Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Έκτο κεφάλαιο)


ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΛΑΙΓΕ, ΣΤ' ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΛΑΙΓΕ!»


Την επόμενη μέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, και όταν η Μαίρη κοίταξε έξω από το παράθυρο, ο χερσότοπος ήταν κρυμμένος σχεδόν από μια γκρίζα ομίχλη και από συννεφιά. Δεν μπορούσε να βγει έξω σήμερα.
«Τι κάνεις στο χωριατόσπιτό σου όταν ρίχνει τέτοια βροχή;» ρώτησε τη Μάρθα.
«Προσπαθώ όσο γίνεται να μην μπλέκω στα πόδια των άλλων» απάντησε η Μάρθα. «Α! Σαν να ήμαστε πολλοί τέτοιες μέρες στο σπίτι μου. Η μητέρα μου είναι πολύ καλοσυνάτη, μα την πιάνει η μουρμούρα της τότε. Τα μεγαλύτερα παιδιά πάνε στον στάβλο και παίζουν εκεί πέρα. Τον Ντίκον δεν τον νοιάζει να βραχεί. Βγαίνει έξω λες και ο ήλιος λάμπει. Λέει ότι όταν βρέχει, βλέπει πράγματα έξω που δεν φαίνονται με τον καλό καιρό. Κάποτε βρήκε ένα μωρό αλεπουδάκι μισοπνιγμένο στη φωλιά του και το έβαλε κάτω από το πουκάμισό του, για να το κρατήσει ζεστό, και το έφερε στο σπίτι. Η μητέρα του είχε σκοτωθεί κάπου εκεί κοντά και η φωλιά είχε γεμίσει νερό και τα υπόλοιπα κουτάβια είχαν πνιγεί. Το έχει στο σπίτι τώρα. Μια άλλη φορά βρήκε ένα μισοπνιγμένο μικρό κοράκι και το έφερε κι αυτό στο σπίτι και το εξημέρωσε. Το έβγαλε Καπνιά, γιατί είναι κατάμαυρο και χοροπηδάει και πετάει όπου κι αν πάει ο Ντίκον.
Ήρθε η ώρα που τη Μαίρη δεν την πείραζε πια η φιλική κουβεντούλα της Μάρθας. Ίσα ίσα, άρχισε να τη βρίσκει ενδιαφέρουσα και να στενοχωριέται όταν εκείνη σταματούσε να μιλάει ή έπρεπε να φύγει. Οι ιστορίες που της έλεγε η Ινδή παραμάνα της όταν η Μαίρη ζούσε στην Ινδία, δεν είχαν καμία σχέση με όσα της έλεγε η Μάρθα για το χωριατόσπιτο στα βαλτοτόπια, όπου ζούσαν δεκατέσσερις άνθρωποι σε τέσσερα δωματιάκια και που ποτέ τους δεν είχαν αρκετό φαγητό να φάνε. Τα παιδιά έμοιαζαν να μπουρδουκλώνονται από δω κι από κει και να διασκεδάζουν σαν ένα τσούρμο φασαριόζικα καλόψυχα σκυλάκια. Τη Μαίρη την τραβούσε πιο πολύ ο χαρακτήρας της μητέρας και του Ντίκον. Όταν η Μάρθα έλεγε ιστορίες για όσα έκανε η “μητέρα”, τα λόγια της την έκαναν να νιώθει όμορφα.
«Να είχα ένα μωρό κοράκι ή ένα αλεπουδάκι για να παίζω!» είπε η Μαίρη. «Δεν έχω τίποτα όμως».
Η Μάρθα την κοίταξε σαστισμένη.
«Δεν ξέρεις να πλέκεις;» τη ρώτησε.
«Όχι» απάντησε η Μαίρη.
«Να ράβεις;»
«Όχι».
«Να διαβάζεις;»
«Ναι».
«Τότε γιατί δεν διαβάζεις κατιτίς, να γίνεις και καλύτερη στο διάβασμα; Είσαι μεγάλη, άρα θα διαβάζεις καλά».
«Δεν έχω καθόλου βιβλία» είπε η Μαίρη. «Όσα είχα, τα άφησα πίσω στην Ινδία».
«Κρίμα» είπε η Μάρθα. «Αν σε αφήσει η κυρία Μέντλοκ να μπείς στη βιβλιοθήκη, εκεί έχει χιλιάδες βιβλία».
Η Μαίρη δεν ρώτησε πού βρισκόταν η βιβλιοθήκη, γιατί ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Αποφάσισε να πάει και να ψάξει μόνη της. Δεν την ένοιαζε για την κυρία Μέντλοκ. Η κυρία Μέντλοκ έμοιαζε να έχει βολευτεί καλά στο καθιστικό της στον κάτω όροφο. Σε αυτό το παράξενο μέρος οι άνθρωποι σπάνια συναντιόντουσαν. Στην ουσία, μόνο οι υπηρέτες έκαναν την εμφάνισή τους, που κι αυτοί, όταν ο αφέντης τους έλειπε, περνούσαν ζωή και κότα στους κάτω ορόφους, όπου υπήρχε μια τεράστια κουζίνα με αστραφτερά μπακιρένια σκεύη και ένα ευρύχωρο καθιστικό για τους υπηρέτες όπου εκεί έτρωγαν τέσσερα με πέντε πλούσια γεύματα τη μέρα και όπου γινόταν πανηγύρι όταν η κυρία Μέντλοκ δεν ήταν στα πόδια τους.
Τα γεύματα της Μαίρης σερβίρονταν στην ώρα τους, η Μάρθα τη φρόντιζε, όμως κανείς δεν ασχολιόταν ούτε στο ελάχιστο με τη μικρή. Η κυρία Μέντλοκ ερχόταν κάθε δύο μέρες και της έριχνε μια ματιά, κανένας όμως δεν ρωτούσε τι έκανε ή τι έπρεπε να κάνει η Μαίρη. Κι αυτή υπέθεσε ότι έτσι συνήθιζαν να φέρονται στα παιδιά οι Άγγλοι. Στην Ινδία η παραμάνα της την υπηρετούσε μέρα νύχτα και τη συνόδευε πάντα και παντού. Η Μαίρη συχνά ένιωθε να την κουράζει. Τώρα κανένας δεν έτρεχε ξοπίσω της και μάθαινε να ντύνεται μονάχη της, γιατί η Μάρθα την κοίταζε σαν να την περνούσε για χαζή όταν ήθελε να της τα δίνουν όλα στο χέρι.
«Μήπως δεν έχεις μια στάλα μυαλό;» είπε κάποτε που η Μαίρη περίμενε να της φορέσει τα γάντια. «Η δική μας η Σουζάννα είναι δυο φορές πιο έξυπνη και μόνο τεσσάρων. Καμιά φορά μου μοιάζεις λίγο χαζούλα».
Η Μαίρη πήρε το στριμμένο της ύφος για μία ώρα μετά, τα λόγια της Μάρθας όμως την έκαναν να σκεφτεί αρκετά καινούρια πράγματα.
Ετούτο το πρωινό έμεινε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο για δέκα λεπτά αφότου η Μάρθα καθάρισε το τζάκι κι έφυγε για να πάει στον κάτω όροφο. Σκεφτόταν την ιδέα που της είχε έρθει όταν άκουσε για τη βιβλιοθήκη. Δεν την ένοιαζε και πολύ η βιβλιοθήκη, γιατί στη ζωή της είχε διαβάσει πολύ λίγα βιβλία. Όταν όμως άκουσε για αυτή, της ήρθαν στο μυαλό τα εκατό δωμάτιο με τις κλειστές πόρτες. Αναρωτήθηκε αν πραγματικά ήταν όλα τους κλειδωμένα και τι άραγε θα έβρισκε αν κατάφερνε να μπει σε κάποιο από αυτά. Ήταν στ’ αλήθεια εκατό; Γιατί να μην πάει να δει πόσες πόρτες θα μπορούσε να μετρήσει; Θα ήταν ένας τρόπος να περάσει την ώρα της τούτο το πρωινό που δεν μπορούσε να βγει έξω. Δεν της έμαθαν ποτέ να ζητάει την άδεια για να κάνει κάτι, και δεν γνώριζε τίποτα για την εξουσία, έτσι δεν το θεώρησε αναγκαίο να ζητήσει από την κυρία Μέντλοκ, σε περίπτωση που τη συναντούσε, την άδεια να εξερευνήσει το σπίτι.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και βγήκε στον διάδρομο, κι έπειτα άρχισε να τριγυρίζει. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος, που διακλαδιζόταν σε άλλους και που την οδήγησε σε μια σειρά σκαλιά που ανεβαίνοντάς τα, οδηγούσαν με τη σειρά τους σε άλλα. Υπήρχαν πόρτες και πόρτες, και πίνακες στους τοίχους. Άλλοτε ήταν πίνακες σκοτεινών και παράξενων τοπίων, συχνότερα όμως ήταν πορτρέτα ανδρών και γυναικών με παράξενα μεγαλόπρεπα ρούχα από σατέν και βελούδο. Βρέθηκε σε μια γαλαρία που οι τοίχοι της ήταν καλυμμένοι από τέτοια πορτρέτα. Ούτε που πέρασε ποτέ από το μυαλό της πως θα υπήρχε σπίτι με τόσους πολλούς πίνακες. Διέσχισε αργά τη γαλαρία και παρατήρησε τα πρόσωπα, που έμοιαζαν να την παρατηρούν επίσης. Της φαινόταν πως απορούσαν τι έκανε σε αυτό το σπίτι ένα μικρό κορίτσι από την Ινδία. Κάποιοι από τους πίνακες παρίσταναν παιδιά –κοριτσάκια με αλύγιστα σατέν φορέματα που έφταναν μέχρι τα πόδια τους και απλώνονταν ολόγυρά τους, και αγοράκια με φουσκωτά μανίκια και δαντελένια κολάρα και μακριά μαλλιά ή με μεγάλες τραχηλιές γύρω από τον λαιμό τους.
Κάθε φορά σταματούσε να κοιτάξει τα παιδιά κι αναρωτιόταν πώς τα έλεγαν και πού είχαν πάει και γιατί φορούσαν τόσο παράξενα ρούχα. Ήταν κι ένα μικρό κορίτσι, άκαμπτο και άχαρο σαν αυτήν. Φορούσε ένα πράσινο μπροκάρ φόρεμα και πάνω στο δάχτυλό της είχε κουρνιάσει ένας πράσινος παπαγάλος. Τα μάτια της είχαν ένα παράξενο, κοφτερό βλέμμα.
«Πού να ζεις τώρα;» της είπε δυνατά η Μαίρη. «Μακάρι να ήσουν εδώ».
Καμιά άλλη μικρούλα δεν πέρασε ποτέ της τέτοιο παράξενο πρωινό. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε κανένας σε εκείνο το αχανές σπίτι εκτός από τον μικρούλη εαυτό της, που περιπλανιόταν πάνω κάτω σε στενά και φαρδιά περάσματα, όπου έμοιαζε να μην έχει περπατήσει ποτέ κανείς άλλος εκτός από αυτήν. Αφού είχαν χτιστεί τόσα δωμάτια, σίγουρα θα έμεναν κάποιοι άνθρωποι, όλα όμως έμοιαζαν τόσο άδεια που δεν μπορούσε καν να πιστέψει πως έτσι ήταν στ’ αλήθεια.
Μόνο όταν ανέβηκε στον δεύτερο όροφο, σκέφτηκε να γυρίσει το χερούλι μιας πόρτας. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, όπως ακριβώς είχε πει η κυρία Μέντλοκ, μα στο τέλος η μικρή άπλωσε το χέρι της στο χερούλι και το γύρισε. Για μια στιγμή φοβήθηκε σχεδόν, καθώς ένιωσε ότι γυρνούσε χωρίς δυσκολία και ότι όταν έριξε το βάρος της στην πόρτα, εκείνη άνοιξε αργά. Ήταν πολύ γερή πόρτα και έβγαζε σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Υπήρχαν κεντημένες ταπετσαρίες και έπιπλα σαν αυτά που είχε δει στην Ινδία. Ένα φαρδύ παράθυρο με βαριά χωρίσματα έβλεπε στον χερσότοπο. Και πάνω από την κορνίζα του τζακιού υπήρχε άλλο ένα πορτρέτο του άκαμπτου, άχαρου κοριτσιού, που έμοιαζε να την κοιτάζει ακόμα πιο παράξενα από πριν.
«Μπορεί κάποτε να κοιμόταν εδώ» είπε η Μαίρη. «Έτσι που με κοιτάζει, με κάνει να νιώθω περίεργα».
Μετά από εκεί άνοιξε κι άλλες πόρτες. Είδε τόσα πολλά δωμάτια που άρχισε να κουράζεται και σκέφτηκε πως σίγουρα θα ήταν εκατό, αν και δεν τα μέτρησε. Σε όλα τους υπήρχαν παλιοί πίνακες ή ταπετσαρίες κεντημένες με παράξενες σκηνές. Υπήρχαν παράξενα έπιπλα και παράξενα στολίδια σχεδόν πάνω σε όλα τους.
Σε ένα δωμάτιο, που έμοιαζε με γυναικείο καθιστικό, οι κουρτίνες ήταν από κεντημένο βελούδο και σε ένα ερμάριο θα υπήρχαν πάνω από εκατό φιλντισένιοι ελέφαντες. Ήταν σε διαφορετικά μεγέθη και κάποιοι είχαν στις πλάτες τους οδηγούς και ανάκλιντρα. Κάποιοι ήταν πιο μεγάλοι από τους υπόλοιπους και κάποιοι άλλοι ήταν τόσο μικροσκοπικοί που έμοιαζαν μωρά. Η Μαίρη είχε δει σκαλισμένο φίλντισι στην Ινδία και ήξερε τα πάντα για τους ελέφαντες. Άνοιξε την πόρτα του επίπλου, ανέβηκε σε ένα σκαμνάκι και για ώρα έπαιζε με τους ελέφαντες. Όταν βαρέθηκε, τακτοποίησε τους ελέφαντες και έκλεισε την πόρτα του επίπλου.
Σε όλες τις περιπλανήσεις της στους ατέλειωτους διαδρόμους και τα άδεια δωμάτια δεν είχε δει ίχνος ζωής, σε αυτό το δωμάτιο όμως κάτι υπήρχε. Είχε μόλις κλείσει το πορτάκι του επίπλου, όταν άκουσε ένα σιγανό θρόισμα που την έκανε να αναπηδήσει και να κοιτάξει κατά το καναπεδάκι κοντά στο τζάκι, γιατί μάλλον από εκεί ερχόταν ο ήχος. Στη γωνία του μικρού καναπέ υπήρχε ένα μαξιλάρι, και στο βελούδο που το κάλυπτε υπήρχε μια τρύπα, και από εκεί ξετρύπωσε ένα μικροσκοπικό κεφαλάκι με κάτι φοβισμένα μάτια.
Η Μαίρη προχώρησε προς τα εκεί για να κοιτάξει. Τα φωτεινά μάτια ανήκαν σε ένα μικρό γκρίζο ποντίκι, και το ποντίκι είχε κάνει μια τρύπα στο μαξιλάρι και είχε φτιάξει μια άνετη φωλιά. Έξι μικρά κοιμόντουσαν κουλουριασμένα δίπλα του. Κι αν δεν υπήρχε τίποτα άλλο ζωντανό στα εκατό δωμάτια, υπήρχαν επτά ποντίκια που δεν έμοιαζαν καθόλου μόνα τους.
«Αν δεν έδειχναν τόσο φοβισμένα, θα τα έπαιρνα μαζί μου» είπε η Μαίρη.
Είχε περιπλανηθεί τόσο πολύ που είχε κουραστεί για να συνεχίσει κι άλλο, κι έτσι γύρισε πίσω. Δυο τρεις φορές έχασε τον δρόμο της, γιατί έστριψε σε λάθος διάδρομο και υποχρεώθηκε να περιφέρεται πάνω κάτω μέχρι που βρήκε το σωστό σημείο. Στο τέλος όμως βρέθηκε και πάλι στον όροφο που έμενε, παρόλο που ήταν μακριά από το δωμάτιό της και δεν ήξερε ακριβώς πού βρισκόταν.
«Μάλλον πήρα λάθος στροφή πάλι» είπε μένοντας ακίνητη σε ένα σημείο που έμοιαζε το τέλος ενός στενού περάσματος με ταπετσαρία στον τοίχο. «Δεν ξέρω προς τα πού να πάω. Πόσο ήσυχα είναι!»
Κι ήταν την ώρα που στεκόταν εκεί και μόλις είχε πει αυτά τα λόγια, όταν η ησυχία ταράχτηκε από έναν θόρυβο. Ήταν πάλι κάτι σαν κλάμα, αλλά όχι ακριβώς όπως εκείνο που είχε ακούσει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν ένας σύντομος ήχος, ένα παιδιάστικο κλαψούρισμα που έβγαινε πνιχτό καθώς περνούσε ανάμεσα από τους τοίχους.
«Ακούγεται πιο κοντά σήμερα» είπε η Μαίρη με την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. «Κάποιος κλαίει».
Κατά λάθος έβαλε το χέρι της στην ταπετσαρία και τότε τινάχτηκε προς τα πίσω τρομαγμένη. Η ταπετσαρία κάλυπτε μια πόρτα που άνοιξε και αποκάλυψε ακόμα έναν διάδρομο πίσω της και την κυρία Μέντλοκ, που ερχόταν με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι και μια πολύ στριμμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
«Τι κάνεις εδώ;» είπε και πιάνοντας τη Μαίρη από το χέρι την τράβηξε έξω. «Τι σου είπα εγώ;»
«Πήρα λάθος στροφή» εξήγησε η Μαίρη. «Δεν ήξερα πού να πάω και άκουσα κάποιον να κλαίει».
Τη μίσησε την κυρία Μέντλοκ εκείνη τη στιγμή, μα τη μίσησε ακόμη περισσότερο αμέσως μετά.
«Δεν άκουσες κανένα κλάμα» είπε η οικονόμος. «Θα γυρίσεις πίσω στο δωμάτιό σου, αλλιώς θα σου τραβήξω τα αυτιά».
Και την έπιασε από το χέρι και την έσπρωχνε και την τραβολογούσε από τον ένα διάδρομο στον άλλον, μέχρι που τη στρίμωξε έξω από την πόρτα του δωματίου της.
«Τώρα» είπε «θα μείνεις εδώ που σου λέω, αλλιώς θα σε κλειδώσω. Ο αφέντης καλά θα κάνει να σου βρει μια γκουβερνάντα, όπως είπε ότι θα κάνει. Κάποιος πρέπει να έχει τον νου του. Εγώ έχω ήδη φορτωθεί αρκετά».
Βγήκε από το δωμάτιο και κοπάνησε την πόρτα, ενώ η Μαίρη πήγε και κάθισε στο τζάκι, χλωμή από οργή. Δεν την πήραν τα κλάματα, έτριζε όμως τα δόντια της.
«Κάποιος έκλαιγε, κάποιος έκλαιγε!» είπε μοναχή της.
Το είχε ακούσει δύο φορές μέχρι τώρα και θα έβρισκε τι ήταν. Ήδη είχε βρει ένα σωρό πράγματα ετούτο το πρωινό. Ένιωθε σαν να είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι και στο κάτω κάτω βρήκε κάτι που την έκανε να διασκεδάσει και έπαιξε με τους φιλντισένιους ελέφαντες και είδε το γκρι ποντίκι και τα μωρά του στη φωλιά τους μέσα στο βελούδινο μαξιλάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...