώς πλησίασε τη δεύτερη από αυτές τις εσοχές, σταμάτησε
να χοροπηδάει με το σκοινάκι της. Σε αυτό το σημείο κάποτε υπήρχε ένα παρτέρι
λουλουδιών, και της φάνηκε πως είδε κάτι να ξεπροβάλει από το μαύρο χώμα –σαν
μυτερά αχνοπράσινα πραγματάκια. Θυμήθηκε τι είχε πει ο Μπεν Γουέδερσταφ και
έσκυψε να δει καλύτερα.
«Ναι, είναι τόσο δα βλασταράκια και ίσως να είναι κρόκοι
ή χιονούλες ή νάρκισσοι» ψιθύρισε.
Έσκυψε ακόμα περισσότερο και μύρισε τη φρέσκια μυρωδιά
της υγρής γης. Πολύ της άρεσε.
«Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα τέτοια και να φυτρώνουν σε
άλλα σημεία του κήπου» είπε. «Θα πάω να ψάξω».
Δεν πήγε χοροπηδώντας, αλλά περπατώντας, αργά και με τα
μάτια κάτω. Κοίταξε στα παλιά ακριανά παρτέρια και ανάμεσα στο γρασίδι, και
αφού γύρισε τον κήπο προσπαθώντας να μη της ξεφύγει το παραμικρό, βρήκε ακόμα
περισσότερα μυτερά αχνοπράσινα βλασταράκια και αυτό την ενθουσίασε πιο πολύ.
«Δεν μοιάζει να είναι ξερός ο κήπος» μονολόγησε
χαμηλόφωνα. «Ακόμα κι αν τα τριαντάφυλλα έχουν ξεραθεί, υπάρχουν άλλα ζωντανά
λουλούδια».
Δεν είχε ιδέα από κηπουρική, το γρασίδι όμως φαινόταν
τόσο πυκνό σε κάποια από τα σημεία όπου οι πράσινες μυτούλες πάλευαν να βγουν
στο φως, που η Μαίρη σκέφτηκε πως δεν είχαν αρκετό χώρο να μεγαλώσουν. Έψαξε
γύρω μέχρι που βρήκε ένα κοφτερό κομμάτι ξύλο, και μετά γονάτισε κατάχαμα κι
έσκαβε και ξεβοτάνιζε μέχρι που καθάρισε τα σημεία γύρω από τις τρυφερές
μυτούλες.
«Τώρα φαίνονται να μπορούν να αναπνεύσουν» είπε μόλις
τελείωσε με τα πρώτα. «Θα κάνω κι άλλα, όσα μπορώ να δω. Κι αν δεν έχω άλλο
χρόνο σήμερα, μπορώ να έρθω αύριο».
Πήγαινε από μεριά σε μεριά, κι έσκαβε και ξεβοτάνιζε, και
τόσο πολύ το διασκέδαζε που από το ένα παρτέρι τραβούσε για το άλλο, μέχρι το
γρασίδι κάτω από τα δέντρα. Η άσκηση την ζέστανε τόσο που στην αρχή έβγαλε το
παλτό της, και μετά το καπέλο της, και, χωρίς να το έχει καταλάβει, χαμογελούσε
συνέχεια στο γρασίδι και τις αχνοπράσινες μυτούλες.
Ο κοκκινολαίμης ήταν πολύ απασχολημένος. Πολύ το
ευχαριστήθηκε όταν είδε πως είχε ξεκινήσει η κηπουρική στην επικράτειά του.
Συχνά παρακολουθούσε με θαυμασμό τον Μπεν Γουέδερσταφ. Όταν ασχολείται κανείς
με τον κήπο, ξετρυπώνεις ένα σωρό λιχουδιές από το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Και να’
σου τώρα αυτό το καινούριο πλάσμα που δεν είχε ούτε το μισό από το μπόι του
Μπεν κι όμως ήρθε στον κήπο του, και καλά έκανε κι άρχισε αμέσως την κηπουρική.
Η Αφέντρα η Μαίρη δούλεψε στον κήπο της μέχρι την ώρα του
μεσημεριανού φαγητού. Στην πραγματικότητα, το θυμήθηκε κάπως αργά, κι όταν
έβαλε το παλτό και το καπέλο της και πήρε το σκοινάκι της, ούτε που το πίστευε
πως είχε περάσει δυο τρεις ώρες δουλεύοντας. Βέβαια ήταν συνέχεια χαρούμενη.
Και ολόκληρες ντουζίνες αχνοπράσινες μυτούλες φαινόντουσαν στα καθαρισμένα
κομμάτια, μοιάζοντας πιο ζωντανές από πριν που τις έπνιγε το γρασίδι και τα
αγριόχορτα.
«Θα έρθω πάλι το απόγευμα» είπε κοιτάζοντας ένα γύρο το
νέο της βασίλειο, μιλώντας στα δέντρα και τις τριανταφυλλιές σαν να την
άκουγαν.
Μετά έτρεξε στις μύτες των ποδιών της πάνω στο γρασίδι, έσπρωξε
τη βαριά πόρτα και γλίστρησε κάτω από τον κισσό. Είχε τόσο κοκκινισμένα μάγουλα
και τόσο φωτεινά μάτια κι έφαγε με τόση όρεξη που η Μάρθα ευχαριστήθηκε πολύ.
«Δύο κομμάτια κρέας και δύο μερίδες ρύζι!» είπε. «Α! Η
μητέρα θα έχει να το λέει τι καλό σου έκανε το σκοινάκι».
Όσο έσκαβε με το μυτερό ξύλο, η Αφέντρα η Μαίρη βρέθηκε
να ξεθάβει μια άσπρη ρίζα σαν κρεμμύδι. Το είχε βάλει στη θέση του και είχε
πατικώσει με προσοχή το χώμα γύρω του, τώρα όμως αναρωτιόταν μήπως η Μάρθα
γνώριζε τι ήταν.
«Μάρθα» είπε, «τι να είναι αυτές οι άσπρες ρίζες που
μοιάζουν με κρεμμύδια;»
«Είναι βολβοί» απάντησε η Μάρθα. «Πολλά ανοιξιάτικα
λουλούδια μεγαλώνουν από αυτούς. Οι πολύ μικροί είναι χιονούλες και κρόκοι και
οι μεγάλοι είναι νάρκισσοι κι ασφόδελοι. Και οι πιο μεγάλοι απ’ όλους είναι
κρίνα και ίριδες. Α, είναι όμορφα! Ο Ντίκον φύτεψε ένα σωρό από δαύτα στον κήπο
μας».
«Ο Ντίκον ξέρει για τους βολβούς;» ρώτησε η Μαίρη, καθώς
της ήρθε μια καινούρια ιδέα.
«Ο Ντίκον μας μπορεί να κάνει να φυτρώσει λουλούδι από
την πέτρα. Η μητέρα λέει πως και μόνο που ψιθυρίζει, τα λουλούδια βγαίνουν από
το χώμα».
«Ζουν πολύ καιρό οι βολβοί; Θα μπορούσαν να ζήσουν για
χρόνια, ακόμα κι αν δεν τους φρόντιζε κανείς;» ρώτησε ανήσυχη η Μαίρη.
«Δεν χρειάζονται βοήθεια» είπε η Μάρθα. «Γι’ αυτό ακόμα
κι εμείς οι φτωχοί μπορούμε να έχουμε λουλούδια. Αν δεν τους χαλάσεις, οι πιο
πολλοί βολβοί ζουν κάτω από τη γη μια ζωή και φυτρώνουν και κάνουν μωρά. Έχει
ένα μέρος στα δάση του πάρκου όπου θα βρεις χιλιάδες χιονούλες. Όταν έρχεται ή
άνοιξη, είναι το πιο όμορφο θέαμα στο Γιορκσάιρ. Κανένας δεν ξέρει πότε βγήκαν
για πρώτη φορά».
«Μακάρι να είχε έρθει η άνοιξη» είπε η Μαίρη. «Θέλω να δω
όλα τα λουλούδια της Αγγλίας».
Είχε τελειώσει πια το φαγητό της και καθόταν στην
αγαπημένη της θέση στη φλοκάτη μπροστά από το τζάκι.
«Πόσο θα ήθελα να είχα ένα μικρό φτυάρι» είπε.
«Και τι το θέλεις;» ρώτησε η Μάρθα γελώντας. «Λες να σου
αρέσει το σκάψιμο; Πρέπει να το πω στη μητέρα και αυτό».
Η Μαίρη κοίταξε τη φωτιά κι απόμεινε σκεφτική για λίγο.
Θα έπρεπε να είναι προσεκτική αν ήθελε να κρατήσει μυστικό το βασίλειό της. Δεν
έκανε κακό σε κανέναν, αλλά αν ο κύριος Κρέιβεν μάθαινε για την ανοικτή πόρτα,
θα θύμωνε πάρα πολύ και θα έφτιαχνε ένα καινούριο κλειδί και θα την κλείδωνε
για πάντα. Κι αυτό δεν θα το άντεχε.
«Αυτό το μέρος είναι τόσο μεγάλο και μοναχικό» είπε αργά,
σαν να το κλωθογύριζε στο μυαλό της. «Το σπίτι είναι γεμάτο μοναξιά, και το
πάρκο το ίδιο, και οι κήποι το ίδιο. Και είναι τόσα τα μέρη που μοιάζουν
κλειδωμένα. Ποτέ μου δεν ασχολιόμουνα με κάτι ιδιαίτερο στην Ινδία, είχε όμως
ένα σωρό ανθρώπους να χαζέψεις -ιθαγενείς και στρατιώτες που έκαναν παρέλαση-
και κάποτε κάποτε έπαιζαν και μπάντες, και η Ινδή μου παραμάνα μού έλεγε
ιστορίες. Εδώ μόνο εσένα και τον Μπεν Γουέδερσταφ έχω να μιλήσω. Κι εσύ έχεις
δουλειές να κάνεις κι ο Μπεν Γουέδερσταφ δεν πολυμιλάει. Σκέφτηκα λοιπόν πως αν
είχα ένα φτυαράκι, θα μπορούσα να σκάψω κάπου σαν εκείνον και να φτιάξω έναν
μικρό κήπο αν μου δώσει λίγους σπόρους.
Το πρόσωπο της Μάρθας φωτίστηκε.
«Κοίτα να δεις!» φώναξε, «να και κάτι ακόμα που είπε η
μητέρα. Λέει, “Έχει τόση άπλα σε αυτό το τεράστιο μέρος, γιατί να μη της δώσουν
ένα κομμάτι να φυτέψει, ακόμη κι αν είναι μόνο μαϊντανός και ραπανάκια; Θα
σκάψει και θα σκαλίσει και θα το ευχαριστηθεί”. Ακριβώς έτσι τα είπε».
«Αλήθεια;» είπε η Μαίρη. «Πόσα ξέρει!»
«Α!» είπε η Μάρθα. «Είναι αυτό που λέει: “Η γυναίκα που
μεγαλώνει δώδεκα παιδιά ξέρει κάτι παραπάνω από την αλφαβήτα. Τα παιδιά είναι
τόσο χρήσιμα όσο και η αριθμητική στο να ανακαλύπτεις πράγματα”».
«Πόσο να κόστιζε ένα φτυάρι –ένα μικρό;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κοίτα» απάντησε σκεφτική η Μάρθα «στο χωριό του Θουέιτ
έχει ένα μαγαζί κι εκεί πέρα είδα σετ κηπουρικής με ένα φτυάρι και μια
τσουγκράνα κι ένα δικράνι, όλα μαζί για δυο σελίνια. Και φαινόντουσαν γερά».
«Έχω περισσότερα λεφτά στο πορτοφόλι μου» είπε η Μαίρη.
«Η κυρία Μόρισον μου έδωσε πέντε σελίνια και η κυρία Μέντλοκ μου έδωσε κάτι
χρήματα από τον κύριο Κρέιβεν».
«Σε θυμήθηκε λοιπόν» ξεφώνησε η Μάρθα.
«Η κυρία Μέντλοκ είπε ότι θα έπαιρνα ένα σελίνι κάθε
εβδομάδα να το ξοδεύω όπως θέλω. Μου δίνει από ένα κάθε Σάββατο. Δεν ήξερα όμως
σε τι να το ξοδέψω».
«Μα την πίστη μου! Είσαι πολύ πλούσια» είπε η Μάρθα.
«Μπορείς να αγοράσεις ό,τι σου κάνει κέφι. Το νοίκι για το χωριατόσπιτό μας
είναι μόλις ένα σελίνι και τρεις πένες και για να τα βρούμε παλεύουμε με νύχια
και με δόντια. Στάσου, μόλις μου ήρθε κάτι στο μυαλό» είπε βάζοντας τα χέρια
στη μέση.
«Τι;» ρώτησε ζωηρά η Μαίρη.
«Στο μαγαζί στο Θουέιτ πουλάνε σπόρους για λουλούδια μια
πένα το πακέτο, και ο Ντίκον μας ξέρει να πει ποια είναι τα πιο όμορφα και πώς
να τα μεγαλώσεις. Πάει με τα πόδια στο Θουέιτ πολλές φορές τη μέρα, έτσι για το
κέφι του. Ξέρεις να γράφεις με κεφαλαία;» ρώτησε ξαφνικά.
«Ξέρω να γράφω με μικρά» απάντησε η Μαίρη.
Η Μάρθα κούνησε το κεφάλι.
«Ο Ντίκον μας μπορεί να διαβάσει μόνο τα κεφαλαία. Αν
μπορείς να τα καταφέρεις, θα του γράψουμε ένα γράμμα και θα του ζητάμε να πάει
να αγοράσει και εργαλεία για τον κήπο και σπόρους».
«Αχ! Τι καλό κορίτσι που είσαι!» φώναξε η Μαίρη. «Αλήθεια
είσαι! Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν τόσο καλή. Ξέρω πως αν προσπαθήσω, μπορώ να
γράψω με κεφαλαία. Να ζητήσουμε πένα και μελάνι και χαρτί από την κυρία Μέντλοκ».
«Έχω κάτι λίγα εγώ» είπε η Μάρθα. «Τα αγόρασα για να
γράψω στη μητέρα καμιά Κυριακή. Πάω να τα φέρω».
Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, και η Μαίρη στεκόταν
κοντά στη φωτιά κι έτριβε τα λεπτά χεράκια της με φανερή ευχαρίστηση.
«Να είχα ένα φτυάρι!» ψιθύρισε. «Τότε θα μπορούσα να
σκάψω το χώμα για να γίνει μαλακό και να φυτέψω τους σπόρους. Αν βρω σπόρους
και βγάλουν λουλούδια, τότε ο κήπος δεν θα είναι ξερός, θα ζωντανέψει».
Δεν βγήκε ξανά εκείνο το απόγευμα, γιατί, όταν η Μάρθα
γύρισε με το μελάνι, την πένα και το χαρτί της, έπρεπε να καθαρίσει το τραπέζι
και να κουβαλήσει τα πιάτα κάτω κι όταν μπήκε στην κουζίνα, ήταν εκεί η κυρία
Μέντλοκ και της έβαλε δουλειές να κάνει, κι έτσι η Μαίρη περίμενε πολύ μέχρι να
γυρίσει. Μετά ήταν σοβαρή δουλειά να γράψεις στον Ντίκον. Η Μαίρη δεν είχε
διδαχτεί και πολλά, γιατί οι γκουβερνάντες της την είχαν αντιπαθήσει τόσο που
έφευγαν αμέσως. Δεν μπορούσε να συλλαβίσει ιδιαίτερα καλά, μπορούσε όμως να
γράψει αν προσπαθούσε. Κι αυτό ήταν το γράμμα που της υπαγόρεψε η Μάρθα:
«Αγαπητέ Ντίκον:
Ελπίζω το γράμμα μου να σε βρει καλά, όπως είμαι καλά κι
εγώ καθώς σου γράφω. Η Δεσποινίς Μαίρη έχει μπόλικα λεφτά και θα πας στο Θουέιτ
να της αγοράσεις σπόρους για λουλούδια κι ένα σετ κηπουρικής για να φτιάξει ένα
παρτέρι. Να αγοράσεις σπόρους που να κάνουν όμορφα λουλούδια που να μπορούν να
μεγαλώνουν εύκολα, γιατί δεν το έχει ξανακάνει η Δεσποινίς και ζούσε στην Ινδία
που είναι διαφορετικά τα πράγματα. Να δώσεις την αγάπη μου στη μητέρα και σε
όλους σας. Η Δεσποινίς Μαίρη θα μου διηγηθεί κι άλλα, κι έτσι στην επόμενη
σχόλη μου θα μάθεις για ελέφαντες και καμήλες και κυρίους που πάνε να
κυνηγήσουνε λιοντάρια και τίγρεις.
«Η αγαπημένη σου αδερφή,
Μάρθα Φοίβη Σόουερμπάι».
«Θα βάλουμε τα λεφτά στον φάκελο και θα πω στον παραγιό
του χασάπη να το πάει με το κάρο του. Είναι πολύ φίλος με τον Ντίκον» είπε η
Μάρθα.
«Πώς θα πάρω τα πράγματα όταν τα αγοράσει ο Ντίκον;»
ρώτησε η Μαίρη.
«Θα στα φέρει ο ίδιος. Άλλο που δε θέλει να περπατήσει
προς τα εδώ».
«Α, τότε θα τον δω!» ξεφώνισε η Μαίρη. «Δεν μου είχε
περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα έβλεπα τον Ντίκον».
«Θέλεις να τον δεις;» ρώτησε ξάφνου η Μάρθα κι έμοιαζε
πολύ ευχαριστημένη.
«Και βέβαια. Δεν έχω ξαναδεί αγόρι που το αγαπάνε τα
άλογα και οι αλεπούδες. Θέλω πολύ να τον δω».
Η Μάρθα τινάχτηκε, σαν να θυμήθηκε κάτι μόλις εκείνη τη
στιγμή.
«Τώρα που το σκέφτομαι, άκου κάτι που παραλίγο θα το
ξέχναγα. Μ’ αρέσει που θα στο έλεγα πρωί πρωί. Ρώτησα τη μητέρα και μου είπε
πως θα ρωτούσε η ίδια την κυρία Μέντλοκ».
«Θέλεις να πεις …» άρχισε να λέει η Μαίρη.
«Αυτό που σου είπα την Τρίτη. Να τη ρωτήσει αν θα
μπορούσαν να σε φέρουν με την άμαξα στο χωριατόσπιτό μας καμιά μέρα και να
δοκιμάσεις λίγο από το ζεστό κέικ με βρώμη που φτιάχνει η μητέρα και βούτυρο
και ένα ποτήρι γάλα».
Ξάφνου έμοιαζε πως όλα τα σημαντικά συνέβαιναν σε μια
μέρα. Για σκέψου, να βρεθεί πέρα από τον χερσότοπο μέρα και με γαλάζιο ουρανό!
Να πάει στο χωριατόσπιτο όπου ζούσαν δώδεκα παιδιά!
«Η μητέρα σου πιστεύει πως η κυρία Μέντλοκ θα με αφήσει
να έρθω;» ρώτησε ανήσυχη.
«Ναι, έτσι πιστεύει. Η κυρία Μέντλοκ ξέρει τι τακτική που
είναι η μητέρα και πόσο καθαρό το έχει το χωριατόσπιτό μας».
«Αν ερχόμουν, θα έβλεπα και τη μητέρα σου και τον Ντίκον»
είπε η Μαίρη καθώς το κλωθογύριζε στο μυαλό, και πολύ της άρεσε. «Δεν μου
μοιάζει σαν τις μητέρες στην Ινδία».
Η δουλειά στον κήπο και ο ενθουσιασμός του απογεύματος
την έκαναν να νιώσει ήρεμη και σοβαρή. Η Μάρθα έμεινε μαζί της μέχρι την ώρα
του τσαγιού, κάθισαν όμως ήσυχες και σχεδόν αμίλητες. Όμως, λίγο προτού κατέβει
η Μάρθα στην κουζίνα για να φέρει το τσάι, η Μαίρη τη ρώτησε:
«Μάρθα» της είπε «η λαντζέρισσα έχει πάλι πονόδοντο
σήμερα;»
Η Μάρθα ξαφνιάστηκε.
«Πώς και ρωτάς;»
«Γιατί όσο σε περίμενα να γυρίσεις από τις δουλειές σου,
άνοιξα την πόρτα και διέσχισα τον διάδρομο, να δω αν ερχόσουν. Κι άκουσα πάλι
ένα απόμακρο κλάμα, όπως εκείνο που είχαμε ξανακούσει. Δεν φυσάει σήμερα, οπότε
αποκλείεται να ήταν ο αέρας».
«Α!» είπε η Μάρθα ανήσυχη. «Δεν πρέπει να περπατάς στους
διαδρόμους και να κρυφακούς. Αν θυμώσει ο κύριος Κρέιβεν, ποιος ξέρει τι θα
κάνει».
«Δεν κρυφάκουγα» είπε η Μαίρη. «Απλά σε περίμενα –και το
άκουσα. Οπότε τώρα είναι τρεις φορές που το έχω ακούσει».
«Αχού! Να, η κυρία Μέντλοκ χτυπάει το κουδούνι» είπε η
Μάρθα και βγήκε τρέχοντας σχεδόν από το δωμάτιο.
«Αυτό είναι το πιο παράξενο σπίτι που θα μπορούσε κάποιος
να μείνει» είπε η Μαίρη νυσταγμένη ενώ το κεφάλι της ακουμπούσε στο μαξιλάρι
της πολυθρόνας. Ο καθαρός αέρας , το σκάψιμο και το σκοινάκι την είχαν κάνει να
νιώθει μια τέτοια γλυκιά κούραση που κοιμήθηκε αμέσως.